22.8.13

Η ηγεμονία του άκοπου...

Τους θυμάμαι σαν τώρα: Περιφέρονταν ανάμεσα στις (ρεζερβέ) ξαπλώστρες των πλαζ, ενίοτε και με πούρο στο χέρι (λες και μεγάλωσαν με αυτό) φωνάζοντας πνιχτά εντολές του τύπου “πούλα” ή “αγόρασε τη μεγαλύτερη φούσκα”. Η φρενίτιδα του εύκολου πλουτισμού, με το μεγαλύτερο δυνατό ρίσκο, είχε καταλάβει “μικρούς” και “μεγάλους”, εκείνο το καλοκαίρι του 1999.

Όλοι ξαφνικά είχαν γίνει ειδικοί στις ροζ σελίδες. Νέοι άνθρωποι παρατούσαν τις δουλειές τους, συνάδελφοι με “βασικούς” μισθούς έπαιζαν τα δίδακτρα του παιδιού τους, άλλοι έψαχναν να πουλήσουν οικοπεδάκια για να “επενδύσουν” στον τζόγο. Με κάτι φίλους είχα τσακωθεί όταν προσπαθούσαν να με πείσουν ότι αυτή είναι η “νέα οικονομία”, ότι “έτσι γίνονται πλέον τα πράγματα”, οτι “αυτό είναι το μέλλον”. Μια ολόκληρη κοινωνία πιάστηκε στα γρανάζια μιάς πυραμίδας, αυτή η ίδια που λοιδορούσε τους “απολίτιστους Αλβανούς”, όταν έπεσαν στη δική τους παγίδα, στο δικό τους “αεροπλανάκι”...

Ενστικτωδώς, αλλά και από πεποίθηση, είχα αρνηθεί κάθε είδους σχέση με αυτή την τρέλλα. Από τις διάφορες δημόσιες παραινέσεις, που μετέδιδα κάθε βράδυ στο δελτίο ειδήσεων, κρατούσα μόνον αυτές που προειδοποιούσαν οτι “το χρηματιστήριο δεν είναι τζόγος για τους πολλούς” - και όχι αυτές που παρουσίαζαν τη χρηματιστηριακή άνθηση ως ένδειξη μιάς ισχυρής οικονομίας και μιάς νέας εποχής. Ούτε η δημοσιογραφία του limit up, αλλά ούτε το boom των χρηματιστηριακών σπουδών μου φάνταζαν ως η επιθυμητή εξέλιξη της χώρας.

Ενα νήμα διέτρεχε όσους αντιστάθηκαν, από τους διάφορους γνωστούς και φίλους (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι πολλοί που ενέδωσαν δεν είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά): Η παιδεία και η καλλιέργεια. Οι διαφορετικές αξίες στις οποίες προσέβλεπαν, ο συνολικός πολιτισμός της ζωής τους δηλαδή, ήταν αυτά που προστάτευσαν πολλούς, από όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα του ρίσκου, να μην υποστούν την ταπείνωση της απώλειας. Όλοι θέλουμε να αποκτήσουμε περισσότερο πλούτο, αλλά αν μας ενδιαφέρουν και άλλα πράγματα εκτός από το τελευταίας τεχνολογίας αυτοκίνητο, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να είμαστε θωρακισμένοι.

Το σχετικό αφιέρωμα των Νέων μου θύμισε το κλίμα αυτό, 14 χρόνια μετά. Και δυό σελίδες πριν, ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο, με θαυμαστά επιτηδευμένη γλώσσα, με έφερε στον προβληματισμό του σήμερα, με αφορμή τα διάφορα κωμικοτραγικά που έλαβαν χώρα τον τελευταίο καιρό, γύρω από αφορολόγητες σκυλάδικες και “αντιστασιακές” συναυλίες : “Δημοκρατία σημαίνει και φορολογία και ποπ σκυλάδικο” , του επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παναγή Παναγιωτόπουλου.

Σύμφωνα με αυτό: “Με αφετηρία την ορθή διαπίστωση ότι το μαύρο χρήμα και η κρατικοδίαιτη προσοδοθηρία (μεγάλων και μικρών) προκαλούν ανυπόφορες κοινωνικές ανισότητες, ορισμένοι ανομολόγητοι ελιτιστές τακτοποιούν ανοικτούς λογαριασμούς τους με την «μπας κλας» κουλτούρα της ανώτερης και της μεσαίας τάξης. Αξιόλογοι και έντιμοι άνθρωποι, με μέριμνα για μια δημοκρατική και δίκαιη υπέρβαση της κρίσης, διολισθαίνουν στην ηθική αστυνόμευση της ζωής, στον στιγματισμό αυτού που οι ίδιοι θεωρούν όχι απλώς ευτελές, αλλά και καταγωγή των χρεοκοπικών μας δεινών. Αθελά τους συμβάλλουν στη νεοσυντηρητική περικύκλωση της δημοκρατίας και στον εξαγνισμό της φτώχειας. Το κάνουν προβαίνοντας σε μια (ελπίζω ασύνειδη) πνευματική λαθροχειρία. Συγχέουν τα ηθικά συναισθήματα και τον τρόπο ζωής των ατόμων με τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών. Ωστόσο τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η ενδημική φοροδιαφυγή είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης.”

