16.11.16

Η αντίσταση στο μέλλον...

Το όνειρο κάθε συνειδητού ταξιδιώτη, μόλις ξεπεράσει το - αναπόφευκτο πολλές φορές - στάδιο των γκρουπ και των προκάτ επισκέψεων, είναι να γνωρίσει μια πόλη ή μια χώρα ως “insider”, με τη βοήθεια της γνώσης των κατοίκων. Όποιος φιλοξενείται, είναι σίγουρο οτι γνωρίζει έναν καινούργιο τόπο, με τελείως διαφορετικό μάτι. Σε άλλα μαγαζιά θα πας, αλλού θα διασκεδάσεις και αλλιώς θα ξεναγηθείς, αν μαζί με τους τουριστικούς οδηγούς, ακούσεις και τους ντόπιους.

Αυτή την ανάγκη, μεταξύ άλλων, ήρθε να καλύψει η έξυπνη ιδέα που δημιούργησε τις πλατφόρμες ενοικίασης ιδιωτικών σπιτιών ή δωματίων, όπως το πρωτοπόρο Airbnb. Ο επισκέπτης ανταλλάσσει τα κομφόρ του ξενοδοχείου, με τη θερμή προσωπική υποδοχή ενός κατοίκου, που είναι πρόθυμος να δώσει συμβουλές, πληροφορίες και ιδιαίτερη φιλοξενία - και δεν έχει τα κόστη λειτουργίας των τουριστικών επιχειρήσεων.

Για όποιον δεν ενδιαφέρεται για τις ξενοδοχειακές παροχές, όπως το πρωινό, η καθημερινή αλλαγή σεντονιών, το γυμναστήριο ή η πισίνα, η τιμή είναι απίστευτα ελκυστική και επιτρέπει, σε συνδυασμό με φθηνά αεροπορικά εισιτήρια, ταξίδια που άλλοτε δεν θα γίνονταν. Η αγορά διευρύνεται από μια ομάδα ταξιδιωτών, που πριν δεν υπήρχε. Με την τιμή του δωματίου ενός συνήθως άθλιου ξενοδοχείου, βρίσκεις ακόμα και ολόκληρα πολυτελή σπίτια. Ο ιδιοκτήτης αξιοποιεί το διαθέσιμο ακίνητο του, για ένα έξτρα εισόδημα και ο ταξιδιώτης απολαμβάνει ανώτερη ποιότητα, με λίγα έξοδα.

Η παγκόσμια κοινότητα που δημιουργείται, δίνει συστάσεις για ιδιοκτήτη και επισκέπτη, παρακολουθεί τη συμπεριφορά και βαθμολογεί, εγγυάται την ασφάλεια και την εξυπηρέτηση. Όποιος ξεφεύγει από τους κανόνες, στιγματίζεται και τελικά αποβάλλεται. Οι πλατφόρμες της λεγόμενης “διαμοιρασμένης οικονομίας” πολλαπλασιάζονται, σε μια παγκόσμια τάση, χωρίς αναστροφή.

Ανάλογη είναι και η εξάπλωση στη οδική μετακίνηση, όπου ιντερνετικές πλατφόρμες όπως το Uber εξασφαλίζουν το ιδιωτικό όχημα που θα σε μεταφέρει παντού. Εδώ ίσως υπάρχει ένα θέμα, με την ευθύνη ενός ερασιτέχνη οδηγού σε περίπτωση ατυχήματος, αλλά οι κατάλληλες ρυθμίσεις είναι σίγουρο οτι θα βρεθούν. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι αντιδράσεις των κατά τόπους συντεχνιών, όπως των ταξιτζήδων και των ξενοδόχων, που αισθάνονται οτι απειλούνται.

Βεβαίως, σε ορισμένες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Βερολίνο, υπήρξαν παρενέργειες. Εκεί όπου δεν υπήρχε μεγάλη προσφορά σπιτιών, η ενοικίαση με τη μέρα προκάλεσε έλλειψη για τους μόνιμους ενοικιαστές και εκτόξευσε τις τιμές. Είναι προφανές οτι ένας ιδιοκτήτης προτιμά να εκμεταλλεύεται το ακίνητο του, αποκομίζοντας τα τριπλά, ως οικοδεσπότης του Airbnb (η διαφορά βέβαια είναι οτι το συμβατικό ενοίκιο είναι σχετικά άκοπο, ενώ το άλλο θέλει δουλειά και είναι άκρως δεσμευτικό).

Ωστόσο, στην περίπτωση της γερμανικής πρωτεύουσας, που απαγόρευσε την καθημερινή ενοικίαση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, βλέποντας μπροστά, παρενέβη με την οδηγία προς τις χώρες-μέλη να μην καταφεύγουν σε απαγορεύσεις της διαμοιρασμένης οικονομίας, παρά μόνο ως ύστατο μέσο και σε μεγάλη ανάγκη. Άλλωστε, οι κάτοικοι μπορούν να διαμείνουν και λίγο πιο έξω από τα τουριστικά κέντρα των πόλεων.

Στη χώρα μας - και ειδικά στην Αθήνα - τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει. Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα ακινήτων, που μένουν ανοίκιαστα λόγω κρίσης και μπορούν να φιλοξενήσουν κάθε μόνιμη ανάγκη διαμονής. Επιπλέον, είμαστε μια χώρα που έχει την υποχρέωση, λόγω δανεισμού και αρνητικού ισοζυγίου πληρωμών, να εκμεταλλευόμαστε κάθε δυνατότητα εξαγωγής υπηρεσιών που έχουμε και να διευρύνουμε διαρκώς την τουριστική μας πελατεία.

Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εισηγηθεί στη Βουλή νομοσχέδιο, “κληρονομιά” του πρώην αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη, που ρυθμίζει το τοπίο της ερασιτεχνικής ενοικίασης ακινήτων. Πέρα από την φορολόγηση που θα επιβληθεί, η ρύθμιση προβλέπει, προφανώς κάτω από την πίεση διαφόρων λόμπυ, να επιτρέπεται η ενοικίαση μόνο για 90(!) ημέρες το χρόνο, αλλιώς ο ιδιοκτήτης πρέπει να καταφύγει στις επαγγελματικές ρυθμίσεις του ΕΟΤ για τα τουριστικά καταλύματα, που συνεπάγεται άλλα κόστη, τήρηση βιβλίων κλπ.

Ποιός ιδιοκτήτης θα λειτουργήσει με αυτόν τον χρονικό περιορισμό και δεν θα αποθαρρυνθεί από το να κάνει τη μικρή του επένδυση στη διαμοιρασμένη οικονομία; Και γιατί να αρνηθούμε τον επισκέπτη που θα έρθει να μείνει σε ένα σπίτι με λιγότερο από 50 ευρώ τη βραδιά, τιμή που ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο αδυνατεί να προσφέρει; Πώς είναι δυνατόν μια ευρωπαϊκή και άκρως τουριστική χώρα να βρίσκει κουτοπόνηρα τρικ για να περιορίσει τα νέα ταξιδιωτικά ήθη, που δεν είναι “μόδα”, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις όλων των παραγόντων παγκοσμίως, πολύ απλά “το μέλλον”;

Το οικονομικό επιτελείο, αλλά και οι ξενοδόχοι, πρέπει να αντιληφθούν οτι το κοινό του Airbnb και των άλλων “μεσιτών” της διαμοιρασμένης οικονομίας, είναι διαφορετικό από αυτό των συμβατικών ξενοδοχείων. Πάντα θα υπάρχουν τα γκρουπ, αυτοί που θέλουν τις παροχές και την απρόσωπη ιδιωτικότητα του ξενοδοχείου, αυτοί που μπορούν να πληρώσουν την πολυτέλεια. Αν πλήττεται κάποιος σε αυτή την κατηγορία τιμών που προσφέρει συνήθως το Airbnb, αυτός είναι ο κακός επαγγελματίας ξενοδόχος, που παρέχει άθλιες συνθήκες και δεν θα λείψει σε κανέναν.

Αντιθέτως, η εξάπλωση της ερασιτεχνικής ενοικίασης, θα ανακουφίσει ένα κομμάτι των φορολογουμένων, που στενάζουν λόγω της υπερφολόγησης των ακινήτων και μπορούν έτσι να αντιμετωπίσουν τον ΕΝΦΙΑ. Θα προσφέρει στην οικονομία και στα κρατικά έσοδα. Και κυρίως δεν θα βγάλει τη χώρα μας από τον παγκόσμιο χάρτη της νέας τάσης πραγμάτων. Άλλωστε, το συμφέρον των πολλών είναι υπέρτερο αυτού ενός επαγγελματικού κλάδου.

Η εποχή μας αλλάζει, προς το συμφέρον του καταναλωτή. Κάποτε οι κακές υπηρεσίες έμεναν ατιμώρητες. Τώρα, κάτω από κάθε τουριστική και μη καταχώρηση στο ίντερνετ υπάρχουν σχόλια, που αποτρέπουν και διορθώνουν. Μέρος αυτού του νέου κόσμου είναι και η διαμοιρασμένη οικονομία.

Η αντίσταση στο μέλλον δεν οδηγεί πουθενά και κάνει ζημιά σε όλους. Αλλιώς, θα πρέπει να αισθανθούμε ευτυχείς που επί δεκαετίες πληρώναμε τους λεμβούχους κάποιων νησιών που έχασαν τη δουλειά τους, επειδή φτιάχτηκε η προβλήτα, για να πιάσει το πλοίο της γραμμής…










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Οι φωτό είναι από το www.athensvoice.gr & www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "Desire", του Αμερικανού Leo Sidran.

buzz it!

14.11.16

Μια τρύπα στο νερό...


Επί πέντε μήνες, το success story της κυβέρνησης ήταν η τακτοποίηση της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και η πάταξη της διαπλοκής. Ήταν διάφανο εξ αρχής οτι η στόχευση ήταν η δημιουργία ενός φιλικού τηλεοπτικού τοπίου, με ελάχιστους αντιπολιτευόμενους για “ξεκάρφωμα”.

Η “δημοπρασία του ράντζου”, το φιάσκο Καλογρίτσα, ο “λαγός” Σαββίδης, η απουσία κάθε πρόβλεψης για χρήμα από τον υπόκοσμο, το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας που επέτρεπε μόνο 4 άδειες (που μετά τις “επέτρεπε” η διαφημιστική πίτα), η δημαγωγική σύνδεση μιας μνημονιακής υποχρέωσης με τη δήθεν κοινωνική πολιτική ήταν μερικά μόνον από τα αλλεπάλληλα λάθη.

Η κυβέρνηση, με χαρακτηριστική οίηση, εμπιστεύθηκε όσους την έπεισαν οτι θα περνούσε μια ρύθμιση, που “έμπαζε” από παντού - λίγο να ήξερες από τηλεοπτικά και νομικά (πόσο μάλλον να είχες πολιτικό κριτήριο), το καταλάβαινες. Προσπάθησε απροσχημάτιστα να προσεταιριστεί την ηγεσία των δικαστικών. Κατάφερε να κάνει όλους τους ενδιαφερόμενους εχθρούς, φέρνοντας απέναντι της και τα πιο φιλικά της κανάλια και φυσικά όλους τους εργαζόμενους τους.

Η κυβερνητική προπαγάνδα στηρίχθηκε κυρίως στην αντίληψη οτι το σημαντικό είναι να εισπραχθούν εκατομμύρια, από τους καναλάρχες που δεν πλήρωναν τίποτα για 27 χρόνια. Μόνο που αυτό ήταν το τελευταίο ζητούμενο, σε ένα τοπίο που πραγματικά έχρηζε προδιαγραφών λειτουργίας και ποιότητας. Η κυβέρνηση απευθύνθηκε στο θυμικό των ψηφοφόρων, με το επιχείρημα “τους κλείσαμε μέσα τρία μερόνυχτα και τα έσκασαν”. Μόνο που και αυτό το αφήγημα έδειξε να μην αντέχει πολύ.

