6.3.17

Grexit ή Alexit?

Αυτός ήταν ο πιο δύσκολος χειμώνας της κρίσης. Όχι μόνο μετεωρολογικά, καθώς το κρύο ήταν για σχετικά μεγάλα διαστήματα τσουχτερό και εξάντλησε τους πολίτες με τα παγωμένα σπίτια, αλλά συνολικά από πλευράς οικονομικών και ψυχολογικών αντοχών, όπως και από πλευράς εύρυθμης λειτουργίας της καθημερινής ζωής.

Η υπερφορολόγηση, που εφαρμόστηκε μαζί με τη στάση πληρωμών προς προμηθευτές του δημοσίου, ώστε να εμφανιστεί δημοσιονομικό πλεόνασμα, έφερε την απόλυτη κατήφεια στην πραγματική οικονομία. Χωρίς επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα, η όποια ανάπτυξη ασφυκτιά και είναι στην ουσία πλαστή. Και μαζί με τη γενικότερη διάλυση του κράτους, όπως αυτή εκφράζεται με την επαπειλούμενη χρεοκοπία δημοσίων οργανισμών, τις ελλείψεις στα νοσοκομεία, την πλήρη διάλυση στους στόλους οχημάτων έκτακτης ανάγκης και τα γιουρούσια στα μέσα μεταφοράς, ολοκλήρωσε την εικόνα της διολίσθησης προς ένα failed state.

Η συσσώρευση της κόπωσης από 7 χρόνια μνημονίων γεμάτα παλινωδίες, με άρνηση συνειδητοποίησης για το τι έφταιξε, χωρίς σχέδιο και ουσιαστική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, οδηγεί μια κοινωνία στο μοιραίο, στην παραίτηση: “Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν δουλεύει, οι άλλοι φταίνε, ας φύγουμε από την Ευρώπη”. Εννοούν από τα “κακά” της Ευρώπης. Γιατί από τα καλά, κατά βάθος δεν θέλει να φύγει κανείς…

Η βαθύτερη επίπτωση της διακυβέρνησης των δύο τελευταίων ετών είναι ο αντιευρωπαϊσμός και η μετριοκρατία, που έχουν απλωθεί παντού σαν επιδημία. Οι λιγότερο ικανοί, φτάνει να “είναι παιδιά του λαού” (λες και αν είσαι λαϊκής καταγωγής δεν μπορείς να έχεις προσόντα), ανταμείβονται ώστε να υπάρχει πλήρης ισοπέδωση της αξίας και της διάκρισης. Σε μια χώρα που το βιογραφικό δεν έγινε ποτέ πραγματικά αποδεκτό, η τελευταία συμπλεγματική προσπάθεια είναι να δαιμονοποιηθεί κιόλας.

Τα αποτελέσματα της “περήφανης διαπραγμάτευσης” του 2015, τώρα πληρώνονται. Τα capital controls, σχεδόν εδώ και ενάμιση χρόνο, δεν αφήνουν την Ελλάδα να θυμίζει δυτικό κράτος, με ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Και η κυβέρνηση μην έχοντας να επιδείξει καμμία σχεδόν επιτυχία, ούτε καν στο αυτονόητο για αριστερά επίπεδο των δικαιωμάτων (πλην ίσως του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια) και του χωρισμού κράτους-εκκλησίας, παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μαζί με τη χώρα. Τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Συριζανέλ με άνεση ξεπερνούν την μέχρι τώρα χειρότερη διακυβέρνηση της μεταπολίτευσης, την τελευταία διετία Καραμανλή, που άφησε τη χώρα να διολισθήσει στην υπερχρέωση και τελικά τη χρεοκοπία…

Ανεξαρτήτως του αν το Μαξίμου επιθυμεί ή όχι την εξαθλίωση της χώρας για να εφαρμόσει ένα σχέδιο Grexit και κατάλυσης της αστικής δημοκρατίας (ώστε να παραμείνει εσαεί στην εξουσία, αντί να ηττηθεί κατά κράτος στις επόμενες εκλογές) ή αδυνατεί λόγω ιδεοληψιών και ανικανότητας να κάνει κάτι διαφορετικό από το απίστευτο αυτό σύρσιμο, το αποτέλεσμα είναι απαράδεκτο. Η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να κλείσει τον Φεβρουάριο του 2016 και ακόμα και η κυβέρνηση παραδέχεται τόσον καιρό τη σημασία του να μην ξεχειλώσει χρονικά η διαδικασί. Προς το παρόν, πήραμε μία ακόμα παράταση, που απέτρεψε την καταστροφή, αλλά δεν εγγυάται καθόλου το κλείσιμο της συμφωνίας.

Κάποιοι μετρούν το ποσοστό της ευθύνης των δανειστών σε αυτή την παθογόνα καθυστέρηση. Όπως και να έχει, το φλερτ με την ταμειακή ασφυξία και την αδυναμία δανεισμού είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι - και από γεωπολιτικής άποψης, δεδομένης της “φλεγόμενης” γειτονιάς μας και της αλλαγής των παγκόσμιων ισορροπιών. Το ευρώ δεν είναι απλώς ένα νόμισμα και η απομάκρυνση από την προστασία (οικονομική και εθνική) που προσφέρει, με πρόσχημα τους πιθανούς κλυδωνισμούς του τα επόμενα χρόνια, είναι εγκληματική.

Η κουτοπόνηρη τακτική των κυβερνώντων δε είναι η ακόλουθη: Τραβάμε το σκοινί όσο δεν πάει, πετυχαίνουμε τελικά το χειρότερο και μετά γυρνάμε στους αντιπάλους μας και λέμε “μα εσείς παρακαλούσατε να υπογράψουμε πάση θυσία”. Προφανώς παρακαλούσε η κοινωνία, γιατί κάθε καθυστέρηση ισοδυναμεί με χειροτέρευση - και η απουσία συμφωνίας με απόλυτη ασφυξία. Μόνο που οι ευθύνες μιας κυβέρνησης δεν είναι το πινγκ-πονγκ ανακοινώσεων, που παίζει με την αντιπολίτευση και το παρελθόν της, αλλά οι εξηγήσεις που οφείλει να δίνει στους πολίτες της χώρας.

Με δεδομένο οτι το Μαξίμου και οι κυβερνητικοί βουλευτές θα κάνουν το παν να μην χάσουν την εξουσία, το ερώτημα είναι πώς θα αποφευχθούν οι περαιτέρω συνέπειες της υποβάθμισης της κοινωνίας και της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Εάν ο Αλέξης Τσίπρας για κάποιο λόγο δεν συμφωνήσει να υπογράψει όλα τα μέτρα των δανειστών, θα πρέπει να κάνει εκλογές, που είναι βέβαιο οτι θα χάσει με μεγάλη διαφορά, οπότε θα τις αποφύγει πάση θυσία. Εάν προτιμήσει τον τρίτο δρόμο της καθυστέρησης μέχρι το καλοκαίρι (οπότε και λήγουν κρίσιμα ομόλογα) ή το φθινόπωρο, περιμένοντας “να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην Ευρώπη” και “να νικήσει ο Σούλτς τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε”, θα εφαρμόσει ένα σενάριο αργής αυτοκτονίας.

Το σενάριο του (από πάσης πλευράς επιβλαβούς) δημοψηφίσματος φαίνεται να απομακρύνεται, καθώς η πλειοψηφία υπέρ της δραχμής δείχνει δύσκολη και μεταξύ άλλων ο αιφνιδιασμός έχει “καεί”. Σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να αρνηθεί ή να παραιτηθεί, προκαλώντας εκλογές. Αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα έπρεπε να ήταν ήδη έτοιμες να δώσουν τέλος στη τραμπάλα της αστάθειας. Εκεί βρίσκεται ένα από τα μυστικά της ανοχής, της οποίας χαίρει ακόμα ο πιο κυνικός πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης.

Η Νέα Δημοκρατία δείχνει ακόμα ανίκανη να συνεγείρει πλειοψηφικές μάζες, καθώς τα εκσυγχρονιστικά ανοίγματα προς το κέντρο του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν να αντιμετωπίσουν τα ακροδεξιά και εθνικιστικά βαρίδια μιας παράταξης, που κατά το ήμισυ τουλάχιστον δεν είναι ευρωπαϊκή. Η θεωρία οτι η συντηρητική παράταξη θα διεισδύσει και θα αλιεύσει ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, όταν βουλευτές της συμπαρατάσσονται με Νικολόπουλο και Καμμένο για το “τάμα του έθνους” είναι εξαιρετικά αδύναμη. Ο ίδιος δε ο αρχηγός της πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τη “σκηνική” του παρουσία, αν θέλει να γίνει ο υπεύθυνος πρωθυπουργός που θα ψηφιστεί και από μη δεξιούς.

Αυτό που θα μπορούσε να κάνει η ΝΔ είναι να κυβερνήσει μαζί με προσωπικότητες, κάνοντας ένα άνοιγμα στον πέρα του κέντρου χώρο. Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως ποιός θα απορροφήσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και σε τι ποσοστό. Από αυτό θα εξαρτηθεί η κατάταξη των κομμάτων και η αντιπολιτευτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα, αλλά και η ακύρωση της “δεξιάς παρένθεσης” που θα επιθυμούν, πιθανότατα μάταια και αυτοί (με τη σειρά τους).

Η Δημοκρατική Συμπαράταξη πήρε πόντους σε κάποιες δημοσκοπήσεις, μετά τις πρόσφατες διευρύνσεις. Ωστόσο, η “αντιμνημονιακή” στροφή και η μεθοδική όξυνση της δήθεν πατριωτικής ρητορικής το τελευταίο διάστημα, δείχνει οτι η Φώφη Γεννηματά όχι μόνον έχει διαλέξει λάθος δρόμο, αλλά έχει βαθιές ρίζες στον λαϊκισμό, όπως τις κατήγγειλε και ο Θανάσης Χειμωνάς αποχωρώντας. Προπαθώντας να αλιεύσει πίσω τους ψηφοφόρους του βαθέος ΠΑΣΟΚ που διόγκωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, δυναμιτίζει όλη τη φιλοευρωπαϊκή υπευθυνότητα που θα όφειλε να έχει ένας κεντροαριστερός συνασπισμός. Μια μετεκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ θα εξαφάνιζε τελείως αυτή τη φυσιογνωμία. Ο τόπος δεν χρειάζεται δύο ΠΑΣΟΚ των χειρότερων υλικών.

Και ναι μεν καλά κάνει και κρατάει τις αποστάσεις από τη ΝΔ, δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάει οτι συγκυβέρνησε μαζί της. Θα ήταν ευχής έργο να έρθει τρίτο κόμμα η Συμπαράταξη, αφήνοντας πίσω το ναζιστικό μόρφωμα (αν οι δημοσκοπήσεις αυτές αποτυπώνουν την αλήθεια και όχι το ανειλικρινές κρύψιμο των χρυσαυγιτών ψηφοφόρων). Αλλά αυτό δεν φτάνει. Η χώρα χρειάζεται πάνω από όλα μια ισχυρή κεντροαριστερά (όπως και μια ισχυρή κεντροδεξιά), που θα μπορέσει να πρωταγωνιστήσει και να στείλει τα άκρα στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος, που τους αναλογεί.









Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το σκίτσο είναι του Αρκά και η φωτό είναι από τo www.pastemagazine.com/

Το post συνοδεύεται από το "Come Undone", από τη Σκωτσέζα Isobel Campbell & τον Αμερικανό Mark Lanegan.

buzz it!

27.1.17

Μια απάντηση για τον αντιλαϊκισμό


Επειδή εκτιμώ την Αγγελική Σπανού, συχνά τη διαβάζω στην εκπομπή μου 8-10πμ το πρωί στο Kosmos 93,6 και επίσης συχνά συμφωνώ, θα απαντήσω στο πρόσφατο άρθρο της. Γιατί εδώ διαφωνώ  στα περισσότερα. 

— Ας ορίσουμε, απλοϊκά ίσως, τον λαϊκισμό ως την πολιτική τάση να χαιδεύεις τα αυτιά των ψηφοφόρων, με αυτά που θέλουν να ακούσουν, υιοθετώντας πολλές φορές και θεωρίες συνωμοσίας. Να υπερθεματίζεις στις επιθυμίες τους, τάζοντας τους ανεδαφικές, με βάση την εθνική και κυρίως τη διεθνή πραγματικότητα, “ανταμοιβές”, ηθικές ή μη. Να σκίζεις μνημόνια, να χορεύουν οι αγορές για να σου δώσουν δανεικά, να υπόσχεσαι οτι θα αλλάξεις την Ευρώπη με αερολογίες. Πρόσφατο παράδειγμα, οι πομφόλυγες Τραμπ οτι θα αναγκάσει την Apple και άλλες εταιρείες να μην κατασκευάζουν τα προϊόντα τους στην Ασία με τα φτηνά μεροκάματα, αλλά οτι θα ανοίξει τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. 

— Αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και σε όλον τον κόσμο στα χρόνια των post-truth politics, είναι η προσπάθεια αντιστροφής των εννοιών, ο εξοβελισμός του ορθολογισμού, η άρνηση της σύνθεσης προκειμένου να έχει καθείς το δικό του “μαγαζάκι” αντίδρασης. Ρητά και κατηγορηματικά όχι: Όποιος είναι πραγματικός αντιλαϊκιστής είναι αδύνατο να λαϊκίζει. Με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχουν ακραίο κέντρο και μετριοπαθή άκρα, ούτε στεγνός βρεγμένος. Είναι contradiction in terms, βολικό για να δικαιολογηθούν οι ακραίοι. Όποιος παριστάνει τον αντιλαϊκιστή, ναι μπορεί να λαϊκίζει. 

— Αντιλαϊκιστές δεν είναι αυτοί που είναι “επαγγελματίες” και υιοθετούν τον αντιπολιτευτικό λόγο, απλώς και μόνον για να πλήξουν τον κομματικό αντίπαλο. Αντιλαϊκιστές είναι αυτοί που, χωρίς κομματικό συμφέρον, ζητούν μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό - ενδεχομένως δυσάρεστα δηλαδή για τον ψηφοφόρο που έχει εθιστεί στον λαϊκίστικο λόγο (εδώ και δεκαετίες, δεν εμφανίστηκε τώρα ο λαϊκισμός, καλά να είναι το βαθύ ΠΑΣΟΚ και η λαϊκή δεξιά, απλώς τώρα εξαπλώθηκε σχεδόν καθολικά). 