Και καταλήγει: “Ο δίκαιος φορολογικός επιμερισμός για την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών αποτελεί επαρκέστατο δημοκρατικό πρόταγμα που δεν χρειάζεται κανένα ηθικολογικό συμπλήρωμα - η φοροδιαφυγή είναι εγκληματική και κοινωνικά ανάλγητη αφʼ εαυτής. Απεχθής φοροφυγάς είναι και αυτός που γελοιοποιείται πίνοντας σαμπάνια στην υγεία του «ανάπηρου δυνάστη» και ο «άγιος» γονιός που χρηματοδοτεί τριπλές, παρατεταμένες, αντιπαραγωγικές σπουδές «τέχνης» των τέκνων του στη Βρετανία ή σε άλλους γνωστικούς παραδείσους.”

Δεν ξέρω αν αναφέρεται μόνο στον Κούρτοβικ (δυστυχώς τα άρθρα των “Νέων” είναι κλειδωμένα) ή και σε άλλους. Αυτό που έχω να παρατηρήσω, σε ένα άρθρο που με βρίσκει σε πολλά σύμφωνο, είναι οτι ο συγγραφέας του μιλάει κατεξοχήν πολιτικά - και όχι κοινωνιολογικά. Αν το άρθρο γράφτηκε για να μας θυμίσει οτι στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αδιανόητο να απαγορεύεις ή να περιορίζεις κάποιες νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκφράσεις του λόγου ή της τέχνης, καλώς. Και πράγματι, το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν εξαγνίζεται, αν είναι για “καλλιεργημένο” σκοπό - είναι αυτονόητο.

Δεν έχω την επιστημονική κατάρτιση, για να αντιμετωπίσω έναν τόσο πυκνό και κατασταλαγμένο λόγο. Έχω όμως την εντύπωση οτι στην προσπάθεια του να μην επιβληθεί μια περιρρέουσα “ηθικολογία”, ο συγγραφέας ξεχνάει τη σημασία που έχουν οι κοινωνικά διάχυτες νοοτροπίες. Άλλο η απαγόρευση - και άλλο η μη αποδοχή (ή αλλιώς καταδίκη), σε κοινωνικό επίπεδο.

Διότι φαντάζομαι οτι ο συγγραφέας δεν (μπορεί να) παραγνωρίζει οτι η σκυλάδικη αισθητική έχει συμβάλει τα μάλα, στην υποστήριξη των αντιλήψεων που αθωώνουν την απουσία κάθε είδους φορολογικής και άλλης υπευθυνότητας μας, ως πολίτες. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να συζητήσει οτι αυτή η αισθητική είναι απλώς έκφραση της ανευθυνότητας, ως μέρους ενός φαύλου κύκλου (αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην επιστήμη του).

Και παρόλο που δεν αποδέχεται στο κείμενο του τη συνάρτηση πολιτισμού και υπευθυνότητας, θα έχει παρατηρήσει φαντάζομαι τη στενή σχέση μεταξύ των απολιτίκ αντιλήψεων (γενεσιουργών και της διολίσθησης προς τον φασισμό) και της μορφής αυτής της μουσικής βιομηχανίας, που εξαντλείται στο ευτελές, στο άκοπο και στην “αρπαχτή”. Αν έχει έστω και ελάχιστη σχέση με τη μουσική, θα έχει διαπιστώσει πόσο προσβλητικές για την έννοια της ποιότητας και της προετοιμασμένης δουλειάς (για να μη μιλήσω για διανοητικές απαιτήσεις) είναι οι δήθεν καλλιτεχνικές αυτές εκφράσεις, της κατηγορίας “κόπτεται κιμάς παρουσία του πελάτη”.

Θα έχει επισκεφθεί φαντάζομαι τα διάφορα κοινωνικά media και θα έχει παρατηρήσει με πόση σιγουριά, ρηχότητα και υποκρισία εκτοξεύονται διάφορες καφενειακές και “αντιμνημονιακές” κορώνες βαθιάς σοφίας (αλλά μεγάλης επιρροής), από στιχουργούς και καλλιτέχνες με εκατοντάδες χιλιάδες followers, κατ’ εξοχήν εκφραστές της νεόπλουτα χλιδάτης Ελλάδας του μαύρου χρήματος, που παλεύει απεγνωσμένα να μη χαθεί. Και θα έχει παρατηρήσει πόσο πιο εύκολο είναι να επιβάλονται, χωρίς αντιστάσεις στους χώρους αυτούς, τα πρότυπα της κακόγουστης επίδειξης, με το πανάκριβο ογκώδες αυτοκίνητο, την νεοπλουτική σπατάλη σε χώρους διασκέδασης και την αισθητική τη σιλικόνης.