Όταν άρχισαν τα αμίμητα “το δικαστήριο πρέπει να ακούει τον παλμό της κοινωνίας” και διεκόπη η πρώτη συνεδρίαση του ΣτΕ, λόγω του “κλίματος που είχε διαμορφωθεί”, ο έλεγχος είχε ήδη χαθεί. Η αήθης επίθεση κατά δικαστικού για τα προσωπικά του ήταν το κομβικό παρακρατικό σφάλμα, που συσπείρωσε την οργή των δικαστών εναντίον της προσπάθειας παρέμβασης. Έτσι ήρθε μια αυτονόητα σκληρή απόφαση του ΣτΕ, που απέρριψε πρωτίστως την μεταφορά των αρμοδιοτήτων από το ΕΣΡ στον υπουργό.

Κι εκεί ήρθαν τα ανήκουστα για ευρωπαϊκή δημοκρατία, μεταξύ άλλων και με μια δημαγωγική επίθεση της κυβερνητικής εκπροσώπου, στα όρια της χυδαιότητας. “Οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι δεσμευτικές, αλλά όχι σεβαστές”, λες και “σεβαστές” στην ελληνική γλώσσα σημαίνει να τις εκτιμάς προσωπικά. “Η απόφαση του ΣτΕ μας γυρνάει πίσω στην ανομία”, λες και το δικαστήριο έχει ως αποστολή να αποδεχτεί ένα νομοθέτημα, επειδή πιθανώς η προηγούμενη κατάσταση ήταν χειρότερη. Αφήστε που το ενδιαφέρον για την “ανομία” (που σε άλλες περιπτώσεις είναι φιλική ή αδιάφορη) φαντάζει άκρως υποκριτικό.

Κανείς νοήμων και δημοκράτης πολίτης δεν είπε να μην ρυθμιστεί με νόμο το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Αλλά όχι με αυτόν τον παιδαριώδη, αυταρχικό, υστερόβουλο και αντισυνταγματικό τρόπο. Όσο για την προσπάθεια να ταυτιστεί κάθε αντίρρηση προς τους χειρισμούς της κυβέρνησης με τη ΝΔ και τη “διαπλοκή των καναλαρχών”, είναι ενδεικτική της περιφρόνησης προς τον δημόσιο διάλογο και του παλαιοκομματικού τρόπου με τον οποίον πολιτεύεται και αυτή η κυβέρνηση. Οι απαντήσεις της εξουσίας πρέπει να δίνονται πρωτίστως προς τους αδέσμευτους και σκεπτόμενους πολίτες - κι όχι να κρύβεται η αντιπαράθεση πίσω από την αντιπαλότητα των κομμάτων.

Κι έτσι η κυβέρνηση που ήταν “κάθε λέξη του συντάγματος” βρέθηκε βαρύτατα εκτεθειμένη και ανεπαρκής. Ο Πρωθυπουργός, που είχε αποφανθεί στη ΔΕΘ οτι “δεν γίνονται αυτά τα πράγματα”, βγήκε τραυματισμένος άλλη μια φορά στο πεδίο της συνέπειας και της σοβαρότητας. Και η άγνοια για τη διάκριση των εξουσιών και τη λειτουργία της δημοκρατίας εκφράστηκε πανηγυρικά και με περισσό θράσος. Η πρόβλεψη του Συντάγματος, για στελέχωση του ΕΣΡ από τα 4/5 της Βουλής, υποδηλώνει την υποχρέωση να εξευρεθεί συναινετική λύση σε σημαντικά ζητήματα - κι όχι να επιβληθεί η κυβερνητική άποψη, πχ για 4 κανάλια. Ακόμα και αυτό όμως δύσκολα γίνεται κατανοητό.

Με την απόφαση του ΣτΕ, η κυβέρνηση δέχτηκε ένα σοβαρό ράπισμα, που σε επικοινωνιακό επίπεδο ήταν δυνατό και ακαριαίο. Αυτό που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει όμως, ήταν οτι γλύτωσε από τα χειρότερα - και οτι το άλλο “σενάριο”, θα σήμαινε ένα αργό και επίπονο αδιέξοδο, στο οποίο θα την είχαν φέρει οι εμμονές και οι χειρισμοί της.

Εάν ο νόμος Παππά περνούσε από το ΣτΕ, η αυτοπαγίδευση θα ήταν πλήρης: Η κυβέρνηση θα έπρεπε να κλείσει 5-6 κανάλια, με αποτέλεσμα να βρεθεί με 2000 εργαζόμενους, που έχουν ισχυρά ερείσματα, απολυμένους. Θα είχε φτιάξει τη “δική της ΕΡΤ”, που θα ήταν αφόρητα δύσκολο να δικαιολογήσει, στο ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται.

Εάν πάλι τα κανάλια χωρίς άδεια δεν έκλειναν, η διαγωνιστική διαδικασία θα κατέρρεε, εις τα εξ ων συνετέθη. Όσοι είχαν πληρώσει, εως και 75 εκατομμύρια, για να αποκτήσουν μία από τις 4 πολύτιμες άδειες που εξασφάλιζαν λιγότερο ανταγωνισμό σε ένα νέο ολιγοπώλιο, θα επέμεναν με κάθε τρόπο, νομικό και πολιτικό, να πάρουν τα λεφτά τους πίσω.

Είναι απορίας άξιο, ποιό θα ήταν το επιτυχημένο σενάριο, στο μυαλό όσων προπαγάνδισαν αυτή τη ρύθμιση τους ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς, είναι οτι το κυβερνητικό επιτελείο ήλπιζε οτι με ένα μαγικό τρόπο θα έβαζε τους νέους παίκτες στο παιχνίδι κι οτι αυτοί με εξαγορές ή συγχωνεύσεις θα διατηρούσαν τα περισσότερα παλιά κανάλια και τους εργαζόμενους τους εν ζωή, αλλά πιθανώς με άλλο όνομα - και με μια καινούργια “αντι-διαπλεκόμενη” facade. Μόνο που αυτές οι σκέψεις γίνονται αποκλειστικά από ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς λειτουργούν η αγορά και οι επιχειρήσεις.

Η κυβέρνηση συνέχισε να χειρίζεται κουτοπόνηρα και δημαγωγικά το στραπάτσο της. Επέμενε οτι ο υπουργός θα φέρει νέο νόμο για προσωρινές άδειες, κόντρα ακριβώς στην ερμηνεία του ΣτΕ, οτι οι αρμοδιότητες με βάση το Σύνταγμα δεν ανήκουν στον υπουργό, αλλά αποκλειστικά στο ΕΣΡ. Ενδιάμεσα, μια τροπολογία για κλείσιμο των μη αδειούχων, εντός 5 ημερών, είχε αποσυρθεί άρον-άρον, από αυτούς που είχαν συνειδητοποιήσει την ανάγκη συναίνεσης.

Ο πανικός έφερε την ακόμα μεγαλύτερη γκάφα. Ο Βύρων Πολύδωρας, ένα στέλεχος που είχε εκδιωχθεί από τη ΝΔ και με άκρως βεβαρυμένο παρελθόν, προβλήθηκε ξαφνικά ως “ο Πρόεδρος του ΕΣΡ που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί η αξιωματική αντιπολίτευση”. Η υποτιθέμενη κίνηση-ματ οδήγησε σε ένα ακόμα φιάσκο.

Πια δεν απέμενε παρά η άτακτη υποχώρηση και η αλλαγή της ατζέντας με έναν ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, που προφανώς δεν άντεχε να έχει απέναντι του και την εκκλησία. Το σχέδιο για κατάληψη εξ εφόδου της τηλεοπτικής ενημέρωσης είχε καταφέρει δονκιχωτικά μια τρύπα στο νερό…










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι από το www.realpolitics.gr & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.junodownload.com

Το post συνοδεύεται από το "Fly Me To The Moon", του Γάλλου Ben L'Oncle Soul.

buzz it!

9.10.16

Χημικά αντί επαγγελματισμού


Η εικόνα των παρατεταγμένων αστυνομικών στη Λεωφόρο Μεσογείων, για την υποδοχή της ξένης αντιπροσωπείας, επί Αντώνη Σαμαρά, ήταν αποκαρδιωτική. Κάθε μέτρο κι ένας αξιωματικός, κάθε μέτρο και μια άλλη στάση του σώματος. Με ή χωρίς πηλίκιο, χωρίς καμία πειθαρχία, αναμένοντας με βαριεστημάρα κάτι που εμφανώς δεν είχαν την ευσυνειδησία ούτε καν να παριστάνουν οτι πιστεύουν.

Η παρουσία είναι απολύτως σημαντική για τον ένστολο. Αν δεν το αντιλαμβάνεται σε μια σύγχρονη δημοκρατία, σημαίνει οτι τα πράγματα έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα. Κι όμως, αυτή την εικόνα του χαβαλέ είναι που εισπράττει ο πολίτης: Μπορεί να δει έναν φρουρό με φραπέ ή τσιγάρο στο χέρι, να μιλάει ή να γράφει στο κινητό, να βαρυγκομάει να εξυπηρετήσει, να πειράζει τα κορίτσια. Πολλοί αστυνομικοί δεν ξέρουν να απευθυνθούν στον πολίτη, δεν ξέρουν να ντυθούν και να μιλήσουν στα δικαστήρια, δεν ξέρουν να κινηθούν με ευπρέπεια, σεβασμό και αυτοπεποίθηση.

Αυτό που είναι ασυγχώρητο όμως, πέρα από τη φυγοπονία, είναι η κουτοπόνηρη αντίληψη της αποφυγής ευθυνών. Μπορεί να είμαστε και η μόνη χώρα του πολιτισμένου κόσμου, όπου ο αστυνομικός, είτε για να έχει το ακαταλόγιστο είτε για να αποφύγει τα “μπλεξίματα”, αρνείται να φορέσει ή να δηλώσει τα διακριτικά του και συνεπώς και την ταυτότητα του - και αυτό γίνεται αποδεκτό, εδώ και πάρα πολλά χρόνια!

Είναι αυτή η μοναδική εικόνα της αστυνομίας; Φυσικά όχι. Υπάρχουν μονάδες όπου επικρατεί ο επαγγελματισμός, που ως συνήθως επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και όχι σε κάποιου είδους σύστημα. Υπάρχουν ευγενείς και μορφωμένοι νέοι άνθρωποι, που θέλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Υπάρχουν τομείς όπου το αστυνομικό έργο έχει εξαιρετικές επιδόσεις και επιτυχίες. Η ικανότητα όμως πνίγεται πολλές φορές στη συνολική ανεπάρκεια.

Οι λόγοι για την απογοητευτική εντύπωση είναι πολλοί: Η ανεπαρκής εκπαίδευση, η απουσία ευσυνειδησίας, οι συνολικές παθογένειες του δημοσίου και της πολιτικής μας ζωής, η αναξιοκρατία και ο κομματισμός, η δημοσιοϋπαλληλική κατρακύλα στην αντίληψη της πειθαρχίας και της σημασίας της αποστολής. Η αστυνομική βία και η διαφθορά δεν είναι φυσικά ελληνικά φαινόμενα. Ωστόσο, η ανατολίτικη κουτοπονηριά της “ζαρντινιέρας” δύσκολα γίνεται αποδεκτή σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Και τα όσα πέρασε η χώρα, από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και μετά, δείχνουν οτι μένουμε απελπιστικά πίσω.

Τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, τα φαινόμενα εντάθηκαν, με χειρότερο την εξάπλωση του ακροδεξιού θράσους και της φασιστικής νοοτροπίας. Η ανοιχτή υποστήριξη της Χρυσής Αυγής από μεγάλη μερίδα αστυνομικών αποτελεί όνειδος για μια σύγχρονη πολιτεία. Όταν φτάνουν, σύμφωνα με καταγγελίες, αστυνομικοί δόκιμοι να δηλώνουν ανοιχτά φασίστες που δεν υποχρεούνται να τηρούν τους νόμους, ενώ έχουν ταχθεί ακριβώς στην αποστολή της προάσπισης της νομιμότητας και της δημοκρατίας, το πράγμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όταν η ηγεσία της αστυνομίας δίνει στη δημοσιότητα, πειραγμένες με photoshop, φωτογραφίες ξυλοδαρμένων κατηγορουμένων (δεν έχει σημασία για ποιό έγκλημα) και υποστηρίζει σοβαρά οτι πρόκειται για το αποτέλεσμα συμπλοκής, τότε έχει χαθεί κάθε αίσθηση σύγχρονης δημοκρατικής λειτουργίας.

