6.9.16

Η δημοπρασία του ράντζου

Αρχές δεκαετίας του ’90, δύο μέτοχοι τηλεοπτικού καναλιού, που δεν ζουν πια, παρακολουθούν στο σπίτι του πρώτου, την εκπομπή ενός από τα πουλέν τους: Πρόκειται για την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη, όπως διαφημίζεται, του πατριάρχη του σκυλάδικου τραγουδιού στη χώρα. Ο νεαρός τότε δημοσιογράφος, που στην ίδια καρέκλα βάζει υπουργούς και αρχηγούς κομμάτων, αντιμετωπίζει τον καλεσμένο του με ανυπόκριτο δέος και θαυμασμό, ωσάν να επρόκειτο για τον Ουμπέρτο Έκο και τη Μαρία Κάλλας μαζί. Οι δύο ιδιοκτήτες αναφωνούν: “Έχουμε τον καλύτερο”. Στις αντιρρήσεις της ομήγυρης, απαντούν το γνωστό “μα αυτά θέλει ο κόσμος”. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι και η δική τους αισθητική, στα δικά του μπουζούκια πάνε, όταν θέλουν να διασκεδάσουν…

Κάπως έτσι χτίστηκε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στη χώρα. Χωρίς προδιαγραφές, χωρίς επαγγελματισμό, χωρίς καλλιέργεια, χωρίς ποιότητα - κι όταν λέμε ποιότητα, δεν εννοούμε εκπομπές για το ναρκισσισμό ή την μιζέρια μιας ισχνής μειοψηφίας. Κι όμως, τα πρώτα χρόνια, η ιδιωτική τηλεόραση όχι μόνον άνοιξε τους ορίζοντες της ενημέρωσης κόντρα στο κρατικό μονοπώλιο, αλλά κατάφερε και να είναι αξιοπρεπής: Τόσο τα (ημίωρα αρχικά) δελτία ειδήσεων, όσο και πολλές ελληνικές και ξένες εκπομπές και σειρές πέτυχαν, για μια δεκαετία περίπου, τη χρυσή τομή μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού. Άλλωστε, το μέσο δεν προσφέρεται για περισσότερο βάθος.

Μετά είναι που χάθηκε η μπάλα. Lifestyle και “καφενειακά” δελτία ειδήσεων, σωρεία σαχλών σειρών, ατάλαντη σάτιρα, αφόρητα ρηχά reality & talent show, εξίσου καθυστερημένα πρωινάδικα και κουτσομπολίστικες εκπομπές, που ζούσαν από τα πλάνα των άλλων, σαν φτηνιάρικα βαμπίρ. Και μέσα σε όλα αυτά σπατάλες, σκάνδαλα, έλλειψη δεοντολογίας, άγνοια του μέσου. Μόνο μερικές ενημερωτικές εκπομπές ή ξένες σειρές και ταινίες, σε έκαναν να αισθάνεσαι ασφαλής.

Το τηλεοπτικό τοπίο στην Ελλάδα συνεχώς έρεπε προς την κυριολεκτική και μεταφορική φτήνεια. Με ευθύνη και του κοινού, διαμόρφωνε και διαμορφωνόταν - τα “σαραντάρια” της θεαματικότητας δεν πήγαιναν ποτέ βεβαίως στα ποιοτικά προγράμματα. Το νοήμον κοινό εγκατέλειπε την τηλεόραση, οι νεότεροι στράφηκαν μαζικά προς το ίντερνετ, η κρίση ήρθε να συρρικνώσει τη διαφημιστική πίτα στο 25% των παλιών ένδοξων ημερών. Τα τελεμάρκετινγκ ήταν πια εδώ, ακόμα και στις πιο ακριβές διαφημιστικές ζώνες.

Και η πιο απροκάλυπτη αποστασιοποίηση από τον επαγγελματισμό: αφόρητη προσπάθεια χειραγώγησης, καρτέλ στον κιτρινισμό, επιδίωξη του καυγά αντί της ουσιαστικής συζήτησης, απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας, άθλια ελληνικά, λαϊκισμός και κολακεία του “κοσμάκη”. Ολόκληρη σχολή παρουσίασης με γουρλωμένα μάτια και τρομολαγνικά κλισέ. Εκφωνήσεις και stand-up με οσκαρικές αναζητήσεις τετάρτης κατηγορίας. Ρεπορτάζ για την κοινωνική δράση του μεγαλομετόχου, που είναι “τόοοοσο φιλάνθρωπος”. Και άδειες που άλλαζαν χέρια, σε ένα κλειστό γαϊτανάκι μιας φούσκας εκατομμυρίων ευρώ.