— Ο πραγματικός αντιλαϊκιστής λοιπόν δεν θεωρεί μεταρρύθμιση την διάλυση της δημοτικής αστυνομίας, απαραίτητης σε κάε σύγχρονη πόλη. Ούτε είναι αντιλαϊκός - και αντιλαμβάνεται απόλυτα οτι κανείς δεν θέλει (ούτε πρέπει) να φτωχύνει κι άλλο, ειδικά αν είναι στα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται είναι ο νεοπλουτισμός και η απαίτηση πολλών στο ευρύτερο δημόσιο να παίρνουν υπέρογκους μισθούς με απολυτήριο δημοτικού, ώστε να έχουν εξοχικό και τζιπ, σε μια χώρα που δεν παράγει και δεν εξάγει αρκετά. 

— Ο αντιλαϊκιστής θεωρεί εύλογα οτι ο τρόπος να ανακουφιστούν όσοι υποφέρουν είναι η ανάπτυξη, μέσω εκσυγχρονισμού και πραγματικών μεταρρυθμίσεων και όχι με το “σύρσιμο” που προκαλεί η ατέρμονη αποφυγή της προόδου, με “αντιμνημονιακό” κρυφτούλι από τους δανειστές και προεκλογικές προσλήψεις. Ο τρόπος να αποφευχθούν τα (απαραίτητα μέχρι τότε) δανεικά των μνημονίων είναι ένας: Η χώρα πρέπει να μπορέσει να πείσει για τη βιωσιμότητα της οικονομίας της και να δανειστεί πάλι από τις αγορές.

— Αυτό που επίσης δεν αντιλαμβάνεται καθόλου ο πραγματικός αντιλαϊκιστής είναι γιατί όταν ο ψηφοφόρος αντιδρά στη χειροτέρευση του βιοτικού του επιπέδου, επιθυμεί να τιμωρήσει το πολιτικό σύστημα αναδεικνύοντας απείρως χειρότερους εκπροσώπους, που στελεχώνουν όλα τα αμιγώς λαϊκίστικα κόμματα - και που εγγυώνται ακόμα χειρότερες συνθήκες ζωής, ως και την καταστροφή. Μια ματιά στην Ελληνική Βουλή πείθει. Αντιστοίχως, δεν είναι κατανοητό γιατί ο μέσος Αμερικανός, Βρετανός ή Γάλλος, θέλοντας υποτίθεται να τιμωρήσει το “σύστημα”, μπορεί να αυτοχειριάζεται ψηφίζοντας Τραμπ, Brexit ή Λεπέν. 

— Όχι λοιπόν “τι θα πάθεις αν δεν σταματήσεις να φωνάζεις”, αλλά “τι θα πάθεις αν δεν σταματήσεις να αυτοκαταστρέφεσαι και να υιοθετείς απελπισμένα τον λόγο κάθε καραγκιόζη και φαιδρού, που σου υπόσχεται οτιδήποτε για να αποκτήσει ισχύ και εξουσία”. Τι πρέπει να κάνεις; Να φωνάζεις αναδεικνύοντας αυτούς που θα μετασχηματίσουν και θα βελτιώσουν το πολιτικό σύστημα. Πού θα τους βρεις; Υπάρχουν, αλλά δεν τους θέλεις συνήθως. Θέλεις τους εντυπωσιακούς, τους εύκολους, τους άκοπους. Η ευπιστία της καχυποψίας και της συνωμοσιολογίας. 

— Ο πραγματικός αντιλαϊκιστής λοιπόν, δεν θεωρεί οτι ο λαϊκισμός είναι ελληνικό δημιούργημα, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο. Απλώς η χώρα μας μπήκε από τις πρώτες σε αυτή τη νέα εποχή του άκρατου λαϊκισμού και μετράει ήδη αρκετά χρόνια εμπειρίας. Άλλωστε έχει αρετά τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά, για χώρα του δυτικού κόσμου. Κατά την ταπεινή μου άποψη, υπάρχει μια μαζική άρνηση αποδοχής των νέων συνθηκών και ωρίμασης στο δυτικό κόσμο, με αποτέλεσμα μια επικράτηση του φόβου και άλλων χαμηλών ενστίκτων. It ’s the EQ, stupid! 

— Κανένας πραγματικός αντιλαϊκιστής δεν μπορεί να υποστηρίζει τις “διεφθαρμένες ελίτ”, αντιθέτως υποστηρίζει την αξιοκρατία. Καμία αυθαιρεσία καμίας “ελίτ” όμως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα όπλα του λαϊκισμού, γιατί η αφλογιστία τους (και η αναπόφευκτη χειροτέρευση του προβλήματος) είναι φυσικό επακόλουθο των μύθων, στους οποίους στηρίζονται. Παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίον σηκώθηκε η σημαία “κατά της διαπλοκής”, στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Το αποτέλεσμα ήταν μια τρύπα στο νερό.

— Ο πραγματικός αντιλαϊκιστής δεν υποστηρίζει δογματικά κανένα “There Is No Aleternative”, αλλά είναι στοιχειωδώς ρεαλιστής και κρίνει τι είναι εφικτό και τι όχι. Ζει στον πραγματικό κόσμο και όχι στον φαντασιακό - και ξέρει οτι για να βελτιωθεί το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα χρειάζονται (με πολλή δουλειά) συντονισμένες προοδευτικές πολιτικές και όχι φληναφήματα. 

— Ναι, ο λαϊκισμός είναι ο εχθρός του πολίτη, με την έννοια της πλήρους καταστρατήγησης της πολιτικής. Και δεν μπορούμε να κρατάμε ίσες αποστάσεις ανάμεσα στη μπουρδολογία και τον έστω, ελλιπή, πολιτικό λόγο.  Όταν η δήθεν “πολιτική θέση” περιλαμβάνει παραμύθια της Χαλιμάς, που δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρά μόνο στα όνειρα του Γιάνη Βαρουφάκη ή του Μπόρις Τζόνσον, τότε η ουσιαστική πολιτική πλήττεται. Και τότε ολόκληρος ο πλανήτης ψάχνει τη λύση: Σίγουρα το πρόβλημα δεν είναι οι Έλληνες αντιλαϊκιστές ή “αντιλαϊκιστές”. 










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Οι φωτό είναι από τα www.salon.com & www.musixmatch.com

Το post συνοδεύεται από το "Here Comes The Rain Again", από τους Βρετανούς Shaun Escoffery και Andrea Triana.

buzz it!

23.1.17

Μια πόλη χωρίς εμπόδια


Η συζήτηση πρέπει να γίνει χωρίς έκτακτα γεγονότα, κύματα κακοκαιρίας, εορταστικές συγκυρίες και επετείους, που αφυπνίζουν πολιτικά αντανακλαστικά του προηγούμενου αιώνα. Πρωτίστως για την Αθήνα και το κέντρο της, που είναι μεταξύ άλλων η τουριστική βιτρίνα, αλλά και η οικονομική καρδιά της χώρας.

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, ένα βασικό δικαίωμα των πολιτών, αυτό της ελεύθερης μετακίνησης, πλήττεται βάναυσα. Όχι από το μποτιλιάρισμα, αυτό εμφανίζεται πια σπάνια και σε συγκεκριμένα σημεία σε κεντρικούς άξονες, βλεπετε οι οικονομικοί περιορισμοί έχουν και κάποιες ευεργετικές επιδράσεις στην ποιότητα ζωής στην πόλη και στον αέρα που αναπνέουμε. Αλλά από την εξάπλωση των αντικοινωνικών συμπεριφορών, που πάντοτε μας χαρακτήριζαν και τώρα έχουν προσλάβει χαρακτήρα ενδημικό.

Στο πλαίσιο της γενικότερης παράλυσης, η έννοια της τήρησης των νόμων και των κανόνων κοινής συμβίωσης έχει υποχωρήσει δραματικά. Μαζί με την σχεδόν παντελή απουσία αστυνόμευσης, η γενική αντίληψη οτι “όλα επιτρέπονται” και “τι θέλεις τώρα ρε παιδί μου, αυτό σε μάρανε;” κάνει την μετακίνηση επικίνδυνη και σίγουρα ιδιαιτέρως βλαπτική για το ηθικό και την ψυχική ηρεμία.

Τα πιο “χοντρά” είναι βεβαίως τα δολοφονικά. Είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει κόκκινο ένα φανάρι, χωρίς να περάσει καθυστερημένα τουλάχιστον ένας ή και περισσότεροι, που υπολογίζουν φυσικά στο ελάχιστο παράθυρο του χρόνου, πριν ξεκινήσουν όσοι είναι στον εγκάρσιο δρόμο. Πολλές φορές βέβαια, ο υπολογισμός είναι λανθασμένος ή ακόμα χειρότερα, ο παραβάτης επιβάλλει “νταβατζήδικα” τη φόρα του, υποχρεώνοντας τους άλλους να περιμένουν για να μην τον τρακάρουν. Το πράσινο δεν εγγυάται τίποτα πια.

Με αυτή την “επαναστατική λογική”, ο καθένας αισθάνεται ελεύθερος να κάνει και άλλα κόλπα του Ταρζάν στην άσφαλτο. Αυτοκίνητα πετάγονται από παντού και διασχίζουν κάθετα λεωφόρους, οδηγοί κάνουν σφήνες θεωρώντας οτι όταν αλλάζουν λωρίδα αυτοί προηγούνται, λεωφορεία επιδεικνύουν τις ικανότητες του “πιλότου” τους που νομίζει οτι οδηγάει φόρμουλα κι όχι ένα όχημα αρκετών τόνων. Η προτεραιότητα είναι λέξη άγνωστη στους περισσότερους, όταν δεν αφορά τους ίδιους.

Είναι σπάνιο πια να μη συναντήσεις αρκετές φορές την ημέρα, ιδίως σε πολυσύχναστους δρόμους, κάποιον να κινείται ανάποδα. Συνήθως είναι δίκυκλα, χωρίς να αποκλείεται και ένας χοντρόπετσος γιωταχής. Η διευκόλυνση που καλείσαι να του προσφέρεις είναι στο πλαίσιο της γνωστής κίνησης των δαχτύλων “ένα λεπτό βρε αδερφέ, τι σε πειράζει”. Όταν βέβαια επιμένεις να μην υποχωρείς, γιατί απλούστατα ο άλλος παρανομεί, μπορεί να είσαι και “αρτηριοσκληρωτικός”.

Η απαίτηση της “διευκόλυνσης” είναι δε καθολική: Από τον απίθανο πεζό που διασχίζει (εκτός διάβασης φυσικά) δρόμο ή και λεωφόρο και όταν τον προειδοποιείς με φώτα και κλάξον σου κάνει νόημα να κόψεις ταχύτητα και σε επιτιμά “γιατί τρέχεις”. Από τον δικυκλιστή, που θεωρεί οτι οφείλεις να τον διευκολύνεις να περάσει ανάμεσα στα αυτοκίνητα και μετά έρχεται και κάθεται μπροστά σου πρώτος στο φανάρι ή σε κλείνει για να στρίψει, αδιαφορώντας αν θα σε καθυστερήσει (όχι, ΔΕΝ έχει προτεραιότητα το μηχανάκι που έρχεται από πίσω μας). Από τον ταξιτζή που κινείται σα σαλιγκάρι για να πιάσει τον πελάτη, σταματάει χωρίς αλάρμ στη μέση του δρόμου ενώ μπορεί να παει στο πλάι και χώνεται ύπουλα και κουτοπόνηρα χωρίς φλας στη λωρίδα σου, αντί να περιμένει. Από τον γιωταχή που δεν κοιτάει ποτέ τους καθρέφτες του, παραβιάζει τον πεζόδρομο ή δεν ξέρει στοιχειωδώς πώς να ανέβει μια ανηφόρα, χωρίς να υποχρεώνει όλους στην πρώτη ταχύτητα. Από τον οδηγό του βαρέος οχήματος που θεωρεί οτι έχει προτεραιότητα όταν ξεπαρκάρει από στάση και βγαίνει με θράσος (όχι, ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει προτεραιότητα κόντρα στον ΚΟΚ, εκτός από τα οχήματα έκτακτης ανάγκης, περιπολικά, πυροσβεστικά, ασθενοφόρα κλπ).

Αυτά όμως που έχουν χειροτερεύσει αισθητά τα τελευταία χρόνια, μέσα στον ιδαίτερο μιθριδατισμό μας, είναι οι εκδηλώσεις απτής αδιαφορίας, αυτά που οι περισσότεροι οδηγοί νομίζουν οτι δεν είναι παρανομίες, οτι έχουν δικαίωμα να το κάνουν. Η πιο κλασσική είναι το παράνομο (διπλο)παρκάρισμα. Διασχίζοντας κάθε πρωί το κέντρο της Αθήνας, δεν μπορείς παρά να μην αγανακτήσεις με τα οχήματα τροφοδοσίας και τα παράνομα παρκαρισμένα στην οδό Αμερικής. (Αλήθεια, ποιός αρμόδιος θα δει ποτέ και θα διορθώσει το εγκληματικό λάθος της παραχώρησης της Σίνα στα λεωφορεία, με την ανάποδη πορεία, που αφαίρεσε μια ζωτική διέξοδο και προκαλεί έμφραγμα στη Σταδίου;)

Όταν από δύο ή τρεις λωρίδες ένας δρόμος βρίσκεται με μία, όταν διπλοπαρκάρουν ανενόχλητοι, ακόμα και από τις δύο πλευρές του δρόμου, όπως συμβαίνει στη Σόλωνος, στην Ιπποκράτους ή στη Μιχαλακοπούλου, τότε η κίνηση στην πόλη υποχρεώνεται σε ένα αργό, μακρόσυρτο καραβάνι. Η νέα μόδα μάλιστα είναι το παρκάρισμα στην αριστερή λωρίδα κομβικών δρόμων, όπως η Πανεπιστημίου. Το τρομερό είναι οτι οι παραβάτες, όχι πάντα επαγγελματίες, δεν αντιλαμβάνονται γιατί ενοχλούν, αφού “περνάει κύριε μου”. Θεωρούν δε φυσιολογικό, ακόμα και να γίνουν αυτόκλητοι τροχαίοι, όταν πρέπει να κάνουν μανούβρες για να ξεφορτώσουν ή να εκτελέσουν μια εργολαβία. Το τεράστιο επιχείρημα τους είναι “μα πώς θα κάνω εγώ κύριε μου τη δουλειά μου”. Όταν η “ιδιωτική δουλειά μας” όμως επιβαρύνει τους άλλους, τότε οι νταβατζήδες του χρόνου μας θα έπρεπε τουλάχιστον να επικρίνονται δημόσια. Ούτε αυτό δεν γίνεται.

