30.1.12

Στη Ζέα με χιόνια...

Επειδή το καρναβάλι θέλει χιόνια, ελάτε την Πέμπτη το βράδυ, από τις 9μμ, στο Okio, στη Μαρίνα της Ζέας!



Η κακοκαιρία χρειάζεται ζεστή ατμοσφαιρα - και χορό!







H αφίσα είναι από τα παιδιά του Οkio - και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από την πρώτη live εκτέλεση "Who 's Making Love" των αξέχαστων Blues Brothers. Αν έρθετε στο Okio, θα ακούσετε μια καλύτερη...

buzz it!

29.1.12

Πορεία (αυτο)καταστροφής

"You keep deliberately deceiving me
Makin' me see what I wanna see
Damn your eyes"


Αύριο Δευτέρα και την Τρίτη, καλούμαστε να διαλέξουμε (ευτυχώς με κάλπη) στη συνδικαλιστική μας ένωση, την ΕΣΗΕΑ (η οποία μας βομβαρδίζει με SMS οτι "ψηφίζουμε για τη διεκδίκηση συλλογικής σύμβασης"), μεταξύ τριών προτάσεων. Επί της ουσίας, καλούμαστε να ψηφίσουμε αν συμφωνούμε ή όχι σε απεργία διαρκείας, σε όλα τα αθηναϊκά ΜΜΕ, τα μεγαλύτερα της χώρας και τα πανελλαδικής εμβέλειας.


Η λογική των δύο προτάσεων υπέρ απεργίας διαρκείας, η πρώτη από την παράταξη του προέδρου Δημήτρη Τρίμη, που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ (και άλλες αριστερίστικες ομάδες) και η δεύτερη από την παράταξη που πρόσκειται στο ΚΚΕ, είναι οτι με την πίεση προς τους εργοδότες, αυτοί θα υποχωρήσουν ως προς τις απολύσεις, τις μειώσεις μισθών κλπ.

Η ανάγνωση βέβαια είναι ανάλογη της ιδεολογικής τοποθέτησης των παρατάξεων αυτών: Η κρίση γενικότερα (και η φούσκα των ΜΜΕ, που σκάει με πάταγο, ειδικότερα) είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί, οι θέσεις εργασίας να διατηρηθούν, οι εργοδότες να βρουν διαφήμιση σε μια “αποδεκατισμένη” αγορά, η φυγή του κοινού προς εναλλακτικά μέσα να αντιστραφεί κλπ.

Λες και τόσα χρόνια, δεν έχουμε αφήσει το επάγγελμα να πορεύεται χωρίς κριτήρια, αεριτζήδικο και με υποβαθμισμένη ποιότητα - και τώρα μόλις, κατόπιν εορτής, προσπαθούμε να αντιδράσουμε. Λες και αντέχει αυτή η χώρα, με αυτή την κρίση, να έχει τις δεκάδες των καναλιών, ραδιοφώνων και εντύπων που είχε - εργαλεία τα περισσότερα συμφερόντων, συναλλαγών και εκβιασμού. Λες και οι εργοδότες, μέσα στο άναρχο ελληνικό τοπίο των ΜΜΕ, δεν μπορούν, απολύοντας τους περισσότερους, να “μετασχηματίσουν” τα μέσα τους σε ακόμα πιο ευτελή “μαγαζιά”, με προσωπικό δοκίμων και ανάλογους μισθούς. Λες και οι υπηρεσίες μας θα λείψουν πολύ από το κοινό - πλην ελαχίστων σοβαρών μέσων, μεταξύ αυτών και η ΕΡΤ, τα οποία θα γονατίσουν και αυτά. Να κλείσουμε λοιπόν και τα μέσα που θα μπορούσαν να επιζήσουν - και αξίζουν τον κόπο (χώρια η οικονομική αιμορραγία των εργαζομένων, που δεν αντέχουν).

Αυτοί που υποστηρίζουν οτι η γενική απεργία διαρκείας είναι όπλο στην παρούσα φάση, δεν αντιλαμβάνονται σε τι κρίση έχει μπει το επάγγελμα; Και επιμένουν οτι με τις ασφυκτικές πιέσεις της χρεοκοπίας και της τρόικας, προς όλη την ελληνική κοινωνία, μπορούν να διατηρήσουν την απασχόληση τους τόσες χιλιάδες δημοσιογράφοι; Αλήθεια πόσο ικανοί είναι να καταγράφουν και να ερμηνεύουν την πραγματικότητα, όσοι δεν αντιλαμβάνονται οτι η φούσκα έσκασε - κι οτι κάποιες χιλιάδες από εμάς ενδεχομένως πρέπει να αλλάξουμε δουλειά, για να επιβιώσουμε; Και είναι δυνατόν να ακολουθούμε την ψυχολογία του ανέργου, που στην απελπισία του, υιοθετεί ενδεχομένως μια αντίληψη του τύπου “γαία πυρί μιχθήτω” - φτάνει να του δημιουργηθεί μια ελπίδα επανεύρεσης εργασίας;

Είναι προφανές λοιπόν, κατά την ταπεινή μου άποψη, οτι η μόνη δύναμη που μπορεί να διατηρήσει (κάποια από) τα ΜΜΕ ζωντανά, είναι το κοινό τους - και μόνο κατά περίπτωση εργοδοτικής συμπεριφοράς μπορεί κανείς να αντιδρά απεργιακά, όπως υποστηρίζει η τρίτη πρόταση. Κι όπως έγραφα τις προάλλες για την ΕΡΤ, μόνο μένοντας ανοιχτοί και δυναμικοί προς το κοινό μας, μπορούμε να ελπίζουμε να μην κλείσουμε ολοσχερώς. Γιατί τότε, αν συμβεί αυτό, θα χαθούν όλες οι θέσεις εργασίας μαζί - και θα είναι ο τρόπος του συνδικαλίζεσθαι υπεύθυνος.

Κάθε πρωτοβουλία που αντιτίθεται λοιπόν, σε αυτή την πορεία αυτοκαταστροφής, είναι ευπρόσδεκτη - και την υιοθετώ, όπως αυτό το κείμενο. Και κάνω έκκληση να επικρατήσει η μετριοπάθεια - και όχι οι ακραίες και φανατικές φωνές.

Στη συζήτηση αυτή, ήρθε να προστεθεί τις τελευταίες ημέρες και μια άλλη: Η ανάγκη για “μονοθεσία” στο επάγγελμα. Εντελώς λανθασμένη, κατά τη άποψη μου, τέθηκε αρχικά από συνδικαλιστές και υιοθετείται, όπως πληροφορούμαστε και από τη διοίκηση της ΕΡΤ, για την περίπτωση των συμβασιούχων αρχικά - και στη συνέχεια και για τους αορίστου χρόνου, για λόγους ισότιμης αντιμετώπισης.

Αντιλαμβάνομαι πλήρως οτι υπάρχει ανάγκη, στους δύσκολους αυτούς καιρούς, να υιοθετηθούν κοινωνικά κριτήρια (που ελάχιστα θα ανακουφίσουν, με μερικές δεκάδες θέσεις εργασίας, το συνολικό πρόβλημα, αλλά έστω). Κι εδώ όμως μπαίνουμε σε επικίνδυνα μονοπάτια:

Πρώτον, η φύση και ανεξαρτησία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος είναι σύμφυτη με τη δυνατότητα απασχόλησης σε διαφορετικά μέσα. Δεύτερον, γιατί να μη μπορεί η ΕΡΤ να απολαμβάνει των υπηρεσιών ενός καταξιωμένου συντάκτη εφημερίδας; Και τι θα πει η διοίκηση της ΕΡΤ στον συντάκτη της, που παραμένει π.χ. στην Ελευθεροτυπία; Να παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων του ή να αφήσει την ΕΡΤ για να είναι σε μια εφημερίδα, που αύριο πιθανότητα θα συνεχίσει να είναι κλειστή; Πού είναι η “κοινωνική πολιτική” σε αυτό - και ποιός εγγυάται οτι η θέση εργασίας που θα αδειάσει, θα αναπληρωθεί και δεν θα καταργηθεί απλώς, στο πλαίσιο της απαιτούμενης συρρίκνωσης; Πώς ζητάς από τον άλλον να εγκαταλείψει 20 ή 30 χρόνια δουλειάς σε εφημερίδα, για να παραμείνει στην ΕΡΤ ή να έρθει (ακόμα χειρότερα) μόνο για ένα χρόνο, ως συμβασιούχος; Και γιατί θα πρέπει η ΕΡΤ να καταργήσει την πιο πετυχημένη, από πλευράς θεαματικότητας, ενημερωτική εκπομπή της, επειδή οι παρουσιαστές της δουλεύουν σε εφημερίδα; Ποιός ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός στον κόσμο δεν θα είχε ως πρώτο κριτήριο την “αποτελεσματικότητα” του προγράμματος του;

Η αλήθεια είναι οτι η αξιοκρατία πολλές φορές δεν τηρείται, στην ελληνική εκδοχή του επαγγέλματος μας. Αλλά το να “θεσμοθετείς” ένα άλλο κριτήριο, αυτό της ανεργίας, ως υπέρτερο της αξίας και της επιτυχίας, είναι τραγικό λάθος. Αν αυτή η κρίση έχει μια ελπίδα να είναι χρήσιμη για την πορεία της χώρας, είναι επιτέλους να τεθούν όλα σε μια άλλη βάση, πιο αξιοκρατική. Όχι να καταστρατηγήσουμε τελείως το συμφέρον του μέσου, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ιδιοκτησία του ελληνικού λαού.

