25.8.16

Το "Game Over" των μύθων…

“Για κάθε μια εξίσωση που βάζεις στο βιβλίο σου, υπολόγιζε να χάνεις τους μισούς αναγνώστες σου”, είχε πει κάποτε στον κορυφαίο φυσικό Stephen Hawking, ο εκδότης του.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δεν έχει βέβαια εξισώσεις στο βιβλίο του “Game Over”, που δανείζεται τον τίτλο του από την περίφημη φράση του Jean-Claude Juncker για την ελληνική κρίση. Ωστόσο, παραθέτει πλήθος στοιχείων και αριθμών. Και θα περίμενε κανείς οτι ένα βιβλίο, από έναν οικονομολόγο, για τα έξι και πλέον χρόνια της ζωής μας με ύφεση και μνημόνια, θα ήταν τουλάχιστον βαρύ και μελαγχολικό, αν όχι βαρετό.

Αντιθέτως, ως πρωταγωνιστής της πιο ταραγμένης περιόδου της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, ο πρώην υπουργός γράφει ένα συναρπαστικό αφήγημα, που διαβάζεται νεράκι, σαν μυθιστόρημα, από την αρχή ως το τέλος. Και με γλώσσα κατανοητή και σχεδόν ποτέ κουραστική, καταγράφει τις γνωστές, αλλά και τις αθέατες πλευρές ενός θρίλερ, τις συνέπειες του οποίου εξακολουθούμε να βιώνουμε.

Αρχίζοντας από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταπιάνεται με το προφανές - αυτό που παραμένει τόσο δύσκολο να αποδεχτεί μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας: Οτι το ελληνικό κράτος είχε υπερχρεωθεί την προηγούμενη επταετία, με ασύστολες σπατάλες. Οτι στο τέλος της περιόδου αυτής, το κράτος εισέπραττε 100 και ξόδευε 124, δημιουργώντας έλλειμμα 24 δις, μόνο μέσα σε μια χρονιά. Οτι παρότι η ελληνική κρίση ήταν “η πιο ορθόδοξη και προβλέψιμη της Ευρώπης”, αντιμετωπίστηκε με χαρακτηριστική αμεριμνησία. Οτι ο δανεισμός έγινε αδύνατος, όταν οι (απρόσωπες - και όχι “όργανα κάποιας συνωμοσίας”) αγορές έγιναν δύσπιστες οτι η χώρα θα μπορούσε ποτέ να ορθοποδήσει.

Οτι τα περιβόητα “greek statistics” και οι συνεχείς αποκαλύψεις των λαθροχειριών που είχαν γίνει ανερυθρίαστα, ανεβάζοντας κάθε φορά το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ολοένα και πιο θηριώδη νούμερα, εμπόδιζαν να κερδηθεί αυτή η απαραίτητη εμπιστοσύνη, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα. Και οτι οι χρόνιες παθογένειες της χώρας και ο μέχρι τότε συνεχής εκτροχιασμός της οικονομίας, το αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας με τη διαρκή αύξηση μισθών και πρόωρων συντάξεων μετά το 2000 (“πείνας” τους αποκαλούσαν τότε οι συνδικαλιστές), η σαθρή διάρθρωση και λειτουργία του δημοσίου και του παραγωγικού τομέα, η αδυναμία επίλυσης του ασφαλιστικού και η ανισότητα στα φορολογικά βάρη, δημιουργούσαν μια επιπρόσθετη εικόνα ενός “αποτυχημένου” κράτους, που αδυνατούσε να ανήκει στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταγράφει όλες τις παθογένειες, που οδήγησαν στην κρίση και ακολούθως στα μνημόνια (και όχι το ανάποδο όπως επιθυμεί η λαϊκίστικη αφήγηση), καταρρίπτοντας όλους τους μύθους, που λειτούργησαν ως οπλοστάσιο της “αντιμνημονιακής φούσκας”. Τότε που, σε μια πλήρη αναστροφή της πραγματικότητας, “οι πυροσβέστες κατηγορήθηκαν ως εμπρηστές”.