Το δυσκολότερο κομμάτι να ελεγχθεί είναι συνήθως οι μονάδες καταστολής. Εκεί, μέσα στη δίνη των διαδηλώσεων και των ταραχών, η αυθαιρεσία και η θρασυδειλία γιγαντώνονται. Πολλές φορές, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, μονάδες της λεγόμενης “αποκατάστασης της τάξης” έδιναν την εντύπωση οτι δρουν σαν συμμορίες μπράβων. Φορώντας πάντοτε την ελληνική σημαία φυσικά, λες και υπάρχει και άλλη αστυνομία στον ελλαδικό χώρο, μήπως και τους μπερδέψουμε…

Η ανεπάρκεια της αστυνομίας λάμπει πολλές φορές και στα πιο απλά: Ο τρoχονόμος μπορεί πολύ συχνά να επιδεινώνει, αντί να διευκολύνει την κίνηση. Η αστυνομικές διευθύνσεις κλείνουν ακόμα και κεντρικούς δρόμους, με παράταξη αστυνομικών λεωφορείων, “για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο”. Το οτι η Ηρώδου Αττικού είναι μονίμως κλειστή είναι ομολογία Κλουζώ για ένα σύγχρονο κράτος.

Οι εικόνες ψεκασμού των συνταξιούχων, ούτε πρωτόγνωρες είναι, ούτε αποκαλυπτικές. Τα χημικά είναι ο εύκολος τρόπος του ανεκπαίδευτου να αποφύγει τη σύγκρουση. Είναι η (αυτο)προστασία της αστυνομικής βίας και προχειρότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ “λούζεται” τώρα αυτά που κατήγγειλε λαϊκίστικα επί χρόνια, βαυκαλιζόμενος οτι η υπόθεση “δημοκρατική και επαγγελματική αστυνομία” είναι απλώς θέμα εντολής του εκάστοτε υπουργού.

Η βία όμως και ο αυταρχισμός, όταν καλλιεργούνται επί δεκαετίες, δεν ελέγχονται με εντολές. Η κυβέρνηση θερίζει ό,τι έσπειρε, ξεχνώντας φυσικά και εδώ το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που με τόση λύσσα πολέμησε. Όταν λιντσάρονταν πολιτικά πρόσωπα, ήταν καλά για την εξυπηρέτηση της “αντιμνημονιακής φούσκας”. Τώρα ενοχλούν οι φρουροί προστασίας δημοσίων προσώπων.

Η αστυνομία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα, δεν μπορεί να κινείται στο παραπλανητικό δίπολο “να τους κοιτάμε ή να τους δέρνουμε”. Οι δυνάμεις ασφαλείας οφείλουν να είναι σύγχρονες, εκπαιδευμένες, με υψηλό επαγγελματισμό, απαλλαγμένες κατά το δυνατόν από τη γραφειοκρατία. Να προλαβαίνουν, να σχεδιάζουν και να δρουν οργανωμένα. Να έχουν όλα τα μέσα στη διάθεση τους - κι όχι να τους λείπει το προσωπικό, τα καύσιμα και το χαρτί υγείας. Χωρίς “put the cot down” αξιωματικούς. Κάτι που απαιτεί πάρα πολλή και συστηματική δουλειά και που θυμίζει οτι ο σοβαρότερος πατριωτισμός είναι όχι ο εθνικισμός, αλλά ο εκσυγχρονισμός και η ισχυρή οικονομία.

Όχι για χάρη “του νόμου και της τάξης”, ούτε για χάρη “του λαού, που δεν πρέπει να τον χτυπάμε”. Αλλά για χάρη της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αυθαιρεσίας, για χάρη της τήρησης των κοινών κανόνων και της εύρυθμης λειτουργίας της οργανωμένης κοινωνίας. Για χάρη της πεμπτουσίας της δημοκρατίας, δηλαδή.











Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι του Screenhunter (6/12/14), τα σκίτσα του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.youtube.com

Το post συνοδεύεται από το "I Feel Love", του Γάλλου Hector Zazou.

buzz it!

21.9.16

Όχι στις ίσες αποστάσεις...


Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη συζήτηση έχει ανοίξει μεταξύ άλλων ο νομπελίστας Paul Krugman, με αφορμή την υποψηφιότητα του λαϊκιστή, ρατσιστή και ξενόφοβου Donald Trump. Ο κατά τεκμήριο προοδευτικός οικονομολόγος επισημαίνει οτι είναι ανεύθυνη η δημοσιογραφία που κρατάει “ίσες αποστάσεις” (αυτό που αποκαλεί “bothsidesism”) από τις δύο πλευρές που αντιμάχονται σε ένα πεδίο, ανεξαρτήτως της ποιότητας, της αλήθειας ή της εντιμότητας των απόψεων τους. Και εξηγείται: Προκειμένου να μεταχειριστεί “ισότιμα” τα δύο στρατόπεδα των αμερικανικών εκλογών, ο Τύπος πολλές φορές αφιερώνει ίσο χρόνο ή χώρο στην παρουσίαση αρνητικών χαρακτηριστικών. Μόνο που έτσι, πολλές φορές, ειδικά το τελευταίο διάστημα, τα πταίσματα εξισώνονται με τα κακουργήματα.

Είτε πρόκειται για την Αμερική του Trump, τη Βρετανία του Brexit ή την Ελλάδα των μνημονίων, αυτό που παρατηρεί κανείς τα τελευταία χρόνια είναι η εξάπλωση του λαϊκίστικου λόγου, αυτού που χαϊδεύει αυτιά, αραδιάζει ασύστολα ψεύδη και υπόσχεται αφειδώς “αυταπάτες”, με πύρινους λόγους ενάντια στο “σύστημα”. Και το πρώτο πράγμα που επιχειρεί αυτός ο λαϊκίστικος λόγος είναι να επιβληθεί ως ισότιμος με όποια προηγούμενη ανάλυση, αποδομώντας την ως “συστημική”. Το μαύρο γίνεται με ευκολία άσπρο, ώστε να δημιουργηθεί πολλές φορές ένα δήθεν επιχείρημα, απέναντι στην “κατεστημένη σκέψη”. Γι αυτό και η προσπάθεια να λογίζονται ως mainstream και αποδεκτά, τα πλέον ανυπόληπτα μέσα και οι πιο ασήμαντες υπογραφές.

Προφανώς και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες δεν αφήνει κανέναν ευχαριστημένο, εκτός από τους πολύ πλούσιους. Προφανώς και η ευρωπαϊκή πορεία δεν είναι αυτοί που θα ήθελαν οι περισσότεροι πολίτες της (πρωτίστως γιατί βιάστηκε να ακολουθήσει τη διεύρυνση χωρίς την ομοσπονδιακή εμβάθυνση) - οι “κοιλιές” όμως της ιστορίας είναι κι αυτές μέσα στη ζωή και δεν θα πρέπει να μας αποκαρδιώνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και βεβαίως, στη μεταπολιτευτική πορεία της, η Ελλάδα κλώτσησε την “καρδάρα με το γάλα” της ευρωπαϊκής βοήθειας και αντί να φτιάξει τις υποδομές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, σπατάλησε χρόνο και πόρους, παραμένοντας και στην τροχιά της βαλκανικής υπανάπτυξης. Αλλά η διόρθωση δεν είναι αυτή που προτείνει ο λαϊκισμός.

Έτσι και στη χώρα μας, η μη επαγγελματική μας δημοσιογραφία και ειδικά το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με τα χιλιάδες ελαττώματα τους, έδωσαν την ευκαιρία σε κάθε λογής “εναλλακτική” και “αντικαθεστωτική” δημοσιογραφία να ανθίσει, διεκδικώντας μια ισότιμη θέση στο δημόσιο χώρο. Μόνο που ως συνήθως συμβαίνει με τον λαϊκισμό ή την “επανάσταση εξ επαγγέλματος”, το επίπεδο, η συνέπεια και η εντιμότητα ήταν πολλές φορές χειρότερα. Μαζί με τους ανεγκέφαλους φανατικούς στα social media και τα διάφορα (πληρωμένα ή μη) troll, δημιούργησαν ένα νέο εφιαλτικό τοπίο, που τροφοδότησε την αντιμνημονιακή φούσκα. Όλες οι αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος πακεταρίστηκαν στον απαξιωτικό όρο “φιλελέ” και θεωρήθηκαν εχθρικές, στο νέο αυτό διχασμό που καλλιεργήθηκε.

Ακόμα κι όταν η λαϊκίστικη ρητορεία συγκρούστηκε ευθέως με τον ορθό λόγο ή την πραγματικότητα και συνετρίβη, συνέχισε να επιμένει, διεκδικώντας την ισότιμη αντιμετώπιση από τους νοήμονες πολίτες. Για ιστορικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, στην Ελλάδα, όσο πιο αιθεροβάμων είναι μια αντίληψη, τόσο πιο “έντιμη” θεωρείται. Μόνο που οι αμετανόητοι απατεώνες της πολιτικής μας ζωής είναι πρωτίστως όσοι, για να διατηρήσουν το “μαγαζάκι” τους, υπόσχονται ανεφάρμοστους παραδείσους. Στη χώρα της ανέξοδης μαγκιάς, υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να διαβεβαιώνουν για τη διατήρηση του βιοτικού μας επιπέδου στο υπάρχον παγκόσμιο οικονομικό σύστημα “χωρίς μνημόνια και ευρώ” ή υπόσχονται δισεκατομμύρια από Κινέζους, Ρώσους και αποζημιώσεις, που δήθεν θα απαιτήσουμε, ακόμα και για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της διεκδίκησης ισότιμης θέσης στο δημόσιο διάλογο, όσο παράλογη κι αν ήταν η άποψη, είναι η περίπτωση του “Όχι” στο περσινό δημοψήφισμα. Μετά από την παρελκυστική καθυστέρηση μηνών, με το υπάρχον τότε πρόγραμμα βοήθειας να τελειώνει, η κατάληξη ήταν το (γνωστό και προβλεπόμενο) κλείσιμο της στρόφιγγας και η ανήκεστος βλάβη στην ελληνική οικονομία. Το δημοψήφισμα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα, ήταν το κερασάκι σε μια απόπειρα πολιτικής χειραγώγησης, που δεν είχε τίποτα το δημοκρατικό και ξέφευγε πέρα από κάθε οικονομική και πολιτική λογική, για όποιον γνώριζε στοιχειωδώς πώς λειτουργεί ο πλανήτης.

Προφανώς και τα ελληνικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα ήταν υποχρεωμένα να παρουσιάσουν και τις δύο απόψεις. Και προφανώς και έπρεπε να ελεγχθούν αρμοδίως (από το ΕΣΡ - κι όχι οι δημοσιογράφοι από την ΕΣΗΕΑ, που παρατηρούσε μέχρι τότε αδιάφορη δεκαετίες κιτρινισμού) για όποιους παραπλανητικούς ισχυρισμούς ή αλλοιώσεις της αλήθειας επιχείρησαν. Αλλά δυστυχώς, η υπόθεση πήγε στο άλλο άκρο. Δημοσιογράφοι κατηγορήθηκαν για “μονομέρεια”, σε μια προδήλως μονομερή παραπομπή, αφού δεν επιχειρήθηκε ούτε κατά διάνοια να ελεγχθούν όσοι προπαγάνδιζαν ανερυθρίαστα, από την άλλη πλευρά, την απάτη και τη χειραγώγηση.