Η αίσθηση της έλλειψης σεβασμού στον άλλον, οδηγό ή πεζό, είναι διάχυτη στην πόλη. Στα φανάρια, κανείς σχεδόν δεν σκέφτεται να σπεύσει, ώστε να περάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι που ακολουθούν. Αντιθέτως, με χαρακτηριστική βαρεμάρα και αδιαφορία (και το κινητό στο χέρι ή στο αυτί), πολλοί καθυστερούν χαρακτηριστικά και στο τέλος, περνούν μόνο αυτοί με το κίτρινο. Στις λεωφόρους ταχείας κυκλοφορίας, κανείς δεν σκέφτεται να διευκολύνει όσους δεν κάνουν βόλτα, αλλά βιάζονται να πάνε στη δουλειά τους (όχι, η αριστερή λωρίδα, στην οποία όλοι θεωρούν οτι έχουν δικαίωμα, ΔΕΝ είναι για τους βραδυπορούντες, ούτε για τα βαρέα οχήματα). Συχνότατα παρακολουθεί κανείς φορτηγά που κινούνται στη λωρίδα αυτή από το Πεντάγωνο, γιατί θα στρίψουν αριστερά στην Αγία Παρασκευή.

Έχει την αίσθηση κανείς πια, οτι η χρήση του οχήματος γίνεται με μια γενική παραίτηση, έναν άκρατο εγωισμό και μια βρισιά στο στόμα, αν και οι συνθήκες της κίνησης στην πόλη μάλλον αποσυμφόρηση δείχνουν τα τελευταία χρόνια. “Μη με πρήζεις” είναι αυτό που αποπνέεται, “γιατί δηλαδή πρέπει εγώ τώρα να ακολουθώ κανόνες, έτσι όπως έχει γίνει η ζωή μου”. Η κρίση, είναι γνωστό, έδωσε το ελεύθερο να εμφανιστούν ξεδιάντροπες όλες οι γαιδουριές και οι αγενείς συμπεριφορές, λες και πρέπει να χάσουμε εντελώς τον πολιτισμό μας.

“Κι όμως από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε, από το παράνομο παρκάρισμα”, μου είχε πει κάποτε ένας εξαιρετικός δημοσιογράφος. Η Αθήνα υποφέρει από πάρα πολλά και χάνει ανεπιστρεπτί την λάμψη και τη γοητεία της. Οι διαδηλώσεις και οι αποκλεισμοί δρόμων για ψύλου πήδημα και χάριν του πολιούχου(!) την ταλαιπωρούν αρκετά (μόνο επισκέψεις ξένων ηγετών και τρομοκρατικά χτυπήματα/ατυχήματα δικαιολογούν το κλείσιμο δρόμων σε μια σύγχρονη πόλη - και πάλι θέλει διαφορετική διαχείριση από την γραφειοκρατική αντιμετώπιση της τροχαίας).

Το τελευταίο που χρειάζεται είναι αυτή η αίσθηση οτι πάντα υπάρχει ένα μόνιμα εγκατεστημένο εμπόδιο μπροστά μας, οτι δύσκολα αφήνουμε ο ένας τον άλλο να κινηθεί απρόσκοπτα προς τον προορισμό του. Όπως ακριβώς και η χώρα, που βρίσκει πάντα τρόπους να εμποδίζει ό,τι πάει να ξεπεταχθεί και να κινηθεί λίγο πιο γρήγορα…








Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Οι φωτό είναι από το www.athensvoice.gr & www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "Smooth Operator", από τον Αμερικανό Nick Waterhouse.

buzz it!

11.1.17

It ’s the EQ, stupid!

(Είναι η συναισθηματική νοημοσύνη, ηλίθιε*)


Εκατομμύρια πίξελ καταναλώθηκαν για να εξηγηθούν οι δύο μεγαλύτεροι πολιτικοί σεισμοί, που χαρακτήρισαν τη χρονιά της απώλειας, μεταξύ άλλων, των πιο δυνατών μουσικών συμβόλων της γενιάς της μεταπολίτευσης, όπως την ονομάζουμε εδώ στην Ελλάδα. Ο David Bowie ήταν η επική και ακομπλεξάριστη εφηβεία μας, ο Leonard Cohen η διανοούμενη ροκ ποίηση, ο Prince και ο George Michael η ξεδιάντροπη συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας, σε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταλέντου στη σύνθεση, την παραγωγή, τη φωνή και την σκηνική παρουσία.

Το ουσιαστικό όμως, η υπέροχη μουσική κληρονομιά, δεν πεθαίνει. Η πραγματική θλίψη για τους περισσότερους δημοκράτες και νοήμονες πολίτες του δυτικού κόσμου, ανάμικτη με ανησυχία και φόβο, ήταν άλλη: Για πρώτη φορά μετά τις δεκαετίες που οδήγησαν στον μεγάλο πόλεμο, η ουσιαστική δημοκρατία έδειξε να υποχωρεί τόσο δραματικά.

Το δημοψήφισμα για το Brexit και ο θρίαμβος Τραμπ (από πλευράς εκλογικού συστήματος, καθώς η λαϊκή ψήφος έδωσε στη Χίλαρυ εκατομμύρια ψήφους παραπάνω) ερμηνεύθηκαν εν πολλοίς ως η συχνά αυτοκαταστροφική αντίδραση της μικρομεσαίας τάξης, στις αλλαγές του 21ου αιώνα, στην παγκοσμιοποίηση και στο οικονομικό στρίμωγμα που αυτές επέφεραν. Σε συνδυασμό με την επικράτηση της “μετα-αλήθειας” στον αιώνα του διαδικτύου, του ενδημικού ρατσισμού και της ξενοφοβίας που απλόχερα ενίσχυσε το παγκόσμιο προσφυγικό πρόβλημα, το αποτέλεσμα ήταν η εξάπλωση του λαϊκισμού και η επικράτηση των φαιδρών πολιτικών προσωπικοτήτων, που φαίνονται κιόλας από τη φάτσα τους πόσο προβληματικοί είναι.

Γι αυτό το τελευταίο, γιατί δηλαδή δεν υπάρχουν μεγάλοι ηγέτες και αξιόλογο πολιτικό προσωπικό παγκοσμίως, οι ερμηνείες είναι πολλές. Η επικρατέστερη μάλλον είναι οτι με την μεταπολεμική εμπέδωση της ασφάλειας, της ανάπτυξης και της κανονικότητας της ζωής, οι δυτικές δημοκρατίες μπήκαν σε μια φάση ολοένα και μεγαλύτερης αποξένωσης των εντίμων και σοβαρών ανθρώπων από τα κοινά. Όσο προχωράει το ρολόι της ιστορίας, η συμμετοχή μοιάζει πια όχι ως υποχρέωση του σκεπτόμενου πολίτη, αλλά ως εμπλοκή σε ένα σύστημα, που σαν βούρκος καταπίνει κάθε υγιή προσπάθεια. Η μη αντιστροφή της κατάστασης, που απαιτεί όμως μια κρίσιμη μάζα νέων πολιτικών με άλλα χαρακτηριστικά, χειροτερεύει διαρκώς τα πράγματα.

Το τραγικό σε αυτή τη φάση της ιστορίας (και στη χώρα μας) είναι οτι μερίδα των ψηφοφόρων, που τελικά επιβάλλει την ατζέντα του, αντιδρά στη χειροτέρευση των συνθηκών της ζωής του με την ανάδειξη ενός αισθητά υποδεέστερου πολιτικού προσωπικού, κυρίως αυτού που υιοθετεί απροσχημάτιστα κάθε δημαγωγία, θεωρία συνωμοσίας, βολικό ψέμα και ανεφάρμοστη “ονείρωξη”. Ακόμα χειρότερα, αποδέχεται και ενδυναμώνει κάθε καταδικασμένη από την ιστορία ακραία αντίληψη φασισμού, ρατσισμού, καταπάτησης δικαιωμάτων και αρχών. Η ροπή προς τον ολοκληρωτισμό επανέρχεται δυναμική και αμφίπλευρη. Η απάντηση όμως στα προβλήματα δεν είναι παρά η αντίθετη κατεύθυνση: Περισσότερη υγιής, βαθειά, έντιμη, μετριοπαθής και ουσιαστική δημοκρατία.

Οι ερμηνείες του σημερινού κόσμου είναι περισσότερο περίπλοκες, παρά απλές και μονοδιάστατες. Κανείς δεν μπορεί να αποδώσει αυτό τον μαζικό αυτοχειριασμό των δυτικών κοινωνιών σε κάποια μυστήρια μαζική πτώση του IQ (αν και στις περιπτώσεις των ακολούθων τύπου Σώρρα, η έλλειψη είναι εμφανής) και την εξαφάνιση της ικανότητας για εκλογίκευση.

Σίγουρα μπορεί κανείς να καταλογίσει στον μέσο δυτικό πολίτη, ότι αδρανεί εγκληματικά: Καθηλωμένος στον καναπέ του και χαμένος στην καθημερινότητα του, αρνείται να κοπιάσει για να αυτοβελτιωθεί, να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις και ουσιαστική ενημέρωση, να ερμηνεύσει καλύτερα τον κόσμο γύρω του. Αποζητά τις εύκολες λύσεις, τόσο στη σκέψη όσο και στην αισθητική - και τελικά καταλήγει να ψηφίζει την Μαρίν Λεπέν για να αντιμετωπίσει ένα νέο κόσμο, όπου τα μεροκάματα είναι φτηνά στην Ανατολή και οι μεγαλύτερες εταιρείες που αλλάζουν τον ρού της ιστορίας είναι στη Silicon Valley. Ατυχές και ατελέσφορο, όσο και η αντίληψη οτι το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα βελτιωθεί από “αντισυστημικούς”, τύπου Trump και Farage.

Το ΙQ δεν είναι αυτό που λείπει, σε αυτούς που υιοθετούν τις τάσεις της εποχής. Ειδικά όσοι εμπορεύονται με συνείδηση και σύστημα τις ελπίδες ενός λαού, απλώς για να διατηρούν ζωντανό το δικό τους ακραίο “μαγαζάκι”, είναι απλώς οι μεγαλύτεροι πολιτικοί απατεώνες και όχι βλάκες. Όσοι πίστεψαν αρχικά οτι το μνημόνιο θα σβηστεί “με ένα νόμο και ένα άρθρο” (και θα ζούμε χωρίς να δανειζόμαστε, αλλά και χωρίς να περιορίσουμε τις δαπάνες) δεν έχασαν ξαφνικά το νοητικό τους επίπεδο (όσοι επιμένουν να το πιστεύουν, ναι). Αρκετοί από αυτούς που επένδυσαν στους Podemos στην Ισπανία δεν είναι χαμηλής νοημοσύνης, αν και φαίνεται οτι διδάχθηκαν από το ελληνικό παράδειγμα και περιόρισαν τις φρούδες ελπίδες τους. Στην Ιταλία, όσοι πιστεύουν οτι ο καραγκιόζης Bepe Grillo και η έξοδος από το ευρώ θα λύσουν τα προβλήματα της χώρας, μοιάζουν με τους Έλληνες υπαλλήλους των ΔΕΚΟ που θέλουν να γυρίσουμε στο 2009, όταν αμείβονταν, ως απόφοιτοι Δημοτικού, πολύ πάνω από τον γιατρό του ΕΣΥ και τον καθηγητή πανεπιστημίου. Χωρίς να παράγεις και να εξάγεις αρκετά, χωρίς να έχεις κοπιάσει να μορφωθείς, πώς ζητάς μισθούς Νορβηγίας;

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το θυμικό. Η αντιμετώπιση της κοινής μας ζωής με ελαφρότητα, η άγνοια κινδύνου και η επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων δεν είναι μόνο έλλειψη παιδείας. Είναι πρωτίστως έλλειψη ισορροπίας, σφαιρικής προσωπικότητας και τελικά σοβαρότητας. Η επικράτηση των συμπλεγμάτων, το αυτοπαραμύθιασμα, τα χαμηλά ένστικτα και οι φανατισμοί, η απουσία του μέτρου και οι ψωνισμένες φιλοδοξίες (χωρίς κόπο), ο άκρατος ατομικισμός, η κουτοπονηριά και ο νεοπλουτισμός, ο ναρκισισμός και η “ψωνάρα”, οι τραχιές και ανεπεξέργαστες πλευρές της ανθρώπινης φύσης είναι αυτές που τελικά οδηγούν σε μια συμπεριφορά μικρού παιδιού, που καταπίνει με ευκολία όλα τα ψέματα, φτάνει να εξυπηρετούν τις ψυχολογικές του επιδιώξεις. Τα χαρακτηριστικά αυτά υπάρχουν σε όλο το πολιτικό φάσμα, στον σύγχρονο λαϊκισμό όμως επικρατούν καθολικά. Θα μπορούσε να το συνοψίσει κανείς στην ολοένα μεγαλύτερη απουσία συναισθηματικής νοημοσύνης, σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος, χωρίς να διαφαίνονται οι κανόνες και οι ελπίδες της νέας εποχής.

Η αντίδραση του παιδιού-ψηφοφόρου είναι η κόντρα, η αυτοκαταστροφή, το “μπουρλότο”. Γιατί στην πιο ανεπτυγμένη πλευρά του πλανήτη γινόμαστε ολοένα και πιο παιδιά; Γιατί πρέπει η ανθρωπότητα να κάνει κύκλους , ώστε να ζήσουμε κι εμείς τον κίνδυνο μιας νέας “δεκαετίας του ’30”, με παγκόσμια άνοδο του φασισμού; Γιατί πρέπει να ζούμε εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα άκρα, που το ένα τροφοδοτεί το άλλο, όπως μας έχει διδάξει με τραγικό τρόπο η ιστορία;

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο σεβασμός στη δημοκρατία δεν συνεπάγεται την ανοχή προς τον “εκτσογλανισμό” της κοινωνίας. Δημοκρατία σημαίνει αρχές, θεσμοί, δικλίδες και σεβασμός στους εκάστοτε κανόνες. Το σύστημα δεν αλλάζει παρά μόνο με απίστευτα πολλή δουλειά, προς την προοδευτική εξέλιξη. Η αντισυστημική λαίλαπα είναι η μεγαλύτερη φενάκη και τις επιπτώσεις της τις βιώνουν πρώτα από όλους οι “οργισμένοι” και οι αδύναμοι οικονομικά. Η επιστροφή στον απομονωτισμό, στον ρατσισμό και στον ολοκληρωτισμό είναι ανεπίτρεπτη οπισθοχώρηση και καμμία λαϊκή ετυμηγορία δεν τη δικαιολογεί. Ο λαϊκισμός του “να ακούσουμε τον παλμό του ψηφοφόρου στην κατηφόρα του” είναι άκρως επικίνδυνος, για όποιον πιστεύει στη δημοκρατία.

Αν ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος βάζει ακροδεξιούς του “Alt-Right” και του “White Supremacy” στην κυβέρνηση του, η απάντηση όλων δημοκρατικών πολιτών στον κόσμο πρέπει να είναι η καλλιέργεια περισσότερης συναισθηματικής νοημοσύνης και η προσπάθεια ανάδειξης ηγετών, που πέρα από πολιτικές ή ιδεολογικές διαφορές αντιμετωπίζουν την αποστολή τους, με την υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα και το ανοιχτό πνεύμα που αυτή επιτάσσει. Ο Barack Obama, ανεξαρτήτως της επιτυχίας της θητείας του, έλαμψε στην επίσκεψη του στην Ελλάδα, ακριβώς με αυτές τις ποιότητες. Και ο εκλιπών Κωστής Στεφανόπουλος, στα καθ’ ημάς, έγινε από υπερσυντηρητικός επαρχιώτης πολιτικός, ο καθολικός (συμβολικός έστω) ηγέτης, που αντιστάθηκε στον λαϊκισμό και εκτιμήθηκε από όλους, γιατί έκανε το άλμα της αυτοβελτίωσης και της ισορροπίας.

Το 2016 ήταν χρονιά της οδυνηρής κατάρρευσης πολλών μύθων στη χώρα μας, μιας και εμείς ήμασταν από τους πρώτους που ανεβήκαμε στο τρένο του λαϊκισμού. Ας ελπίσουμε οτι το 2017 θα σημάνει την αντίστοιχη κατάρρευση, για ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, όπως έγινε και με τους πρωτεργάτες του Brexit, που παραιτήθηκαν την επόμενη μέρα. Ευτυχώς ο Stallone δεν δέχτηκε τη θέση του Υπουργού Πολιτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα έτριζαν τα κόκκαλα των τροβαδούρων της γενιάς μας…

*παράφραση της γνωστής φράσης του Bill Clinton “It’s the economy, stupid”, ο χαρακτηρισμός δεν απευθύνεται επ’ ουδενί στον αναγνώστη!









Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Οι φωτό είναι από το www.mononews.gr & www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "Spinning the Wheel", από το καλύτερο άλμπουμ του George Michael.

buzz it!

16.11.16

Η αντίσταση στο μέλλον...

Το όνειρο κάθε συνειδητού ταξιδιώτη, μόλις ξεπεράσει το - αναπόφευκτο πολλές φορές - στάδιο των γκρουπ και των προκάτ επισκέψεων, είναι να γνωρίσει μια πόλη ή μια χώρα ως “insider”, με τη βοήθεια της γνώσης των κατοίκων. Όποιος φιλοξενείται, είναι σίγουρο οτι γνωρίζει έναν καινούργιο τόπο, με τελείως διαφορετικό μάτι. Σε άλλα μαγαζιά θα πας, αλλού θα διασκεδάσεις και αλλιώς θα ξεναγηθείς, αν μαζί με τους τουριστικούς οδηγούς, ακούσεις και τους ντόπιους.

Αυτή την ανάγκη, μεταξύ άλλων, ήρθε να καλύψει η έξυπνη ιδέα που δημιούργησε τις πλατφόρμες ενοικίασης ιδιωτικών σπιτιών ή δωματίων, όπως το πρωτοπόρο Airbnb. Ο επισκέπτης ανταλλάσσει τα κομφόρ του ξενοδοχείου, με τη θερμή προσωπική υποδοχή ενός κατοίκου, που είναι πρόθυμος να δώσει συμβουλές, πληροφορίες και ιδιαίτερη φιλοξενία - και δεν έχει τα κόστη λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων.

Για όποιον δεν ενδιαφέρεται για τις ξενοδοχειακές παροχές, όπως το πρωινό, η καθημερινή αλλαγή σεντονιών, το γυμναστήριο ή η πισίνα, η τιμή είναι απίστευτα ελκυστική και επιτρέπει, σε συνδυασμό με φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, ταξίδια που άλλοτε δεν θα γίνονταν. Η αγορά διευρύνεται από μια ομάδα ταξιδιωτών, που πριν δεν υπήρχε. Με την τιμή του δωματίου ενός συνήθως άθλιου ξενοδοχείου, βρίσκεις ακόμα και ολόκληρα πολυτελή σπίτια. Ο ιδιοκτήτης αξιοποιεί το διαθέσιμο ακίνητο του, για ένα έξτρα εισόδημα και ο ταξιδιώτης απολαμβάνει ανώτερη ποιότητα, με λίγα έξοδα.

Η παγκόσμια κοινότητα που δημιουργείται, δίνει συστάσεις για ιδιοκτήτη και επισκέπτη, παρακολουθεί τη συμπεριφορά και βαθμολογεί, εγγυάται την ασφάλεια και την εξυπηρέτηση. Όποιος ξεφεύγει από τους κανόνες, στιγματίζεται και τελικά αποβάλλεται. Οι πλατφόρμες της λεγόμενης “διαμοιρασμένης οικονομίας” πολλαπλασιάζονται, σε μια παγκόσμια τάση, χωρίς αναστροφή.

Ανάλογη είναι και η εξάπλωση στη οδική μετακίνηση, όπου ιντερνετικές πλατφόρμες όπως το Uber εξασφαλίζουν το ιδιωτικό όχημα που θα σε μεταφέρει παντού. Εδώ ίσως υπάρχει ένα θέμα, με την ευθύνη ενός ερασιτέχνη οδηγού σε περίπτωση ατυχήματος, αλλά οι κατάλληλες ρυθμίσεις είναι σίγουρο οτι θα βρεθούν. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι αντιδράσεις των κατά τόπους συντεχνιών, όπως των ταξιτζήδων και των ξενοδόχων, που αισθάνονται οτι απειλούνται.

Βεβαίως, σε ορισμένες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, υπήρξαν παρενέργειες. Εκεί όπου δεν υπήρχε μεγάλη προσφορά σπιτιών, η ενοικίαση με τη μέρα προκάλεσε έλλειψη για τους μόνιμους ενοικιαστές και εκτόξευσε τις τιμές. Είναι προφανές οτι ένας ιδιοκτήτης προτιμά να εκμεταλλεύεται το ακίνητο του, αποκομίζοντας τα τριπλά, ως οικοδεσπότης του Airbnb (η διαφορά βέβαια είναι οτι το συμβατικό ενοίκιο είναι σχετικά άκοπο, ενώ το άλλο θέλει δουλειά και είναι άκρως δεσμευτικό).

Ωστόσο, στην περίπτωση της γερμανικής πρωτεύουσας, που απαγόρευσε την καθημερινή ενοικίαση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, βλέποντας μπροστά, παρενέβη με την οδηγία προς τις χώρες-μέλη να μην καταφεύγουν σε απαγορεύσεις της διαμοιρασμένης οικονομίας, παρά μόνο ως ύστατο μέσο και σε μεγάλη ανάγκη. Άλλωστε, οι κάτοικοι μπορούν να διαμείνουν και λίγο πιο έξω από τα τουριστικά κέντρα των πόλεων.

Στη χώρα μας - και ειδικά στην Αθήνα - τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα ακινήτων, που μένουν ανοίκιαστα λόγω κρίσης και μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε μόνιμη ανάγκη διαμονής. Επιπλέον, είμαστε μια χώρα που έχει την υποχρέωση, λόγω δανεισμού και αρνητικού ισοζυγίου πληρωμών, να εκμεταλλευόμαστε κάθε δυνατότητα εξαγωγής υπηρεσιών που έχουμε και να διευρύνουμε διαρκώς την τουριστική μας πελατεία.

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εισηγηθεί στη Βουλή νομοσχέδιο, “κληρονομιά” του πρώην αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη, που ρυθμίζει το τοπίο της ερασιτεχνικής ενοικίασης ακινήτων. Πέρα από την φορολόγηση που θα επιβληθεί, η ρύθμιση προβλέπει, προφανώς κάτω από την πίεση διαφόρων λόμπυ, να επιτρέπεται η ενοικίαση μόνο για 90(!) ημέρες το χρόνο, αλλιώς ο ιδιοκτήτης πρέπει να καταφύγει στις επαγγελματικές ρυθμίσεις του ΕΟΤ για τα τουριστικά καταλύματα, που συνεπάγεται άλλα κόστη, τήρηση βιβλίων κλπ.

Ποιός ιδιοκτήτης θα λειτουργήσει με αυτόν τον χρονικό περιορισμό και δεν θα αποθαρρυνθεί από το να κάνει τη μικρή του επένδυση στη διαμοιρασμένη οικονομία; Και γιατί να αρνηθούμε τον επισκέπτη που θα έρθει να μείνει σε ένα σπίτι με λιγότερο από 50 ευρώ τη βραδιά, τιμή που ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο αδυνατεί να προσφέρει; Πώς είναι δυνατόν μια ευρωπαϊκή και άκρως τουριστική χώρα να βρίσκει κουτοπόνηρα τρικ για να περιορίσει τα νέα ταξιδιωτικά ήθη, που δεν είναι “μόδα”, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όλων των παραγόντων παγκοσμίως, πολύ απλά “το μέλλον”;

Το οικονομικό επιτελείο, αλλά και οι ξενοδόχοι, πρέπει να αντιληφθούν οτι το κοινό του Airbnb και των άλλων “μεσιτών” της διαμοιρασμένης οικονομίας, είναι διαφορετικό από αυτό των συμβατικών ξενοδοχείων. Πάντα θα υπάρχουν τα γκρουπ, αυτοί που θέλουν τις παροχές και την απρόσωπη ιδιωτικότητα του ξενοδοχείου, αυτοί που μπορούν να πληρώσουν την πολυτέλεια. Αν πλήττεται κάποιος σε αυτή την κατηγορία τιμών που προσφέρει συνήθως το Airbnb, αυτός είναι ο κακός επαγγελματίας ξενοδόχος, που παρέχει άθλιες συνθήκες και δεν θα λείψει σε κανέναν.

Αντιθέτως, η εξάπλωση της ερασιτεχνικής ενοικίασης, θα ανακουφίσει ένα κομμάτι των φορολογουμένων, που στενάζουν λόγω της υπερφολόγησης των ακινήτων και μπορούν έτσι να αντιμετωπίσουν τον ΕΝΦΙΑ. Θα προσφέρει στην οικονομία και στα κρατικά έσοδα. Και κυρίως δεν θα βγάλει τη χώρα μας από τον παγκόσμιο χάρτη της νέας τάσης πραγμάτων. Άλλωστε, το συμφέρον των πολλών είναι υπέρτερο αυτού ενός επαγγελματικού κλάδου.

Η εποχή μας αλλάζει, προς το συμφέρον του καταναλωτή. Κάποτε οι κακές υπηρεσίες έμεναν ατιμώρητες. Τώρα, κάτω από κάθε τουριστική και μη καταχώρηση στο ίντερνετ υπάρχουν σχόλια, που αποτρέπουν και διορθώνουν. Μέρος αυτού του νέου κόσμου είναι και η διαμοιρασμένη οικονομία.

Η αντίσταση στο μέλλον δεν οδηγεί πουθενά και κάνει ζημιά σε όλους. Αλλιώς, θα πρέπει να αισθανθούμε ευτυχείς που επί δεκαετίες πληρώναμε τους λεμβούχους κάποιων νησιών που έχασαν τη δουλειά τους, επειδή φτιάχτηκε η προβλήτα, για να πιάσει το πλοίο της γραμμής…










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Οι φωτό είναι από το www.athensvoice.gr & www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "Desire", του Αμερικανού Leo Sidran.

buzz it!

14.11.16

Μια τρύπα στο νερό...


Επί πέντε μήνες, το success story της κυβέρνησης ήταν η τακτοποίηση της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και η πάταξη της διαπλοκής. Ήταν διάφανο εξ αρχής οτι η στόχευση ήταν η δημιουργία ενός φιλικού τηλεοπτικού τοπίου, με ελάχιστους αντιπολιτευόμενους για “ξεκάρφωμα”.

Η “δημοπρασία του ράντζου”, το φιάσκο Καλογρίτσα, ο “λαγός” Σαββίδης, η απουσία κάθε πρόβλεψης για χρήμα από τον υπόκοσμο, το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας που επέτρεπε μόνο 4 άδειες (που μετά τις “επέτρεπε” η διαφημιστική πίτα), η δημαγωγική σύνδεση μιας μνημονιακής υποχρέωσης με τη δήθεν κοινωνική πολιτική ήταν μερικά μόνον από τα αλλεπάλληλα λάθη.

Η κυβέρνηση, με χαρακτηριστική οίηση, εμπιστεύθηκε όσους την έπεισαν οτι θα περνούσε μια ρύθμιση, που “έμπαζε” από παντού - λίγο να ήξερες από τηλεοπτικά και νομικά (πόσο μάλλον να είχες πολιτικό κριτήριο), το καταλάβαινες. Προσπάθησε απροσχημάτιστα να προσεταιριστεί την ηγεσία των δικαστικών. Κατάφερε να κάνει όλους τους ενδιαφερόμενους εχθρούς, φέρνοντας απέναντι της και τα πιο φιλικά της κανάλια και φυσικά όλους τους εργαζόμενους τους.

Η κυβερνητική προπαγάνδα στηρίχθηκε κυρίως στην αντίληψη οτι το σημαντικό είναι να εισπραχθούν εκατομμύρια, από τους καναλάρχες που δεν πλήρωναν τίποτα για 27 χρόνια. Μόνο που αυτό ήταν το τελευταίο ζητούμενο, σε ένα τοπίο που πραγματικά έχρηζε προδιαγραφών λειτουργίας και ποιότητας. Η κυβέρνηση απευθύνθηκε στο θυμικό των ψηφοφόρων, με το επιχείρημα “τους κλείσαμε μέσα τρία μερόνυχτα και τα έσκασαν”. Μόνο που και αυτό το αφήγημα έδειξε να μην αντέχει πολύ.

Όταν άρχισαν τα αμίμητα “το δικαστήριο πρέπει να ακούει τον παλμό της κοινωνίας” και διεκόπη η πρώτη συνεδρίαση του ΣτΕ, λόγω του “κλίματος που είχε διαμορφωθεί”, ο έλεγχος είχε ήδη χαθεί. Η αήθης επίθεση κατά δικαστικού για τα προσωπικά του ήταν το κομβικό παρακρατικό σφάλμα, που συσπείρωσε την οργή των δικαστών εναντίον της προσπάθειας παρέμβασης. Έτσι ήρθε μια αυτονόητα σκληρή απόφαση του ΣτΕ, που απέρριψε πρωτίστως την μεταφορά των αρμοδιοτήτων από το ΕΣΡ στον υπουργό.

Κι εκεί ήρθαν τα ανήκουστα για ευρωπαϊκή δημοκρατία, μεταξύ άλλων και με μια δημαγωγική επίθεση της κυβερνητικής εκπροσώπου, στα όρια της χυδαιότητας. “Οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι δεσμευτικές, αλλά όχι σεβαστές”, λες και “σεβαστές” στην ελληνική γλώσσα σημαίνει να τις εκτιμάς προσωπικά. “Η απόφαση του ΣτΕ μας γυρνάει πίσω στην ανομία”, λες και το δικαστήριο έχει ως αποστολή να αποδεχτεί ένα νομοθέτημα, επειδή πιθανώς η προηγούμενη κατάσταση ήταν χειρότερη. Αφήστε που το ενδιαφέρον για την “ανομία” (που σε άλλες περιπτώσεις είναι φιλική ή αδιάφορη) φαντάζει άκρως υποκριτικό.

Κανείς νοήμων και δημοκράτης πολίτης δεν είπε να μην ρυθμιστεί με νόμο το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Αλλά όχι με αυτόν τον παιδαριώδη, αυταρχικό, υστερόβουλο και αντισυνταγματικό τρόπο. Όσο για την προσπάθεια να ταυτιστεί κάθε αντίρρηση προς τους χειρισμούς της κυβέρνησης με τη ΝΔ και τη “διαπλοκή των καναλαρχών”, είναι ενδεικτική της περιφρόνησης προς τον δημόσιο διάλογο και του παλαιοκομματικού τρόπου με τον οποίον πολιτεύεται και αυτή η κυβέρνηση. Οι απαντήσεις της εξουσίας πρέπει να δίνονται πρωτίστως προς τους αδέσμευτους και σκεπτόμενους πολίτες - κι όχι να κρύβεται η αντιπαράθεση πίσω από την αντιπαλότητα των κομμάτων.

Κι έτσι η κυβέρνηση που ήταν “κάθε λέξη του συντάγματος” βρέθηκε βαρύτατα εκτεθειμένη και ανεπαρκής. Ο Πρωθυπουργός, που είχε αποφανθεί στη ΔΕΘ οτι “δεν γίνονται αυτά τα πράγματα”, βγήκε τραυματισμένος άλλη μια φορά στο πεδίο της συνέπειας και της σοβαρότητας. Και η άγνοια για τη διάκριση των εξουσιών και τη λειτουργία της δημοκρατίας εκφράστηκε πανηγυρικά και με περισσό θράσος. Η πρόβλεψη του Συντάγματος, για στελέχωση του ΕΣΡ από τα 4/5 της Βουλής, υποδηλώνει την υποχρέωση να εξευρεθεί συναινετική λύση σε σημαντικά ζητήματα - κι όχι να επιβληθεί η κυβερνητική άποψη, πχ για 4 κανάλια. Ακόμα και αυτό όμως δύσκολα γίνεται κατανοητό.

Με την απόφαση του ΣτΕ, η κυβέρνηση δέχτηκε ένα σοβαρό ράπισμα, που σε επικοινωνιακό επίπεδο ήταν δυνατό και ακαριαίο. Αυτό που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει όμως, ήταν οτι γλύτωσε από τα χειρότερα - και οτι το άλλο “σενάριο”, θα σήμαινε ένα αργό και επίπονο αδιέξοδο, στο οποίο θα την είχαν φέρει οι εμμονές και οι χειρισμοί της.

Εάν ο νόμος Παππά περνούσε από το ΣτΕ, η αυτοπαγίδευση θα ήταν πλήρης: Η κυβέρνηση θα έπρεπε να κλείσει 5-6 κανάλια, με αποτέλεσμα να βρεθεί με 2000 εργαζόμενους, που έχουν ισχυρά ερείσματα, απολυμένους. Θα είχε φτιάξει τη “δική της ΕΡΤ”, που θα ήταν αφόρητα δύσκολο να δικαιολογήσει, στο ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται.

Εάν πάλι τα κανάλια χωρίς άδεια δεν έκλειναν, η διαγωνιστική διαδικασία θα κατέρρεε, εις τα εξ ων συνετέθη. Όσοι είχαν πληρώσει, εως και 75 εκατομμύρια, για να αποκτήσουν μία από τις 4 πολύτιμες άδειες που εξασφάλιζαν λιγότερο ανταγωνισμό σε ένα νέο ολιγοπώλιο, θα επέμεναν με κάθε τρόπο, νομικό και πολιτικό, να πάρουν τα λεφτά τους πίσω.

Είναι απορίας άξιο, ποιό θα ήταν το επιτυχημένο σενάριο, στο μυαλό όσων προπαγάνδισαν αυτή τη ρύθμιση τους ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς, είναι οτι το κυβερνητικό επιτελείο ήλπιζε οτι με ένα μαγικό τρόπο θα έβαζε τους νέους παίκτες στο παιχνίδι κι οτι αυτοί με εξαγορές ή συγχωνεύσεις θα διατηρούσαν τα περισσότερα παλιά κανάλια και τους εργαζόμενους τους εν ζωή, αλλά πιθανώς με άλλο όνομα - και με μια καινούργια “αντι-διαπλεκόμενη” facade. Μόνο που αυτές οι σκέψεις γίνονται αποκλειστικά από ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς λειτουργούν η αγορά και οι επιχειρήσεις.

Η κυβέρνηση συνέχισε να χειρίζεται κουτοπόνηρα και δημαγωγικά το στραπάτσο της. Επέμενε οτι ο υπουργός θα φέρει νέο νόμο για προσωρινές άδειες, κόντρα ακριβώς στην ερμηνεία του ΣτΕ, οτι οι αρμοδιότητες με βάση το Σύνταγμα δεν ανήκουν στον υπουργό, αλλά αποκλειστικά στο ΕΣΡ. Ενδιάμεσα, μια τροπολογία για κλείσιμο των μη αδειούχων, εντός 5 ημερών, είχε αποσυρθεί άρον-άρον, από αυτούς που είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη συναίνεσης.

Ο πανικός έφερε την ακόμα μεγαλύτερη γκάφα. Ο Βύρων Πολύδωρας, ένα στέλεχος που είχε εκδιωχθεί από τη ΝΔ και με άκρως βεβαρυμένο παρελθόν, προβλήθηκε ξαφνικά ως “ο Πρόεδρος του ΕΣΡ που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί η αξιωματική αντιπολίτευση”. Η υποτιθέμενη κίνηση-ματ οδήγησε σε ένα ακόμα φιάσκο.

Πια δεν απέμενε παρά η άτακτη υποχώρηση και η αλλαγή της ατζέντας με έναν ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, που προφανώς δεν άντεχε να έχει απέναντι του και την εκκλησία. Το σχέδιο για κατάληψη εξ εφόδου της τηλεοπτικής ενημέρωσης είχε καταφέρει δονκιχωτικά μια τρύπα στο νερό…










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι από το www.realpolitics.gr & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.junodownload.com

Το post συνοδεύεται από το "Fly Me To The Moon", του Γάλλου Ben L'Oncle Soul.

buzz it!

9.10.16

Χημικά αντί επαγγελματισμού


Η εικόνα των παρατεταγμένων αστυνομικών στη Λεωφόρο Μεσογείων, για την υποδοχή της ξένης αντιπροσωπείας, επί Αντώνη Σαμαρά, ήταν αποκαρδιωτική. Κάθε μέτρο κι ένας αξιωματικός, κάθε μέτρο και μια άλλη στάση του σώματος. Με ή χωρίς πηλίκιο, χωρίς καμία πειθαρχία, αναμένοντας με βαριεστημάρα κάτι που εμφανώς δεν είχαν την ευσυνειδησία ούτε καν να παριστάνουν οτι πιστεύουν.

Η παρουσία είναι απολύτως σημαντική για τον ένστολο. Αν δεν το αντιλαμβάνεται σε μια σύγχρονη δημοκρατία, σημαίνει οτι τα πράγματα έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα. Κι όμως, αυτή την εικόνα του χαβαλέ είναι που εισπράττει ο πολίτης: Μπορεί να δει έναν φρουρό με φραπέ ή τσιγάρο στο χέρι, να μιλάει ή να γράφει στο κινητό, να βαρυγκομάει να εξυπηρετήσει, να πειράζει τα κορίτσια. Πολλοί αστυνομικοί δεν ξέρουν να απευθυνθούν στον πολίτη, δεν ξέρουν να ντυθούν και να μιλήσουν στα δικαστήρια, δεν ξέρουν να κινηθούν με ευπρέπεια, σεβασμό και αυτοπεποίθηση.

Αυτό που είναι ασυγχώρητο όμως, πέρα από τη φυγοπονία, είναι η κουτοπόνηρη αντίληψη της αποφυγής ευθυνών. Μπορεί να είμαστε και η μόνη χώρα του πολιτισμένου κόσμου, όπου ο αστυνομικός, είτε για να έχει το ακαταλόγιστο είτε για να αποφύγει τα “μπλεξίματα”, αρνείται να φορέσει ή να δηλώσει τα διακριτικά του και συνεπώς και την ταυτότητα του - και αυτό γίνεται αποδεκτό, εδώ και πάρα πολλά χρόνια!

Είναι αυτή η μοναδική εικόνα της αστυνομίας; Φυσικά όχι. Υπάρχουν μονάδες όπου επικρατεί ο επαγγελματισμός, που ως συνήθως επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και όχι σε κάποιου είδους σύστημα. Υπάρχουν ευγενείς και μορφωμένοι νέοι άνθρωποι, που θέλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Υπάρχουν τομείς όπου το αστυνομικό έργο έχει εξαιρετικές επιδόσεις και επιτυχίες. Η ικανότητα όμως πνίγεται πολλές φορές στη συνολική ανεπάρκεια.

Οι λόγοι για την απογοητευτική εντύπωση είναι πολλοί: Η ανεπαρκής εκπαίδευση, η απουσία ευσυνειδησίας, οι συνολικές παθογένειες του δημοσίου και της πολιτικής μας ζωής, η αναξιοκρατία και ο κομματισμός, η δημοσιοϋπαλληλική κατρακύλα στην αντίληψη της πειθαρχίας και της σημασίας της αποστολής. Η αστυνομική βία και η διαφθορά δεν είναι φυσικά ελληνικά φαινόμενα. Ωστόσο, η ανατολίτικη κουτοπονηριά της “ζαρντινιέρας” δύσκολα γίνεται αποδεκτή σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Και τα όσα πέρασε η χώρα, από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και μετά, δείχνουν οτι μένουμε απελπιστικά πίσω.

Τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, τα φαινόμενα εντάθηκαν, με χειρότερο την εξάπλωση του ακροδεξιού θράσους και της φασιστικής νοοτροπίας. Η ανοιχτή υποστήριξη της Χρυσής Αυγής από μεγάλη μερίδα αστυνομικών αποτελεί όνειδος για μια σύγχρονη πολιτεία. Όταν φτάνουν, σύμφωνα με καταγγελίες, αστυνομικοί δόκιμοι να δηλώνουν ανοιχτά φασίστες που δεν υποχρεούνται να τηρούν τους νόμους, ενώ έχουν ταχθεί ακριβώς στην αποστολή της προάσπισης της νομιμότητας και της δημοκρατίας, το πράγμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όταν η ηγεσία της αστυνομίας δίνει στη δημοσιότητα, πειραγμένες με photoshop, φωτογραφίες ξυλοδαρμένων κατηγορουμένων (δεν έχει σημασία για ποιό έγκλημα) και υποστηρίζει σοβαρά οτι πρόκειται για το αποτέλεσμα συμπλοκής, τότε έχει χαθεί κάθε αίσθηση σύγχρονης δημοκρατικής λειτουργίας.

Το δυσκολότερο κομμάτι να ελεγχθεί είναι συνήθως οι μονάδες καταστολής. Εκεί, μέσα στη δίνη των διαδηλώσεων και των ταραχών, η αυθαιρεσία και η θρασυδειλία γιγαντώνονται. Πολλές φορές, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, μονάδες της λεγόμενης “αποκατάστασης της τάξης” έδιναν την εντύπωση οτι δρουν σαν συμμορίες μπράβων. Φορώντας πάντοτε την ελληνική σημαία φυσικά, λες και υπάρχει και άλλη αστυνομία στον ελλαδικό χώρο, μήπως και τους μπερδέψουμε…

Η ανεπάρκεια της αστυνομίας λάμπει πολλές φορές και στα πιο απλά: Ο τρoχονόμος μπορεί πολύ συχνά να επιδεινώνει, αντί να διευκολύνει την κίνηση. Η αστυνομικές διευθύνσεις κλείνουν ακόμα και κεντρικούς δρόμους, με παράταξη αστυνομικών λεωφορείων, “για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο”. Το οτι η Ηρώδου Αττικού είναι μονίμως κλειστή είναι ομολογία Κλουζώ για ένα σύγχρονο κράτος.

Οι εικόνες ψεκασμού των συνταξιούχων, ούτε πρωτόγνωρες είναι, ούτε αποκαλυπτικές. Τα χημικά είναι ο εύκολος τρόπος του ανεκπαίδευτου να αποφύγει τη σύγκρουση. Είναι η (αυτο)προστασία της αστυνομικής βίας και προχειρότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ “λούζεται” τώρα αυτά που κατήγγειλε λαϊκίστικα επί χρόνια, βαυκαλιζόμενος οτι η υπόθεση “δημοκρατική και επαγγελματική αστυνομία” είναι απλώς θέμα εντολής του εκάστοτε υπουργού.

Η βία όμως και ο αυταρχισμός, όταν καλλιεργούνται επί δεκαετίες, δεν ελέγχονται με εντολές. Η κυβέρνηση θερίζει ό,τι έσπειρε, ξεχνώντας φυσικά και εδώ το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που με τόση λύσσα πολέμησε. Όταν λιντσάρονταν πολιτικά πρόσωπα, ήταν καλά για την εξυπηρέτηση της “αντιμνημονιακής φούσκας”. Τώρα ενοχλούν οι φρουροί προστασίας δημοσίων προσώπων.

Η αστυνομία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα, δεν μπορεί να κινείται στο παραπλανητικό δίπολο “να τους κοιτάμε ή να τους δέρνουμε”. Οι δυνάμεις ασφαλείας οφείλουν να είναι σύγχρονες, εκπαιδευμένες, με υψηλό επαγγελματισμό, απαλλαγμένες κατά το δυνατόν από τη γραφειοκρατία. Να προλαβαίνουν, να σχεδιάζουν και να δρουν οργανωμένα. Να έχουν όλα τα μέσα στη διάθεση τους - κι όχι να τους λείπει το προσωπικό, τα καύσιμα και το χαρτί υγείας. Χωρίς “put the cot down” αξιωματικούς. Κάτι που απαιτεί πάρα πολλή και συστηματική δουλειά και που θυμίζει οτι ο σοβαρότερος πατριωτισμός είναι όχι ο εθνικισμός, αλλά ο εκσυγχρονισμός και η ισχυρή οικονομία.

Όχι για χάρη “του νόμου και της τάξης”, ούτε για χάρη “του λαού, που δεν πρέπει να τον χτυπάμε”. Αλλά για χάρη της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αυθαιρεσίας, για χάρη της τήρησης των κοινών κανόνων και της εύρυθμης λειτουργίας της οργανωμένης κοινωνίας. Για χάρη της πεμπτουσίας της δημοκρατίας, δηλαδή.











Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι του Screenhunter (6/12/14), τα σκίτσα του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "I Feel Love", του Γάλλου Hector Zazou.

buzz it!

21.9.16

Όχι στις ίσες αποστάσεις...


Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη συζήτηση έχει ανοίξει μεταξύ άλλων ο νομπελίστας Paul Krugman, με αφορμή την υποψηφιότητα του λαϊκιστή, ρατσιστή και ξενόφοβου Donald Trump. Ο κατά τεκμήριο προοδευτικός οικονομολόγος επισημαίνει οτι είναι ανεύθυνη η δημοσιογραφία που κρατάει “ίσες αποστάσεις” (αυτό που αποκαλεί “bothsidesism”) από τις δύο πλευρές που αντιμάχονται σε ένα πεδίο, ανεξαρτήτως της ποιότητας, της αλήθειας ή της εντιμότητας των απόψεων τους. Και εξηγείται: Προκειμένου να μεταχειριστεί “ισότιμα” τα δύο στρατόπεδα των αμερικανικών εκλογών, ο Τύπος πολλές φορές αφιερώνει ίσο χρόνο ή χώρο στην παρουσίαση αρνητικών χαρακτηριστικών. Μόνο που έτσι, πολλές φορές, ειδικά το τελευταίο διάστημα, τα πταίσματα εξισώνονται με τα κακουργήματα.

Είτε πρόκειται για την Αμερική του Trump, τη Βρετανία του Brexit ή την Ελλάδα των μνημονίων, αυτό που παρατηρεί κανείς τα τελευταία χρόνια είναι η εξάπλωση του λαϊκίστικου λόγου, αυτού που χαϊδεύει αυτιά, αραδιάζει ασύστολα ψεύδη και υπόσχεται αφειδώς “αυταπάτες”, με πύρινους λόγους ενάντια στο “σύστημα”. Και το πρώτο πράγμα που επιχειρεί αυτός ο λαϊκίστικος λόγος είναι να επιβληθεί ως ισότιμος με όποια προηγούμενη ανάλυση, αποδομώντας την ως “συστημική”. Το μαύρο γίνεται με ευκολία άσπρο, ώστε να δημιουργηθεί πολλές φορές ένα δήθεν επιχείρημα, απέναντι στην “κατεστημένη σκέψη”. Γι αυτό και η προσπάθεια να λογίζονται ως mainstream και αποδεκτά, τα πλέον ανυπόληπτα μέσα και οι πιο ασήμαντες υπογραφές.

Προφανώς και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες δεν αφήνει κανέναν ευχαριστημένο, εκτός από τους πολύ πλούσιους. Προφανώς και η ευρωπαϊκή πορεία δεν είναι αυτοί που θα ήθελαν οι περισσότεροι πολίτες της (πρωτίστως γιατί βιάστηκε να ακολουθήσει τη διεύρυνση χωρίς την ομοσπονδιακή εμβάθυνση) - οι “κοιλιές” όμως της ιστορίας είναι κι αυτές μέσα στη ζωή και δεν θα πρέπει να μας αποκαρδιώνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και βεβαίως, στη μεταπολιτευτική πορεία της, η Ελλάδα κλώτσησε την “καρδάρα με το γάλα” της ευρωπαϊκής βοήθειας και αντί να φτιάξει τις υποδομές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, σπατάλησε χρόνο και πόρους, παραμένοντας και στην τροχιά της βαλκανικής υπανάπτυξης. Αλλά η διόρθωση δεν είναι αυτή που προτείνει ο λαϊκισμός.

Έτσι και στη χώρα μας, η μη επαγγελματική μας δημοσιογραφία και ειδικά το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με τα χιλιάδες ελαττώματα τους, έδωσαν την ευκαιρία σε κάθε λογής “εναλλακτική” και “αντικαθεστωτική” δημοσιογραφία να ανθίσει, διεκδικώντας μια ισότιμη θέση στο δημόσιο χώρο. Μόνο που ως συνήθως συμβαίνει με τον λαϊκισμό ή την “επανάσταση εξ επαγγέλματος”, το επίπεδο, η συνέπεια και η εντιμότητα ήταν πολλές φορές χειρότερα. Μαζί με τους ανεγκέφαλους φανατικούς στα social media και τα διάφορα (πληρωμένα ή μη) troll, δημιούργησαν ένα νέο εφιαλτικό τοπίο, που τροφοδότησε την αντιμνημονιακή φούσκα. Όλες οι αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος πακεταρίστηκαν στον απαξιωτικό όρο “φιλελέ” και θεωρήθηκαν εχθρικές, στο νέο αυτό διχασμό που καλλιεργήθηκε.

Ακόμα κι όταν η λαϊκίστικη ρητορεία συγκρούστηκε ευθέως με τον ορθό λόγο ή την πραγματικότητα και συνετρίβη, συνέχισε να επιμένει, διεκδικώντας την ισότιμη αντιμετώπιση από τους νοήμονες πολίτες. Για ιστορικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, στην Ελλάδα, όσο πιο αιθεροβάμων είναι μια αντίληψη, τόσο πιο “έντιμη” θεωρείται. Μόνο που οι αμετανόητοι απατεώνες της πολιτικής μας ζωής είναι πρωτίστως όσοι, για να διατηρήσουν το “μαγαζάκι” τους, υπόσχονται ανεφάρμοστους παραδείσους. Στη χώρα της ανέξοδης μαγκιάς, υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να διαβεβαιώνουν για τη διατήρηση του βιοτικού μας επιπέδου στο υπάρχον παγκόσμιο οικονομικό σύστημα “χωρίς μνημόνια και ευρώ” ή υπόσχονται δισεκατομμύρια από Κινέζους, Ρώσους και αποζημιώσεις, που δήθεν θα απαιτήσουμε, ακόμα και για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της διεκδίκησης ισότιμης θέσης στο δημόσιο διάλογο, όσο παράλογη κι αν ήταν η άποψη, είναι η περίπτωση του “Όχι” στο περσινό δημοψήφισμα. Μετά από την παρελκυστική καθυστέρηση μηνών, με το υπάρχον τότε πρόγραμμα βοήθειας να τελειώνει, η κατάληξη ήταν το (γνωστό και προβλεπόμενο) κλείσιμο της στρόφιγγας και η ανήκεστος βλάβη στην ελληνική οικονομία. Το δημοψήφισμα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα, ήταν το κερασάκι σε μια απόπειρα πολιτικής χειραγώγησης, που δεν είχε τίποτα το δημοκρατικό και ξέφευγε πέρα από κάθε οικονομική και πολιτική λογική, για όποιον γνώριζε στοιχειωδώς πώς λειτουργεί ο πλανήτης.

Προφανώς και τα ελληνικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα ήταν υποχρεωμένα να παρουσιάσουν και τις δύο απόψεις. Και προφανώς και έπρεπε να ελεγχθούν αρμοδίως (από το ΕΣΡ - κι όχι οι δημοσιογράφοι από την ΕΣΗΕΑ, που παρατηρούσε μέχρι τότε αδιάφορη δεκαετίες κιτρινισμού) για όποιους παραπλανητικούς ισχυρισμούς ή αλλοιώσεις της αλήθειας επιχείρησαν. Αλλά δυστυχώς, η υπόθεση πήγε στο άλλο άκρο. Δημοσιογράφοι κατηγορήθηκαν για “μονομέρεια”, σε μια προδήλως μονομερή παραπομπή, αφού δεν επιχειρήθηκε ούτε κατά διάνοια να ελεγχθούν όσοι προπαγάνδιζαν ανερυθρίαστα, από την άλλη πλευρά, την απάτη και τη χειραγώγηση.

Διότι η πλευρά του “Όχι” υποστήριζε ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει ποτέ, καθώς ήταν οι ολιγωρίες και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης που το προκάλεσαν. Επιπλέον, επρόκειτο περί ενός παραπλανητικού ερωτήματος, για ένα κείμενο που είχε ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι. Και κυρίως, υποστηριζόταν με θέρμη οτι με το “Όχι” η διαπραγματευτική μας ισχύς θα δυνάμωνε, ότι οι τράπεζες δεν θα έκλειναν, ενώ θα ήταν και δυνατό να διατηρήσουμε το ευρώ και το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο, χωρίς δυνατότητα δανεισμού και χωρίς πρόγραμμα βοήθειας από την τρόϊκα. Ήταν ακριβώς στην ίδια γραμμή, με τα παλαιότερα “θα παίζουμε νταούλια για να χορέψουν οι αγορές”, “θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα άρθρο”, “δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να μην αποδεχθούν την πρόταση μας”. Ο νέος εχθρός μάλιστα ονομάστηκε ”μενουμευρωπαίοι".

Όλα αυτά κατέρευσαν με την απροσχημάτιστη τούμπα της κυβέρνησης, όταν σε δύο μόλις μέρες το “Όχι” έγινε ένα μεγαλοπρεπές “Ναι”, με τη σύναψη ενός νέου μνημονίου, μπροστά στο ενδεχόμενο της αβύσσου (κάτι ανάλογο έγινε με την παραίτηση των ηγετών του Brexit ένα χρόνο μετά). Ακόμα και τότε όμως, η αντιμνημονιακή ρητορική επέμενε οτι η δημοσιογραφία έπρεπε να αντιμετωπίζει ισότιμα τις δύο απόψεις. Να τις παρουσιάσει, ναι. Να τις εξισώσει ως σοβαρές, έντιμες και ειλικρινείς και τις δύο, όχι.


Δεν έπρεπε η δημοσιογραφία να αξιολογήσει; Δεν έπρεπε να υπηρετήσει πάνω από όλα (και από την “αντικειμενικότητα”) την αλήθεια; Δεν έπρεπε να προειδοποιήσει για το άλμα στο κενό, την κοροϊδία και κυρίως την καταστροφή; Δεν έπρεπε να πάρει θέση και να επικρίνει την πλευρά που θεωρούσε παρελκυστική; Και, ανεξαρτήτως των συμφερόντων που είχαν οι ιδιοκτήτες των καναλιών, ποιός έκανε περισσότερη προπαγάνδα, διαστρέφοντας την πραγματικότητα;

Και για όσους επιμένουν στην μετρημένη με ακρίβεια ισομέρεια σε κάθε πολιτική διαμάχη ή δημοψήφισμα, ας το εξετάσουμε και από την (πραγματικά) προοδευτική οπτική: Πώς αντιμετωπίζουμε δημοσιογραφικά το δράμα των Παλαιστινίων, σε σχέση με τις θέσεις των Ισραηλινών κυβερνήσεων; Ψυχρά και με “ίσες αποστάσεις”; Και γιατί στο τραπέζι του διαλόγου να είναι ισότιμες οι θέσεις όσων επικροτούν την εισβολή στην Κύπρο, έναντι όσων την καταδικάζουν;

Το ίδιο βάρος θα δώσουμε στις απόψεις του Donald Trump, του Nigel Farage, του Boris Johnson και της Marine Le Pen έναντι των αντιπάλων τους - όσο και ανυπόληπτες προσωπικότητες να είναι; Ή μήπως πρέπει η δημοσιογραφία να υποκύπτει στα θηριώδη ποσοστά δημοφιλίας καθεστώτων με ολοκληρωτικές τάσεις, όπως του Πούτιν ή του Ερντογάν; Πώς έπρεπε να αντιμετωπίζει ο γερμανικός και ο διεθνής τύπος την άνοδο του ναζισμού και πώς την επάνοδο του; Και τι θα γίνει αν μεθαύριο, σε ένα πιο καταστροφικό δημοψήφισμα, η μία απόψη εκφράζει το δημοκρατικό τόξο και η άλλη τους χρυσαυγίτες; Κι εκεί “ίση μεταχείριση”;

Η εμπειρία του περσινού καλοκαιριού εξηγεί εν πολλοίς και τις εξελίξεις στο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, τις προσπάθειες χειραγώγησης και την ιδεοληπτική αντίληψη περί κατεστημένων απόψεων και μέσων. H κυβέρνηση ήθελε να σπάσει αυτό που βλέπει ως “εχθρικό καρτέλ της ενημέρωσης”, ανεξαρτήτως του αν εκείνο το βράδυ επιθυμούσε το “Ναι” ή όχι, όπως λένε κάποιες αναλύσεις. Η επιταγή του Συντάγματος χρησιμοποιείται υποκριτικά για να υποκρύψει πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και για το “ξέπλυμα” προσωπικοτήτων, αριστερά και δεξιά στο πολιτικό φάσμα, που θα έπρεπε να είναι στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Χρήσιμο όμως είναι να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, θυμίζοντας τα αυτονόητα:

Καθεστωτική είναι μια αντίληψη, όταν συντάσσεται με την (εκτελεστική κυρίως) εξουσία, όχι όταν είναι απέναντι της. Κύριος ρόλος των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι να ελέγχουν και να επικρίνουν την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή να είναι κατ’ αρχήν καχύποπτοι και αντιπολιτευόμενοι. Κάθε δημοσιογράφος έχει δικαίωμα στην άποψη του και μόνον στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ή του δελτίου ειδήσεων είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζει τις αντίθετες απόψεις, όχι απαραίτητα με το ίδιο βάρος. Σε κανένα ενημερωτικό προϊόν, είτε πρόκειται για ιδιωτικό έντυπο είτε για δημόσια συχνότητα, ο δημοσιογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να είναι “ισοβαρής” απέναντι στις αντικρουόμενες απόψεις - υπάρχουν δεκάδες άρθρα και εκπομπές και κάθε μέσο μπορεί να φτιάχνει τις ισορροπίες του.

Τελευταίο και κυριότερο, “αντικειμενικότητα” στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει, με απόλυτους όρους. Ακόμα και το τι είναι είδηση, εξαρτάται από το σύστημα αξιών του καθενός. Η δημοσιογραφία είναι μεταφορά του γεγονότος και της αλήθειας, αλλά και παραλλήλως είναι ερμηνεία της πληροφορίας, άρα άποψη. Το πόσο ψύχραιμο και αμερόληπτο είναι ένα μέσο, μια εκπομπή, ένα άρθρο ή ένας δημοσιογράφος το κρίνει πρωτίστως το κοινό - και δευτερευόντως, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης δεοντολογίας, το συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο έχει επιλέξει να συμμετάσχει. Σε καμμία περίπτωση όμως η εκτελεστική εξουσία.










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι εξώφυλλο του Economist & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.redmp3.su

Το post συνοδεύεται από το "This Love Is Here To Stay", του Νορβηγού Thomas Dybdahl.

buzz it!

6.9.16

Η δημοπρασία του ράντζου

Αρχές δεκαετίας του ’90, δύο μέτοχοι τηλεοπτικού καναλιού, που δεν ζουν πια, παρακολουθούν στο σπίτι του πρώτου, την εκπομπή ενός από τα πουλέν τους: Πρόκειται για την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη, όπως διαφημίζεται, του πατριάρχη του σκυλάδικου τραγουδιού στη χώρα. Ο νεαρός τότε δημοσιογράφος, που στην ίδια καρέκλα βάζει υπουργούς και αρχηγούς κομμάτων, αντιμετωπίζει τον καλεσμένο του με ανυπόκριτο δέος και θαυμασμό, ωσάν να επρόκειτο για τον Ουμπέρτο Έκο και τη Μαρία Κάλλας μαζί. Οι δύο ιδιοκτήτες αναφωνούν: “Έχουμε τον καλύτερο”. Στις αντιρρήσεις της ομήγυρης, απαντούν το γνωστό “μα αυτά θέλει ο κόσμος”. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι και η δική τους αισθητική, στα δικά του μπουζούκια πάνε, όταν θέλουν να διασκεδάσουν…

Κάπως έτσι χτίστηκε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στη χώρα. Χωρίς προδιαγραφές, χωρίς επαγγελματισμό, χωρίς καλλιέργεια, χωρίς ποιότητα - κι όταν λέμε ποιότητα, δεν εννοούμε εκπομπές για το ναρκισσισμό ή την μιζέρια μιας ισχνής μειοψηφίας. Κι όμως, τα πρώτα χρόνια, η ιδιωτική τηλεόραση όχι μόνον άνοιξε τους ορίζοντες της ενημέρωσης κόντρα στο κρατικό μονοπώλιο, αλλά κατάφερε και να είναι αξιοπρεπής: Τόσο τα (ημίωρα αρχικά) δελτία ειδήσεων, όσο και πολλές ελληνικές και ξένες εκπομπές και σειρές πέτυχαν, για μια δεκαετία περίπου, τη χρυσή τομή μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού. Άλλωστε, το μέσο δεν προσφέρεται για περισσότερο βάθος.

Μετά είναι που χάθηκε η μπάλα. Lifestyle και “καφενειακά” δελτία ειδήσεων, σωρεία σαχλών σειρών, ατάλαντη σάτιρα, αφόρητα ρηχά reality & talent show, εξίσου καθυστερημένα πρωινάδικα και κουτσομπολίστικες εκπομπές, που ζούσαν από τα πλάνα των άλλων, σαν φτηνιάρικα βαμπίρ. Και μέσα σε όλα αυτά σπατάλες, σκάνδαλα, έλλειψη δεοντολογίας, άγνοια του μέσου. Μόνο μερικές ενημερωτικές εκπομπές ή ξένες σειρές και ταινίες, σε έκαναν να αισθάνεσαι ασφαλής.

Το τηλεοπτικό τοπίο στην Ελλάδα συνεχώς έρεπε προς την κυριολεκτική και μεταφορική φτήνεια. Με ευθύνη και του κοινού, διαμόρφωνε και διαμορφωνόταν - τα “σαραντάρια” της θεαματικότητας δεν πήγαιναν ποτέ βεβαίως στα ποιοτικά προγράμματα. Το νοήμον κοινό εγκατέλειπε την τηλεόραση, οι νεότεροι στράφηκαν μαζικά προς το ίντερνετ, η κρίση ήρθε να συρρικνώσει τη διαφημιστική πίτα στο 25% των παλιών ένδοξων ημερών. Τα τελεμάρκετινγκ ήταν πια εδώ, ακόμα και στις πιο ακριβές διαφημιστικές ζώνες.

Και η πιο απροκάλυπτη αποστασιοποίηση από τον επαγγελματισμό: αφόρητη προσπάθεια χειραγώγησης, καρτέλ στον κιτρινισμό, επιδίωξη του καυγά αντί της ουσιαστικής συζήτησης, απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας, άθλια ελληνικά, λαϊκισμός και κολακεία του “κοσμάκη”. Ολόκληρη σχολή παρουσίασης με γουρλωμένα μάτια και τρομολαγνικά κλισέ. Εκφωνήσεις και stand-up με οσκαρικές αναζητήσεις τετάρτης κατηγορίας. Ρεπορτάζ για την κοινωνική δράση του μεγαλομετόχου, που είναι “τόοοοσο φιλάνθρωπος”. Και άδειες που άλλαζαν χέρια, σε ένα κλειστό γαϊτανάκι μιας φούσκας εκατομμυρίων ευρώ.

“Το επίπεδο του πολιτικού βίου μιας χώρας διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό λόγο”, μου είπε κάποτε, προσκεκλημένος σε εκπομπή, καθηγητής πολιτικών επιστημών σε μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Αμφιβάλλει κανείς οτι η ιδιωτική τηλεόραση έχει συμβάλει, σε μέγιστο βαθμό, στην ανάδειξη ενός πολιτικού προσωπικού και μιας ατζέντας, που μας απογοητεύει καθημερινά;

Όλοι έτσι ήταν λοιπόν στα ελληνικά ΜΜΕ; Όχι, υπήρχαν αρκετές εξαιρέσεις. Νησίδες επαγγελματιών που δούλευαν αθόρυβα, καλοφτιαγμένα δελτία ειδήσεων, εκπομπές ντοκιμαντέρ και έρευνας που ήταν αριστουργήματα, συναρπαστικές στιγμές συζητήσεων και μεταδόσεων: Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που θέλει πολλά λεφτά για να ζήσει, αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα. Ήθελε πράγματι θεσμική τακτοποίηση. Αλλά οι εγκληματικές αμέλειες των προηγούμενων δεν δικαιολογούν να πηγαίνεις στο χειρότερο, επιχειρώντας να κερδίσεις από τον συμψηφισμό.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς, οτι το πρώτο πράγμα που θα ενδιέφερε μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται αριστερές αξίες, θα ήταν να εξυγιάνει το τηλεοπτικό τοπίο, προσπαθώντας να διασφαλίσει την ποιότητα και τον επαγγελματισμό (μαζί με τις θέσεις εργασίας), σε δύσκολους καιρούς - κλείνοντας βεβαίως την πόρτα στον υπόκοσμο. Και φυσικά να ενισχύσει την πολυφωνία, εξισορροπώντας το τηλεοπτικό τοπίο, με ακόμα περισσότερες αντιλήψεις και οπτικές.

Αντιθέτως, μάλλον ήθελε αποκλειστικά να φιμώσει και να παραμυθιάσει. Στην αρχή, οτι ένα αμφιβόλου κύρους Ινστιτούτο της Φλωρεντίας απεφάνθη (μετά από στοιχεία που άντλησε από την ίδια την κυβέρνηση!) υπέρ της ύπαρξης μόνο 4 πανελλαδικής εμβέλειας καναλιών, όταν η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που χωράει αναρίθμητες επιλογές.

Στη συνέχεια, οτι κίνητρο της ήταν η προσαρμογή στη συρρίκνωση της διαφημιστικής πίτας, λες και σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δικαιούται η κυβέρνηση να υποκαθιστά τις λειτουργίες (μιας υγιούς, χωρίς θαλασσοδάνεια) αγοράς. Ταυτοχρόνως δε, προσπάθησε να πείσει οτι είναι δυνατόν να είναι ειλικρινής η εκτελεστική εξουσία που επιθυμεί να διανείμει η ίδια τις άδειες, χωρίς τη συνταγματική υποχρέωση να παρεμβάλλεται ανεξάρτητη αρχή. Η προσπάθεια ανατροπής και χειραγώγησης ενός αντιπολιτευτικού τηλεοπτικού τοπίου ήταν προφανής: Ας προλάβουμε να αλλάξουμε προσωρινά τα πράγματα και μετά βλέπουμε…

Αντί λοιπόν να αναθέσει στο ΕΣΡ να ετοιμάσει προδιαγραφές προγράμματος και ποιότητας, εύλογο τίμημα για κάθε άδεια και διαδικασία με εκ των προτέρων γνωστό τον πλήρη χάρτη των υπό προκήρυξη πανελλαδικών, θεματικών και περιφερειακών αδειών, άρχισαν τα “βλέποντας και κάνοντας” και οι παλινωδίες με την 5η άδεια και τις θεματικές. Το παιχνίδι δεν ήταν καθαρό και άλλη ήταν η στόχευση. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση του ΕΣΡ, κατόπιν εορτής.

Έτσι φτάσαμε σε μια τραγελαφική και εκβιαστική ριάλιτι διαδικασία, που μόνο στόχο είχε να ταπεινώσει τους συμμετέχοντες και να ταίσει σανό το πρόθυμο ακροατήριο. Με πλήρη αδιαφάνεια επί 4 ημέρες, η “δημοπρασία του ράντζου” ήταν φτιαγμένη για καζίνο σε κάποια μπανανία - πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο δεν έχει ξαναγίνει. Και μόνο το “καψώνι” να αφήσεις μερικές δεκάδες εκπροσώπους επιχειρήσεων και μέλη επιτροπής άπλυτους τόσα 24ωρα, δείχνει την απόσταση της σκέψης αυτής της κυβέρνησης από το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Είχε προηγηθεί η ανερυθρίαστη δήλωση του αρμόδιου υπουργού οτι “το μόνο που χωρίζει τους επιχειρηματίες από την απόκτηση άδειας είναι το πορτοφόλι τους”. Λες και το κράτος εκποιούσε τίποτα παλιοσίδερα από τις αποθήκες του, σε καλή τιμή. Χωρίς καμία ποιοτική προδιαγραφή, χωρίς να ενδιαφέρει αν έτσι θα είναι πιο εύκολο να αποκτηθεί η άδεια από κάποιον που θέλει να ξεπλύνει μαύρο χρήμα, όπως ένας έμπορος ναρκωτικών. Τα “βοθροκάναλα”, κατά την υποκριτική ρήση του άλλου, απολωλότος υπουργού, είναι εντάξει, εφόσον είναι δικά μας…

Ο σκοπός της προκήρυξης ραδιοτηλεοπτικών αδειών δεν είναι η συγκέντρωση χρημάτων, αλλά η τακτοποίηση του τοπίου, με βάση αρχές και κανόνες, προς όφελος του δημοσίου διαλόγου και της ψυχαγωγικής (με την πλήρη έννοια της λέξης) αποστολής των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Αν η κυβέρνηση ήταν ειλικρινής, θα είχε επιδιώξει τη συναίνεση, θα είχε προκηρύξει άδειες μέσω ΕΣΡ με σταθερό ή μεταβλητό τίμημα (και όχι βέβαια 3 εκατομμύρια που υπαινίχθηκε ως εναλλακτική ο κύριος Τσίπρας στο Κιάτο) και θα είχε ανοίξει προς όλους το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, μειώνοντας της επιρροή της “διαπλοκής” και κερδίζοντας περισσότερα χρήματα, για τα ταμεία του κράτους.

Τώρα διαφημίζει πανηγυρίζοντας, ως άλλος Ρομπέν, οτι θα διανείμει στις ευπαθείς ομάδες λεφτά που θα λάβει τμηματικά και που είναι εγγεγραμμένα στο μνημόνιο - αν βεβαίως καταφέρει να τα εισπράξει, μετά τους ελέγχους “πόθεν έσχες” και αφού παρέσυρε τους συμμετέχοντες σε πονταρίσματα τόσο υψηλά, που είναι αμφίβολο αν θα επιτρέψουν τη βιωσιμότητα κάποιων καναλιών. Και βεβαίως, με κίνδυνο η άκρως αμφιλεγόμενη αυτή διαδικασία να ανατραπεί από το ΣτΕ, τα ευρωπαϊκά όργανα ή την επόμενη κυβέρνηση. Και τότε, τι θα πει η πολιτεία σε κάποιον που εκταμίευσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ;

Και ποιός θα πληρώσει το “μάρμαρο”; Προφανώς οι εκατοντάδες εργαζόμενοι, που όσες συγχωνεύσεις και αν γίνουν, θα μείνουν στο δρόμο ή θα δουλεύουν με πολύ λιγότερα, εις βάρος της αξίας και της αξιολόγησης των καλύτερων (κόντρα σε όσα ισχυρίζεται σε non paper το Μαξίμου, τα κανάλια που δεν πήραν άδεια, δεν μπορούν να αντέξουν διαφημιστικά χωρίς τη συμμετοχή στο μπουκέτο της Digea, με τόσους δημοσιογράφους και τεχνικούς). Και φυσικά οι τηλεθεατές και το επίπεδο της αισθητικής και του πολιτικού λόγου στη χώρα, γιατί το μέσο θα γίνει ακόμα πιο φτηνό.

“Καλά κάνανε και τα σκάσανε οι διαπλεκόμενοι” ακούγεται συχνά, στη καθημερινή καφενειακή ανάλυση γύρω μας. Ποιοί ακριβώς; Η κυβέρνηση δεν πήρε φράγκο από τα συγκροτήματα των κυρίων Μπόμπολα, Ψυχάρη και Βαρδινογιάννη, που κατηγορούσε τόσα χρόνια. Κανένα από τα υπάρχοντα κανάλια που εξασφάλισε άδεια δεν είναι ιδιοκτησίας προμηθευτών του δημοσίου - αντιθέτως, προστέθηκαν νέοι εργολάβοι. “Τουλάχιστον αυτοί προσπάθησαν”, είμαι βέβαιος οτι θα ακούσουμε στο τέλος. Όχι δεν προσπάθησαν, τη δική τους διαπλοκή ήθελαν να φτιάξουν, εκτρέποντας την προσοχή από τα δύσκολα, με ένα λαϊκίστικο αφήγημα.

Μόνο που τα κανάλια δεν τα κλείνεις, τα ωθείς σε εκσυγχρονισμό και σε λειτουργία με κανόνες. Μόνον ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι μιμητές τους επιχειρούν να κλείσουν ή να περιορίσουν αντίπαλα ή ενοχλητικά ΜΜΕ. Το αν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την κυβέρνηση Σαμαρά που έκλεισε με επαρχιακό αυταρχισμό της δεκαετίας του ’50 την ΕΡΤ και ρίξουν (με λίγο πιο κουτοπόνηρο τρόπο) “μαύρο” σε 3-4 τηλεοπτικούς σταθμούς, θα το δείξει το άμεσο μέλλον. Υπάρχουν ακόμα πολλά επεισόδια στο κακοστημένο αυτό σίριαλ…












Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το σκίτσο είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη από την www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο από το www.genius.com

Το post συνοδεύεται από το "Lost On You", της Αμερικανίδας Laura Pergolizzi.

buzz it!

1.9.16

“Δρόμοι ζωής” ενός εκσυγχρονιστή ηγέτη

Το 1996 είχα τσακωθεί με όλους τους πολιτικούς συντάκτες που γνώριζα: Επέμεναν οτι ο Άκης Τσοχατζόπουλος έχει τον μηχανισμό και τα “κουκιά” ώστε να εκλεγεί. Εγώ επέμενα οτι η κοινωνία και το κόμμα θα πίεζαν, ώστε να επιβληθεί η δουλειά και η σοβαρότητα, μετά την παρακμή, που χαρακτήρισε τους τελευταίους μήνες της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Συνάντησα τον Κώστα Σημίτη δύο χρόνια μετά, στην καθιερωμένη δεξίωση στο Μαξίμου για τους εκπροσώπους του τύπου. Από κοντά αυτός ο συνεσταλμένος, αλλά αυστηρός, πολλές φορές, πολιτικός σου έδινε την εντύπωση οτι ζούσε σε έναν δικό του, παράλληλο κόσμο. Λίγους μήνες αργότερα, μου προκάλεσε το μεγαλύτερο καρδιοχτύπι πάνω στη δουλειά: Μετέφραζα απευθείας για την ΕΡΤ, όταν ανέβηκε στο βήμα της πανηγυρικής 50ής Συνόδου του ΝΑΤΟ, στη σκιά των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία - και αντί να εκφωνήσει ένα τυπικό δίλεπτο, όπως όλοι οι ηγέτες, άρχισε να αφηγείται μια παραβολή, από το σκηνικό του εμφυλίου στην Ελλάδα. Για αρκετά δευτερόλεπτα, κανείς δεν καταλάβαινε “πού το πήγαινε”.

Και μάλλον πολλές φορές, πολλοί δεν καταλάβαιναν “πού το πήγαινε”, αυτός ο “επίμονος κηπουρός” της πολιτικής. Όχι γιατί δεν ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Αλλά μάλλον γιατί δεν δεχόταν οτι η πολιτική είναι φανφάρες στο μπαλκόνι και στο στούντιο, παρέκκλιση δηλαδή από δημοκρατικές αρχές, προγράμματα, σχέδια, ουσία, πολιτικές. Ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ με αταλάντευτη αφοσίωση, αλλά ποτέ με ομαδοποιήσεις, ο “καθηγητής που έβαζε βόμβες”, μπορούσε να είναι μειλίχιος και να ακούει τους πάντες, αλλά να μη δέχεται και μύγα στο σπαθί του. Η προγραμματική αντίθεση και η παραίτηση ήταν τα πιο συχνά του όπλα - και δεν ήταν μικροπολιτικοί ελιγμοί. 

Όλα αυτά τα αφηγείται στην πολιτική αυτοβιογραφία του, με τίτλο “Δρόμοι Ζωής”, λίγο πριν κλείσει τα 80 του χρόνια. Οι καταβολές του και τα θραύσματα προσωπικής ζωής που παραθέτει, από τα νιάτα του εως την εκλογή του στην πρωθυπουργία της χώρας και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, το 1996, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του βιβλίου. Γιατί βοηθούν να εξηγηθεί ο χαρακτήρας, η κοσμοθεωρία και η συνεπακόλουθη πράξη. 

Η αφήγηση του είναι γραμμική, απλή, κατανοητή, εξαντλητική μερικές φορές - και σίγουρα αποστασιοποιημένη, χωρίς εμπάθειες. Είναι σαφές οτι ο Κώστας Σημίτης θέλει να γράψει την ιστορία, όπως εκείνος την προσλαμβάνει. Να εξηγήσει, ενδεχομένως σε συνοδοιπόρους του, κάποιες από τις κινήσεις της πολυκύμαντης πολιτικής του διαδρομής. Να περιγράψει στους σημερινούς αναγνώστες πώς ήταν η Ελλάδα και πώς άλλαξε. Να βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας ως κοινωνία. Δεν γράφει μυθιστόρημα, αφήνει παρακαταθήκες. 

Ο Κώστας Σημίτης υπερασπίζεται τις επιλογές του με πάθος, αλλά μοιάζει πολλές φορές και να απολογείται στον ιστορικό του μέλλοντος: Ναι μεν η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 υποκατέστησε ένα τρικοσμικό και εμφυλιακό κράτος της δεξιάς, που χαρακτηρίστηκε από διώξεις και αδικίες, αλλά δεν θέλησε να επιβάλει έναν μηχανισμό αξιοκρατίας, ώστε οι ανισότητες να μην αντικατασταθούν από ισοπεδωτική επικράτηση της μετριότητας. Χαρακτηριστικό είναι ένα από τα πολλά επεισόδια που διηγείται:

[Υπουργός και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου υποστήριζε, εκείνη την εποχή, οτι δεν θα έπρεπε να απαιτείται η γνώση ξένης γλώσσας από τους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους της Διπλωματικής Υπηρεσίας! Η απαίτηση των δύο γλωσσών ευνοούσε, κατά την άποψη του, τα παιδιά των μεγαλοαστών. Θεωρούσε λοιπόν σημαντικότερο ζήτημα την κατάργηση των προσόντων, εν ονόματι της ισότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, επιδίωκε να διευρύνει τον κύκλο των εξυπηρετήσεων τις οποίες θα μπορούσε να παρέχει].

Ο Κώστας Σημίτης στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τον συντεχνιασμό και τον πελατειασμό, τον οπαδικό ανταγωνισμό και την εχθρότητα, το “συντηρητικό βαθύ” όπως το αποκαλεί. Διαβάζοντας τον, περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όλες οι παθογένειες της Ελλάδας, όλη η υστέρηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Έμβλημα του ήταν το σύστημα, με την έννοια που έπρεπε να αναζητά η Ελλάδα: Αυτήν του συστηματικού πολιτικού άνδρα- και όχι του “συστημικού”, όπως αρέσκεται να αφορίζει η καφενειακή μας επιπολαιότητα. 

Ευρωπαϊστής από την έναρξη της πορείας του, ακόμα κι όταν ηχούσαν τα λαϊκίστικα συνθήματα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” και “να φύγουν οι βάσεις του θανάτου” (που έφυγαν από μόνες τους, αφού είχε υπογραφεί μια ακόμα παράταση της συμφωνίας παραμονής τους), επεδίωξε πάντοτε την αναβάθμιση της χώρας, μέσα από την ευρωπαϊκή συνεργασία. Πάντοτε “αντάρτης”, από την εποχή του ομίλου Παπαναστασίου και της “Δημοκρατικής Άμυνας”, κατηγορήθηκε συχνά ως “σοσιαλδημοκράτης” και “δεξιός”, εν μέσω πομφολύγων του “τριτοδρομικού” ΠΑΣΟΚ. 

Κατήγγειλε πάντοτε το παλαιοκομματικό σύστημα, που αδιαφορούσε για τις γενικότερες πολιτικές και φρόντιζε μόνο να επιλύει τα τοπικά προβλήματα. Βλέποντας μπροστά, τάχθηκε από πολύ νωρίς κατά του σταυρού προτίμησης, που δημιουργεί εμφύλιο ανταγωνισμό στον εκλογικό αγώνα. Στάθηκε, με κόστος, απέναντι τον αρχηγισμό (και τον εθνικισμό) του Αντρέα και του ΠΑΣΟΚ που εκπροσωπήθηκε από τον Κουτσόγιωργα και τον Τσοχατζόπουλο μέχρι τη Δήμητρα Λιάνη και τον Χρήστο Παπουτσή. Και κυρίως στάθηκε απέναντι στο χυδαίο φαινόμενο του αυριανισμού. 

Το επίτευγμα του διαγράφεται ανάγλυφο: Πιστεύοντας στις αξίες και στα προσόντα, ο Κώστας Σημίτης φαίνεται να έχει φτιαχτεί από το σπάνιο εκείνο μέταλλο των ανθρώπων, που δεν δέχονται να αποκλειστούν από πουθενά. Δεν χαρίζει την εξουσία και την πρόσβαση σε αυτήν, ούτε στα “τζάκια” και στους μεγαλοαστούς που είχαν το κοινωνικό προβάδισμα, αλλά ούτε και στους “λαϊκούς εκφραστές και αγωνιστές”, που χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά αιτήματα, για να φτιάξουν καριέρες. Το αουτσάιντερ, που κέρδισε την πιο μακρόχρονη πρωθυπουργία και την προεδρία του κόμματος του, σε μια έξαρση απογαλακτισμού του εκλογικού σώματος από τις τρείς παραδοσιακά ισχυρές πολιτικές οικογένειες της χώρας, λοιδορήθηκε ως ο “άχαρος” - λες και οι ηγέτες πρέπει να είναι χαριτωμένοι.

[Αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός και έλεγχος δαπανών θεωρούνταν μέσα για να παρακαμφθούν οι καθιερωμένες πρακτικές “κοινωνικής δικαιοσύνης”. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιαζόταν από τους ίδιους ως μια αυθαίρετη διαδικασία καθιέρωσης ανισοτήτων]…[Κάθε ορθολογική παρέμβαση αποτελούσε κίνδυνο για όσους είχαν εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση στο υπάρχον σύστημα. Τη δυσφημούσαν εκ των προτέρων και την απέρριπταν ρητά.]

Και φυσικά λοιδορήθηκε το κυριότερο αίτημα της πολιτικής του πορείας, κάτι που θα έπρεπε να είναι η επικεφαλίδα του Συντάγματος κάθε χώρας που θέλει να προοδεύσει: Ο εκσυγχρονισμός. Ο μεθοδικός πρωθυπουργός με το μπλοκάκι, που δεν είχε εύκολη την επικοινωνιακή ικανότητα, αντιμετωπίστηκε με δυσανεξία από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος, ανεξαρτήτως των πολιτικών του προτάσεων, γιατί ξένισε τον παραδοσιακό “ελληναρά”, που θέλει τον ηγέτη του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Ακόμα και σήμερα, δύσκολα θα παραδεχθούν κάποιοι οτι “η χώρα επιβιώνει χάρη στους οικονομολόγους που αναδείχθηκαν από τον Σημίτη”, όπως μου είπε πρόσφατα καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. 

[Αργότερα, όταν ως πρωθυπουργός θα συναντούσα πρώτη φορά τον Βούλγαρο ομόλογο μου, το Υπουργείο Εξωτερικών μου έδωσε ένα υπηρεσιακό σημείωμα για την προετοιμασία της συνομιλίας. Ως κύριο θέμα αναφερόταν η επιστροφή μιας εικόνας της Παναγίας, που την είχαν πάρει οι Βούλγαροι από την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, είχαν κατά την άποψη των συντακτών του σημειώματος, δευτερεύουσα σημασία. Όπως είναι αυτονόητο, αγνόησα αυτό το σημείωμα.]

Και οι προσωπικές του ευθύνες και εξηγήσεις; Μερικές μένουν ημιτελείς. Η αφήγηση δεν περιλαμβάνει την οκταετή πρωθυπουργία του (θα χρειαζόταν ίσως ακόμα ένας τόμος), ωστόσο ο Κώστας Σημίτης παραδέχεται την αδυναμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στον έλεγχο του πολιτικού χρήματος και στη διαφθορά, που δεν οφείλεται όμως, όπως λέει, αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ - το ίδιο ισχυρίζεται και για τον λαϊκισμό. Παραδέχεται επίσης την αστοχία στην επιλογή συνεργατών, ωστόσο δεν αναλύει γιατί δεν άντλησε περισσότερους από τη δεξαμενή της αξίας και του κύρους, ως ένας από τους λίγους που πίστευαν σε αυτήν μέσα στο κόμμα του. 

Οι υψηλές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις (42,4 δρχ στις 100 αγροτικού εισοδήματος) που πέτυχε στο τέλος της πρώτης υπουργικής του θητείας ως υπουργός Γεωργίας είχαν τελικά θετικό αποτέλεσμα, στην μετέπειτα νοοτροπία των αγροτών; Μπορεί να καταδικάζει μεν τα γαλάζια ψηφοδέλτια της εκλογής Σαρτζετάκη, αλλά να δικαιολογεί και τη στάση του ΠΑΣΟΚ, απέναντι στη ΝΔ, με το ρήμα “αναγκάστηκε”; Μπορεί απλώς να “διαπιστώνει” εκ των υστέρων τη νοθεία στις εσωκομματικές διαδικασίες ή οτι τα αντισταθμιστικά οφέλη στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς εξυπηρετούν αποκλειστικά τις μίζες; Ίσως σε μια αναθεωρημένη έκδοση χρειάζεται να δοθεί περισσότερος χώρος σε αυτές τις απαντήσεις. 

Το πώς θα καταγραφεί ο Κώστας Σημίτης στην ιστορία είναι υπόθεση του μέλλοντος. Αυτό που είναι σίγουρο είναι οτι αντιτάχθηκε σθεναρά και οργανωμένα σε φαινόμενα, που μας ταλαιπωρούν διαχρονικά και λειτουργούν ανασχετικά στην πρόοδο του τόπου. Διαβάστε την αναφορά του, όχι στο σήμερα, αλλά στην πολιτική πραγματικότητα 20 χρόνια πριν: Σας θυμίζει κάτι;

[Κατά την παρουσίαση των θέσεων του, το κόμμα ακολουθούσε σταθερά το πρότυπο της διαμάχης των δύο πόλων, του καλού και του κακού. Οι εχθροί του ήταν, ανάλογα με την περίσταση, η Δεξιά, η Άκρα Αριστερά, οι Αμερικάνοι, το κατεστημένο, οι διαφωνούντες μέσα στο κόμμα. Εκπρόσωποι του καλού ήταν, κατά περίπτωση, οι λαϊκές μάζες, το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του, ο Τρίτος Κόσμος κλπ. Η υπεραπλουστευτική αυτή προσέγγιση απέκλειε κάθε αναφορά στους οικονομικούς περιορισμούς και τις υστερήσεις της χώρας, στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, στην επιβεβλημένη αφιέρωση πόρων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη. Τα πάντα έμοιαζαν δυνατά. Αν δεν πραγματοποιούνταν, έφταιγαν “άλλοι”: οι Ευρωπαίοι, οι τεχνοκράτες, οι υποστηρικτές αντιλαϊκών πολιτικών, οι δυνάμεις που δρούσαν στα παρασκήνια της πολιτικής.]

Ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά από την πιο παρακμιακή πολιτική περίοδο της μεταπολίτευσης (και έδωσε τη σκυτάλη σε μια νέα, αυτή τη φορά πιο επικίνδυνη κατρακύλα). Τότε η κοινωνία είχε δώσει εντολή να σηκώσουμε επιτέλους τα μανίκια και να σοβαρευτούμε. Αναρωτιέται κανείς πότε η ιστορία θα επαναλάβει αυτόν τον κύκλο… 



Άλλες παρουσιάσεις του βιβλίου:

Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή
Σίσσυ Αλωνιστιώτου στην Καθημερινή
Αντώνης Κυριαζάνος στο Capital.gr













Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το βιβλίο & το εξώφυλλο από το www.openculture.com

Το post συνοδεύεται από το "September Song", του μεγάλου James Brown.

buzz it!

ShareThis