Το πρόβλημα της ανεργίας δεν θα λυθεί ποτέ με “κοινωνικές πολιτικές” και αλλοίωση της κλίμακας των πραγματικών αξιών. Δεν θα το λύσουν ποτέ οι προσλήψεις από το δημόσιο, παρά μόνον η ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενδεχομένως σε άλλους τομείς παραγωγής, όπως επιτάσσει η ιστορική εξέλιξη.

Αντιθέτως, αν θέλουμε να επιτύχουμε προς την κατεύθυνση της βελτίωσης του “ότι δηλώσεις” επαγγέλματος μας, πρέπει να αποφύγουμε, πάση θυσία, την περαιτέρω “σοβιετοποίηση” του. Να προτάσσουμε την αξία, ως το μόνο κριτήριο για την απασχόληση. Και αντί να συζητούμε (πόσο μάλλον να υιοθετούμε) αντιλήψεις περί μονοθεσίας, θα έπρεπε, δεδομένης της εξαθλίωσης των μισθών μας, να απαιτούμε να μας επιτραπεί να δουλεύουμε κι εκεί που μέχρι τώρα δεν μας επιτρέπεται, π.χ. όσοι είμαστε στην τηλεόραση σε ένα άλλο ραδιόφωνο της αγοράς, εφόσον δεν μας αξιοποιεί ραδιοφωνικά η ίδια η ΕΡΤ. Γιατί είναι “αστεία” και προσβλητική πια η ψαλίδα των (υποδεκαπλάσιων) αμοιβών μας, σε σχέση με τα ιδιωτικά κανάλια...


Υ.Γ. 1: Δεν έχω καμία δεύτερη δουλειά.

Υ.Γ. 2: Επειδή διάβασα κάτι ad hominem φανατικές επιθέσεις στην αντίθετη άποψη (θα ήταν πολύ βολικό να χαρακτηρίσω κι εγώ αυτόν που εκφέρει απόψεις απαράδεκτες για μένα), θα πω μόνο οτι το “εργοδοτικό ήθος”, όταν εργοδότης σου είναι ο ελληνικός λαός, είναι ταυτόσημο με το ήθος.

Y.Γ. 3: Μην ξανακούσω, παρακαλώ, το δήθεν επιχείρημα για "απόψεις βολεμένων". Γιατί αν ισχύει, τότε οι αντίθετες απόψεις εκφράζονται από κάποιους, επειδή είναι "ξεβολεμένοι". Κάτι που υπονοεί οτι οι απόψεις έχουν ως κίνητρο μόνο το στενό, προσωπικό συμφέρον.








H φωτό είναι από το www.imd.gov.in και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το αγαπημένο μου τραγούδι της ανεπανάληπτης Etta James, που μας άφησε την προηγούμενη εβδομάδα, το "Damn Your Eyes".

buzz it!

26.1.12

Το κορίτσι με το τατουάζ (και το χάρισμα)

Πήρε το ρόλο, λένε, αφήνοντας πίσω μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ. Και το κοριτσάκι “καλής οικογενείας”, που ελάχιστοι είχαν προσέξει στο Social Network, μας χάρισε τη μεταμόρφωση της χρονιάς, στη mainstream κινηματογραφική παραγωγή, τουλάχιστον. Και τηρουμένων των αναλογιών, και την ερμηνεία της χρονιάς, δίπλα (και λίγο πιο κάτω) από την πολύπειρη Meryl Streep.


Ίσως είναι ο χαρακτήρας και η αισθητική της ηρωίδας, για χάρη της οποίας αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Σουηδία, να μάθει να καβαλάει μοτοσυκλέτα και skateboard, να τρυπηθεί και να κακοποιήσει το δέρμα της, να καπνίσει και να ζήσει σε αυτό το σύμπαν της καταπιεσμένης τρυφερότητας και της απίστευτης ανασφάλειας, μεταξύ punk και goth.

Η άχαρη και ασεξουαλική “μονομπλόκ” κίνηση σαν το ρομπότ, το ψυχωτικό και φοβισμένο βλέμμα που σχεδόν πάντοτε κοιτάει πλάγια, η αδικία που σε πνίγει και είναι χαραγμένη στο δέρμα σαν το τατουάζ, το piercing και η λαγνεία του πόνου, η αυτοκαταστροφή και η εσωστρέφεια από τη βία που έχεις υποστεί - όλα αυτά συνθέτουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο-αποκάλυψη (εμπνευσμένο από την εμπειρία μιας πραγματικής Lisbeth Salander), που κλέβει την παράσταση, μέχρις υποψηφιότητας για όσκαρ.

Όλα αυτά δίπλα σε έναν πολύ καλό Daniel Craig, μεταμορφωμένο στον κουλτουριάρη αλλά ασυμβίβαστο δημοσιογράφο, που ασκεί πραγματικά ερευνητική δημοσιογραφία, σε μια χώρα που αυτή προστατεύεται (όπως και η υπόληψη των θιγομένων, όταν οι καταγγελίες είναι αστήρικτες) - και που μετά από ένα σοβαρό στραβοπάτημα, αναλαμβάνει μια περίεργη έρευνα και καταλήγει να συνεργάζεται, αλλά και να κοιμάται μαζί με την (κατά πολύ νεώτερη του) απείθαρχη ερευνήτρια-τσακάλι.

Δεν θα είχαν όλα αυτά τόσο σημασία, εάν δεν επρόκειτο για μια καλοδεμένη ταινία. Ο David Fincher του αριστουργηματικού, όσο και ανατριχιαστικού “Seven” (αλλά και του πρωτότυπου “Benjamin Button”) φτιάχνει πάλι τη νοσηρή ατμόσφαιρα, που τόσο του αρέσει, με βάση το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας, που έγινε best seller στον σκανδιναβικό αρχικά - και μετά στον υπόλοιπο κόσμο.

Η φρίκη και η διαστροφή μιας ναζιστικής οικογένειας μεγαλοβιομηχάνων, οι φόνοι και τα βασανιστήρια κάτω από το πέπλο της σιωπής, ο (εκ)βιασμός από τον σαδιστή της κοινωνικής πρόνοιας που έχει εξουσία πάνω στην “ψυχοπαθή” - όλα είναι πλευρές της ίδιας νοσηρής, υφέρπουσας, καλά κρυμμένης βίας, που συχνά-πυκνά ξεπετάγεται στη σκανδιναβική λογοτεχνία και κινηματογραφία, όπως και στο βραβευμένο με όσκαρ ξένης ταινίας περσινό “In A Better World” (μας τη θύμισε άλλωστε, με τον πιο ακραίο τρόπο, το καλοκαιρινό μακελειό από το Νορβηγό ναζί).

Το πολιτικό πλαίσιο είναι άκρως ενδιαφέρον, η ταινία πραγματεύεται τη δημοσιογραφία απόλυτα (όπως θα την ήθελε και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας του βιβλίου, που πέθανε πριν δει την απίστευτη επιτυχία της τριλογίας του), το σχόλιο στο τέλος για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι πικρό. Οι τίτλοι της αρχής είναι ξανά μια γροθιά στο στομάχι, με υπόκρουση τη διασκευή του “Immigrant Song” των Led Zeppelin (αν και όχι στο αισθητικό ύψος του “Seven”). Η μόνη (πιθανή;) αντίρρηση είναι οτι όταν παίζεις με την αισθητική, που πλησιάζει τα γούστα κάποιων διεστραμμένων, ενδεχομένως “ρίχνεις και λίγο νερό στο μύλο” του ανείπωτου σκοτεινού δρόμου, που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ψυχή.

Δεν έχω δει τη σουηδική, τριπλή μεταφορά της τριλογίας στον κινηματογράφο. Μπορεί να είναι καλύτερη, όπως συνέβη και με το remake της γαλλικής ταινίας “Pour Elle”, το “The Next Three Days”, με τον Russel Crowe, που δεν πρόσφερε κάτι παραπάνω. Εδώ όμως, η λάμψη σκηνοθέτη και πρωταγωνιστών δεν είναι αμελητέα. Σπάνια μια ταινία μένει διαρκώς στο μυαλό, 48 ώρες μετά. Άκρως χορταστική - και όχι μόνο λόγο της διάρκειας των δυόμιση ωρών. Χαίρομαι που το βιβλίο περιμένει στο ράφι να διαβαστεί μετά, για να μη μειώσει την ευχαρίστηση της ταινίας, από μια πιθανή κακή μεταφορά.


Και χαίρομαι που “γνώρισα” έτσι τη Rooney Mara - κι ας την προτιμώ στη φυσική της σεξουαλικότητα. Μια υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, μετά από σχετικά λίγες (και μάλλον όχι σπουδαίες) εμφανίσεις, δεν είναι και λίγο...



Υ.Γ. 1: Στη σκανδιναβική εκδοχή της τριλογίας, πρωταγωνιστεί μια Σουηδή ηθοποιός, που προσωπικά πρωτοείδα στο sequel του Sherlock Holmes. Παρεπιμπτόντως, εντυπωσιακά καλή ταινία δράσης, με την ευφυή σύλληψη μιας ταινίας “James Bond” να εκτυλίσσεται στο τέλος του 19ου αιώνα...

Υ.Γ. 2: Το post αυτό έρχεται μια μέρα μετά ένα τραγικό γεγονός για την 7η τέχνη. Δεν θέλω να προσθέσω πάρα μόνο οτι ένας μοναδικός άνθρωπος έφυγε από το παιχνίδι της μοίρας (φαίνεται οτι δεν υπήρχε σωτηρία, ακόμα και αν το ασθενοφόρο ήταν δίπλα ακριβώς) και το υψηλό, απερίσκεπτο ρίσκο του πάθους για τη δουλειά του, με πολύ πόνο - όρθιος όμως και μάχιμος, κάνοντας αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει στον κόσμο όλο. Rest In Peace.











Οι φωτό είναι από τα www.uk.movies.yahoo.com, www.onlinemovieshut.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το τραγούδι των τίλων, "The Immigrant Song" των Led Zeppelin, όπως το διασκεύασαν οι Karen O with Trent Reznor & Atticus Ross.

buzz it!

24.1.12

Πρεμιέρα για την “Άλλη Σελίδα”

Την Πέμπτη 26/1, στις 11πμ (ώρα Ελλάδος), κάνει πρεμιέρα η νέα εκπομπή της ERT World, “Η Άλλη Σελίδα”, με τους δημοσιογράφους Νίκο Μεγγρέλη και Προκόπη Δούκα.


Η εκπομπή είναι ένα ωριαίο πολιτικό talk-show, με τη φιλοδοξία να παρουσιάζει, προς το κοινό των 7 εκατομμυρίων Ελλήνων σε όλον τον πλανήτη, κάθε εβδομάδα, τα μεγάλα θέματα της επικαιρότητας που αφορούν την Ελλάδα. Με τη βοήθεια εκλεκτών καλεσμένων στο στούντιο και με οδηγό, όχι τη στείρα τηλεοπτική αντιπαράθεση, αλλά τη δημιουργική, επεξηγηματική ματιά των ειδικών και των προσωπικοτήτων του δημόσιου βίου.

Αυτή την Πέμπτη, οι κρίσιμες οικονομικές εξελίξεις και οι διαπραγματεύσεις για το PSI, αλλά και η πορεία της χώρας και οι πρωτοβουλίες για την εξοδο από την κρίση, με αφορμή και την ανοικτή δημόσια εκδήλωση “Για την Ελλάδα τώρα!”, που έγινε την περασμένη Κυριακή, στην Αθήνα.

Προσκεκλημένοι στο στούντιο, ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης, Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και ο πρώην υπουργός Γιάννης Δραγασάκης.


Update: H εκπομπή θα μεταδίδεται απ' ευθείας, στις 11 πμ, ώρα Ελλάδος, από το Ert World, για Αυστραλία, Ευρώπη & Αμερική - και φυσικά από το Nova και στο web TV.

H "Άλλη Σελίδα", θα επαναλαμβάνεται, σε όλα τα παραπάνω μέσα, μετά τα μεσάνυχτα, στις 2πμ, ώρα Ελλάδος.








Tο logo είναι της www.lyngsat-logo.com και το εξώφυλλο είναι από το www.zimbio.com

Το post συνοδεύεται από το This World της Βελγίδας Selah Sue.

buzz it!

19.1.12

Ατελέσφορη σύγκρουση

Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την απεργία δημοσιογράφων και υπόλοιπου προσωπικού (αποφάσεις δύο διαφορετικών οργάνων) στην ΕΡΤ, έχει αναζωπυρωθεί η διαμάχη για τον ρόλο της και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συνεχίσει την πορεία της. Κατά την ταπεινή μου άποψη, καμία από τις εκατέρωθεν πλευρές δεν έχει δίκιο σε αυτή τη διαμάχη, έτσι τουλάχιστον όπως εκφράζονται στις πιο αιχμηρές τους εκδοχές.


Επί προηγούμενης κυβέρνησης, οι εξαγγελίες Μόσιαλου για εξυγίανση και συγχώνευση υπηρεσιών της ΕΡΤ, όπως και για κλείσιμο της ΕΤ-1, της “Ραδιοτηλεόρασης” και περιφερειακών ραδιοφωνικών σταθμών, ξεσήκωσε τις αντιδράσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας & Τηλεόρασης (παραγωγοί ραδιοφώνου, τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι), που άρχισε τις κινητοποιήσεις (τα σχέδια αυτά μοιάζει να εγκαταλείφθηκαν, αφού άλλαξε ο αρμόδιος υπουργός και από τον καινούργιο δεν έχουν εκφραστεί - μέχρι τώρα τουλάχιστον - τέτοιες προθέσεις).

Ταυτοχρόνως, οι εξαγγελίες για εφεδρεία (δεν εφαρμόστηκε τελικά), για υπαγωγή όλων των εργαζομένων στο ενιαίο μισθολόγιο και για απομάκρυνση (περίπου) του 50% των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, που είχαν έρθει πέρσι με διαγωνισμό (επιλογής από τη διοίκηση), με την προοπτική 1+1 χρόνου (εφόσον αποφασιζόταν η ανανέωση της σύμβασης τους), έβαλε δυναμικά στο παιχνίδι των κινητοποιήσεων και εμάς τους δημοσιογράφους. Να σημειωθεί οτι πολλοί από τους συμβασιούχους εργάζονται χρόνια στην ΕΡΤ, αλλά για διάφορους λόγους δεν είχαν μπορέσει να επωφεληθούν από το προεδρικό διάταγμα, που έδινε τη δυνατότητα μετροπής των συμβάσεων τους, σε αορίστου χρόνου.

Ο δημοσιογράφος Πάσχος Μανδραβέλης, με άρθρο του στην Καθημερινή, αντιδρώντας στις συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις, ισχυρίστηκε οτι “οι απεργίες, τις οποίες κανείς δεν πήρε χαμπάρι, δείχνουν οτι η ΕΡΤ δεν θα λείψει από κανέναν”. Λάθος, κατά την ταπεινή μου άποψη. Ο ισχυρισμός του, όχι μόνο δεν πιάνει το σφυγμό της κοινωνίας (παρά μόνο ενός κομματιού που πράγματι αδιαφορεί ή διάκειται εχθρικά προς την ΕΡΤ), αλλά καταρρίπτεται από τις επιδόσεις της ΕΡΤ το δεκαήμερο της μετάβασης στη νέα κυβέρνηση, κατά το οποίο οι μαραθώνιες μεταδόσεις συγκέντρωσαν το υψηλότατο ενδιαφέρον του κοινού. Σημειωτέον επίσης οτι, παρά τους κλυδωνισμούς και τα λάθη των πολλών τελευταίων ετών, το κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ, σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας, αγγίζει κάποιες φορές τον αριθμό των 400 χιλιάδων τηλεθεατών (έναντι 700 χιλιάδων στο μέγιστο για ένα δελτίο των 8), ενώ και άλλες ενημερωτικές εκπομπές και δελτία ειδήσεων έχουν πολύ συχνά διψήφια νούμερα τηλεθέασης. Δεν το λες και “δεν πήραμε χαμπάρι οτι κάνετε απεργία” αυτό.

Επιπλέον, οι αντιδράσεις του κοινού, στο βαθμό που ο καθένας από μας είναι ευαίσθητος δέκτης της κοινής γνώμης, ήταν - αρχικά - από μεγάλη μερίδα το “παράπονο για την έλλειψη” και η ανοχή, αν όχι η συναίνεση, στις απεργίες. Βεβαίως, οι ισχυρισμοί αυτοί του Μανδραβέλη (και άλλοι ενδεχομένως, για τους οποίους έχει δίκιο) και η συνέχεια τους σε ένα ακόμα άρθρο προκάλεσαν την έναρξη μιας σειράς “αντεγκλήσεων” με τους συνδικαλιστές της ΠΟΣΠΕΡΤ, αλλά και των δημοσιογράφων. Ας μου επιτραπεί όμως να εστιάσω στα δικά μας λάθη (και όποτε χρησιμοποιώ τον πρώτο πληθυντικό, τους δημοσιογράφους θα εννοώ).

Προσωπικά, αρχικά υποστήριξα τις κινητοποιήσεις, παρά το γεγονός οτι γενικώς αντιτίθεμαι στον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ασκούμε το συνδικαλιστικό μας δικαίωμα, σε αυτή τη χώρα. Και τις υποστήριξα, κυρίως για το ζήτημα της πιθανής ένταξης μας στο ενιαίο μισθολόγιο, παίρνοντας μέρος σε συνέντευξη τύπου και μιλώντας για “σοβιετοποίηση” της ΕΡΤ. Κι αυτό γιατί πράγματι πιστεύω, οτι παρά τη δυσμενή συγκυρία και την υπαρκτή ανάγκη σοβαρού περιορισμού του κόστους του δημόσιου τομέα, η μετατροπή των δημοσιογράφων σε “κρατικούς υπαλλήλους”, με βαθμολόγιο τύπου “τμηματάρχης β’”, δεν εξυπηρετεί τίποτα και δεν υπάρχει πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο - παρά μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο δημοσιογράφος δεν έχει γενικώς ωράριο (πόσο μάλλον δημόσιας υπηρεσίας 8πμ-2μμ), καλείται να μεταφέρει πληροφορίες από τα χαράματα ως τα άλλα χαράματα - και σε πολέμους, καταστροφές και άλλα έκτακτα γεγονότα, τρέχει να καλύψει, πιθανώς με πολύωρες μαραθώνιες μεταδόσεις και σε αντίξοες συνθήκες. Μαζί του βεβαίως, και σχεδόν όλες οι ειδικότητες τεχνικών και κάποιες διοικητικών υπαλλήλων.

Ταυτοχρόνως, η πολιτεία οφείλει να διατηρεί τον ελάχιστο βαθμό ανεξαρτησίας του, με συλλογικές συμβάσεις και αξιοπρεπείς αμοιβές, που έχουν κάποια σχετική αντιστοιχία με τις (φυσικά πεσμένες λόγω κρίσης) αμοιβές της αγοράς. Το να παίρνει ο έμπειρος και πετυχημένος συντάκτης ή παρουσιαστής της ΕΡΤ το ένα τέταρτο ή το ένα δέκατο του ομολόγου του στον ιδιωτικό τομέα, είναι απλώς ισοπέδωση αναξιοκρατίας. Για όλα αυτά, οι κινητοποιήσεις μας μέχρι (περίπου) την Πρωτοχρονιά (που εξαιρεθήκαμε από το ενιαίο μισθολόγιο), ήταν κατά την άποψη μου σκληρές, αλλά δικαιολογημένες - και με την προσφορά, τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις πολλών συναδέλφων, πετυχημένες. Ήδη όμως είχαμε μήνες κινητοποιήσεων - και είχαμε κάνει πολλά λάθη.

Το πρώτο λάθος που κάναμε, ήταν να φτιάξουμε ένα αμετακίνητο και αδιαπραγμάτευτο “πακέτο αιτημάτων”, με διαφορετικό βάρος το καθένα, αδυνατώντας να ξεχωρίσουμε το μείζον από το έλασσον - πού θα υποχωρήσουμε, πού θα ελιχθούμε και πού όχι. Το να προτείνεται ή να υιοθετείται η “αγωνιστική” αντίληψη “όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά” (καμία εφεδρεία, καμία απομάκρυνση συμβασιούχου, κανένα κλείσιμο μέσου στα πλαίσια ενός εξορθολογισμού, καμία αξιολόγηση), είναι χαρακτηριστικό της αμετροέπειας ενός συνδικαλιστικού αυτισμού, που αγνοεί τι συμβαίνει στην κοινωνία, το πώς πλήττονται πολύ χειρότερα κάποιοι άλλοι που δεν μπορούν να αντιδράσουν και πώς η εικόνα του (σχετικά προστατευμένου) εργαζόμενου σε ένα μέσο που δεν θα χρεοκοπήσει εύκολα είναι αντιπαθής στον πολίτη, που μας πληρώνει.

Αντί να ζητάμε οι ίδιοι αξιολόγηση και εξορθολογισμό, φοβηθήκαμε τις (συνήθεις είναι η αλήθεια) παρεμβάσεις συμφερόντων και τις αδέξιες (δήθεν) προσπάθειες της πολιτικής εξουσίας για αξιοκρατία και σχεδιασμό. Συμπορευθήκαμε λοιπόν με τους υπόλοιπους εργαζομένους, σε μια λογική άρνησης των πάντων, που είναι το “μάντρα” συγκεκριμένων πολιτικών χώρων και σχεδόν όλου του συνδικαλισμού, αλλά δεν αρμόζει σε σκεπτόμενους επαγγελματίες, που θα έπρεπε (περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον) να αντιλαμβάνονται τη δύσκολη εποχή που διανύουμε. Και παρεμπιπτόντως, για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, κανένα επαγγελματικό μέσο στον κόσμο, δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπ’ όψιν του την επιτυχία και την επάρκεια των εκπομπών του, αλλά τα κοινωνικά κριτήρια, όπως η “μονοθεσία” - η αξιοκρατία πρέπει να είναι το μόνο κριτήριο για κάθε θέση. Ούτε ο δημόσιος τομέας μπορεί να διατηρείται διογκωμένος, για να αντιμετωπιστεί η ανεργία.

Το δεύτερο λάθος (πάλι λόγω συγκεκριμένης ιδεολογικής τοποθέτησης και νοοτροπίας) ήταν να επιχειρηθεί η σύνδεση της δικής μας κινητοποίησης, με ότι συνέβαινε παραλλήλως στη χώρα. Την ώρα δηλαδή που επιχειρούσαμε ακριβώς να εξαιρεθούμε από το ενιαίο μισθολόγιο και να πείσουμε την κοινή γνώμη, οτι είμαστε μια διαφορετική περίπτωση από άλλους εργαζομένους, όλο και πιο πολύ κάποιοι επιχειρούσαν να βάλουν την κινητοποίηση μας “στην ίδια ομπρέλα” με άλλους εργαζομένους (στη Χαλυβουργική, στη ΔΕΗ κλπ.), “γιατί είμαστε όλοι το ίδιο”, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε. Contradiction in terms.

Εδώ να σημειωθεί οτι ο καταναλωτής που πληρώνει, δεν γνωρίζει οτι από τα περίπου 300 εκατομύρια που συγκεντρώνονται κάθε χρόνο για την ΕΡΤ, ένα μέρος καταλήγει στα ταμεία του κράτους και όχι στην ΕΡΤ - και από φέτος η έννοια της ανταποδοτικότητας του τέλους, παραβιάζεται ακόμα περισσότερο, λόγω κρίσης. Η εταιρεία, από το 2009 δεν είναι πια ζημιογόνα και το ταμείο έχει θετικό πρόσημο, λόγω καλύτερης διαχείρισης, αλλά και των αλλεπάλληλων μειώσεων των αμοιβών των εργαζομένων.

To τρίτο (και τεράστιο σε επίπεδο εντυπώσεων) λάθος, είναι οτι στο κλίμα διαζυγίου με τη λογική και τη στοιχειώδη ευφυία που επιτράπηκε να επικρατήσει, ακόμα και μετριοπαθείς εκπρόσωποι μας πείστηκαν να παραπέμψουν τον Μανδραβέλη στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ (!!!), απλώς και μόνο για το παραπάνω άρθρο και γιατί διατύπωσε την όποια άποψη του - όποιος κι αν είναι, ότι κι αν πρεσβεύει και όποιο συμφέρον να ισχυρίζονται κάποιοι οτι εκπροσωπεί. Αντί να απαντήσουμε με επιχειρήματα, προτιμήσαμε τη σπασμωδική αντίδραση, που καταλύει κάθε έννοια ελεύθερης έκφρασης (η απάντηση Μανδραβέλη εδώ). Μια καταγγελία που θα έπρεπε να αποσύρουμε αμέσως - έστω και τώρα, αν υπάρχει ζήτημα να μιλάμε για πράξεις "που διέσυραν τον απεργιακό αγώνα".

Το τέταρτο (και επιστέγασμα) αποκαλύφθηκε με την καταγγελία οτι η απεργία δεν έχει οικονομικό αντίκτυπο στο πορτοφόλι πολλών εργαζομένων της ΕΡΤ. Έτσι, φανήκαμε από “τζάμπα μάγκες” έως κάτι χειρότερο, στα μάτια κάποιων. Δεν είμαι βέβαιος οτι τα ποσοστά που δόθηκαν στη δημοσιότητα είναι σωστά υπολογισμένα. Σίγουρα δεν συνυπολογίζεται οτι η διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να δώσει τις άδειες στους συμβασιούχους που θα αποχωρούσαν, τις ίδιες ημέρες που όλοι απεργούσαμε, όπως περιγράφει εύστοχα και ο συμβασιούχος του Τρίτου Προγράμματος δημοσιογράφος Χρήστος Μιχαηλίδης, εδώ. Επίσης, η εντύπωση του κοινού οτι βρισκόμαστε διαρκώς σε απεργία (και άρα “πώς αντέχουμε”) δεν ευσταθεί, καθώς άλλες φορές απεργεί η ΠΟΣΠΕΡΤ, άλλες οι δημοσιογράφοι - και πολλές ημέρες είναι ημέρες με στάσεις εργασίας, οι οποίες πληρώνονται κανονικά, με βάση τη νομοθεσία (κάποιες επεξηγήσεις εδώ).

Ωστόσο, παραμένει τεράστιο ζήτημα το γεγονός οτι η μεγάλη μερίδα εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και ένθερμων υποστηρικτών του “αγώνα”) καταφέρνει να γλιτώνει την απώλεια του ημερομισθίου. Ακόμα κι αν δεν είναι νομικά παράτυπο, το ζήτημα είναι ηθικό. Κι αν αυτό το κάνουν όσοι δεν συμφωνούν με την απεργία, αλλά υφίστανται τις συνέπειες της, ας πούμε οτι υπάρχει μια (ηθική) δικαιολογία. Για τους διαπρήσιους κύρηκες των σκληρών απεργιών όμως; Γι αυτό όχι μόνο δεν είπαμε κουβέντα στον Έλληνα πολίτη, αλλά αντιμετωπίστηκε από κάποιους, ως “προπαγάνδα” συγκεκριμένης εφημερίδας - και επιτρέψαμε, με τη συμπεριφορά μας (όλοι οι εργαζόμενοι αυτή τη φορά) να εγερθεί από τον αρμόδιο υπουργό, ζήτημα επιστροφής του ανταποδοτικού τέλους. Όταν το θέμα όμως είχε τεθεί από συνάδελφο σε συνέλευση των δημοσιογράφων, ο προβληματισμός του αντιμετωπίστηκε απαξιωτικά.

Φτάσαμε λοιπόν να πετύχουμε κάποια πολύ σημαντικά πράγματα, στην περίοδο των γιορτών. Τελικά, εξασφαλίστηκε οτι κανένας εργαζόμενος δεν θα ενταχθεί στο ενιαίο μισθολόγιο (χωρίς να ξέρουμε τις αμοιβές μας) και αποσπάσθηκαν δεσμεύσεις για την επιστροφή των μισών συμβασιούχων και για άλλες συμβάσεις. Αντί να χαλαρώσουμε τη μέγγενη, να κάνουμε πίσω (ώστε να μπορούμε να απειλήσουμε ξανά με κινητοποιήσεις, τις οποίες μπορούμε να αντέξουμε) και να απαντήσουμε με διαλλακτικότητα στις υποχωρήσεις της κυβέρνησης, επιμείναμε στις σκληρές κινητοποιήσεις, αρνούμενοι να δούμε οτι το κοινό, ακόμα και το θετικά προσκείμενο, είχε αρχίσει και δυσανασχετούσε. Και αντί να βρούμε εναλλακτικούς τρόπους καταγγελίας για το μόνο ουσιαστικά εναπομείναν ζήτημα, αυτό το συμβασιούχων, με την ΕΡΤ ανοιχτή και έξυπνες παρεμβάσεις σαν κι εκείνο το stand-up της Μάχης Νικολάρα (“τώρα θα σας έλεγα τα αποτελέσματα των εξετάσεων, αλλά ξέρετε πήγε 2 η ώρα και τελειώνει το ωράριο μου, θα σας τα πω αύριο”), προτιμήσαμε, σε κλίμα αγωνιστικού φανατισμού, να συνεχίσουμε “τώρα που μπορούμε να πιέσουμε”. Με 60 ή 70 ψήφους, σε μια συνέλευση που υποτίθεται εκπροσωπεί εκατοντάδες εργαζομένους.

“Και γιατί δεν κατεβαίνατε περισσότεροι στη συνέλευση, να ανατρέψετε το αποτέλεσμα” ακούω και διαβάζω την ερώτηση. Γιατί οι συνελεύσεις (γνωστό και από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα) διεξάγονται έτσι, ώστε να ευνοείται πάντα η σκληροπυρηνική άποψη: Η μετριοπάθεια πάει περίπατο από τη (πολωτική) ψυχολογία της μάζας, υιοθετούνται κραυγές και συνθήματα χωρίς ψυχραιμία, εκφωνούνται φανατικά λογίδρια (εξαιρώ εδώ και κατανοώ τους υπό απομάκρυνση συμβασιούχους, που έχουν εύλογη συναισθηματική φόρτιση, μπροστά στο φάσμα της ανεργίας - την οποία φόρτιση και ορισμένοι ενδεχομένως καπηλεύονται), καλλιεργείται ο συναισθηματικός εκβιασμός και η μη ανοχή της αντίθετης άποψης (υπήρξε άνθρωπος που εξανέστη (!) επειδή πρότεινα ηπιότερες κινητοποιήσεις με στάσεις εργασίας), η διαδικασία μονίμως υπερβαίνει τον χρονικό της ορίζοντα και εξαντλεί τον “μη πορωμένο”, υπάρχουν δυστυχώς και ατέλειωτες τοποθετήσεις μπουρδολογίας από γραφικούς (όπως σε κάθε χώρο) ή από συμπλεγματικούς που βρίσκουν ευκαιρία να ξεδιπλωθεί το ψώνιο τους (ενισχυμένο στο χώρο του "θεάματος"), οι συνελεύσεις επαναλαμβάνονται τακτικά και απροειδοποίητα, ανάλογα με το αν ήταν συμφέρον το προηγούμενο αποτέλεσμα. Κι επιπλέον, σιωπηρά αλλά με σαφήνεια, κάποιοι προσπαθούν να αναδειχθούν, να επωφεληθούν επαγγελματικά ή να αποκτήσει η ζωή τους ένα νέο νόημα/περιεχόμενο, ευνοείται η άνθηση όσων θέλουν να παρασύρουν το πλήθος στις αγκυλώσεις τους και στο δικό τους μαξιμαλιστικό όραμα για μια “λαϊκή τζαμαχίρια της ΕΡΤ” (όπου όλα θα καθορίζονται από τη συνδικαλιστική συνδιοίκηση, αντί απλώς να ελέγχονται και να καταγγέλονται οι φαυλότητες), ενισχύεται η διάθεση η κρίση να αποτελέσει ευκαιρία για να εγκαθιδρυθεί μια νεφελώδης “νέα τάξη πραγμάτων” (αλήθεια πού ήταν τόσα χρόνια η συνδικαλιστική μας αντίδραση όταν γίνονταν αίσχη διαφθοράς και σπατάλης;), αποκαλύπτεται η υποδόρια άγρια χαρά για ισοπέδωση από όσους αισθάνονται “ριγμένοι” και παραπονεμένοι, αφού “επιτέλους κανείς δεν θα παίρνει περισσότερα - και είμαστε όλοι ίσα κι όμοια”. Μερικοί ξεχνούν οτι η επαγγελματική τους επάρκεια κρίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνουν την άποψη τους, το Λόγο τους (με λάμδα κεφαλαίο). Αλήθεια, αν αυτές οι συνελεύσεις αντέχουν πραγματικά να είναι δημόσιες και μας τιμούν, θα τολμούσαμε ποτέ να τις μεταδώσουμε από την τηλεόραση;

Η απώλεια της αυτοσυγκράτησης και του μέτρου ήταν το μάθημα, μετά τις γιορτές - "δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας", ήταν η μόνιμη επωδός, λες και οι απεργίες σταματούν μόνον όταν έχεις κατατροπώσει πλήρως τον αντίπαλο ή έχεις κατακτήσει 100% τον στόχο. Κατά την ταπεινή μου άποψη, αφού δεν βρήκαμε (δημοσιογράφοι εμείς) έναν τρόπο να κάνουμε το debate μας και την ψηφοφορία μας με κάποιον άλλον, ουσιαστικό (ηλεκτρονικό εν έτει 2012 ή τουλάχιστον με κάλπη) τρόπο, καμία τέτοια συνέλευση δεν μπορεί να μας αντιπροσωπεύει από εδώ και πέρα, μόνο και μόνο από την έλλειψη ψυχραιμίας και το ελάχιστο των συμμετεχόντων. Και αν πρέπει να υπάρξουν νέες διεκδικήσεις για τα χειρότερα που έρχονται (πράγμα που απεύχομαι), πρέπει να γίνουμε πολύ πιο ευέλικτοι και ευφάνταστοι - και πάντως με συνείδηση του ρόλου μας, κρατώντας ανοιχτή την ΕΡΤ. Τους επόμενους μήνες, η φούσκα των ΜΜΕ που σκάει με κρότο, θα κάνει ενδεχομένως το τηλεοπτικό τοπίο να αλλάξει άρδην, με ανακατατάξεις στην κορυφή των τηλεθεάσεων, συγχωνεύσεις καναλιών και εξελίξεις, στις οποίες η ΕΡΤ πρέπει να πρωταγωνιστεί. Όσο για το ραδιόφωνο, λόγω της εγγενούς “αδράνειας” του μέσου, είναι αυτό που πλήττεται αφόρητα πιο πολύ από το πολύμηνο κλείσιμο - όσοι το εγκαταλείπουν, δύσκολα επιστρέφουν. Κι είναι κυριολεκτικά κρίμα, ραδιόφωνα που είναι περιουσία του ελληνικού λαού (κι όχι δική μας θυμίζω, όπως όλη η ΕΡΤ) και επιτύγχαναν ακροαματικότητα της τάξης του 6%, όπως για παράδειγμα ο Kosmos 93,6, να απωλέσουν τους καρπούς μιας επένδυσης και μιας προσπάθειας χρόνων.

Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, πριν ανακοινωθεί η λύση της απεργίας, έβαλα κι εγώ την υπογραφή μου σε ένα κείμενο για τα ΜΜΕ και τη λάθος αντιμετώπιση από τα συνδικαλιστικά μας σωματεία, που επιμένουν να απαντούν με σκληρές απεργίες για τις επιχειρήσεις που καταρρέουν και κλείνουν. Επίσης, υπέγραψα δύο κείμενα, το ένα πιο σκληρό και το άλλο πιο ήπιο, για την ΕΡΤ. Αν και δεν συμφωνώ με κανένα ακριβώς (είναι άλλωστε αντιφατικά ως προς την αποτίμηση των απεργιών), υπέγραψα και τα δύο για το κοινό τους σημείο: Την ανάγκη να παραμείνει ανοιχτή η ΕΡΤ, μετά από τόσο μεγάλο διάστημα υπολειτουργίας. Η υποχρέωση μας, αλλά και η δύναμη μας, το πιστεύω, είναι το κοινό μας - και η δυνατότητα μας να παρεμβαίνουμε καταγράφοντας και σχολιάζοντας την επικαιρότητα, σε καιρό κρίσης μάλιστα.

Τα δύο κείμενα προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις, από συγχαρητήρια πολιτών και ψύχραιμες απαντήσεις, μέχρι απειλές προς τους συντάκτες τους (ή ακόμα και προς όλους όσοι υπέγραψαν!) για παραπομπή στο πειθαρχικό (το ίδιο λάθος, πάλι), ανώνυμα λιβελλογραφήματα (αναρωτιέμαι γιατί μιλάει όποιος δεν έχει το θάρρος της υπογραφής του) - ακόμα και επίσημη αναφορά σε “οργή για τους προθυμογράφους", από συνδικαλιστικά μας σωματεία. Κατά την προσφιλή εκφοβιστική τακτική, ο έχων αντίθετη άποψη είναι "μίσθαρνο όργανο", "παίζει παιχνίδι", "είναι βολεμένος" κλπ. Η ελεύθερη έκφραση (χωρίς καμία άλλη “απεργοσπαστική” κίνηση όπως επιχειρήθηκε να βαφτιστεί) είναι λοιπόν έγκλημα καθοσιώσεως. Και η δημοκρατική κατάκτηση του δικαιώματος του συνδικαλισμού, στα καθ’ ημάς, αποδεικνύεται η μόνη διαδικασία που δεν επιδέχεται της “δημοκρατικότερης των κατακτήσεων”: Αυτής του αντιλόγου, της αντιπολίτευσης, της κριτικής.

Το σκέφτηκα κι εγώ, οτι μπορεί να μην ήταν σωστό το timing της υπογραφής στη διάρκεια μιας (έστω λάθος) απεργίας, που ευτυχώς λήγει - άλλωστε δεν ήξερα πότε και πού θα δημοσιευθούν. Ίσως αργήσαμε κιόλας πολύ. Αν ήταν λάθος πάντως, ήταν μακράν το μικρότερο από αυτά που έχουμε κάνει. Ας ψυχραιμήσουμε λοιπόν, ας αφήσουμε και αυτή την ατελέσφορη σύγκρουση κατά μέρος, ας ζητήσουμε όλοι μαζί συγνώμη από τον κόσμο που μας πληρώνει και μας παρακολουθεί - κι ας δούμε πώς θα επαναφέρουμε την ΕΡΤ σε κατάσταση δημιουργικής λειτουργίας. Αν θέλουμε να μην καταποντιστούμε όλοι μαζί της.












H φωτό είναι από το www.urbannews.biz και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Fistful of Love" των Βρετανών Antony and the Johnsons, δυό μέρες μετά τη γιορτή του (!) και τα τρίτα γενέθλια αυτού του μπλογκ.

buzz it!

17.1.12

"Κάτω"

Με φόντο το δράμα της μετανάστευσης και την οικονομική κρίση, η Δώρα Κασκάλη ανατέμνει (είναι το μόνο ρήμα που σκέφτομαι, από τις πρώτες σελίδες, οτι μπορεί να περιγράψει τη συγγραφική της ματιά), όπως έκανε και στο πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων “Στο τρένο”, τη διαχρονική ελληνική πραγματικότητα και τα ήθη της.


Μια πραγματικότητα που περιλαμβάνει τα πιο σταθερά κλισέ της ανθρώπινης σκέψης, τις πιο μικροαστικές και συντηρητικές αντιλήψεις, τις πιο μίζερες και συμπλεγματικές συμπεριφορές. Κι ακόμα παραπέρα, τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης - ακόμα και την αιμομιξία και την παιδεραστία. Ταυτόχρονα όμως, επειδή η συγγραφέας (είναι σαφές οτι) πιστεύει στη δύναμη της κάθαρσης και του καλού, οι μικρές τραγωδίες τελειώνουν πάντα στο φως, στην ελπίδα.

Η συγγραφέας προσεγγίζει την πλοκή του μυθιστορήματος της, σχεδόν αποκλειστικά από την πλευρά της γυναικείας ψυχής, δίνοντας σε κάθε κεφάλαιο το όνομα μιας γυναίκας. Κι αν αφηγείται ιστορίες περίπου δύο αιώνων, αυτό δεν ξενίζει τον αναγνώστη, καθώς η γλώσσα της (όπως και οι αναφορές της) κινούνται σε έναν χωροχρόνο απροσδιόριστης ηλικίας - από τις προλήψεις της ελληνικής επαρχίας του 19ου αιώνα, μέχρι τα social media. Παλιομοδίτικο, "καλωσυνάτο", αλλά και απρόσμενα σύγχρονο, κάποιες φορές.

Το τελευταίο κεφάλαιο σχεδόν εκτρέπεται σε μια αφήγηση πολιτικής φαντασίας - ο έλεγχος όμως δεν χάνεται. Ο πολιτικός σχολιασμός είναι διάχυτος σε όλο το έργο, δίνοντας την εντύπωση οτι ασφυκτιά να βρει μια διέξοδο, μια θέση στον ήλιο. Στην ουσία, το “Κάτω” είναι ένα παράπονο, αλλά και μια υπόδειξη για το πώς η αληθινή ζωή δεν πρέπει να χαθεί.



Τρίτη 17.01.12, στις 8:30 μμ, οι Εκδόσεις Γαβριηλίδης σας προσκαλούν στο art bar "Ποιήματα και Εγκλήματα", Αγίας Ειρήνης 17 (μεταξύ Αθηνάς και Αιόλου), Μοναστηράκι, στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της Δώρας Κασκάλη "Κάτω" από τον δημοσιογράφο Προκόπη Δούκα και την φιλόλογο Έλενα Τσαγκαράκη. Αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Μαργαρίτα Βαρλάμου.









Τα εξώφυλλα είναι από τα www.logotexnika-epikaira.blogspot.com και www.amazon.com.

Το post συνοδεύεται από το "Videogames" της Αμερικανίδας Lana Del Ray.

buzz it!

15.1.12

Χαμένο ρεσιτάλ...

Πέρσι, τέτοια εποχή, είχα ενθουσιαστεί με μια άλλη ταινία-ρεσιτάλ ηθοποιίας, παρά το γεγονός οτι αγιογραφούσε, κατά κάποιο τρόπο, τον εκπρόσωπο ενός βρετανικού υπερ-συντηρητικού θεσμού, της βασιλείας. Η «Σιδηρά Κυρία» όμως, της Phyllida Lloyd, απέχει μακράν από το να μου δημιουργήσει τέτοια συναισθήματα.


Δεν είναι ότι η ταινία δεν καταγράφει το «αμφιλεγόμενο» (για να το πούμε κομψά - ή το μισητό για πολλούς) της μακρόχρονης θητείας της Margaret Thatcher στην πρωθυπουργία της Βρετανίας. Είναι ότι η σκηνοθέτις του "Mamma Mia" (ποτέ μου δεν κατάφερα να το δω ολόκληρο, παρά το καλό καστ και το ιδιαίτερο «ελληνικό» ενδιαφέρον) ρίχνει μια αφελή ματιά σε ένα βαθύτατα πολιτικό θέμα. Όπως επισημαίνουν σχεδόν οι περισσότερες κριτικές, με την επιλογή των διαρκών φλας-μπακ, επικεντρώνει (και χαλάει πολύτιμο χρόνο) στην ηλικιωμένη Thatcher και τα «φαντάσματα» της σχέσης της με τον άντρα της, Denis, που τη στήριξε, αλλά υπέστη και τις συνέπειες του αυταρχικού χαρακτήρα της και των ισχυρογνωμόνων επιλογών μιας ζωής στο πολιτικό προσκήνιο - πράγματι «τολμηρής» (και από αυτή την πλευρά θαυμαστής) ζωής, δεδομένου ότι η Thatcher αναδείχθηκε πολιτικά και ηγήθηκε ενός απόλυτα ανδροκρατούμενου και φαλλοκρατικού περιβάλλοντος, κάτι που μπορεί να εξηγεί εν μέρει και τη σκληρότητα της, στην προσπάθεια να επιβληθεί.

Η καταγραφή όμως αυτής της ζωής και των επιλογών της είναι ελλιπής. Ακολουθώντας χολιγουντιανά/συντηρητικά κλισέ και υιοθετώντας μια «επιπόλαια» ουδετερότητα, αναδεικνύει το ηγετικό του χαρακτήρα, το εθνικοπατριωτικό των επιλογών και τη σταθερότητα των αποφάσεων, ως αποκλειστικά και μόνο προτερήματα. Φυσικά, για τους θαυμαστές της Thatcher, έτσι είναι. Η ταινία δεν αποκρύπτει το εύρος των κοινωνικών αντιδράσεων στις επιλογές της, αλλά δεν στέκεται κριτικά απέναντι της. Ούτε προσπαθεί να απαλείψει τα χαρακτηριστικά που θα οδηγούσαν κάποιον να τη χαρακτηρίσει ως μια εμμονική, κατίνα, άκαμπτη και υπερσυντηρητική νοικοκυρά, που επιχείρησε (άτσαλα και «ταλιμπανικά») να βάλει «σε τάξη τα του οίκου», αλλά στην ουσία ακύρωσε και εγκατέστησε δομές, που για τους υποστηρικτές «έσωσαν τη Βρετανία από την κατηφόρα», πλην όμως, για σχεδόν όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εγκαθίδρυσαν την έναρξη μιας εποχής, που χαρακτηρίστηκε «νεοφιλελεύθερη» και αποτελεί την αιτία για την κρίση που ζούμε παγκοσμίως σήμερα (το timing του έργου το καθιστά ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό).

Όμως, δεν αναδεικνύει επαρκώς άλλα χαρακτηριστικά, σύμφυτα με τέτοιες ακραίες επιλογές, όπως για παράδειγμα η σκληρότητα της με τις απώλειες ζωών, η αδυναμία της να εκτονώσει τις συγκρούσεις με την τρομοκρατία ή η δημαγωγία και ο πολιτικός υπολογισμός ενός πολέμου, όπως αυτός των Falklands, που εκτόξευσε τη δημοτικότητα της και της εξασφάλισε τη δεύτερη από τις τρεις εκλογικές της νίκες - αλλιώς θα είχε μείνει πιθανότατα στην πρώτη και μοναδική. (Η μόνη πτυχή αυτού του πολέμου που θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει στην ιστορία, είναι οτι, παρά το αποικιοκρατικό παρελθόν της υπόθεσης, η κατάληψη των νησιών ήταν μια απρόκλητη επιθετική πράξη της στρατιωτικής χούντας της Αργεντινής, που όπως κάθε επιθετικός εθνικισμός - ειδικά από ολοκληρωτικό καθεστώς - δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός).

Η Thatcher παρέλαβε μια Βρετανία απισχνασμένη, με τη βαριά βιομηχανία να καταρρέει, αλλά τον εργατικό συνδικαλισμό ακμαίο (θυμηθείτε την αποδυνάμωση της άλλοτε κραταιάς βιομηχανίας των βρετανικών αυτοκινήτων, στη δεκαετία του '70) - και τσάκισε τον δεύτερο, χωρίς να υπολογίσει το κοινωνικό κόστος. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι προσέφερε σε αντάλλαγμα καλές υπηρεσίες για την ανόρθωση της πρώτης, που μάλλον έχασε οριστικά το παιχνίδι, από τον γερμανικό (και άλλον) ανταγωνισμό. Βέβαια, ακόμα και σύγχρονοι αντίπαλοι της, από το Εργατικό κόμμα, παραδέχονται ότι κάποιες από τις τομές της ήταν σωτήριες, για μια χώρα που υπέφερε από την «κατάχρηση» του κοινωνικού κράτους, χωρίς να αιμοδοτείται επαρκώς από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το (αναπόφευκτα) περίπλοκο όμως της πολιτικής ιδιαιτερότητας της Thatcher δεν αποτυπώνεται στην ταινία. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης των χρηματαγορών, οι σκληροπυρηνικές αντιλήψεις της για τον ψυχρό πόλεμο, ο αντιευρωπαϊσμός της και η πολιτεία της ως αυταρχικής ηγέτιδος περιγράφονται μόνο επιφανειακά, με όχημα την καρικατούρα της προσβλητικής και της (ωσάν να ήταν «απολιτίκ») επίμονης νοικοκυράς.

Το επιδερμικό του σεναρίου έρχεται βεβαίως να αντισταθμίσει η εξαιρετική (καλλι)τεχνική επάρκεια. Όχι η σκηνοθετική, αλλά αυτή του μακιγιάζ (είναι εντυπωσιακή η μεταμόρφωση της Meryl Streep, στις δύο ηλικίες που ενσαρκώνει, ιδιαίτερα στη μεγαλύτερη), αλλά κυρίως της ίδιας της Αμερικανίδας ηθοποιού, που πείθει απόλυτα, θυμίζει τον εαυτό της μόνο από αναπόφευκτα χαρακτηριστικά και καθιστά "συμπαθή" την ηρωίδα της - είναι θαυμαστό πως μεταμορφώνει το βλέμμα της, για να αποδώσει τον χαρακτήρα που υποδύεται. Η στάση και οι κινήσεις του σώματος, το βάδισμα, η ομιλία, οι μορφασμοί είναι υπεράνω πάσης κριτικής - και η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου θα πρέπει (χωρίς να ξέρω τον ανταγωνισμό), να απονείμει σίγουρα ένα τρίτο όσκαρ (και δεύτερο πρώτου ρόλου) στην κορυφαία, εδώ και χρόνια, εκπρόσωπο της παγκόσμιας βιομηχανίας της 7ης τέχνης. Το δροσερό κορίτσι που γνωρίσαμε, πριν από 33 χρόνια, στον "Ελαφοκυνηγό" φτάνει εδώ στον κολοφώνα της δόξας της και δίνει ρεσιτάλ - δυστυχώς - σε λάθος ταινία, με την έννοια ότι πάει χαμένο σε μια μέτρια προσπάθεια, που δεν άρεσε ούτε στους Συντηρητικούς, ίσως γιατί δεν "θριαμβολογεί" επαρκώς για την προσωπικότητα της γυναίκας-συμβόλου γι αυτούς.

Η Thatcher (που ζει ακόμα, αλλά μάλλον δεν θα απολαύσει την αγιογραφία της, καθώς πάσχει από άνοια), ενσαρκώνεται πολύ πετυχημένα και σε νεαρή ηλικία, από άλλη ηθοποιό, ενώ τα γεγονότα της εποχής καταγράφονται μέσα από πλάνα αρχείου, σημαντικά από μόνα τους για την ιστορική μνήμη. Όποιος έχει ζήσει τη δεκαετία του '80 πάντως, έχει - έστω και από απόσταση - άλλη αφήγηση από αυτή της ταινίας. Όταν η ιστορία ασχοληθεί, μετά από δεκαετίες, θα καταδείξει ποια είναι η πιο πιστή.


Η σύγκριση με την πραγματική...









Η φωτό είναι από το www.anglotopia.net και το εξώφυλλο από το www.lyricsdog.eu

Το post συνοδεύεται από ένα εμβληματικό "αντιθατσερικό" τραγούδι, το "Shout to the Top", από τους Βρετανούς Style Council, του Paul Weller, που ηγήθηκε της καμπάνιας καλλιτεχνών κατά του "θατσερισμού".

buzz it!

13.1.12

Μια εκδρομή για την άνοιξη (στην Τοσκάνη)

Λοιπόν, θα το αποτολμήσω, παρά την πικρή διαπίστωση οτι αυτά τα ταξίδια έχουν γίνει (σχεδόν) αδύνατη πολυτέλεια, για πολλούς. Κι όμως, ένα ταξίδι στην Τοσκάνη, που είναι πολύ πιο κοντά μας, από ότι φανταζόμαστε, δεν είναι ένα παράλογο ή απρόσιτο έξοδο: Το εισιτήριο με το φέρυ από την Πάτρα στην Ανκόνα στοιχίζει για ένα ζευγάρι με το αυτοκίνητο του, λίγο παραπάνω από 400 ευρώ, αλέ-ρετούρ. Δηλαδή, περίπου όσο στοιχίζει η αντίστοιχη εξόρμηση σε ένα ελληνικό νησί - και μάλιστα με δύο διανυκτερεύσεις, σε υψηλού επιπέδου πλοίο, να συμπεριλαμβάνονται. Με άλλες τέσσερις νύχτες στην περιοχή, έχετε μια μοναδική εκδρομή, που συνιστάται ιδιαίτερα σε όσους εκτιμούν την (πανταχού παρούσα) τέχνη, τον καλόγουστο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, την απίστευτα περιποιημένη και πλούσια φύση, την οδήγηση σε μικρούς, φιδίσιους δρόμους με καλή μουσική - και φυσικά τις λιχουδιές και τα περίφημα κρασιά της Τοσκάνης.