Διότι η πλευρά του “Όχι” υποστήριζε ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει ποτέ, καθώς ήταν οι ολιγωρίες και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης που το προκάλεσαν. Επιπλέον, επρόκειτο περί ενός παραπλανητικού ερωτήματος, για ένα κείμενο που είχε ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι. Και κυρίως, υποστηριζόταν με θέρμη οτι με το “Όχι” η διαπραγματευτική μας ισχύς θα δυνάμωνε, ότι οι τράπεζες δεν θα έκλειναν, ενώ θα ήταν και δυνατό να διατηρήσουμε το ευρώ και το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο, χωρίς δυνατότητα δανεισμού και χωρίς πρόγραμμα βοήθειας από την τρόϊκα. Ήταν ακριβώς στην ίδια γραμμή, με τα παλαιότερα “θα παίζουμε νταούλια για να χορέψουν οι αγορές”, “θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα άρθρο”, “δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να μην αποδεχθούν την πρόταση μας”. Ο νέος εχθρός μάλιστα ονομάστηκε ”μενουμευρωπαίοι".

Όλα αυτά κατέρευσαν με την απροσχημάτιστη τούμπα της κυβέρνησης, όταν σε δύο μόλις μέρες το “Όχι” έγινε ένα μεγαλοπρεπές “Ναι”, με τη σύναψη ενός νέου μνημονίου, μπροστά στο ενδεχόμενο της αβύσσου (κάτι ανάλογο έγινε με την παραίτηση των ηγετών του Brexit ένα χρόνο μετά). Ακόμα και τότε όμως, η αντιμνημονιακή ρητορική επέμενε οτι η δημοσιογραφία έπρεπε να αντιμετωπίζει ισότιμα τις δύο απόψεις. Να τις παρουσιάσει, ναι. Να τις εξισώσει ως σοβαρές, έντιμες και ειλικρινείς και τις δύο, όχι.


Δεν έπρεπε η δημοσιογραφία να αξιολογήσει; Δεν έπρεπε να υπηρετήσει πάνω από όλα (και από την “αντικειμενικότητα”) την αλήθεια; Δεν έπρεπε να προειδοποιήσει για το άλμα στο κενό, την κοροϊδία και κυρίως την καταστροφή; Δεν έπρεπε να πάρει θέση και να επικρίνει την πλευρά που θεωρούσε παρελκυστική; Και, ανεξαρτήτως των συμφερόντων που είχαν οι ιδιοκτήτες των καναλιών, ποιός έκανε περισσότερη προπαγάνδα, διαστρέφοντας την πραγματικότητα;

Και για όσους επιμένουν στην μετρημένη με ακρίβεια ισομέρεια σε κάθε πολιτική διαμάχη ή δημοψήφισμα, ας το εξετάσουμε και από την (πραγματικά) προοδευτική οπτική: Πώς αντιμετωπίζουμε δημοσιογραφικά το δράμα των Παλαιστινίων, σε σχέση με τις θέσεις των Ισραηλινών κυβερνήσεων; Ψυχρά και με “ίσες αποστάσεις”; Και γιατί στο τραπέζι του διαλόγου να είναι ισότιμες οι θέσεις όσων επικροτούν την εισβολή στην Κύπρο, έναντι όσων την καταδικάζουν;

Το ίδιο βάρος θα δώσουμε στις απόψεις του Donald Trump, του Nigel Farage, του Boris Johnson και της Marine Le Pen έναντι των αντιπάλων τους - όσο και ανυπόληπτες προσωπικότητες να είναι; Ή μήπως πρέπει η δημοσιογραφία να υποκύπτει στα θηριώδη ποσοστά δημοφιλίας καθεστώτων με ολοκληρωτικές τάσεις, όπως του Πούτιν ή του Ερντογάν; Πώς έπρεπε να αντιμετωπίζει ο γερμανικός και ο διεθνής τύπος την άνοδο του ναζισμού και πώς την επάνοδο του; Και τι θα γίνει αν μεθαύριο, σε ένα πιο καταστροφικό δημοψήφισμα, η μία απόψη εκφράζει το δημοκρατικό τόξο και η άλλη τους χρυσαυγίτες; Κι εκεί “ίση μεταχείριση”;

Η εμπειρία του περσινού καλοκαιριού εξηγεί εν πολλοίς και τις εξελίξεις στο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, τις προσπάθειες χειραγώγησης και την ιδεοληπτική αντίληψη περί κατεστημένων απόψεων και μέσων. H κυβέρνηση ήθελε να σπάσει αυτό που βλέπει ως “εχθρικό καρτέλ της ενημέρωσης”, ανεξαρτήτως του αν εκείνο το βράδυ επιθυμούσε το “Ναι” ή όχι, όπως λένε κάποιες αναλύσεις. Η επιταγή του Συντάγματος χρησιμοποιείται υποκριτικά για να υποκρύψει πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και για το “ξέπλυμα” προσωπικοτήτων, αριστερά και δεξιά στο πολιτικό φάσμα, που θα έπρεπε να είναι στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Χρήσιμο όμως είναι να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, θυμίζοντας τα αυτονόητα:

Καθεστωτική είναι μια αντίληψη, όταν συντάσσεται με την (εκτελεστική κυρίως) εξουσία, όχι όταν είναι απέναντι της. Κύριος ρόλος των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι να ελέγχουν και να επικρίνουν την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή να είναι κατ’ αρχήν καχύποπτοι και αντιπολιτευόμενοι. Κάθε δημοσιογράφος έχει δικαίωμα στην άποψη του και μόνον στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ή του δελτίου ειδήσεων είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζει τις αντίθετες απόψεις, όχι απαραίτητα με το ίδιο βάρος. Σε κανένα ενημερωτικό προϊόν, είτε πρόκειται για ιδιωτικό έντυπο είτε για δημόσια συχνότητα, ο δημοσιογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να είναι “ισοβαρής” απέναντι στις αντικρουόμενες απόψεις - υπάρχουν δεκάδες άρθρα και εκπομπές και κάθε μέσο μπορεί να φτιάχνει τις ισορροπίες του.

Τελευταίο και κυριότερο, “αντικειμενικότητα” στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει, με απόλυτους όρους. Ακόμα και το τι είναι είδηση, εξαρτάται από το σύστημα αξιών του καθενός. Η δημοσιογραφία είναι μεταφορά του γεγονότος και της αλήθειας, αλλά και παραλλήλως είναι ερμηνεία της πληροφορίας, άρα άποψη. Το πόσο ψύχραιμο και αμερόληπτο είναι ένα μέσο, μια εκπομπή, ένα άρθρο ή ένας δημοσιογράφος το κρίνει πρωτίστως το κοινό - και δευτερευόντως, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης δεοντολογίας, το συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο έχει επιλέξει να συμμετάσχει. Σε καμμία περίπτωση όμως η εκτελεστική εξουσία.










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι εξώφυλλο του Economist & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.redmp3.su

Το post συνοδεύεται από το "This Love Is Here To Stay", του Νορβηγού Thomas Dybdahl.

buzz it!

6.9.16

Η δημοπρασία του ράντζου

Αρχές δεκαετίας του ’90, δύο μέτοχοι τηλεοπτικού καναλιού, που δεν ζουν πια, παρακολουθούν στο σπίτι του πρώτου, την εκπομπή ενός από τα πουλέν τους: Πρόκειται για την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη, όπως διαφημίζεται, του πατριάρχη του σκυλάδικου τραγουδιού στη χώρα. Ο νεαρός τότε δημοσιογράφος, που στην ίδια καρέκλα βάζει υπουργούς και αρχηγούς κομμάτων, αντιμετωπίζει τον καλεσμένο του με ανυπόκριτο δέος και θαυμασμό, ωσάν να επρόκειτο για τον Ουμπέρτο Έκο και τη Μαρία Κάλλας μαζί. Οι δύο ιδιοκτήτες αναφωνούν: “Έχουμε τον καλύτερο”. Στις αντιρρήσεις της ομήγυρης, απαντούν το γνωστό “μα αυτά θέλει ο κόσμος”. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι και η δική τους αισθητική, στα δικά του μπουζούκια πάνε, όταν θέλουν να διασκεδάσουν…

Κάπως έτσι χτίστηκε το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο στη χώρα. Χωρίς προδιαγραφές, χωρίς επαγγελματισμό, χωρίς καλλιέργεια, χωρίς ποιότητα - κι όταν λέμε ποιότητα, δεν εννοούμε εκπομπές για το ναρκισσισμό ή την μιζέρια μιας ισχνής μειοψηφίας. Κι όμως, τα πρώτα χρόνια, η ιδιωτική τηλεόραση όχι μόνον άνοιξε τους ορίζοντες της ενημέρωσης κόντρα στο κρατικό μονοπώλιο, αλλά κατάφερε και να είναι αξιοπρεπής: Τόσο τα (ημίωρα αρχικά) δελτία ειδήσεων, όσο και πολλές ελληνικές και ξένες εκπομπές και σειρές πέτυχαν, για μια δεκαετία περίπου, τη χρυσή τομή μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού. Άλλωστε, το μέσο δεν προσφέρεται για περισσότερο βάθος.

Μετά είναι που χάθηκε η μπάλα. Lifestyle και “καφενειακά” δελτία ειδήσεων, σωρεία σαχλών σειρών, ατάλαντη σάτιρα, αφόρητα ρηχά reality & talent show, εξίσου καθυστερημένα πρωινάδικα και κουτσομπολίστικες εκπομπές, που ζούσαν από τα πλάνα των άλλων, σαν φτηνιάρικα βαμπίρ. Και μέσα σε όλα αυτά σπατάλες, σκάνδαλα, έλλειψη δεοντολογίας, άγνοια του μέσου. Μόνο μερικές ενημερωτικές εκπομπές ή ξένες σειρές και ταινίες, σε έκαναν να αισθάνεσαι ασφαλής.

Το τηλεοπτικό τοπίο στην Ελλάδα συνεχώς έρεπε προς την κυριολεκτική και μεταφορική φτήνεια. Με ευθύνη και του κοινού, διαμόρφωνε και διαμορφωνόταν - τα “σαραντάρια” της θεαματικότητας δεν πήγαιναν ποτέ βεβαίως στα ποιοτικά προγράμματα. Το νοήμον κοινό εγκατέλειπε την τηλεόραση, οι νεότεροι στράφηκαν μαζικά προς το ίντερνετ, η κρίση ήρθε να συρρικνώσει τη διαφημιστική πίτα στο 25% των παλιών ένδοξων ημερών. Τα τελεμάρκετινγκ ήταν πια εδώ, ακόμα και στις πιο ακριβές διαφημιστικές ζώνες.

Και η πιο απροκάλυπτη αποστασιοποίηση από τον επαγγελματισμό: αφόρητη προσπάθεια χειραγώγησης, καρτέλ στον κιτρινισμό, επιδίωξη του καυγά αντί της ουσιαστικής συζήτησης, απλοϊκή ανάγνωση της πραγματικότητας, άθλια ελληνικά, λαϊκισμός και κολακεία του “κοσμάκη”. Ολόκληρη σχολή παρουσίασης με γουρλωμένα μάτια και τρομολαγνικά κλισέ. Εκφωνήσεις και stand-up με οσκαρικές αναζητήσεις τετάρτης κατηγορίας. Ρεπορτάζ για την κοινωνική δράση του μεγαλομετόχου, που είναι “τόοοοσο φιλάνθρωπος”. Και άδειες που άλλαζαν χέρια, σε ένα κλειστό γαϊτανάκι μιας φούσκας εκατομμυρίων ευρώ.

“Το επίπεδο του πολιτικού βίου μιας χώρας διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό λόγο”, μου είπε κάποτε, προσκεκλημένος σε εκπομπή, καθηγητής πολιτικών επιστημών σε μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Αμφιβάλλει κανείς οτι η ιδιωτική τηλεόραση έχει συμβάλει, σε μέγιστο βαθμό, στην ανάδειξη ενός πολιτικού προσωπικού και μιας ατζέντας, που μας απογοητεύει καθημερινά;

Όλοι έτσι ήταν λοιπόν στα ελληνικά ΜΜΕ; Όχι, υπήρχαν αρκετές εξαιρέσεις. Νησίδες επαγγελματιών που δούλευαν αθόρυβα, καλοφτιαγμένα δελτία ειδήσεων, εκπομπές ντοκιμαντέρ και έρευνας που ήταν αριστουργήματα, συναρπαστικές στιγμές συζητήσεων και μεταδόσεων: Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που θέλει πολλά λεφτά για να ζήσει, αλλά δεν έχει πεθάνει ακόμα. Ήθελε πράγματι θεσμική τακτοποίηση. Αλλά οι εγκληματικές αμέλειες των προηγούμενων δεν δικαιολογούν να πηγαίνεις στο χειρότερο, επιχειρώντας να κερδίσεις από τον συμψηφισμό.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς, οτι το πρώτο πράγμα που θα ενδιέφερε μια κυβέρνηση που επαγγέλλεται αριστερές αξίες, θα ήταν να εξυγιάνει το τηλεοπτικό τοπίο, προσπαθώντας να διασφαλίσει την ποιότητα και τον επαγγελματισμό (μαζί με τις θέσεις εργασίας), σε δύσκολους καιρούς - κλείνοντας βεβαίως την πόρτα στον υπόκοσμο. Και φυσικά να ενισχύσει την πολυφωνία, εξισορροπώντας το τηλεοπτικό τοπίο, με ακόμα περισσότερες αντιλήψεις και οπτικές.

Αντιθέτως, μάλλον ήθελε αποκλειστικά να φιμώσει και να παραμυθιάσει. Στην αρχή, οτι ένα αμφιβόλου κύρους Ινστιτούτο της Φλωρεντίας απεφάνθη (μετά από στοιχεία που άντλησε από την ίδια την κυβέρνηση!) υπέρ της ύπαρξης μόνο 4 πανελλαδικής εμβέλειας καναλιών, όταν η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, που χωράει αναρίθμητες επιλογές.

Στη συνέχεια, οτι κίνητρο της ήταν η προσαρμογή στη συρρίκνωση της διαφημιστικής πίτας, λες και σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δικαιούται η κυβέρνηση να υποκαθιστά τις λειτουργίες (μιας υγιούς, χωρίς θαλασσοδάνεια) αγοράς. Ταυτοχρόνως δε, προσπάθησε να πείσει οτι είναι δυνατόν να είναι ειλικρινής η εκτελεστική εξουσία που επιθυμεί να διανείμει η ίδια τις άδειες, χωρίς τη συνταγματική υποχρέωση να παρεμβάλλεται ανεξάρτητη αρχή. Η προσπάθεια ανατροπής και χειραγώγησης ενός αντιπολιτευτικού τηλεοπτικού τοπίου ήταν προφανής: Ας προλάβουμε να αλλάξουμε προσωρινά τα πράγματα και μετά βλέπουμε…

Αντί λοιπόν να αναθέσει στο ΕΣΡ να ετοιμάσει προδιαγραφές προγράμματος και ποιότητας, εύλογο τίμημα για κάθε άδεια και διαδικασία με εκ των προτέρων γνωστό τον πλήρη χάρτη των υπό προκήρυξη πανελλαδικών, θεματικών και περιφερειακών αδειών, άρχισαν τα “βλέποντας και κάνοντας” και οι παλινωδίες με την 5η άδεια και τις θεματικές. Το παιχνίδι δεν ήταν καθαρό και άλλη ήταν η στόχευση. Χαρακτηριστική είναι η επίκληση του ΕΣΡ, κατόπιν εορτής.

Έτσι φτάσαμε σε μια τραγελαφική και εκβιαστική ριάλιτι διαδικασία, που μόνο στόχο είχε να ταπεινώσει τους συμμετέχοντες και να ταίσει σανό το πρόθυμο ακροατήριο. Με πλήρη αδιαφάνεια επί 4 ημέρες, η “δημοπρασία του ράντζου” ήταν φτιαγμένη για καζίνο σε κάποια μπανανία - πουθενά στον αναπτυγμένο κόσμο δεν έχει ξαναγίνει. Και μόνο το “καψώνι” να αφήσεις μερικές δεκάδες εκπροσώπους επιχειρήσεων και μέλη επιτροπής άπλυτους τόσα 24ωρα, δείχνει την απόσταση της σκέψης αυτής της κυβέρνησης από το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Είχε προηγηθεί η ανερυθρίαστη δήλωση του αρμόδιου υπουργού οτι “το μόνο που χωρίζει τους επιχειρηματίες από την απόκτηση άδειας είναι το πορτοφόλι τους”. Λες και το κράτος εκποιούσε τίποτα παλιοσίδερα από τις αποθήκες του, σε καλή τιμή. Χωρίς καμία ποιοτική προδιαγραφή, χωρίς να ενδιαφέρει αν έτσι θα είναι πιο εύκολο να αποκτηθεί η άδεια από κάποιον που θέλει να ξεπλύνει μαύρο χρήμα, όπως ένας έμπορος ναρκωτικών. Τα “βοθροκάναλα”, κατά την υποκριτική ρήση του άλλου, απολωλότος υπουργού, είναι εντάξει, εφόσον είναι δικά μας…

Ο σκοπός της προκήρυξης ραδιοτηλεοπτικών αδειών δεν είναι η συγκέντρωση χρημάτων, αλλά η τακτοποίηση του τοπίου, με βάση αρχές και κανόνες, προς όφελος του δημοσίου διαλόγου και της ψυχαγωγικής (με την πλήρη έννοια της λέξης) αποστολής των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Αν η κυβέρνηση ήταν ειλικρινής, θα είχε επιδιώξει τη συναίνεση, θα είχε προκηρύξει άδειες μέσω ΕΣΡ με σταθερό ή μεταβλητό τίμημα (και όχι βέβαια 3 εκατομμύρια που υπαινίχθηκε ως εναλλακτική ο κύριος Τσίπρας στο Κιάτο) και θα είχε ανοίξει προς όλους το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, μειώνοντας της επιρροή της “διαπλοκής” και κερδίζοντας περισσότερα χρήματα, για τα ταμεία του κράτους.

Τώρα διαφημίζει πανηγυρίζοντας, ως άλλος Ρομπέν, οτι θα διανείμει στις ευπαθείς ομάδες λεφτά που θα λάβει τμηματικά και που είναι εγγεγραμμένα στο μνημόνιο - αν βεβαίως καταφέρει να τα εισπράξει, μετά τους ελέγχους “πόθεν έσχες” και αφού παρέσυρε τους συμμετέχοντες σε πονταρίσματα τόσο υψηλά, που είναι αμφίβολο αν θα επιτρέψουν τη βιωσιμότητα κάποιων καναλιών. Και βεβαίως, με κίνδυνο η άκρως αμφιλεγόμενη αυτή διαδικασία να ανατραπεί από το ΣτΕ, τα ευρωπαϊκά όργανα ή την επόμενη κυβέρνηση. Και τότε, τι θα πει η πολιτεία σε κάποιον που εκταμίευσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ;

Και ποιός θα πληρώσει το “μάρμαρο”; Προφανώς οι εκατοντάδες εργαζόμενοι, που όσες συγχωνεύσεις και αν γίνουν, θα μείνουν στο δρόμο ή θα δουλεύουν με πολύ λιγότερα, εις βάρος της αξίας και της αξιολόγησης των καλύτερων (κόντρα σε όσα ισχυρίζεται σε non paper το Μαξίμου, τα κανάλια που δεν πήραν άδεια, δεν μπορούν να αντέξουν διαφημιστικά χωρίς τη συμμετοχή στο μπουκέτο της Digea, με τόσους δημοσιογράφους και τεχνικούς). Και φυσικά οι τηλεθεατές και το επίπεδο της αισθητικής και του πολιτικού λόγου στη χώρα, γιατί το μέσο θα γίνει ακόμα πιο φτηνό.

“Καλά κάνανε και τα σκάσανε οι διαπλεκόμενοι” ακούγεται συχνά, στη καθημερινή καφενειακή ανάλυση γύρω μας. Ποιοί ακριβώς; Η κυβέρνηση δεν πήρε φράγκο από τα συγκροτήματα των κυρίων Μπόμπολα, Ψυχάρη και Βαρδινογιάννη, που κατηγορούσε τόσα χρόνια. Κανένα από τα υπάρχοντα κανάλια που εξασφάλισε άδεια δεν είναι ιδιοκτησίας προμηθευτών του δημοσίου - αντιθέτως, προστέθηκαν νέοι εργολάβοι. “Τουλάχιστον αυτοί προσπάθησαν”, είμαι βέβαιος οτι θα ακούσουμε στο τέλος. Όχι δεν προσπάθησαν, τη δική τους διαπλοκή ήθελαν να φτιάξουν, εκτρέποντας την προσοχή από τα δύσκολα, με ένα λαϊκίστικο αφήγημα.

Μόνο που τα κανάλια δεν τα κλείνεις, τα ωθείς σε εκσυγχρονισμό και σε λειτουργία με κανόνες. Μόνον ολοκληρωτικά καθεστώτα και οι μιμητές τους επιχειρούν να κλείσουν ή να περιορίσουν αντίπαλα ή ενοχλητικά ΜΜΕ. Το αν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν την κυβέρνηση Σαμαρά που έκλεισε με επαρχιακό αυταρχισμό της δεκαετίας του ’50 την ΕΡΤ και ρίξουν (με λίγο πιο κουτοπόνηρο τρόπο) “μαύρο” σε 3-4 τηλεοπτικούς σταθμούς, θα το δείξει το άμεσο μέλλον. Υπάρχουν ακόμα πολλά επεισόδια στο κακοστημένο αυτό σίριαλ…












Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το σκίτσο είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη από την www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο από το www.genius.com

Το post συνοδεύεται από το "Lost On You", της Αμερικανίδας Laura Pergolizzi.

buzz it!

1.9.16

“Δρόμοι ζωής” ενός εκσυγχρονιστή ηγέτη

Το 1996 είχα τσακωθεί με όλους τους πολιτικούς συντάκτες που γνώριζα: Επέμεναν οτι ο Άκης Τσοχατζόπουλος έχει τον μηχανισμό και τα “κουκιά” ώστε να εκλεγεί. Εγώ επέμενα οτι η κοινωνία και το κόμμα θα πίεζαν, ώστε να επιβληθεί η δουλειά και η σοβαρότητα, μετά την παρακμή, που χαρακτήρισε τους τελευταίους μήνες της ζωής του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Συνάντησα τον Κώστα Σημίτη δύο χρόνια μετά, στην καθιερωμένη δεξίωση στο Μαξίμου για τους εκπροσώπους του τύπου. Από κοντά αυτός ο συνεσταλμένος, αλλά αυστηρός, πολλές φορές, πολιτικός σου έδινε την εντύπωση οτι ζούσε σε έναν δικό του, παράλληλο κόσμο. Λίγους μήνες αργότερα, μου προκάλεσε το μεγαλύτερο καρδιοχτύπι πάνω στη δουλειά: Μετέφραζα απευθείας για την ΕΡΤ, όταν ανέβηκε στο βήμα της πανηγυρικής 50ής Συνόδου του ΝΑΤΟ, στη σκιά των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία - και αντί να εκφωνήσει ένα τυπικό δίλεπτο, όπως όλοι οι ηγέτες, άρχισε να αφηγείται μια παραβολή, από το σκηνικό του εμφυλίου στην Ελλάδα. Για αρκετά δευτερόλεπτα, κανείς δεν καταλάβαινε “πού το πήγαινε”.

Και μάλλον πολλές φορές, πολλοί δεν καταλάβαιναν “πού το πήγαινε”, αυτός ο “επίμονος κηπουρός” της πολιτικής. Όχι γιατί δεν ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Αλλά μάλλον γιατί δεν δεχόταν οτι η πολιτική είναι φανφάρες στο μπαλκόνι και στο στούντιο, παρέκκλιση δηλαδή από δημοκρατικές αρχές, προγράμματα, σχέδια, ουσία, πολιτικές. Ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ με αταλάντευτη αφοσίωση, αλλά ποτέ με ομαδοποιήσεις, ο “καθηγητής που έβαζε βόμβες”, μπορούσε να είναι μειλίχιος και να ακούει τους πάντες, αλλά να μη δέχεται και μύγα στο σπαθί του. Η προγραμματική αντίθεση και η παραίτηση ήταν τα πιο συχνά του όπλα - και δεν ήταν μικροπολιτικοί ελιγμοί. 

Όλα αυτά τα αφηγείται στην πολιτική αυτοβιογραφία του, με τίτλο “Δρόμοι Ζωής”, λίγο πριν κλείσει τα 80 του χρόνια. Οι καταβολές του και τα θραύσματα προσωπικής ζωής που παραθέτει, από τα νιάτα του εως την εκλογή του στην πρωθυπουργία της χώρας και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, το 1996, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του βιβλίου. Γιατί βοηθούν να εξηγηθεί ο χαρακτήρας, η κοσμοθεωρία και η συνεπακόλουθη πράξη. 

Η αφήγηση του είναι γραμμική, απλή, κατανοητή, εξαντλητική μερικές φορές - και σίγουρα αποστασιοποιημένη, χωρίς εμπάθειες. Είναι σαφές οτι ο Κώστας Σημίτης θέλει να γράψει την ιστορία, όπως εκείνος την προσλαμβάνει. Να εξηγήσει, ενδεχομένως σε συνοδοιπόρους του, κάποιες από τις κινήσεις της πολυκύμαντης πολιτικής του διαδρομής. Να περιγράψει στους σημερινούς αναγνώστες πώς ήταν η Ελλάδα και πώς άλλαξε. Να βοηθήσει να βρούμε το δρόμο μας ως κοινωνία. Δεν γράφει μυθιστόρημα, αφήνει παρακαταθήκες. 

Ο Κώστας Σημίτης υπερασπίζεται τις επιλογές του με πάθος, αλλά μοιάζει πολλές φορές και να απολογείται στον ιστορικό του μέλλοντος: Ναι μεν η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 υποκατέστησε ένα τρικοσμικό και εμφυλιακό κράτος της δεξιάς, που χαρακτηρίστηκε από διώξεις και αδικίες, αλλά δεν θέλησε να επιβάλει έναν μηχανισμό αξιοκρατίας, ώστε οι ανισότητες να μην αντικατασταθούν από ισοπεδωτική επικράτηση της μετριότητας. Χαρακτηριστικό είναι ένα από τα πολλά επεισόδια που διηγείται:

[Υπουργός και μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου υποστήριζε, εκείνη την εποχή, οτι δεν θα έπρεπε να απαιτείται η γνώση ξένης γλώσσας από τους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους της Διπλωματικής Υπηρεσίας! Η απαίτηση των δύο γλωσσών ευνοούσε, κατά την άποψη του, τα παιδιά των μεγαλοαστών. Θεωρούσε λοιπόν σημαντικότερο ζήτημα την κατάργηση των προσόντων, εν ονόματι της ισότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, επιδίωκε να διευρύνει τον κύκλο των εξυπηρετήσεων τις οποίες θα μπορούσε να παρέχει].

Ο Κώστας Σημίτης στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τον συντεχνιασμό και τον πελατειασμό, τον οπαδικό ανταγωνισμό και την εχθρότητα, το “συντηρητικό βαθύ” όπως το αποκαλεί. Διαβάζοντας τον, περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όλες οι παθογένειες της Ελλάδας, όλη η υστέρηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Έμβλημα του ήταν το σύστημα, με την έννοια που έπρεπε να αναζητά η Ελλάδα: Αυτήν του συστηματικού πολιτικού άνδρα- και όχι του “συστημικού”, όπως αρέσκεται να αφορίζει η καφενειακή μας επιπολαιότητα. 

Ευρωπαϊστής από την έναρξη της πορείας του, ακόμα κι όταν ηχούσαν τα λαϊκίστικα συνθήματα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” και “να φύγουν οι βάσεις του θανάτου” (που έφυγαν από μόνες τους, αφού είχε υπογραφεί μια ακόμα παράταση της συμφωνίας παραμονής τους), επεδίωξε πάντοτε την αναβάθμιση της χώρας, μέσα από την ευρωπαϊκή συνεργασία. Πάντοτε “αντάρτης”, από την εποχή του ομίλου Παπαναστασίου και της “Δημοκρατικής Άμυνας”, κατηγορήθηκε συχνά ως “σοσιαλδημοκράτης” και “δεξιός”, εν μέσω πομφολύγων του “τριτοδρομικού” ΠΑΣΟΚ. 

Κατήγγειλε πάντοτε το παλαιοκομματικό σύστημα, που αδιαφορούσε για τις γενικότερες πολιτικές και φρόντιζε μόνο να επιλύει τα τοπικά προβλήματα. Βλέποντας μπροστά, τάχθηκε από πολύ νωρίς κατά του σταυρού προτίμησης, που δημιουργεί εμφύλιο ανταγωνισμό στον εκλογικό αγώνα. Στάθηκε, με κόστος, απέναντι τον αρχηγισμό (και τον εθνικισμό) του Αντρέα και του ΠΑΣΟΚ που εκπροσωπήθηκε από τον Κουτσόγιωργα και τον Τσοχατζόπουλο μέχρι τη Δήμητρα Λιάνη και τον Χρήστο Παπουτσή. Και κυρίως στάθηκε απέναντι στο χυδαίο φαινόμενο του αυριανισμού. 

Το επίτευγμα του διαγράφεται ανάγλυφο: Πιστεύοντας στις αξίες και στα προσόντα, ο Κώστας Σημίτης φαίνεται να έχει φτιαχτεί από το σπάνιο εκείνο μέταλλο των ανθρώπων, που δεν δέχονται να αποκλειστούν από πουθενά. Δεν χαρίζει την εξουσία και την πρόσβαση σε αυτήν, ούτε στα “τζάκια” και στους μεγαλοαστούς που είχαν το κοινωνικό προβάδισμα, αλλά ούτε και στους “λαϊκούς εκφραστές και αγωνιστές”, που χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά αιτήματα, για να φτιάξουν καριέρες. Το αουτσάιντερ, που κέρδισε την πιο μακρόχρονη πρωθυπουργία και την προεδρία του κόμματος του, σε μια έξαρση απογαλακτισμού του εκλογικού σώματος από τις τρείς παραδοσιακά ισχυρές πολιτικές οικογένειες της χώρας, λοιδορήθηκε ως ο “άχαρος” - λες και οι ηγέτες πρέπει να είναι χαριτωμένοι.

[Αξιολόγηση, σχεδιασμός, μέτρηση αποτελεσμάτων, προϋπολογισμός και έλεγχος δαπανών θεωρούνταν μέσα για να παρακαμφθούν οι καθιερωμένες πρακτικές “κοινωνικής δικαιοσύνης”. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών ή των δημοσίων υπαλλήλων παρουσιαζόταν από τους ίδιους ως μια αυθαίρετη διαδικασία καθιέρωσης ανισοτήτων]…[Κάθε ορθολογική παρέμβαση αποτελούσε κίνδυνο για όσους είχαν εξασφαλίσει ειδική μεταχείριση στο υπάρχον σύστημα. Τη δυσφημούσαν εκ των προτέρων και την απέρριπταν ρητά.]

Και φυσικά λοιδορήθηκε το κυριότερο αίτημα της πολιτικής του πορείας, κάτι που θα έπρεπε να είναι η επικεφαλίδα του Συντάγματος κάθε χώρας που θέλει να προοδεύσει: Ο εκσυγχρονισμός. Ο μεθοδικός πρωθυπουργός με το μπλοκάκι, που δεν είχε εύκολη την επικοινωνιακή ικανότητα, αντιμετωπίστηκε με δυσανεξία από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος, ανεξαρτήτως των πολιτικών του προτάσεων, γιατί ξένισε τον παραδοσιακό “ελληναρά”, που θέλει τον ηγέτη του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Ακόμα και σήμερα, δύσκολα θα παραδεχθούν κάποιοι οτι “η χώρα επιβιώνει χάρη στους οικονομολόγους που αναδείχθηκαν από τον Σημίτη”, όπως μου είπε πρόσφατα καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. 

[Αργότερα, όταν ως πρωθυπουργός θα συναντούσα πρώτη φορά τον Βούλγαρο ομόλογο μου, το Υπουργείο Εξωτερικών μου έδωσε ένα υπηρεσιακό σημείωμα για την προετοιμασία της συνομιλίας. Ως κύριο θέμα αναφερόταν η επιστροφή μιας εικόνας της Παναγίας, που την είχαν πάρει οι Βούλγαροι από την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, είχαν κατά την άποψη των συντακτών του σημειώματος, δευτερεύουσα σημασία. Όπως είναι αυτονόητο, αγνόησα αυτό το σημείωμα.]

Και οι προσωπικές του ευθύνες και εξηγήσεις; Μερικές μένουν ημιτελείς. Η αφήγηση δεν περιλαμβάνει την οκταετή πρωθυπουργία του (θα χρειαζόταν ίσως ακόμα ένας τόμος), ωστόσο ο Κώστας Σημίτης παραδέχεται την αδυναμία του πολιτικού συστήματος απέναντι στον έλεγχο του πολιτικού χρήματος και στη διαφθορά, που δεν οφείλεται όμως, όπως λέει, αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ - το ίδιο ισχυρίζεται και για τον λαϊκισμό. Παραδέχεται επίσης την αστοχία στην επιλογή συνεργατών, ωστόσο δεν αναλύει γιατί δεν άντλησε περισσότερους από τη δεξαμενή της αξίας και του κύρους, ως ένας από τους λίγους που πίστευαν σε αυτήν μέσα στο κόμμα του. 

Οι υψηλές ευρωπαϊκές επιδοτήσεις (42,4 δρχ στις 100 αγροτικού εισοδήματος) που πέτυχε στο τέλος της πρώτης υπουργικής του θητείας ως υπουργός Γεωργίας είχαν τελικά θετικό αποτέλεσμα, στην μετέπειτα νοοτροπία των αγροτών; Μπορεί να καταδικάζει μεν τα γαλάζια ψηφοδέλτια της εκλογής Σαρτζετάκη, αλλά να δικαιολογεί και τη στάση του ΠΑΣΟΚ, απέναντι στη ΝΔ, με το ρήμα “αναγκάστηκε”; Μπορεί απλώς να “διαπιστώνει” εκ των υστέρων τη νοθεία στις εσωκομματικές διαδικασίες ή οτι τα αντισταθμιστικά οφέλη στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς εξυπηρετούν αποκλειστικά τις μίζες; Ίσως σε μια αναθεωρημένη έκδοση χρειάζεται να δοθεί περισσότερος χώρος σε αυτές τις απαντήσεις. 

Το πώς θα καταγραφεί ο Κώστας Σημίτης στην ιστορία είναι υπόθεση του μέλλοντος. Αυτό που είναι σίγουρο είναι οτι αντιτάχθηκε σθεναρά και οργανωμένα σε φαινόμενα, που μας ταλαιπωρούν διαχρονικά και λειτουργούν ανασχετικά στην πρόοδο του τόπου. Διαβάστε την αναφορά του, όχι στο σήμερα, αλλά στην πολιτική πραγματικότητα 20 χρόνια πριν: Σας θυμίζει κάτι;

[Κατά την παρουσίαση των θέσεων του, το κόμμα ακολουθούσε σταθερά το πρότυπο της διαμάχης των δύο πόλων, του καλού και του κακού. Οι εχθροί του ήταν, ανάλογα με την περίσταση, η Δεξιά, η Άκρα Αριστερά, οι Αμερικάνοι, το κατεστημένο, οι διαφωνούντες μέσα στο κόμμα. Εκπρόσωποι του καλού ήταν, κατά περίπτωση, οι λαϊκές μάζες, το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του, ο Τρίτος Κόσμος κλπ. Η υπεραπλουστευτική αυτή προσέγγιση απέκλειε κάθε αναφορά στους οικονομικούς περιορισμούς και τις υστερήσεις της χώρας, στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, στην επιβεβλημένη αφιέρωση πόρων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη. Τα πάντα έμοιαζαν δυνατά. Αν δεν πραγματοποιούνταν, έφταιγαν “άλλοι”: οι Ευρωπαίοι, οι τεχνοκράτες, οι υποστηρικτές αντιλαϊκών πολιτικών, οι δυνάμεις που δρούσαν στα παρασκήνια της πολιτικής.]

Ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά από την πιο παρακμιακή πολιτική περίοδο της μεταπολίτευσης (και έδωσε τη σκυτάλη σε μια νέα, αυτή τη φορά πιο επικίνδυνη κατρακύλα). Τότε η κοινωνία είχε δώσει εντολή να σηκώσουμε επιτέλους τα μανίκια και να σοβαρευτούμε. Αναρωτιέται κανείς πότε η ιστορία θα επαναλάβει αυτόν τον κύκλο… 



Άλλες παρουσιάσεις του βιβλίου:

Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή
Σίσσυ Αλωνιστιώτου στην Καθημερινή
Αντώνης Κυριαζάνος στο Capital.gr













Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το βιβλίο & το εξώφυλλο από το www.openculture.com

Το post συνοδεύεται από το "September Song", του μεγάλου James Brown.

buzz it!

25.8.16

Το "Game Over" των μύθων…

“Για κάθε μια εξίσωση που βάζεις στο βιβλίο σου, υπολόγιζε να χάνεις τους μισούς αναγνώστες σου”, είχε πει κάποτε στον κορυφαίο φυσικό Stephen Hawking, ο εκδότης του.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δεν έχει βέβαια εξισώσεις στο βιβλίο του “Game Over”, που δανείζεται τον τίτλο του από την περίφημη φράση του Jean-Claude Juncker για την ελληνική κρίση. Ωστόσο, παραθέτει πλήθος στοιχείων και αριθμών. Και θα περίμενε κανείς οτι ένα βιβλίο, από έναν οικονομολόγο, για τα έξι και πλέον χρόνια της ζωής μας με ύφεση και μνημόνια, θα ήταν τουλάχιστον βαρύ και μελαγχολικό, αν όχι βαρετό.

Αντιθέτως, ως πρωταγωνιστής της πιο ταραγμένης περιόδου της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, ο πρώην υπουργός γράφει ένα συναρπαστικό αφήγημα, που διαβάζεται νεράκι, σαν μυθιστόρημα, από την αρχή ως το τέλος. Και με γλώσσα κατανοητή και σχεδόν ποτέ κουραστική, καταγράφει τις γνωστές, αλλά και τις αθέατες πλευρές ενός θρίλερ, τις συνέπειες του οποίου εξακολουθούμε να βιώνουμε.

Αρχίζοντας από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταπιάνεται με το προφανές - αυτό που παραμένει τόσο δύσκολο να αποδεχτεί μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας: Οτι το ελληνικό κράτος είχε υπερχρεωθεί την προηγούμενη επταετία, με ασύστολες σπατάλες. Οτι στο τέλος της περιόδου αυτής, το κράτος εισέπραττε 100 και ξόδευε 124, δημιουργώντας έλλειμμα 24 δις, μόνο μέσα σε μια χρονιά. Οτι παρότι η ελληνική κρίση ήταν “η πιο ορθόδοξη και προβλέψιμη της Ευρώπης”, αντιμετωπίστηκε με χαρακτηριστική αμεριμνησία. Οτι ο δανεισμός έγινε αδύνατος, όταν οι (απρόσωπες - και όχι “όργανα κάποιας συνωμοσίας”) αγορές έγιναν δύσπιστες οτι η χώρα θα μπορούσε ποτέ να ορθοποδήσει.

Οτι τα περιβόητα “greek statistics” και οι συνεχείς αποκαλύψεις των λαθροχειριών που είχαν γίνει ανερυθρίαστα, ανεβάζοντας κάθε φορά το έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ σε ολοένα και πιο θηριώδη νούμερα, εμπόδιζαν να κερδηθεί αυτή η απαραίτητη εμπιστοσύνη, παρά τα αλλεπάλληλα μέτρα. Και οτι οι χρόνιες παθογένειες της χώρας και ο μέχρι τότε συνεχής εκτροχιασμός της οικονομίας, το αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας με τη διαρκή αύξηση μισθών και πρόωρων συντάξεων μετά το 2000 (“πείνας” τους αποκαλούσαν τότε οι συνδικαλιστές), η σαθρή διάρθρωση και λειτουργία του δημοσίου και του παραγωγικού τομέα, η αδυναμία επίλυσης του ασφαλιστικού και η ανισότητα στα φορολογικά βάρη, δημιουργούσαν μια επιπρόσθετη εικόνα ενός “αποτυχημένου” κράτους, που αδυνατούσε να ανήκει στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταγράφει όλες τις παθογένειες, που οδήγησαν στην κρίση και ακολούθως στα μνημόνια (και όχι το ανάποδο όπως επιθυμεί η λαϊκίστικη αφήγηση), καταρρίπτοντας όλους τους μύθους, που λειτούργησαν ως οπλοστάσιο της “αντιμνημονιακής φούσκας”. Τότε που, σε μια πλήρη αναστροφή της πραγματικότητας, “οι πυροσβέστες κατηγορήθηκαν ως εμπρηστές”.

Τις παθογένεις του δημόσιου διαλόγου μας, που πήρε φράσεις και τις διέστρεψε δημαγωγικά: Το “λεφτά υπάρχουν” δεν ειπώθηκε ποτέ με την έννοια που του δόθηκε αργότερα, “η πορεία του Τιτανικού” ειπώθηκε μήνες πριν ανέβουν τα spread του δανεισμού, ο διορισμός Γεωργίου (που δήθεν φούσκωσε το έλλειμμα) στην ΕΛΣΤΑΤ συνέβη μήνες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου - το γεγονός οτι η υπόθεση αυτή ακόμα ταλαιπωρεί τη νοημοσύνη μας και τη λειτουργία της δικαιοσύνης είναι ενδεικτικό για τον βαθμό κατανόησης της κρίσης από μια κοινωνία, που άγεται και φέρεται από τον λαϊκισμό.

Τις παθογένειες του πολιτικού προσωπικού και της ρητορικής του, μέσα στο ίδιο του το κόμμα (υπουργοί που έλεγαν οτι έπρεπε να είχαμε πάρει πιο έγκαιρα τα μέτρα, ενώ τότε είχαν σθεναρά αρνηθεί), με την προσπάθεια πολλών σε όλη την πυραμίδα, από το κορυφαίο στέλεχος ως τον τελευταίο συνδικαλιστή, να σαμποτάρουν μια κοινή προσπάθεια αποφυγής της καταστροφής, αρνούμενοι να υλοποιήσουν υπεσχημένες μεταρρυθμίσεις και παίζοντας παιχνίδια προσωπικής στρατηγικής. Αν και “Ιφιγένεια” του κόμματος του, ο Παπακωνσταντίνου είναι πάντως ευγενής με τους συναδέλφους του: Αποφεύγει τις προσωπικές αναφορές, στις περισσότερες περιπτώσεις, αφήνοντας μόνο μερικές σαφείς αιχμές για πρόσωπα και πράγματα.

Αλλά κυρίως, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου καταγγέλει την ανεύθυνη στάση της τότε αντιπολίτευσης - και ειδικά της αξιωματικής, που αν και υποτίθεται οτι ήταν φιλοευρωπαϊκό κόμμα, επί Σαμαρά μεταλλάχθηκε σε έναν αντιμνημονιακό μπροστάρη, προκαλώντας τεράστια ζημιά στη χώρα και διογκώνοντας το κύμα του λαϊκισμού, με τις συνέπειες που όλοι ξέρουμε - και στο πολιτικό φάσμα. Η απαίτηση του να μπει το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου για λόγους μικροπολιτικής, το αψυχολόγητο και επιβλαβές κλείσιμο της ΕΡΤ, ο λαϊκίστικος ανασχηματισμός του 2014, αλλά και η προσπάθεια Σαμαρά να εμφανίσει ως μόνο δικό του επίτευγμα το πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε, πατώντας πάνω στο δημοσιονομικό συμμάζεμα που είχε γίνει κατά 80% από τον Παπακωνσταντίνου, είναι μερικές ακόμα από τις αιχμές της αφήγησης.

Ο πρώην υπουργός φωτίζει βεβαίως και λιγότερο γνωστές πλευρές της κρίσης, τις αλλεπάλληλες συναντήσεις του σε όποιο ευρωπαϊκό forum υπήρχε, την αναζήτηση άμυνας της ευρωζώνης στις αγορές “πριν ανοίξει τη Δευτέρα το Τόκιο”, τις αγωνιώδεις προσπάθειες να στηθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης από το μηδέν, τη συμφωνία της Deuville μεταξύ Merkel και Sarkozy που άλλαξε τα δεδομένα για τη δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη, την επιμονή του Γάλλου Προέδρου για δημοψήφισμα με ερώτημα “Ναι ή όχι στο ευρώ”, τους κλυδωνισμούς και την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, με αναφορά και στον ρόλο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Και ως τέτοιο, το βιβλίο παραμένει ένα από τα λίγα ντοκουμέντα, ώστε κάποτε να εξηγηθεί πλήρως η ιστορική διάσταση των πραγμάτων.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών δεν μένει όμως στην καταγραφή της θητείας του. Σχολιάζει όλη τη συνέχεια της ελληνικής περιπέτειας, πρώτα ως υπουργός Περιβάλλοντος της κυβέρνησης Παπαδήμου - και στη συνέχεια έχοντας αποσυρθεί από την πολιτική. Επισημαίνει πόσο σημαντικό ήταν το PSI, αναλύει την κρίση της Κύπρου, στηλιτεύει την εγκατάλειψη πολιτικών και ασκεί σφοδρή κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στην οποία αναγνωρίζει αρχικά σωστούς στόχους για λιγότερη λιτότητα και ελάφρυνση του χρέους.

Ακολούθως όμως, την επικρίνει οτι επέλεξε τη μετωπική σύγκρουση και βρέθηκε “με πρόγραμμα χωρίς χρήματα, αντί για χρήματα χωρίς πρόγραμμα, που επιθυμούσε”. Και με την κωλυσιεργία και την επιπολαιότητα που επέδειξε, οδήγησε τη χώρα στον τραγέλαφο του δημοψηφίσματος και του νέου επιβαρυντικού μνημονίου. Ο Παπακωνσταντίνου καταλογίζει ερασιτεχνισμό σε όσους προσπαθούσαν να προβάλουν ως εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης άλλες δυνάμεις πλην της Ευρώπης και επισημαίνει οτι το οικονομικό επιτελείο είχε πλήρη γνώση για το επακόλουθο κλείσιμο των τραπεζών, με τους χειρισμούς που έκανε. Παραλλήλως, επισημαίνει πόσο επιζήμια ήταν η ρητορική της διχόνοιας, που ακολούθησε το κόμμα της αριστεράς, για να ανέλθει και να διατηρηθεί στην εξουσία.

Επίσης, υπεραμύνεται των δικών του χειρισμών, θυμίζοντας οτι η χώρα δεν ήταν “πειραματόζωο”, αλλά έλαβε τη μεγαλύτερη δανειακή βοήθεια στην ευρωπαϊκή ιστορία και απέκτησε για πρώτη φορά έναν σοβαρό “οδικό χάρτη” για τον εκσυγχρονισμό της, οτι η δημιουργία ευρωπαϊκών μηχανισμών στήριξης σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ήταν πρωτόγνωρη στα χρονικά και επισημαίνει οτι αν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για τους περιβόητους “πολλαπλασιαστές” ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα για την Ελλάδα. “Η αναπτυξη πάντως δεν θα γυρίσει απλώς με λιγότερη λιτότητα”, καταλήγει ο συγγραφέας.

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναφέρεται βεβαίως και στην προσωπική ποινική του περιπέτεια, ως “αποδιοπομπαίος τράγος” όλου του πολιτικού συστήματος - ο “άνθρωπος που έφερε τα μνημόνια στη χώρα”. Η άκρως αμφιλεγόμενη διαδικασία παραπομπής του για τα ονόματα των συγγενών του που δεν βρέθηκαν σε ένα μεταγενέστερο στικάκι, η αθωωτική γι αυτόν ψήφος τόσο του εισηγητή της υπόθεσης, όσο και του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου, αλλά και η πολιτική διάσταση της καταδίκης του με την ελάχιστη δυνατή ποινή, μόνο για ένα πλημμέλημα, κάνουν κάθε καλοπροαίρετο παρατηρητή να διατηρεί τεράστιες επιφυλάξεις για την ποιότητα της πολιτικο-δικαστικής μας ζωής.