Το “δε βαριέσαι” και το “έλα τώρα μεγάλε”, η εξύμνηση της παραοικονομίας και η άκοπη ευζωία (αλήθεια πώς θα αποκτηθούν τα χρήματα που θα την εξασφαλίσουν για όλους, αν όχι από τη φοροδιαφυγή;), ο εσωστρεφής επαρχιωτισμός της αμεριμνησίας και ο περιφρονητικός προς τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές εξυπνακιδισμός, το θράσος και η απόλυτη άρνηση για αυτοβελτίωση, η αποφυγή της εμβάθυνσης στη ζωή και στα προβλήματα (για να μη μιλήσω για την πολιτική), όταν αγοράζεις δυό-δυό τα ιλουστρασιόν κουτσομπολίστικα περιοδικά γύρω από ευτελείς προσωπικότητες, είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με την αισθητική του σκυλάδικου - και δη του σκυλοπόπ.

Όλοι έχουμε φιλότιμο και είμαστε “καλά παιδιά”, αλλά όταν πρόκειται για κουτοπόνηρες υποχωρήσεις από τη στάση του ευσυνείδητου πολίτη, είναι πολύ πιο εύκολο να το παίζεις ανήξερος ή “αντιστασιακός”, μεταξύ ποδοσφαιρικής φυλλάδας, καταγγελίας των πολιτικών και μεσημεριανάδικης κουτσομπολίστικης εκπομπής.

Η αισθητική του σκυλάδικου λοιπόν, υπήρξε ένας από τους βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξη μιας σειράς αντιλήψεων, που δίνουν άλλοθι σε πλείστες όσες αντικοινωνικές συμπεριφορές και αποτελούν μεγάλο μέρος της κοινωνικής μας παθογένειας. Ένας από τους λόγους που φτάσαμε σε τόσο βαθιά κρίση ήταν και το “γιατί όχι κι εγώ”: Εκατομύρια άνθρωποι εκτίμησαν οτι δικαιούνται να ζήσουν πέρα από όσο τους επέτρεπε το πάπλωμα τους και να επιδειχθούν κακόγουστα, ακόμα κι αν η νεόπλουτη “κούρσα” ή τα σινιέ ρούχα φάνταζαν τελείως ξένα επάνω τους.

Το μέτρο (που απωλέστηκε), η σεμνότητα, η εγκράτεια, ο επαγγελματισμός, ο (καλλιτεχνικός) κόπος και ο σεβασμός προς τους άλλους και το δημόσιο χώρο δεν είναι ούτε “καλβινιστικό πρότυπο των Βορείων”, ούτε ηθικολογία, ούτε ελιτισμός. Είναι αξίες κόντρα στη φτήνεια, που συγκρατούν μια κοινωνία (όπως η νεοελληνική), από το να χάσει τελείως το μπούσουλα. Και οι καλλιτέχνες ή οι πολίτες που τα σέβονται δεν είναι οι βλάκες της υπόθεσης.

Όπως λοιπόν και με τη χρηματιστηριακή φούσκα, έτσι και με το σκυλάδικο, η ευσυνειδησία και η κοινωνική υπευθυνότητα πάνε πολύ πιο εύκολα περίπατο, όταν αποδεχόμαστε τέτοιες νοοτροπίες και αισθητική - και ταυτόχρονα δεν επισημαίνουμε πόσο σημαντική είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας μας. Και χωρίς να υπονοώ κανενός είδους επιστροφή σε ξεπερασμένες κουλτουριάρικες μεμψιμοιρίες, “αστυνομία του γούστου” ή αντιδημοκρατικούς περιορισμούς, θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε σε αυτή τη χώρα να καταδικάζουμε συμπεριφορές και εκφράσεις, χωρίς να σπεύδουμε αμέσως να προλάβουμε, μήπως και περιοριστεί η “ηγεμονία του άκοπου”. Γιατί οι πάσης φύσεως υπερασπιστές της καθυστέρησης αυτό περιμένουν, για να αντιδράσουν και να λοιδορήσουν (με επιτυχία) την πρόοδο, τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, τους “ελιτιστές”, τους “ευρωλιγούρηδες” και τους “φωταδιστές”.

Δεν ξέρω αν η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος. Αυτό που ξέρω είναι οτι το να διοργανώνεται συναυλία από εξέδρα μέσα στη θάλασσα, κόστους 25 χιλιάδων ευρώ, για να κάνει την αρπαχτή γκλαμουριά του στην Ελλάδα της κρίσης, o τάδε τραγουδιστής (λες και είναι ο Peter Gabriel στις μεγάλες δόξες του), μοιάζει πιο αμετροεπές από ποτέ. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι το νεόπλουτο σκυλοπόπ έχει τόση σχέση με το γνήσια λαϊκό, όσο ο λαϊκισμός και η δημαγωγία με το σεβασμό της λαϊκής θέλησης. Είναι εύκολο, στα όρια της απάτης...















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.tumblr.com και το εξώφυλλο από το www.sugarmount.com

To post συνοδεύεται από το "The Paris Match", από το ντεμπούτο της συνεργασίας των Βρετανών Paul Weller και Mick Talbot, στους Style Council.

buzz it!