“Το επίπεδο του πολιτικού βίου μιας χώρας διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό λόγο”, μου είπε κάποτε, προσκεκλημένος σε εκπομπή, καθηγητής πολιτικών επιστημών σε μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Αμφιβάλλει κανείς οτι η ιδιωτική τηλεόραση έχει συμβάλει, σε μέγιστο βαθμό, στην ανάδειξη ενός πολιτικού προσωπικού και μιας ατζέντας, που μας απογοητεύει καθημερινά;

Όλοι έτσι ήταν λοιπόν στα ελληνικά ΜΜΕ; Όχι, υπήρχαν αρκετές εξαιρέσεις. Νησίδες επαγγελματιών που δούλευαν αθόρυβα, καλοφτιαγμένα δελτία ειδήσεων, εκπομπές ντοκιμαντέρ και έρευνας που ήταν αριστουργήματα, συναρπαστικές στιγμές συζητήσεων και μεταδόσεων: Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που θέλει πολλά λεφτά για να ζήσει, αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα. Ήθελε πράγματι θεσμική τακτοποίηση. Αλλά οι εγκληματικές αμέλειες των προηγούμενων δεν δικαιολογούν να πηγαίνεις στο χειρότερο, επιχειρώντας να κερδίσεις από τον συμψηφισμό.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς, οτι το πρώτο πράγμα που θα ενδιέφερε μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται αριστερές αξίες, θα ήταν να εξυγιάνει το τηλεοπτικό τοπίο, προσπαθώντας να διασφαλίσει την ποιότητα και τον επαγγελματισμό (μαζί με τις θέσεις εργασίας), σε δύσκολους καιρούς - κλείνοντας βεβαίως την πόρτα στον υπόκοσμο. Και φυσικά να ενισχύσει την πολυφωνία, εξισορροπώντας το τηλεοπτικό τοπίο, με ακόμα περισσότερες αντιλήψεις και οπτικές.

Αντιθέτως, μάλλον ήθελε αποκλειστικά να φιμώσει και να παραμυθιάσει. Στην αρχή, οτι ένα αμφιβόλου κύρους Ινστιτούτο της Φλωρεντίας απεφάνθη (μετά από στοιχεία που άντλησε από την ίδια την κυβέρνηση!) υπέρ της ύπαρξης μόνο 4 πανελλαδικής εμβέλειας καναλιών, όταν η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που χωράει αναρίθμητες επιλογές.

Στη συνέχεια, οτι κίνητρο της ήταν η προσαρμογή στη συρρίκνωση της διαφημιστικής πίτας, λες και σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δικαιούται η κυβέρνηση να υποκαθιστά τις λειτουργίες (μιας υγιούς, χωρίς θαλασσοδάνεια) αγοράς. Ταυτοχρόνως δε, προσπάθησε να πείσει οτι είναι δυνατόν να είναι ειλικρινής η εκτελεστική εξουσία που επιθυμεί να διανείμει η ίδια τις άδειες, χωρίς τη συνταγματική υποχρέωση να παρεμβάλλεται ανεξάρτητη αρχή. Η προσπάθεια ανατροπής και χειραγώγησης ενός αντιπολιτευτικού τηλεοπτικού τοπίου ήταν προφανής: Ας προλάβουμε να αλλάξουμε προσωρινά τα πράγματα και μετά βλέπουμε…

Αντί λοιπόν να αναθέσει στο ΕΣΡ να ετοιμάσει προδιαγραφές προγράμματος και ποιότητας, εύλογο τίμημα για κάθε άδεια και διαδικασία με εκ των προτέρων γνωστό τον πλήρη χάρτη των υπό προκήρυξη πανελλαδικών, θεματικών και περιφερειακών αδειών, άρχισαν τα “βλέποντας και κάνοντας” και οι παλινωδίες με την 5η άδεια και τις θεματικές. Το παιχνίδι δεν ήταν καθαρό και άλλη ήταν η στόχευση. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση του ΕΣΡ, κατόπιν εορτής.

Έτσι φτάσαμε σε μια τραγελαφική και εκβιαστική ριάλιτι διαδικασία, που μόνο στόχο είχε να ταπεινώσει τους συμμετέχοντες και να ταίσει σανό το πρόθυμο ακροατήριο. Με πλήρη αδιαφάνεια επί 4 ημέρες, η “δημοπρασία του ράντζου” ήταν φτιαγμένη για καζίνο σε κάποια μπανανία - πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο δεν έχει ξαναγίνει. Και μόνο το “καψώνι” να αφήσεις μερικές δεκάδες εκπροσώπους επιχειρήσεων και μέλη επιτροπής άπλυτους τόσα 24ωρα, δείχνει την απόσταση της σκέψης αυτής της κυβέρνησης από το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Είχε προηγηθεί η ανερυθρίαστη δήλωση του αρμόδιου υπουργού οτι “το μόνο που χωρίζει τους επιχειρηματίες από την απόκτηση άδειας είναι το πορτοφόλι τους”. Λες και το κράτος εκποιούσε τίποτα παλιοσίδερα από τις αποθήκες του, σε καλή τιμή. Χωρίς καμία ποιοτική προδιαγραφή, χωρίς να ενδιαφέρει αν έτσι θα είναι πιο εύκολο να αποκτηθεί η άδεια από κάποιον που θέλει να ξεπλύνει μαύρο χρήμα, όπως ένας έμπορος ναρκωτικών. Τα “βοθροκάναλα”, κατά την υποκριτική ρήση του άλλου, απολωλότος υπουργού, είναι εντάξει, εφόσον είναι δικά μας…