Τις παθογένεις του δημόσιου διαλόγου μας, που πήρε φράσεις και τις διέστρεψε δημαγωγικά: Το “λεφτά υπάρχουν” δεν ειπώθηκε ποτέ με την έννοια που του δόθηκε αργότερα, “η πορεία του Τιτανικού” ειπώθηκε μήνες πριν ανέβουν τα spread του δανεισμού, ο διορισμός Γεωργίου (που δήθεν φούσκωσε το έλλειμμα) στην ΕΛΣΤΑΤ συνέβη μήνες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου - το γεγονός οτι η υπόθεση αυτή ακόμα ταλαιπωρεί τη νοημοσύνη μας και τη λειτουργία της δικαιοσύνης είναι ενδεικτικό για τον βαθμό κατανόησης της κρίσης από μια κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τον λαϊκισμό.

Τις παθογένειες του πολιτικού προσωπικού και της ρητορικής του, μέσα στο ίδιο του το κόμμα (υπουργοί που έλεγαν οτι έπρεπε να είχαμε πάρει πιο έγκαιρα τα μέτρα, ενώ τότε είχαν σθεναρά αρνηθεί), με την προσπάθεια πολλών σε όλη την πυραμίδα, από το κορυφαίο στέλεχος ως τον τελευταίο συνδικαλιστή, να σαμποτάρουν μια κοινή προσπάθεια αποφυγής της καταστροφής, αρνούμενοι να υλοποιήσουν υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις και παίζοντας παιχνίδια προσωπικής στρατηγικής. Αν και “Ιφιγένεια” του κόμματος του, ο Παπακωνσταντίνου είναι πάντως ευγενής με τους συναδέλφους του: Αποφεύγει τις προσωπικές αναφορές, στις περισσότερες περιπτώσεις, αφήνοντας μόνο μερικές σαφείς αιχμές για πρόσωπα και πράγματα.

Αλλά κυρίως, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταγγέλει την ανεύθυνη στάση της τότε αντιπολίτευσης - και ειδικά της αξιωματικής, που αν και υποτίθεται οτι ήταν φιλοευρωπαϊκό κόμμα, επί Σαμαρά μεταλλάχθηκε σε έναν αντιμνημονιακό μπροστάρη, προκαλώντας τεράστια ζημιά στη χώρα και διογκώνοντας το κύμα του λαϊκισμού, με τις συνέπειες που όλοι ξέρουμε - και στο πολιτικό φάσμα. Η απαίτηση του να μπει το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου για λόγους μικροπολιτικής, το αψυχολόγητο και επιβλαβές κλείσιμο της ΕΡΤ, ο λαϊκίστικος ανασχηματισμός του 2014, αλλά και η προσπάθεια Σαμαρά να εμφανίσει ως μόνο δικό του επίτευγμα το πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε, πατώντας πάνω στο δημοσιονομικό συμμάζεμα που είχε γίνει κατά 80% από τον Παπακωνσταντίνου, είναι μερικές ακόμα από τις αιχμές της αφήγησης.