15.8.13

Ο ευτελισμός της αξιοκρατίας

Ας το επαναλαμβάνουμε, ώσπου να το εμπεδώσουμε: Ενός (τραγικού) λάθους, μύρια έπονται. Το κλείσιμο της ΕΡΤ παράγει συνεχώς κι άλλα ολισθήματα. Και η εκχώρηση της διαχείρισης της υπόθεσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στο Υπουργείο Οικονομικών αποδεικνύεται καταστροφική.

Η ανακοίνωση των ονομάτων των πρώτων 577 επιτυχόντων (γιατί όχι 589 όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί;) αποκάλυψε τα προβλήματα ενός λανθασμένου σχεδιασμού και μια πρόχειρης βιασύνης “να γίνουν όλα γρήγορα”, υπό την πίεση της προσωρινής διαταγής του ΣτΕ, χωρίς όμως να μελετηθούν όλες οι παράμετροι, από ανθρώπους που γνωρίζουν το επάγγελμα και τις ιδιαιτερότητες ενός ραδιοτηλεοπτικού μέσου.

Με την προμετωπίδα της αξιοκρατίας, το Υπουργείο Οικονομικών προκήρυξε τις θέσεις, με πολλές ελλείψεις και άλλες τόσες υπερβολές. Ας παρακάμψουμε το γεγονός οτι άνοιξαν θέσεις για 32(!) συναδέλφους μου Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς, που είναι αμφίβολο οτι χρειάζονται σε αυτή την πρώτη φάση λειτουργίας της Δημόσιας Τηλεόρασης - και μόνο μία(1) για το αρχείο. Ας δεχθούμε επίσης, για χάρη της οικονομίας της συζήτησης, οτι δεν έγινε καμία απολύτως παρέμβαση, από κανένα κομματικό ή φιλικό προς την εξουσία κέντρο - και οτι η “επεξεργασία” των αποτελεσμάτων, που έγινε από ιδιωτικό γραφείο, είναι απολύτως καθαρή και γνήσια.

Βλέποντας το spreadsheet των αποτελεσμάτων που δόθηκε στη δημοσιότητα, η πρώτη παρατήρηση είναι οτι υπάρχουν ανεπίτρεπτα λάθη: Ποιός είναι ο “Αντικαταστήστε με όνομα”, στη θέση 16, που δεν καταχώρησε το όνομα του, αλλά καλείται προς πρόσληψη; Και ποιός είναι ο ηλεκτρονικός με το ίδιο όνομα, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς ταυτοτήτων, στις θέσεις 229 & 230; Σε ένα άλλο επίπεδο, γιατί κρίθηκε υποχρεωτικό να δοθούν στη δημοσιότητα οι αριθμοί των δελτίων ταυτότητας, δίπλα από το όνομα, χωρίς να υπάρξει προστασία των προσωπικών δεδομένων;

Η ουσία όμως του προβλήματος είναι αλλού, σε δύο κεφαλαιώδη λάθη. Το πρώτο έχει να κάνει με την αποδοχή των “κατά δήλωση” προσόντων του κάθε υποψηφίου. Καθώς για να λειτουργήσει ξανά στοιχειωδώς μια δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται τους ανθρώπους που ξέρουν τις ιδιαιτερότητες και ταιριάζουν με το ύφος της, η προκήρυξη αυτή πριμοδοτεί τους πρώην εργαζόμενους της ΕΡΤ, με 200 μόρια, εφόσον δούλευαν συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια και δεν ήταν παραλλήλως σε μισθολόγιο άλλου εργοδότη, π.χ. μιας εφημερίδας.

Πολλοί υποψήφιοι, είτε εξ αμελείας είτε εκ του πονηρού, δήλωσαν οτι είναι και αυτοί “απολυμένοι της ΕΡΤ την 11η Ιουνίου”, όπως με σαφήνεια δηλώνεται η ειδική αυτή κατηγορία, στο κείμενο της προκήρυξης. Άλλοι επικαλούνται οτι έλαβαν τέτοιες οδηγίες από το help desk που στήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών: Οι άσχετες υπάλληλοι έλεγαν οτι “αφού ήσασταν στην ΕΡΤ κάποιο διάστημα τα τελευταία δύο χρόνια, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούστε τα μόρια”. Αποτέλεσμα ήταν ο πίνακας των επιτυχόντων να βρίθει από υποψηφίους, που δήλωσαν ψευδή στοιχεία και εκτόπισαν άλλους, που δικαιούνται τις θέσεις.