Ο σκοπός της προκήρυξης ραδιοτηλεοπτικών αδειών δεν είναι η συγκέντρωση χρημάτων, αλλά η τακτοποίηση του τοπίου, με βάση αρχές και κανόνες, προς όφελος του δημοσίου διαλόγου και της ψυχαγωγικής (με την πλήρη έννοια της λέξης) αποστολής των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Αν η κυβέρνηση ήταν ειλικρινής, θα είχε επιδιώξει τη συναίνεση, θα είχε προκηρύξει άδειες μέσω ΕΣΡ με σταθερό ή μεταβλητό τίμημα (και όχι βέβαια 3 εκατομμύρια που υπαινίχθηκε ως εναλλακτική ο κύριος Τσίπρας στο Κιάτο) και θα είχε ανοίξει προς όλους το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, μειώνοντας της επιρροή της “διαπλοκής” και κερδίζοντας περισσότερα χρήματα, για τα ταμεία του κράτους.

Τώρα διαφημίζει πανηγυρίζοντας, ως άλλος Ρομπέν, οτι θα διανείμει στις ευπαθείς ομάδες λεφτά που θα λάβει τμηματικά και που είναι εγγεγραμμένα στο μνημόνιο - αν βεβαίως καταφέρει να τα εισπράξει, μετά τους ελέγχους “πόθεν έσχες” και αφού παρέσυρε τους συμμετέχοντες σε πονταρίσματα τόσο υψηλά, που είναι αμφίβολο αν θα επιτρέψουν τη βιωσιμότητα κάποιων καναλιών. Και βεβαίως, με κίνδυνο η άκρως αμφιλεγόμενη αυτή διαδικασία να ανατραπεί από το ΣτΕ, τα ευρωπαϊκά όργανα ή την επόμενη κυβέρνηση. Και τότε, τι θα πει η πολιτεία σε κάποιον που εκταμίευσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ;

Και ποιός θα πληρώσει το “μάρμαρο”; Προφανώς οι εκατοντάδες εργαζόμενοι, που όσες συγχωνεύσεις και αν γίνουν, θα μείνουν στο δρόμο ή θα δουλεύουν με πολύ λιγότερα, εις βάρος της αξίας και της αξιολόγησης των καλύτερων (κόντρα σε όσα ισχυρίζεται σε non paper το Μαξίμου, τα κανάλια που δεν πήραν άδεια, δεν μπορούν να αντέξουν διαφημιστικά χωρίς τη συμμετοχή στο μπουκέτο της Digea, με τόσους δημοσιογράφους και τεχνικούς). Και φυσικά οι τηλεθεατές και το επίπεδο της αισθητικής και του πολιτικού λόγου στη χώρα, γιατί το μέσο θα γίνει ακόμα πιο φτηνό.

“Καλά κάνανε και τα σκάσανε οι διαπλεκόμενοι” ακούγεται συχνά, στη καθημερινή καφενειακή ανάλυση γύρω μας. Ποιοί ακριβώς; Η κυβέρνηση δεν πήρε φράγκο από τα συγκροτήματα των κυρίων Μπόμπολα, Ψυχάρη και Βαρδινογιάννη, που κατηγορούσε τόσα χρόνια. Κανένα από τα υπάρχοντα κανάλια που εξασφάλισε άδεια δεν είναι ιδιοκτησίας προμηθευτών του δημοσίου - αντιθέτως, προστέθηκαν νέοι εργολάβοι. “Τουλάχιστον αυτοί προσπάθησαν”, είμαι βέβαιος οτι θα ακούσουμε στο τέλος. Όχι δεν προσπάθησαν, τη δική τους διαπλοκή ήθελαν να φτιάξουν, εκτρέποντας την προσοχή από τα δύσκολα, με ένα λαϊκίστικο αφήγημα.

Μόνο που τα κανάλια δεν τα κλείνεις, τα ωθείς σε εκσυγχρονισμό και σε λειτουργία με κανόνες. Μόνον ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι μιμητές τους επιχειρούν να κλείσουν ή να περιορίσουν αντίπαλα ή ενοχλητικά ΜΜΕ. Το αν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την κυβέρνηση Σαμαρά που έκλεισε με επαρχιακό αυταρχισμό της δεκαετίας του ’50 την ΕΡΤ και ρίξουν (με λίγο πιο κουτοπόνηρο τρόπο) “μαύρο” σε 3-4 τηλεοπτικούς σταθμούς, θα το δείξει το άμεσο μέλλον. Υπάρχουν ακόμα πολλά επεισόδια στο κακοστημένο αυτό σίριαλ…












Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το σκίτσο είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη από την www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο από το www.genius.com

Το post συνοδεύεται από το "Lost On You", της Αμερικανίδας Laura Pergolizzi.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis