Τον Λένο Χρηστίδη τον πρωτοδιάβασα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, όταν συνεργαζόμουν ακόμα με το “Μετρό”. Το περιοδικό είχε βγάλει μια ειδική έκδοση με διηγήματα Ελλήνων (νέων, ως επί το πλείστον) λογοτεχνών και θυμάμαι ένα απολαυστικό διήγημα που περιέγραφε την κάθοδο στην Αθήνα δύο πολύ νέων παιδιών από την επαρχία, μαστουρωμένων από ένα τριπάκι, με το οικογενειακό αυτοκίνητο και τη μαμά με τους μουσκάδες και τα ταπεράκια. Ακόμα αναπολώ πόσο είχα γελάσει, μέχρι δακρύων, με την απολαυστική αφήγηση και τον παραληρηματικό λόγο...
Στη συνέχεια, ο Λένος Χρηστίδης - γιος του ηθοποιού και κριτικού θεάτρου Μηνά Χρηστίδη - έγινε διάσημος με τα βιβλία του: “Χαστουκόψαρα”, “Μπορορό” και πολλά άλλα, καθώς και θεατρικά. Εγώ όμως τον “έχασα”, δεν ξέρω γιατί. Τον ξαναβρήκα πέρσι, που μου τράβηξε την προσοχή το τελευταίο του βιβλίο “Μόνολογκ”. Το διάβασα τελικά φέτος και συνάντησα μια (και πάλι) παραληρηματική γραφή, ιδιαίτερα παρατηρητική και ευθύβολη για την κοινωνική μας πραγματικότητα:
“...χαιρετούρα με θυρωρό, κύριος Λάκης, καλοκάγαθος, χαμογελαστός, στη Χούντα είχε καρφώσει τον ξάδερφο του επειδή <<τι βρίσκουν οι γκόμενες στους γεγέδες;>>, τριάντα χρόνια αργότερα flash forward <<εγώ ρατσιστής; Τι λε’, ρε αρχίδι, που θα με πεις ρατσιστή, εγώ είχα κατέβει το ’81 στη συγκέντρωση του Αντρέα να πέσει η Δεξιά>>, αθλητικός Τύπος, Στοίχημα, Θρυλάρα, ξέκωλα, Κακαουνάκηδες, <<κάτσε να σου πω εγώ που δεν τα ξέρεις οι Αμερικάνοι μπλαμπλαμπλά με τους Εβραίους μπλαμπλαμπλά την Ελλαδίτσα μας αλλά δεν θα τους περάσει γιατί εμείς μπλαμπλαμπλά με τα ουζάκια μας τα μεζεδάκια μας τα κινητά την όξω την καρδιά μας κοίτα έναν αράπη πούστη Αλβανό>> - ο κύριος Λάκης, ο νέος Έλληνας, καθώς τον χαιρετάω ο χρόνος ε π ι β ρ α δ ύ ν ε τ α ι, σταματάει, φσουιιίτ (ηχητικό εφέ), flash back, ο κύριος Λάκης τριάντα χρόνια πριν, τότε σκέτος Λάκης, πίνει τον ελληνικό του, πολλά βαρύς, ανοιχτό πουκάμισο, χοντρή χρυσή αλυσίδα με σταυρό, δασύτριχος, παχιές φαβορίτες πίσω από την αθλητικήμ ΓΟΝΑΤΙΣΑΝ ΟΙ ΗΡΩΕΣ, ΒΑΡΙΑ ΗΤΤΑ 1-4, “άρχοντας κι έτσι, κατεβάζει την αθλητική, 1-4, μαύρο μπατσογυαλί, υπόκωφες αναβράζουσες απόψεις, <<κοίτα έναν μαλλούρα να τον πιάσεις από την τζίβα μπλαμπλαμπλά κάτσε να σου πω οι κομμουνιστές βράζουν παιδιά και τα κάνουν σούπα και μπλαμπλαμπλά με τους Εβραίους μπλαμπλαμπλά την Ελλαδίτσα μας αλλά μπλαμπλαμπλά τα μεζεδάκια μας και τα ουζάκια μας>> και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, ίδιο μοτίβο άλλος εχθρός και οι Εβραίοι μπαλαντέρ, αχ, οι Οβριοί, σταθερή αξία του Έλληνα αδικημένου, διαχρονικοί διάβολοι τι κακό κι αυτό;”
“Το Μόνολογκ είναι η φωνή ενός ανθρώπου μπροστά σε μια βουβή οθόνη”, όπως λέει και στο οπισθόφυλλο, αλλά είναι κι ένας βαθύς σαρκασμός (εδώ μέσω αφελούς μετανάστη ξεχασμένου στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50) για το επίπεδο της τηλεοπτικής μας σαχλαμάρας, του δημοσίου διαλόγου και της ικανότητας συνεννόησης μεταξύ μας, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια:
“Βλέπω στο σατελάιτ, μαν, η δορυφορική τηλεόραση, η σύνδεση με τη Γη της - δορυφορικής - Επαγγελίας, αποκωδικοποιητής πατρίδας, η τεχνολογία ενώνει, ποιούς όμως; Δορυφορικά πρωινάδικα, διαδικτυακά μεσημεριανάδικα, βραδινάδικα, άδικα, ολίγον άναυδοι λάτρεις πατρίδας, τα πράγματα δεν είναι όπως τα άφησαν τότε με την ΕΡΕ και τους γεγέδες, <<μαν, εσείς φάιτ όλη την ώρα, μαν, όλο τόκινγκ τόκινγκ, βρίζινγκ, φωνάζινγκ, κουβέντα νέβερ, δεν ακούτε νέβερ, εβριμπάντι μόνολογκ, όλ δε τάιμ μόνολογκ>>, σμιχτοφρύδης παραπονούμενος, γιατί φωνάζετε, γιατί γκρινιάζετε, μόνολογκ, παράλληλοι εξωτερικοί μονόλογοι, χειμαρρώδεις, αποκαλυπτικοί, συνταρακτικοί, δυστυχώς εξωτερικοί, δυστυχώς παράλληλοι, ο καθένας μόνος του κι όλοι μαζίχώρια, εβριμπάντι μόνολογκ, ολ δε τάιμ μόνολογκ, ροκ αράουντ δε κλοκ. Τον καταλαβαίνω αλλά πρέπει να ξεφύγω από αυτόν και από αυτούς που τον έκαναν έτσι, πρέπει να φύγω, πνίγομαι, μου ζητάει εξηγήσεις, γιατί, μαν; ξέρω γω, ρε μπάρμπα; τσαλαπατάω κίτρινα δηλητηριώδη φίδια, κάτι τεράστιες σαύρες γελάνε μαζί μου και δικαίως γιατί είναι μεγαλύτερες από εμένα, η ζούγκλα κλείνει σαν ασανσέρ, κάνω ένα άλμα πάνω από το φρεάτιο, βλέπω τον εαυτό μου σε αργή κίνηση να ίπταται”
Ο Λένος Χρηστίδης δηλώνει "επαγγελματίας ταξιδευτής" - ειδικά σε τροπικά μέρη - και καταγράφει συνεχώς τις “σουρρεαλιστικές” του εμπειρίες, σε κομματάκια χαρτί (όντως, μου το έχουν βεβαιώσει κοινοί γνωστοί). Κάτι σαν “φράκταλς” της δικιάς του θεώρησης της ζωής...
Είναι σαφές πάντως, οτι πρωταρχικός του στόχος είναι να σαρκάσει τις νοοτροπίες και τα φαινόμενα της δικής μας “διαπλεκόμενης υπανάπτυξης”:
“Ο Μ.Μ. Εντός. Αμίλητος. Ακίνητος. Διάσημος. Φλας αστράφτουν. Σχεδόν χαμογελαστός. Εντός. Τον θυμάμαι ακόμα στο εξώφυλλο του Glam & Fame. <<ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ>>, φωτογραφία του Μ.Μ. ακουμπισμένος σε ένα πεζούλι, χαμογελαστός, αστραφτερός, απλός. Αστραφτερός σαν τα παπούτσια μου. Απλός σαν τη γραβάτα μου. Ο Μ.Μ. ο αποκαλούμενος στους επιχειρηματικούς κύκλους και <<Θεός>>, ο Απόλυτος Manager, φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης αμύθητης αξίας, αδελφικός φίλος του υπουργού Γ.Μ., λάτρης των αγώνων ταχύτητας, το CHE II, η μήκους πενήντα πέντα μέτρων θαλαμηγός του - θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας - παραχωρείται ευγενώς στον Πρωθυπουργό και στη σύζυγο του για ολιγοήμερες διακοπές, η πολυτελής βίλα του στη λίστα των εκατό πολυτελέστερων κατοικιών του περιοδικού Money, φωτογραφίες, το play room και το σαλόνι βρίσκονται μισό επίπεδο πιο κάτω από τον ονειρικό κήπο και την εντυπωσιακή πισίνα, το γήπεδο τένις, με ένα μπουκάλι κρασί, στο τζάκι, παίζοντας επιτραπέζια, ο Μ.Μ. είναι πάντα οπαδός του απλού και απέριττου, <<Ένα ποτήρι κρασί έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στο γραφείο>>, άλλη φωτό, σπίτι μουσείο για τον Έλληνα κροίσο, τα τελειότερα συστήματα συναγερμού, ιδιωτική ασφάλεια είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, << Απεχθάνομαι τους τεμπέληδες>>, διασκέδαση; Φυσικά στο ειδικά διαμορφωμένο home cinema, με κοστούμι χωρίς γραβάτα, <<Παρέα με δυο τρεις φίλους>>, τον κοσμηματοπώλη Δ.Κ. και τη σύζυγο του, τον επιχειρηματία Σ.Κ. και τη σύζυγο του, -ίσως πιο ανεπίσημα και off the record με τον κοσμηματοπώλη Δ.Κ., τον επιχειρηματία Σ.Κ. και τις νοικιασμένες πρώην Σοβιετικές γκόμενές τους- <<Ποιό είναι στ’ αλήθεια το μυστικό της επιτυχίας;>> <<Νομίζω ν’ αγαπάς αυτό που κάνεις. Πάνω απ’ όλα αυτό. Και η σκληρή δουλειά. Πολύ σκληρή δουλειά. Θυσίασα πολλές στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, ξέρεις. Αυτό όμως είναι το τίμημα. Κι ευτυχώς η Τάνια-Ροβέρτα το ξέρει>>. Κοιτάζονται ντροπαλά σαν ερωτευμένοι πιασμένοι από το χέρι. Ο σκληρός μάνατζερ είναι πάλι ερωτευμένο παιδαρέλι. Φωτό με σύζυγο Τάνια-Ροβέρτα μπροστά σε πισίνα, κρατούν δυο ουζάκια υπαινικτικά της ταπεινής καταγωγής που ποτέ δεν ξέχασαν. Μάλιστα. Σκληρή δουλειά, λοιπόν. Και αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Και να παραφύσεις όσους σταθούν μπροστά σου, εχθρούς και φίλους, να προδώσεις, ρουφιανέψεις, παζαρέψεις, πατήσεις πεί πτωμάτων, χωρίς φιλίες, χωρίς αισθήματα, στεγνά, ψυχρά, ασάλιωτα. Αυτά τα τελευταία δεν μπήκαν στο άρθρο λόγω περιορισμένου χώρου. Ο αναγνώστης ας μας συγχωρήσει. Συχωρεμένοι να ‘στε! Έτσι κι αλλιώς, ο εκδότης της εφημερίδας μας πήγε -με την κόκα και τα φρούτα του- ολιγοήμερες διακοπές στη -θαύμα τεχνολογίας- θαλαμηγό, το CHE II, αμέσως μετά τον Πρωθυπουργό και λίγο πριν από τον Αρχιεπίσκοπο.”
Σε κάθε περίπτωση, το καταλυτικό χιούμορ είναι αυτό που κάνει το “Μόνολογκ” να φεύγει μονορούφι. Ο Λένος Χρηστίδης είναι ένας “παρατηρητής μέσα μας” - είναι ο μοναχικός εαυτός μας που παραμένει “εντάξει” και “πουλάει τρέλλα”, γιατί απλά αρνείται να συμβιβαστεί με τα πράγματα:
“Είστε απόγονοι των Περικλήδων και των Μεγάλων Αλεξάνδρων, τρίχες, στα δύο χιλιάδες χρόνια και βάλε που πέρασαν έχουν περάσει από ΄δω χάμω όλες οι φυλές, ογδόντα χρόνια δουκάτο της <<Καταλανικής Κομπανίας>>, μόνο εμείς τρώμε ακόμα το παραμύθι, πας στο Κάιρο, δείχνεις τις πυραμίδες σε έναν Αιγύπτιο, του λες: <<Ωραίο ε;>> σου λέει: <<Ήταν ξεχωριστοί άνθρωποι αυτοί που τα φτιάξανε>>, πας στην Πλάκα, δείχνεις την Ακρόπολη στο μαλάκα, σου λέει: <<Κοίτα τι φτιάξαμε>>, βρε μαλάκα, φτιάξαΤΕ; Πότε το ‘φτιαξες, ρε μπάρμπα, πριν από το δεύτερο φραπέ ή μετά;”
Και φυσικά είναι πάνω απ’όλα ένας ευαίσθητος παρατηρητής - αλλά γι αυτό θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο...
Οι φωτό είναι από τα www.kastaniotis.com και www.amazon.com
Το post συνοδεύεται από τη μοναδική φωνή της Βραζιλιάνας Bebel Gilberto, από το δεύτερο άλμπουμ της, με τίτλο το όνομα της. Είναι κόρη του Joao Gilberto, που μαζί μα την ανεπανάληπτη φωνή της γυναίκας του Astrud, άφησαν το πρωτοποριακό τους στίγμα στη βραζιλιάνικη bossa nova.
You would have loved to see this, Ali.
-
This is photo that Ali Mustafa posted shortly after he arrived in Aleppo to
cover the revolution in 2013. He was killed by Assadist goons a few months
later.
Πριν από 1 εβδομάδα
5 σχόλια:
και "παίζει" και ενδιαφέρουσα μουσική απο όσο μπορώ να συμπεράνω απο μια φορά...
ήταν πέρσι το καλοκαίρι σε ένα γλυκύτατο νησί, που μια νύχτα έτυχε να βάζει μουσική σε ένα παράξενο (ως προς την τοποθεσία και τις ώρες λειτουργίας) μέρος και θυμάμαι την ολονυκτία σαν μια απο τις πιο απολαυστικές παρ'ότι έφευγα την επομένη...
@ yb: Στην Ανάφη υποθέτω... Ξέρω οτι έχει υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός, άρα αυτό που μου λέτε είναι φυσικό. Μου δίνετε ωραιότατη πάσα για το επόμενο post...
τι να πω... κάποιος βρίσκει ένα νησί "με το καλημέρα σας" και κάποιος άλλος δεν ψυχανεμίζεται καν τι πάσα μπορεί να έδωσε....είμαι όλο περιέργεια για το επόμενο ποστ λοιπόν ....
πραγματικά απίστευτη η γραφή του, μια ρεαλιστική απεικόνιση της κοινωνίας μας βουτηγμένη στον σουρεαλισμό και στο παράλογο που διακατέχει την κάθε πράξη μας. Μου φαίνεται οτι θα περάσω το απόγευμα απο την πρωτοπορία να το αγοράσω. Ταιριάζει το ύφος του με τις ήσυχες παραλίες του Σεπτέμβρη. Θα σας πρότεινα το "O Πάγος ή Πώς να Απολαμβάνεται τα Αγαθά του Καπιταλισμού Χωρίς να Χάνεται από τα Μάτια σας το Στρατηγικό Όραμα της Αταξικής Κοινωνίας. " του Ξένος Μάζαρης/ Στράτος Μπουλαλάκης (διπλό ψευδώνυμο του Λ. Χρηστίδη), απολαυστικότατο (το καλύτερο μεταξύ Λοστρέ & Χαστουκόψαρα)
@Ωρίων ΄Δ: Δεν ήξερα οτι είχε και ψευδώνυμο... Ευχαριστώ για την πρόταση!
Δημοσίευση σχολίου