Ο πρώην υπουργός φωτίζει βεβαίως και λιγότερο γνωστές πλευρές της κρίσης, τις αλλεπάλληλες συναντήσεις του σε όποιο ευρωπαϊκό forum υπήρχε, την αναζήτηση άμυνας της ευρωζώνης στις αγορές “πριν ανοίξει τη Δευτέρα το Τόκιο”, τις αγωνιώδεις προσπάθειες να στηθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης από το μηδέν, τη συμφωνία της Deuville μεταξύ Merkel και Sarkozy που άλλαξε τα δεδομένα για τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη, την επιμονή του Γάλλου Προέδρου για δημοψήφισμα με ερώτημα “Ναι ή όχι στο ευρώ”, τους κλυδωνισμούς και την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, με αναφορά και στον ρόλο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Και ως τέτοιο, το βιβλίο παραμένει ένα από τα λίγα ντοκουμέντα, ώστε κάποτε να εξηγηθεί πλήρως η ιστορική διάσταση των πραγμάτων.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών δεν μένει όμως στην καταγραφή της θητείας του. Σχολιάζει όλη τη συνέχεια της ελληνικής περιπέτειας, πρώτα ως υπουργός Περιβάλλοντος της κυβέρνησης Παπαδήμου - και στη συνέχεια έχοντας αποσυρθεί από την πολιτική. Επισημαίνει πόσο σημαντικό ήταν το PSI, αναλύει την κρίση της Κύπρου, στηλιτεύει την εγκατάλειψη πολιτικών και ασκεί σφοδρή κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην οποία αναγνωρίζει αρχικά σωστούς στόχους για λιγότερη λιτότητα και ελάφρυνση του χρέους.

Ακολούθως όμως, την επικρίνει οτι επέλεξε τη μετωπική σύγκρουση και βρέθηκε “με πρόγραμμα χωρίς χρήματα, αντί για χρήματα χωρίς πρόγραμμα, που επιθυμούσε”. Και με την κωλυσιεργία και την επιπολαιότητα που επέδειξε, οδήγησε τη χώρα στον τραγέλαφο του δημοψηφίσματος και του νέου επιβαρυντικού μνημονίου. Ο Παπακωνσταντίνου καταλογίζει ερασιτεχνισμό σε όσους προσπαθούσαν να προβάλουν ως εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης άλλες δυνάμεις πλην της Ευρώπης και επισημαίνει οτι το οικονομικό επιτελείο είχε πλήρη γνώση για το επακόλουθο κλείσιμο των τραπεζών, με τους χειρισμούς που έκανε. Παραλλήλως, επισημαίνει πόσο επιζήμια ήταν η ρητορική της διχόνοιας, που ακολούθησε το κόμμα της αριστεράς, για να ανέλθει και να διατηρηθεί στην εξουσία.

Επίσης, υπεραμύνεται των δικών του χειρισμών, θυμίζοντας οτι η χώρα δεν ήταν “πειραματόζωο”, αλλά έλαβε τη μεγαλύτερη δανειακή βοήθεια στην ευρωπαϊκή ιστορία και απέκτησε για πρώτη φορά έναν σοβαρό “οδικό χάρτη” για τον εκσυγχρονισμό της, οτι η δημιουργία ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ήταν πρωτόγνωρη στα χρονικά και επισημαίνει οτι αν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τους περιβόητους “πολλαπλασιαστές” ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα για την Ελλάδα. “Η αναπτυξη πάντως δεν θα γυρίσει απλώς με λιγότερη λιτότητα”, καταλήγει ο συγγραφέας.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναφέρεται βεβαίως και στην προσωπική ποινική του περιπέτεια, ως “αποδιοπομπαίος τράγος” όλου του πολιτικού συστήματος - ο “άνθρωπος που έφερε τα μνημόνια στη χώρα”. Η άκρως αμφιλεγόμενη διαδικασία παραπομπής του για τα ονόματα των συγγενών του που δεν βρέθηκαν σε ένα μεταγενέστερο στικάκι, η αθωωτική γι αυτόν ψήφος τόσο του εισηγητή της υπόθεσης, όσο και του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά και η πολιτική διάσταση της καταδίκης του με την ελάχιστη δυνατή ποινή, μόνο για ένα πλημμέλημα, κάνουν κάθε καλοπροαίρετο παρατηρητή να διατηρεί τεράστιες επιφυλάξεις για την ποιότητα της πολιτικο-δικαστικής μας ζωής.

Όταν έγινε για πρώτη φορά εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δημιούργησε την εντύπωση οτι είχε μια φυσική ικανότητα, που τόσο λείπει από το δημόσιο βίο μας: Δεν μιλούσε με την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών. Τώρα δείχνει οτι αυτό το ταλέντο του συγκροτημένου και ουσιαστικού λόγου είναι το ίδιο ισχυρό και στο γραπτό κείμενο. Το “Game Over”, γραμμένο τόσο στα αγγλικά, όσο και στα ελληνικά, είναι σίγουρα μια γοητευτική όσο και χρήσιμη μαρτυρία για τη μελέτη της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας - και της μεγαλύτερης ίσως κρίσης που πέρασε η Ενωμένη Ευρώπη.

Γράφει ο Παπακωνσταντίνου τη δική του, υποκειμενική ματιά για τα γεγονότα και την ερμηνεία τους; Προφανώς. Αποκρύπτει ενδεχομένως τα δυσάρεστα για αυτόν, καλύπτοντας τις αδυναμίες και τα λάθη του; Ίσως. Η αφήγηση του πάντως, ρευστή και διάφανη, τον δικαιώνει. Και 4 μήνες τώρα που έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο, αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχει παρουσιαστεί κάποια στέρεη επιχειρηματολογία, που να ανατρέπει τη δική του. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε, αν υπάρξουν ποτέ σοβαρά διατυπωμένες απαντήσεις. Η σιωπή και το αδιάφορο σφύριγμα των επικριτών του δεν προοιωνίζεται κάτι τέτοιο.










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.eirinika.gr & το εξώφυλλο από το www.americansongwriter.com

Το post συνοδεύεται από το "Love & Hate", από το τελευταίο άλμπουμ του Βρετανού Michael Kiwanuka.

buzz it!

18.8.16

Ολόσωμη ανελευθερία


Μεγάλη συζήτηση πυροδοτήθηκε και πάλι από μια εικόνα: Αυτή της Αιγύπτιας βολεϊμπολίστριας να πηδάει στο φιλέ πάνω από την άμμο, με το σώμα καλυμμένο από την κορφή ως τα νύχια και hijab στο κεφάλι, απέναντι στη Γερμανίδα αντίπαλο της με το (για κάποιους σεξιστικό) μπικίνι.

Θα μπορούσε να πει κανείς οτι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ως παγκόσμια γιορτή όλων των χωρών που συμμετέχουν, πρέπει να είναι ελεύθερο πεδίο επίδειξης της ιδιαιτερότητας της καθεμιάς. Γι αυτό και οι κανόνες για την ένδυση των αθλητριών στο συγκεκριμένο άθλημα χαλάρωσαν από το 2012, επιτρέποντας και την πλήρη κάλυψη του σώματος.

Ο εντοπισμός όμως της ισλαμικής αυτής “ανορθογραφίας” (για τα δυτικά μάτια), επικρίθηκε με σφοδρότητα, από δήθεν προοδευτικούς ανθρώπους. Αφετηρία της επίκρισης, μια παραπληνητική βεβαιότητα - αυτή που επικαλούνται πολλές μουσουλμάνες γυναίκες: “Είναι απόλυτα ελεύθερη επιλογή μου να ντυθώ έτσι”. Όχι, δεν είναι, όσο κι αν νομίζετε οτι έτσι είναι - για να παραφράσουμε τον Πιραντέλλο.

Το επιχείρημα θυμίζει την επίκληση της “ελεύθερης επιλογής” των Ελλήνων Χριστιανών Ορθόδοξων να δηλώνουν το θρήσκευμα τους στις ταυτότητες, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τότε που μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, με περισσή καθυστέρηση, πάσχιζε να αντιληφθεί (ή παρίστανε κουτοπόνηρα οτι δεν καταλαβαίνει) τι σημαίνουν οι θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις. Κι οτι όταν κάποιοι είναι “ελεύθεροι” να δηλώνουν την επικρατούσα θρησκεία σε κρατικά έγγραφα, τότε κάποιοι άλλοι υφίστανται πιθανώς τις συνέπειες του να μην τη δηλώσουν.

Προφανώς και η μαντήλα που φορούσε με χάρη και κομψότητα η Τζάκι Κέννεντι ήταν πραγματικά ελεύθερη, δική της επιλογή - και δεν συμβόλιζε τίποτα. Η λόγω θρησκευτικής σεμνοτυφίας κάλυψη όμως του σώματος (ακόμα κι αν είναι εντελώς αταίριαστη με την περίσταση) δεν είναι μια “αθώα” δήλωση. Προκύπτει από τα ήθη της ανισότητας και της σεξουαλικής υποκρισίας. Αν η απόκρυψη σχεδόν κάθε δερματικής επιφάνειας στις ισλαμικές χώρες αφορούσε εξίσου και τα δύο φύλα, θα είχαμε μια τελείως διαφορετική συζήτηση. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση.

Η συνειδητή ή ασυνείδητη συμμετοχή σε μια πράξη που εμβαθύνει τον ρατσισμό δεν μπορεί να είναι αποδεκτή ως “ελεύθερη” επιλογή. Ειδικά απέναντι στα θύματα της ανισότητας, θα πρέπει να στεκόμαστε με διάθεση κατανόησης, αλλά και ανυποχώρητα, ως προς τις αντιλήψεις που δημιουργούν την καταπίεση που υφίστανται. Το πρώτο πράγμα που κάνει ένα καταπιεστικό σύστημα είναι να προσπαθεί να μας πείσει για τη συναίνεση των θυμάτων. Το ίδιο πολλές φορές και τα ίδια τα θύματα.

Η ύπαρξη αναρίθμητων φαλλοκρατικών ή άλλων ρατσιστικών συμπεριφορών στον δυτικό κόσμο δεν θα πρέπει να ακυρώνει επ’ ουδενί αυτή τη στάση. Ο σεξισμός δεν αντιμετωπίζεται με συμψηφισμούς πουριτανισμού. Έτερον εκάτερον. Η διαρκής προσπάθεια για τη μη αντιμετώπιση της γυναίκας ως σεξουαλικού αντικειμένου, με την κάλυψη του σώματος “ώστε οι γυναίκες να μην είναι ξεδιάντροπες” (όπως είχε πει κάποτε η γυναίκα ενός Πακιστανού φίλου) ή απλώς “ελκυστικές” (όπως είχε πει ο ίδιος ο Πακιστανός), ακολουθεί τον εντελώς λάθος δρόμο της οπισθοχώρησης.

Σε μερικές από τις πιο προοδευτικές Ηνωμένες Πολιτείες, οι πολιτικές εναντίον των διακρίσεων φτάνουν ακόμα και σε υπερβολές ή σε αδικίες. Σε αυτό το τεράστιο χωνευτήρι πολιτισμών (όπου μόλις πριν από μερικές δεκαετίες η Rosa Parks έγινε σύμβολο γιατί αρνήθηκε να σηκωθεί από το απαγορευμένο γι αυτήν κάθισμα λεωφορείου), κάποια μέλη μειονοτήτων καταλαμβάνουν κάθε χρόνο με ποσοστώσεις θέσεις σε πανεπιστήμια ή σε άλλους δημόσιους φορείς, εις βάρος κάποιου λευκού άνδρα με περισσότερα προσόντα. Ακόμα και η - τόσο σημαντική για την πρόοδο της χώρας - αξιοκρατία παρακάμπτεται, ώστε να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις. Η κοινωνία έκρινε πολύ σωστά, οτι οι αντιρατσιστικές πολιτικές έχουν μεγαλύτερη σημασία.

Πριν από μερικά χρόνια, μια Αμερικανίδα σμήναρχος (και η πρώτη πιλότος που διοίκησε μοίρα μαχητικών) άσκησε ένδικα μέσα κατά του Υπουργείου Άμυνας της χώρας της, γιατί τα ήθη της Σαουδικής Αραβίας την υποχρέωναν, κατά τη διάρκεια της θητείας της εκεί, να κυκλοφορεί πάντοτε με συνοδεία άνδρα υπαξιωματικού (που παρίστανε τον σύζυγο της) - και πάντοτε στο πίσω κάθισμα, με μαντήλα, καθώς απαγορευόταν να οδηγεί! Έμοιαζε ωσάν η υπερσυντηρητική αραβική χώρα να έδινε την απάντηση στην υποκρισία της “συμμαχικής ισότητας”, με την σεξουαλική υποκρισία. Παρόλο που οι ΗΠΑ δεν παραδέχτηκαν ποτέ οτι αιτία ήταν η μήνυση της πιλότου, η επίσημη πολιτική άλλαξε.

Η Αιγύπτια αθλήτρια, όπως και κάθε άλλη, έχει βεβαίως τη δυνατότητα να φασκιώσει το σώμα της όπως επιθυμεί - τόσο στη χώρα της, όσο και σε διεθνείς αγώνες. Ας μην βαυκαλίζεται όμως, ούτε αυτή, αλλά ούτε όσοι την υποστηρίζουν άκριτα στη δύση, οτι αυτό είναι “μια ελεύθερη επιλογή”. Κι αν μεθαύριο η ίδια ή κάποια άλλη γυναίκα ζητήσει να απολαμβάνει τα οφέλη μιας φιλελεύθερης, ανοιχτής δυτικής δημοκρατίας, τότε θα πρέπει να υπερβεί αυτή την υποκρισία. Γιατί αυτό επιτάσσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (για τα οποία τόσο πολύ αυτή και οι συμπατριώτες κόπτεται σε άλλες περιπτώσεις - και πολύ σωστά), οι διεθνείς συμβάσεις κατά των διακρίσεων, οι αρχές και οι αξίες του ευρωπαϊκού και του δυτικού πολιτισμού.

Και βεβαίως, οι απαγορεύσεις (σαν και αυτή του δημάρχου των Καννών να μην εμφανίζονται οι γυναίκες με “burkini” στην παραλία) μπορεί να είναι ο λάθος δρόμος, στις περισσότερες περιπτώσεις - εκτός αν οι γυναίκες εκπροσωπούν επίσημα την πολιτεία. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες όμως, που έχουν κάνει μεγάλα βήματα στην αντιμετώπιση των διακρίσεων μεταξύ των δύο φύλων, οφείλουν να αναπτύξουν πολιτικές αποθάρρυνσης κάθε συμβόλου υποβιβασμού της γυναίκας, στο όνομα μιας δήθεν προοδευτικής ανοχής των διαφόρων “πολιτισμικών εκφράσεων” - δικαιώματα αλά καρτ δεν υπάρχουν, όσο κι αν όλα τα κράτη, από την Ανατολή ως τη Δύση, τα παραβιάζουν, λιγότερο ή περισσότερο.

Αυτές έχουν το χρέος απέναντι στην ανθρωπότητα να διαφυλάξουν και να εμβαθύνουν κατακτήσεις ισότητας. Για το καλό όλων. Και γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι διεθνείς συνθήκες για την προάσπιση τους είναι πάνω από τις επιδιώξεις ή τις “ελευθερίες” κάθε έθνους, κράτους ή κοινωνίας, που επιθυμεί να γυρίζει το ρολόι της ιστορίας προς τα πίσω.









Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.vintag.es (και απεικονίζει κορίτσια στην Τεχεράνη των sixties) & το εξώφυλλο από το www.hitparade.ch

Το post συνοδεύεται από το "La Belle Vie", με τους Dany Brillant, Roch Voisine et Damien Sargue.

buzz it!

ShareThis