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον ίδιο τον αλγόριθμο αξιολόγησης μιας προκήρυξης, που είναι σαφές οτι είναι μεταποίηση άλλων παρόμοιων και είναι κατάλληλη μόνο για επιλογή υπαλλήλων γραφείου, με βάση την εκπαίδευση τους. Αντί να αξιολογήσει ποιοτικά την εμπειρία του καθενός (η ποσοτική από μόνη της δεν αρκεί, καθώς το επάγγελμα είναι γεμάτο από μέτριους με εμπειρία 30 χρόνων), η προκήρυξη δίνει μάξιμουμ 600 μόρια, για την προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ανεξαρτήτως του αν κάποιος ήταν στο BBC ή στο Καλαμάτα TV), μέχρι διάρκειας 5 ετών. Δεδομένου οτι οι περισσότεροι υποψήφιοι την κατέχουν, η υπόθεση κρίνεται (με άλλα 400 μόρια μάξιμουμ) στις σχολικές ή πανεπιστημιακές επιδόσεις του καθενός - με λίγα ακόμα μόρια για τις γλώσσες και για κοινωνικούς λόγους (παιδιά, ασθένειες κλπ.)

Εδώ όμως είναι η απίστευτη αστοχία: Ειδικά για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, που δεν απαιτεί πανεπιστημιακές σπουδές, η μοριοδότηση είναι ίδια για όποιον έχει απολυτήριο λυκείου και για όποιον έχει πτυχίο πανεπιστημίου (το μεταπτυχιακό πριμοδοτείται ασθενώς, ανεξαρτήτως βαθμού, με 40 ή 80 μόρια, ανάλογα αν είναι στο αντικείμενο ή όχι). Έτσι, εμφανίστηκε το φαινόμενο οι υποψήφιοι με υψηλό βαθμό στο απολυτήριο ή στο πτυχίο ΤΕΙ (πράγμα κατά τεκμήριο πιο εύκολο), να ξεπερνούν συναδέλφους τους, με πολύ απαιτητικότερες σπουδές, αλλά χαμηλότερο βαθμό.

Επιπλέον, δεν διευκρινίστηκε αν η απαιτούμενη εμπειρία είναι στη θέση, για την οποία κάνει αίτηση ο υποψήφιος. Σε συνδυασμό με την απουσία κάποιων ειδικοτήτων, λόγω ελλιπούς στελέχωσης και βιαστικού σχεδιασμού, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να πετυχαίνουν υποψήφιοι σε θέσεις, για τις οποίες έχουν ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία, λόγω υψηλών μαθητικών επιδόσεων - κριτήριο απαράδεκτο για να περιγράψει πλήρως τη δημοσιογραφική ή τηλεοπτική και ραδιοφωνική επάρκεια. Χώρια που για κάποιους πολύ έμπειρους συναδέλφους, το να τρέχουν να βρουν το απολυτήριο του (τότε) γυμνασίου, είναι άκρως υποτιμητικό.

Έτσι λοιπόν, η παντελής άγνοια ή η εξ επίτηδες στρέβλωση παρήγαγε “τέρατα”: Εν ολίγοις, wannabe παρουσιάστρια με πεντάχρονη εμπειρία, που ήταν σπασίκλας στο σχολείο ή τελείωσε με πολύ καλό βαθμό ΤΕΙ ιχθυοκαλλιέργειας και έχει δύο παιδιά, μπορούσε να αφήσει έξω συναδέλφους της που έχουν το εκατονταπλάσιο κύρος ή άλλους που έχουν μεταπτυχιακό στις διεθνείς σχέσεις. Κομήτες, αλεξιπτωτιστές και φαιδρές προσωπικότητες που δεν έχουν καμία σχέση με εκπομπές του 21ου αιώνα υπερκέρασαν άξιους δημοσιογράφους, που ξέρουν να στήνουν εκπομπές ή δελτία, με πολύ καλές επιδόσεις θεαματικότητας. Και “γόνοι”, στενών οικογενειακών σχέσεων με την εξουσία, διεκδικούν τα κρίσιμα για τη λειτουργία μιας ενημερωτικής τηλεόρασης πόστα του αρχισυντάκτη ή του ανταποκριτή.

Τώρα τρέχουν να προλάβουν, μέσα στο Δεκαπενταύγουστο, να συμμαζέψουν τα ασυμάζευτα, καλώντας εσπευσμένα τους “επιτυχόντες” να αποδείξουν με δικαιολογητικά την αλήθεια των δηλώσεων τους. Όσο όμως και να καταρτιστούν νέοι πίνακες (που καθυστερημένα θα περιλαμβάνουν και έλεγχο των δικαιολογητικών), η διαδικασία είναι άκρως προβληματική και προσβλητική. Όχι μόνο για τους ίδιους τους υποψηφίους, αλλά κυρίως για την έννοια της αξιοκρατίας και την αξιολόγηση, για την εφαρμογή της οποίας πολλοί κόπτονται, αλλά λίγοι εννοούν πραγματικά.

Το ακόμα πιο κρίσιμο όμως είναι με τι δημόσια ραδιοτηλεόραση θα βρεθεί η ευρωπαϊκή χώρα που λέγεται Ελλάδα, μετά τους χειρισμούς των τελευταίων μηνών. Και τι αξιοκρατία, διαφάνεια και αντικειμενικότητα θα εφαρμοστεί στην περίπτωση της ΝΕΡΙΤ, αν ακολουθηθούν μέθοδοι που δεν εξασφαλίζουν τη στελέχωση της με τους πραγματικά αξιότερους, αυτούς που έχουν την εμπειρία και ξέρουν τη δουλειά, αλλά και αυτούς (τους λίγους ίσως) που μπορούν να τη μπολιάσουν με την απαραίτητη υψηλή τεχνογνωσία, από τους προηγμένους αντίστοιχους φορείς του εξωτερικού;

Διότι αν η δημόσια ραδιοτηλεόραση διαλύθηκε απλώς για να διευκολυνθούν οι πάσης φύσεως ακατάλληλοι ή έχοντες διασυνδέσεις, από την ΕΡΤ ή την καθημαγμένη αγορά, τότε (ακόμα περισσότερο) αποκαλύπτεται το πόσο ζημιογόνα ήταν εξ αρχής η ιδέα αυτή...















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H αφίσα είναι από το www.canstockphoto.com και το εξώφυλλο από το www.open.spotify.com

To post συνοδεύεται από το "What A Wonderful World" του Αμερικανού Sam Cooke

buzz it!

13.8.13

Η κρίση δεν είναι συνταγματική...

Σπάνια ένα τόσο μικρό βιβλίο, σχεδόν σε μέγεθος διηγήματος, αναλύει εύληπτα, αλλά με επιστημονικό τρόπο (και με δεκάδες παραπομπές για όποιον θέλει να εμβαθύνει), τις απόψεις, αλλά και τις προτάσεις του συγγραφέα του, για την κρίση δημοκρατίας που ζούμε. Βεβαίως, όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται δεν θα ήταν δυνατό να αναλυθούν σε τόσο μικρό χώρο, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η οπτική του νομικού - και δη του συνταγματολόγου - για τα θέματα που άπτονται ιδίως της δικής του αρμοδιότητας. Για τα υπόλοιπα, όπως τα οικονομικά, είναι ιδιαίτερα διακριτικός.


Το πρώτο που ξεκαθαρίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος, σε αυτό το πόνημα με τον μάλλον δύχρηστο τίτλο (“Ποιά δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; - Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματος τους”) είναι οτι οι θεσμοί (και ειδικώς το Σύνταγμα με τα υποτιθέμενα “κενά” του) δεν ευθύνονται για τον εκτροχιασμό της χώρας. Κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να προβλέπει άρθρα κατά της δημαγωγίας και του πελατειακού λαϊκισμού και δεν μπορεί να αποτρέψει τον πολιτικό από τις πρακτικές αυτές, αν δεν παραβιάζεται ανοιχτά ο νόμος, όπως χαρακτηριστικά λέει.

Ο συγγραφέας βεβαίως επικρίνει ανοιχτά τον υπέρτατο νόμο της χώρας ως φλύαρο, “επίμονο” σε σημεία ξεπερασμένα ή ύποπτα για προάσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και δεν χαρίζεται καθόλου στους κατά καιρούς νομοθέτες, που (εκ του πονηρού πιθανότατα) δεν μπόρεσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση ενός λιτού και συνεκτικού κειμένου, που θα είχε ως μόνη κατεύθυνση την πρόοδο της χώρας. Ανοίγει (ή συνεχίζει) τον διάλογο για μια “εντοπισμένη”, όπως την ονομάζει, συνταγματική αναθεώρηση και καταγράφει τα σημεία, που κατά την άποψη του χρειάζονται άμεση “διόρθωση” (όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και η βουλευτική ασυλία), αλλά και πολλά ακόμα που προσφέρονται για μια πιο μακροπρόθεσμη συζήτηση, όπως για παράδειγμα περί ενίσχυσης του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, περί θητείας και μεγέθους της Βουλής, περί του ρόλου των Ανώτατων Δικαστηρίων, περί της “αποσυνταγματοποίησης” των σχέσεων κράτους-εκκλησίας και βεβαίως περί της απαλοιφής διατάξεων που καθιστούν το Σύνταγμα ένα περιττά και επιζήμια μεγάλο και δυσνόητο κείμενο.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος όμως υπερασπίζεται πολλά από όσα έχουν δεχθεί τα βέλη επικριτών, στο πλαίσιο μιας γενικής (και πολλές φορές επιπόλαιας) αμφισβήτησης των πάντων. Υπερασπίζεται πρώτα-πρώτα το ίδιο το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τους βασικούς θεσμούς της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των Ανεξάρτητων Αρχών), απορρίπτοντας τις φωνές για μια “ολοκληρωτική” αναθεώρηση του Συντάγματος, την εισαγωγή “αμεσοδημοκρατικών” ρυθμίσεων, την καθιέρωση της απλής αναλογικής (κάνοντας διάκριση στην κρισιμότητα κάθε εποχής) ή τις προτάσεις για Συνταγματικό Δικαστήριο - παρά το γεγονός οτι αναγνωρίζει ελλείψεις και προβλήματα.

Η λειτουργία των θεσμών και η εφαρμογή των νόμων είναι που ευθύνεται τις περισσότερες φορές - και όχι ο συνταγματικός σχεδιασμός τους. Ο συγγραφέας είναι ένας “επαναστάτης με αιτία”, όταν η ατολμία ή τα συμφέροντα μετατοπίζουν την ουσιαστική ανάγκη για πολιτικές και νομικές μεταρρυθμίσεις, στο “ανακάτεμα της σούπας” σε θεσμικό και συνταγματικό επίπεδο.

Πριν από όλα αυτά όμως, ο Νίκος Αλιβιζάτος φροντίζει να εκπλήξει, θίγοντας ζητήματα με την ευκολία του επιστήμονα, αλλά και την άνεση ενός blogger. Και μάλιστα, όχι μόνο τις σκέψεις του και τις απόψεις του για τα νομικά θέματα, αλλά για την ίδια την κρίση πολιτισμού και ιδεών, που μας έφερε ως εδώ. Δεν διστάζει να αρχίσει το βιβλίο του με ένα “ξακαθάρισμα” των εννοιών και των λέξεων. Το σύνταγμα, η πλειοψηφία και η συναίνεση, το έθνος και η εθνική κυριαρχία, η ενωμένη Ευρώπη και προ πάντων η βία (που αντικαθιστά με τόση ευκολία την κάθε είδους αναλγησία και αδικία και για την οποία δίνει έναν ενδελεχή ορισμό, διά της εις άτοπον απαγωγής) μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ο συγγραφέας τολμάει να πει και μερικές αλήθειες, που ξεφεύγουν από τις επιστημονικές παρατηρήσεις, μιλώντας για όσους προπαγανδίζουν τη βία, ως μέθοδο πολιτικής επίλυσης προβλημάτων:

“Αν και η στάση τους οφείλεται σχεδόν πάντοτε στις πολιτικές αντιλήψεις τους, σε αρκετές περιπτώσεις έχω παρατηρήσει οτι δεν είναι άσχετη με την ψυχική συγκρότηση τους."

Ακριβώς όμως αυτή ικανότητα του συγγραφέα να συζητάει (και όχι να παραδίδει μαθήματα από την επιστημονική του έδρα), είναι η χάρη και η αξία αυτού του βιβλίου. Μέσα από μια συνεπή επιμονή στη μετριοπάθεια, ο Νίκος Αλιβιζάτος υπηρετεί ένα λόγο που σε πείθει, ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με την εκτίμηση του για “ένα μεταναστευτικό ρεύμα χωρίς προηγούμενο”, τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό οτι καταγράφει και τους προσωπικούς του λόγους για την έκθεση αυτών των απόψεων, καθώς “έχει χάσει βεβαιότητες μιας ζωής” και κατάλαβε οτι “δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδηση του ήσυχη”.

Στα περισσότερα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο Νίκος Αλιβιζάτος δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις, οτι έχει συλλάβει το προφανές και το αυτονόητο - αυτό που λείπει τόσο πολύ από τη σύγχρονη κεντρική πολιτική μας σκηνή, αλλά και από τον λόγο των πάσης φύσεως φανατικών, “αγανακτισμένων” ή καφενειακά εξεγερμένων, που δίνουν τροφή στις ακρότητες και τους φόβους για ένα εμφυλιακό, φασιστικό ή τριτοκοσμικό μέλλον της χώρας μας. Αν μπορούσαν να το διαβάσουν όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας, θα ήταν ευχής έργο. Αλλά ίσως θα ήταν και χαμένος χρόνος, αν όχι απολύτως αδύνατο...


Υ.Γ. Ο Νίκος Αλιβιζάτος έχει αποκυρήξει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί η κυβέρνηση το πόρισμα της επιτροπής του για την ανεξαρτησία της ΕΡΤ, ακριβώς γιατί εγκαταλείφθηκε, ως “ασύμφορη χρονικά”, η βασική πρόβλεψη περί συγκρότησης του Εννεαμελούς Εποπτικού Συμβουλίου, μέσω μια πολύμηνης διαδικασίας συγκέντρωσης βιογραφικών προσωπικοτήτων, από όλον τον κόσμο. Την αποδοκιμασία του αυτή, την εξέφρασε δημοσίως σε ημερίδα της ΔΗΜΑΡ για την ΕΡΤ. Σε εκείνη τη συζήτηση είχαμε αντιπαρατεθεί, γιατί αντέδρασα όταν παρατήρησε οτι “ο Σαμαράς δεν θα μπορούσε να σταθεί ως πρωθυπουργός, εάν έπαιρνε πίσω το κλείσιμο της ΕΡΤ”. Εξακολουθώ να διαφωνώ μαζί του, γιατί θεωρώ οτι αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη είναι το δέον για τη χώρα, όχι η “πρωθυπουργική σταθερότητα”. Ωστόσο, αφού διάβασα και το βιβλίο του, αναγνωρίζω την “πολιτειακή νηφαλιότητα” της οπτικής του συνταγματολόγου, που τον οδήγησε σε αυτή τη διατύπωση - και του οφείλω συγνώμη, όπως και στους παρισταμένους ακροατές, αν η φόρτιση μου για την ΕΡΤ οδήγησε σε έναν τόνο παραπάνω πιο οξύ, τον δικό μου λόγο.



Update: Δύο ακόμα κριτικές, από την "Εφημερίδα των Συντακτών" και την "Καθημερινή".
















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από το www.sigxroniekfrasi. blogspot.com και η φωτό από το www.violafair.com

To post συνοδεύεται από το κλασικό "Try Me", με τη φωνή της Αμερικανίδας Esther Philips.

buzz it!

10.8.13

Η ιταλιάνικη ψυχή...


Το νέο άλμπουμ του Mario Biondi, του 42χρονου τροβαδούρου από τη γειτονική Ιταλία είναι όσο φωτεινό λέει ο τίτλος του: “Sun”. Η “αιώνια λιακάδα του ενός καθαρού μυαλού” που εκπέμπει είναι σίγουρα η άλλη πλευρά της Ιταλίας του Μπερλουσκόνι. Καμία σχέση με καραγκιοζιλίκια, χυδαιότητες και ξεπερασμένες “δεινοσαυρικές” κουτοπονηριές. Ο “Ήλιος” είναι τόσο φρέσκος, όσο είναι κάθε μέρα η ανατολή.

Το εντυπωσιακό είναι οτι ο βαρύτονος Biondi το καταφέρνει αυτό, κάνοντας βουτιά στο παρελθόν της soul μουσικής - και μάλιστα το μακροβούτι του φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ’70, στις καλύτερες στιγμές του “αόρατου μέντορα”, του all-time ερωτιάρη του μικροφώνου Barry White. Έτσι, ο δίσκος γίνεται αναμφίβολα sexy. Τόσο sexy, που κάποιες στιγμές νοιώθεις οτι ο Biondi αναμετράται με το ναρκισσισμό του - και κερδίζει τη μάχη, χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη σεμνότητας. Κάτι που λείπει σε μεγάλο βαθμό από πολλούς πρωταγωνιστές του δημόσιου βίου ή του τηλεοπτικού γυαλιού, στις χώρες του Νότου, με πολύ λιγότερο ταλέντο.

Ενδιαμέσως, ο Ιταλός αποτίει φόρο τιμής σε πολλές “σχολές” της εκλεπτυσμένης μαύρης μουσικής, φτιάχνοντας ντουέτα με μερικούς από τους πιο αξιόλογους πρωταγωνιστές διαφόρων ιδιωμάτων: Της εξωστρεφούς και της αμερικάνικα politically correct soul-jazz του Al Jarreau, της λονδρέζικης rim-shot R&B του Omar, της εσωτερικά αισθησιακής χαμηλού προφίλ soul του σεμνού Leon Ware (η πιο νωχελικά λαμπερή στιγμή του δίσκου), της κλασικής χορευτικής jazz-funk της Chaka Khan (και του παλιού hit “Lowdown”), την οργιαστικής acid-jazz του James Taylor (και του κουαρτέτου του), αλλά και της λουστραρισμένης εκδοχής της των Incognito, o ιδρυτής των οποίων Jean-Paul Maunick είναι παρών σε όλο το άλμπουμ, ως παραγωγός.

Ο Mario Biondi έτσι καταφέρνει να δώσει ένα εξαιρετικό δίδαγμα δημιουργίας: Τα καλύτερα στην ιστορία επιστρατεύονται για να συνθέσουν τα καλύτερα του σήμερα. Γιατί μπορεί το “Sun” να μην έχει το ένα και μοναδικό single που ξεχωρίζει, αλλά κερδίζει ένα αδιαμφισβήτητο βραβείο: Ακούγεται από την αρχή ως το τέλος, ξανά και ξανά, χωρίς να κουράζει και χωρίς να περιέχει tracks που θέλεις να αποφύγεις. Πράγμα σπάνιο στους καιρούς μας...

Ακούγοντας το “Sun”, κάνεις ορισμένες πικρές (ανοιξιάτικες) σκέψεις: Αν ένας σύγχρονος καλλιτέχνης μπορεί να παρουσιάζει τόσο καλή δουλειά, με την ομαδική συστράτευση, τότε γιατί αυτή την προσπάθεια δεν μπορούν να την κάνουν οι πολιτικοί σχηματισμοί μας, έστω στα στοιχειώδη; Το αντιρατσιστικό μας “άλμπουμ” θα ήταν θαυμάσια πλούσιο, αν οι ίδιες αναλογίες είχαν τηρηθεί από τα κόμματα του λεγόμενου συνταγματικού τόξου, αν ο καθείς είχε απλώς ακολουθήσει τη συνταγή του καλύτερου εαυτού του...

Μακράν, ό,τι πιο καλοκαιρινό έχω ακούσει, εδώ και χρόνια. Τουλάχιστον μουσικά, θα ανοίξει η καρδιά σας...















Το κείμενο γράφτηκε την άνοιξη, ως πρόταση μουσικής στήλης (με λίγο πολιτικό σχόλιο), για σαββατιάτικη εφημερίδα.

Η φωτό είναι από το celebpictu.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το κλασικό "Lowdown", σε ένα πολύ καλοκαιρινό βίντεο...

buzz it!

ShareThis