Όλοι οι τουριστικοί οδηγοί λένε οτι το φθινόπωρο με τη διάχυτη μυρωδιά του μούστου και τα κόκκινα χρώματα του είναι επίσης μαγευτικό. Τίποτα όμως δεν είναι σαν την άνοιξη, με τη μέρα να μεγαλώνει - και με αυτή την απίστευτη βλάστηση να ανθίζει. Η καρδιά της Τοσκάνης (και της Αναγέννησης) νομίζεις οτι είναι ένας "κήπος όπου ο Θεός κατέβηκε να κάνει τον κηπουρό", χάρη στο κλίμα της και την περιποίηση που της επιφυλλάσουν οι κάτοικοι της. Ειδικά το Chianti, γνωστό (αυτοσαρκαστικά) και ως "Chiantishire", λόγω του μαζικού εποικισμού από Βρετανούς (μεταξύ αυτών και ο Sting), είναι η ζωντανή ιστορία του πώς μια σχεδόν εγκαταλελειμμένη επαρχία, "αναστήθηκε" με βάση σχέδιο που προέβλεπε την ποιοτική αγροτική ανάπτυξη και την τουριστική εκμετάλλευση υψηλού επιπέδου. Σήμερα, είναι μια ζηλευτή περιοχή γεμάτη αμπελώνες, οινοποιεία και επαύλεις, πολλές από τις οποίες έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία. Χωρίς διαβατήριο, με μόνο μια πρόσθετη ασφάλιση στο ΙΧ, μπαίνεις στο πλοίο στην Πάτρα στις 8μμ (ή στην Ηγουμενίτσα μερικές ώρες αργότερα) και το άλλο μεσημέρι είσαι στην Ανκόνα - με τέσσερις ώρες (χαλαρό) οδήγημα, βρίσκεσαι να κοιμάσαι (σχεδόν οπουδήποτε στο Chianti είναι ωραία - εδώ είναι η Impruneta, 10 χλμ. νότια της Φλωρεντίας) και να ξυπνάς με μια τέτοια θέα...




1η μέρα

Η πρωτεύουσα της Τοσκάνης είναι ένα ζωντανό μουσείο, μια εκδρομή πολιτισμού από μόνη της (που την είχαμε ξανακάνει) και καθώς θέλαμε να εστιάσουμε στην υπόλοιπη περιοχή, αποφασίσαμε να πάρουμε απλώς μια γρήγορη γεύση - με μια βόλτα σε επιλεγμένα σημεία (προτάσεις: Capelle Medicee, Gallerie dell' Academia, Duomo), ως την πολύβουη Ponte Vecchio. Η είσοδος στις πόλεις θέλει προσοχή, καθώς τα διάφορα μηχανάκια που σε οδηγούν με GPS, δεν λαμβάνουν υπ' όψιν τους τις απαγορεύσεις για είσοδο οχημάτων στο κέντρο και τις κάμερες που σε καταγράφουν, οι οποίες μπορεί να σου "στείλουν" και την κλήση στο σπίτι.





Άτακτη φυγή, μετά το μεσημεριανό, από την σούπερ-τουριστική Φλωρεντία (από το Μαίο ως τον Αύγουστο είναι η σεζόν υψηλού τουρισμού, με "χειρότερο" μήνα τον Ιούνιο - αν θέλετε να δείτε τα πιο δημοφιλή μουσεία της, όπως η Galleria degli Uffizi, είναι σχεδόν απαραίτητο να κλείσετε ραντεβού) προς τα νοτιοδυτικά, με πρώτο στόχο, το επίσης πολύ τουριστικό San Gimignano, την πιο καλοδιατηρημένη μεσαιωνική πόλη-κάστρο της περιοχής, διάσημη για τους πανήψυλους πύργους της. Η διαδρομή των περίπου 40 χλμ, μέσω Poggibonsi (αποφύγετε τους αυτοκινητόδρομους, εννοείται), δεν κρατάει πάνω από τρία τέταρτα, μέσα από την υπέροχη φύση - και το απόγευμα της πρώτης μέρας αφιερώνεται σε αυτή τη βόλτα, μέσα από τα πρώτα τοπία της Τοσκάνης, με τα υπέροχα σπίτια και τα γήινα χρώματα.







Η εναλλαγή βροχής και λιακάδας είναι ότι καλύτερο μπορεί να σας συμβεί στη διαδρομή - και η άφιξη στο μεσαιωνικό χωριό, που βρίσκεται (όπως τα περισσότερα) στην κορυφή ενός λόφου, είναι εντυπωσιακή. Η κουραστική (λόγω ανηφόρας και κατηφόρας), αλλά όχι μεγάλων αποστάσεων περιήγηση, αποζημιώνει με την ωραιότερη φωτογραφία της ημέρας, την ώρα που ένα παράθυρο κλείνει με υπερέκταση...







2η μέρα

Η δεύτερη μέρα έχει "μακρινούς" στόχους: Δυτικά, αναπόφευκτα από αυτοκινητόδρομους, προς την Pisa και τη Lucca, δυό πόλεις χτισμένες στις εκβολές του Άρνου, του ίδιου ποταμού που διατρέχει και τη Φλωρεντία - και ενός παραποτάμου του. Η πρώτη είναι διάσημη σε όλον τον κόσμο, λόγω του κεκλιμένου πύργου της. Αυτό που δεν ξέραμε είναι οτι στον (ιδιωτικής εκμετάλλευσης) "Κήπο των Θαυμάτων" που τον φιλοξενεί, βρίσκονται και άλλα αξιοθάυμαστα μνημεία, όπως το Βαπτιστήριο, ο Καθεδρικός Ναός και (κυρίως) το Κοιμητήριο, με τη σπάνια συγκέντρωση νωπογραφιών, γλυπτών και άλλων έργων τέχνης - όλα με διαφορετικό εισιτήριο.







Ο Πύργος είναι πολύ πιο λεπτεπίλεπτος και μικρός απ' ότι φαντάζεται κανείς και η περιήγηση είναι κουραστική, αλλά το Κοιμητήριο σε αποζημιώνει, με αποθέωση τα αγάλματα, σε κάποιους από τους δεκάδες τάφους επιφανών, κυρίως υψηλόβαθμων κληρικών.












Ένα πρόβλημα στη φωτογραφική μηχανή δεν μας επέτρεψε να βγάλουμε πολλές φωτογραφίες από τη Lucca, με την όμορφη Piazza dell' Anfiteatro - είναι όμως μια μικρή μαγική μεσαιωνική πόλη...






3η μέρα

Η τρίτη και τελευταία (ολόκληρη) μέρα, είναι αφιερωμένη στο Chianti, που είναι στην ουσία ένας ρόμβος μεταξύ Φλωρεντίας και Σιέννας, διάσημος για το ομώνυμο κρασί του. Θα ξεφύγουμε όμως και πιο νότια, για να επισκεφθούμε και δύο χωριά, ακόμα πιο διάσημα για τα (πιο ακριβά) κρασιά τους, το Montepulciano και το Montalcino. Κατεύθυνση νότια λοιπόν, από κεντρικούς και μη δρόμους, με πρώτο στόχο τη Radda in Chianti.







Μια μικρή στάση για μεσημεριανό - και συνεχίζουμε τη μαγευτική διαδρομή προς νοτιοανατολικά (βλέπε προηγούμενο χάρτη). Ακόμα και οι "οικοδομές" ή οι μονάδες συσκευασίας και τυποποίησης είναι αισθητικά ενταγμένες στο περιβάλλον, δεν ενοχλούν το μάτι. Οι μπάλες από άχυρο μας ξαφνιάζουν με την ομορφιά τους.








Δεύτερος σταθμός μας το περίφημο Montepulciano, πηγή έμπνευσης για το lounge κίνημα των nineties, χαρακτηριστική μεσαιωνική πόλη, που παράγει ένα από τα καλύτερα κρασιά της ποικιλίας Sangoviese, το Vine Nobile di Montepulciano - αν και όχι 100% από το σταφύλι αυτό. Μετά από μια στάση στο ιστορικό Cafe Poliziano, με την υπέροχη θέα, συνεχίζουμε προς δυτικά.




Το πιο τολμηρό, το κάνουν στο Montalcino. To περίφημο Brunello τους είναι το πιο "δύσκολο" και ακριβό κρασί της περιοχής (ανάλογα με τη χρονιά), ιδανικό για "βαριά" πιάτα, ψητά και κυνήγι - και θέλει αρκετές ώρες άνοιγμα, πριν το καταναλώσετε. Φτάνοντας στο χωριό, πέφτουμε και σε ένα rallye παλιών αγωνιστικών, που δίνει επιπλέον τουριστικό χρώμα. Δεν έχουμε πια πολλή ώρα στη διάθεση μας, γρήγορα πίσω, για να αποχαιρετήσουμε το φως, στην περίφημη κεκλιμένη κεντρική πλατεία, στην επίσης μεσαιωνική (και άκρως φοιτητική) Siena. Την επομένη το πρωί, αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής...










Ερωτεύτηκα την Τοσκάνη, πριν από πολλά χρόνια, με αυτή την ταινία του Bernardo Bertolucci: "Stealing Beauty", με πρωταγωνιστές τον Jeremy Irons και τη Liv Tyler - και εξαιρετικό soundtrack.










Οι φωτό (αν και με προβλήματα φωτομέτρησης) είναι φυσικά χειροποίητες, με Nikon 40D και φακό 28-135, οι χάρτες είναι από τα www.knowital.com και www.tuscanynow.com, ενώ το εξώφυλλο είναι από το www.amazon.com

Ένα τόσο μεγάλο post δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από τρία τραγούδια: 1. Το "Fields of Gold", από ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του Βρετανού Sting, μεταξύ άλλων με την jazz εκδοχή του "It' s Probably Me" και το "Epilogue (Nothing 'Bout Me)".2. Το "Club Montepulciano", των Βέλγων Hooverphonic. 3. Το πολύ ανοιξιάτικο "Don 't Stop" της Μαριέττας Φαφούτη.

buzz it!

ShareThis