Όταν έγινε για πρώτη φορά εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δημιούργησε την εντύπωση οτι είχε μια φυσική ικανότητα, που τόσο λείπει από το δημόσιο βίο μας: Δεν μιλούσε με την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών. Τώρα δείχνει οτι αυτό το ταλέντο του συγκροτημένου και ουσιαστικού λόγου είναι το ίδιο ισχυρό και στο γραπτό κείμενο. Το “Game Over”, γραμμένο τόσο στα αγγλικά, όσο και στα ελληνικά, είναι σίγουρα μια γοητευτική όσο και χρήσιμη μαρτυρία για τη μελέτη της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας - και της μεγαλύτερης ίσως κρίσης που πέρασε η Ενωμένη Ευρώπη.

Γράφει ο Παπακωνσταντίνου τη δική του, υποκειμενική ματιά για τα γεγονότα και την ερμηνεία τους; Προφανώς. Αποκρύπτει ενδεχομένως τα δυσάρεστα για αυτόν, καλύπτοντας τις αδυναμίες και τα λάθη του; Ίσως. Η αφήγηση του πάντως, ρευστή και διάφανη, τον δικαιώνει. Και 4 μήνες τώρα που έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο, αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν έχει παρουσιαστεί κάποια στέρεη επιχειρηματολογία, που να ανατρέπει τη δική του. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε, αν υπάρξουν ποτέ σοβαρά διατυπωμένες απαντήσεις. Η σιωπή και το αδιάφορο σφύριγμα των επικριτών του δεν προοιωνίζεται κάτι τέτοιο.










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.eirinika.gr & το εξώφυλλο από το www.americansongwriter.com

Το post συνοδεύεται από το "Love & Hate", από το τελευταίο άλμπουμ του Βρετανού Michael Kiwanuka.

buzz it!

18.8.16

Ολόσωμη ανελευθερία


Μεγάλη συζήτηση πυροδοτήθηκε και πάλι από μια εικόνα: Αυτή της Αιγύπτιας βολεϊμπολίστριας να πηδάει στο φιλέ πάνω από την άμμο, με το σώμα καλυμμένο από την κορφή ως τα νύχια και hijab στο κεφάλι, απέναντι στη Γερμανίδα αντίπαλο της με το (για κάποιους σεξιστικό) μπικίνι.

Θα μπορούσε να πει κανείς οτι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ως παγκόσμια γιορτή όλων των χωρών που συμμετέχουν, πρέπει να είναι ελεύθερο πεδίο επίδειξης της ιδιαιτερότητας της καθεμιάς. Γι αυτό και οι κανόνες για την ένδυση των αθλητριών στο συγκεκριμένο άθλημα χαλάρωσαν από το 2012, επιτρέποντας και την πλήρη κάλυψη του σώματος.

Ο εντοπισμός όμως της ισλαμικής αυτής “ανορθογραφίας” (για τα δυτικά μάτια), επικρίθηκε με σφοδρότητα, από δήθεν προοδευτικούς ανθρώπους. Αφετηρία της επίκρισης, μια παραπληνητική βεβαιότητα - αυτή που επικαλούνται πολλές μουσουλμάνες γυναίκες: “Είναι απόλυτα ελεύθερη επιλογή μου να ντυθώ έτσι”. Όχι, δεν είναι, όσο κι αν νομίζετε οτι έτσι είναι - για να παραφράσουμε τον Πιραντέλλο.

Το επιχείρημα θυμίζει την επίκληση της “ελεύθερης επιλογής” των Ελλήνων Χριστιανών Ορθόδοξων να δηλώνουν το θρήσκευμα τους στις ταυτότητες, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τότε που μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, με περισσή καθυστέρηση, πάσχιζε να αντιληφθεί (ή παρίστανε κουτοπόνηρα οτι δεν καταλαβαίνει) τι σημαίνουν οι θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις. Κι οτι όταν κάποιοι είναι “ελεύθεροι” να δηλώνουν την επικρατούσα θρησκεία σε κρατικά έγγραφα, τότε κάποιοι άλλοι υφίστανται πιθανώς τις συνέπειες του να μην τη δηλώσουν.

Προφανώς και η μαντήλα που φορούσε με χάρη και κομψότητα η Τζάκι Κέννεντι ήταν πραγματικά ελεύθερη, δική της επιλογή - και δεν συμβόλιζε τίποτα. Η λόγω θρησκευτικής σεμνοτυφίας κάλυψη όμως του σώματος (ακόμα κι αν είναι εντελώς αταίριαστη με την περίσταση) δεν είναι μια “αθώα” δήλωση. Προκύπτει από τα ήθη της ανισότητας και της σεξουαλικής υποκρισίας. Αν η απόκρυψη σχεδόν κάθε δερματικής επιφάνειας στις ισλαμικές χώρες αφορούσε εξίσου και τα δύο φύλα, θα είχαμε μια τελείως διαφορετική συζήτηση. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση.

Η συνειδητή ή ασυνείδητη συμμετοχή σε μια πράξη που εμβαθύνει τον ρατσισμό δεν μπορεί να είναι αποδεκτή ως “ελεύθερη” επιλογή. Ειδικά απέναντι στα θύματα της ανισότητας, θα πρέπει να στεκόμαστε με διάθεση κατανόησης, αλλά και ανυποχώρητα, ως προς τις αντιλήψεις που δημιουργούν την καταπίεση που υφίστανται. Το πρώτο πράγμα που κάνει ένα καταπιεστικό σύστημα είναι να προσπαθεί να μας πείσει για τη συναίνεση των θυμάτων. Το ίδιο πολλές φορές και τα ίδια τα θύματα.

Η ύπαρξη αναρίθμητων φαλλοκρατικών ή άλλων ρατσιστικών συμπεριφορών στον δυτικό κόσμο δεν θα πρέπει να ακυρώνει επ’ ουδενί αυτή τη στάση. Ο σεξισμός δεν αντιμετωπίζεται με συμψηφισμούς πουριτανισμού. Έτερον εκάτερον. Η διαρκής προσπάθεια για τη μη αντιμετώπιση της γυναίκας ως σεξουαλικού αντικειμένου, με την κάλυψη του σώματος “ώστε οι γυναίκες να μην είναι ξεδιάντροπες” (όπως είχε πει κάποτε η γυναίκα ενός Πακιστανού φίλου) ή απλώς “ελκυστικές” (όπως είχε πει ο ίδιος ο Πακιστανός), ακολουθεί τον εντελώς λάθος δρόμο της οπισθοχώρησης.

Σε μερικές από τις πιο προοδευτικές Ηνωμένες Πολιτείες, οι πολιτικές εναντίον των διακρίσεων φτάνουν ακόμα και σε υπερβολές ή σε αδικίες. Σε αυτό το τεράστιο χωνευτήρι πολιτισμών (όπου μόλις πριν από μερικές δεκαετίες η Rosa Parks έγινε σύμβολο γιατί αρνήθηκε να σηκωθεί από το απαγορευμένο γι αυτήν κάθισμα λεωφορείου), κάποια μέλη μειονοτήτων καταλαμβάνουν κάθε χρόνο με ποσοστώσεις θέσεις σε πανεπιστήμια ή σε άλλους δημόσιους φορείς, εις βάρος κάποιου λευκού άνδρα με περισσότερα προσόντα. Ακόμα και η - τόσο σημαντική για την πρόοδο της χώρας - αξιοκρατία παρακάμπτεται, ώστε να καταπολεμηθούν οι διακρίσεις. Η κοινωνία έκρινε πολύ σωστά, οτι οι αντιρατσιστικές πολιτικές έχουν μεγαλύτερη σημασία.

Πριν από μερικά χρόνια, μια Αμερικανίδα σμήναρχος (και η πρώτη πιλότος που διοίκησε μοίρα μαχητικών) άσκησε ένδικα μέσα κατά του Υπουργείου Άμυνας της χώρας της, γιατί τα ήθη της Σαουδικής Αραβίας την υποχρέωναν, κατά τη διάρκεια της θητείας της εκεί, να κυκλοφορεί πάντοτε με συνοδεία άνδρα υπαξιωματικού (που παρίστανε τον σύζυγο της) - και πάντοτε στο πίσω κάθισμα, με μαντήλα, καθώς απαγορευόταν να οδηγεί! Έμοιαζε ωσάν η υπερσυντηρητική αραβική χώρα να έδινε την απάντηση στην υποκρισία της “συμμαχικής ισότητας”, με την σεξουαλική υποκρισία. Παρόλο που οι ΗΠΑ δεν παραδέχτηκαν ποτέ οτι αιτία ήταν η μήνυση της πιλότου, η επίσημη πολιτική άλλαξε.

Η Αιγύπτια αθλήτρια, όπως και κάθε άλλη, έχει βεβαίως τη δυνατότητα να φασκιώσει το σώμα της όπως επιθυμεί - τόσο στη χώρα της, όσο και σε διεθνείς αγώνες. Ας μην βαυκαλίζεται όμως, ούτε αυτή, αλλά ούτε όσοι την υποστηρίζουν άκριτα στη δύση, οτι αυτό είναι “μια ελεύθερη επιλογή”. Κι αν μεθαύριο η ίδια ή κάποια άλλη γυναίκα ζητήσει να απολαμβάνει τα οφέλη μιας φιλελεύθερης, ανοιχτής δυτικής δημοκρατίας, τότε θα πρέπει να υπερβεί αυτή την υποκρισία. Γιατί αυτό επιτάσσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (για τα οποία τόσο πολύ αυτή και οι συμπατριώτες κόπτεται σε άλλες περιπτώσεις - και πολύ σωστά), οι διεθνείς συμβάσεις κατά των διακρίσεων, οι αρχές και οι αξίες του ευρωπαϊκού και του δυτικού πολιτισμού.

Και βεβαίως, οι απαγορεύσεις (σαν και αυτή του δημάρχου των Καννών να μην εμφανίζονται οι γυναίκες με “burkini” στην παραλία) μπορεί να είναι ο λάθος δρόμος, στις περισσότερες περιπτώσεις - εκτός αν οι γυναίκες εκπροσωπούν επίσημα την πολιτεία. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες όμως, που έχουν κάνει μεγάλα βήματα στην αντιμετώπιση των διακρίσεων μεταξύ των δύο φύλων, οφείλουν να αναπτύξουν πολιτικές αποθάρρυνσης κάθε συμβόλου υποβιβασμού της γυναίκας, στο όνομα μιας δήθεν προοδευτικής ανοχής των διαφόρων “πολιτισμικών εκφράσεων” - δικαιώματα αλά καρτ δεν υπάρχουν, όσο κι αν όλα τα κράτη, από την Ανατολή ως τη Δύση, τα παραβιάζουν, λιγότερο ή περισσότερο.

Αυτές έχουν το χρέος απέναντι στην ανθρωπότητα να διαφυλάξουν και να εμβαθύνουν κατακτήσεις ισότητας. Για το καλό όλων. Και γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι διεθνείς συνθήκες για την προάσπιση τους είναι πάνω από τις επιδιώξεις ή τις “ελευθερίες” κάθε έθνους, κράτους ή κοινωνίας, που επιθυμεί να γυρίζει το ρολόι της ιστορίας προς τα πίσω.









Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.vintag.es (και απεικονίζει κορίτσια στην Τεχεράνη των sixties) & το εξώφυλλο από το www.hitparade.ch

Το post συνοδεύεται από το "La Belle Vie", με τους Dany Brillant, Roch Voisine et Damien Sargue.

buzz it!

12.1.16

Επιτέλους ο θρίαμβος του βιογραφικού…

Η επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μόνο μια υπόθεση εσωτερικών κομματικών διεργασιών και συμμαχιών με βάση το συμφέρον, που δυστυχώς αναπόφευκτα υπάρχουν πάντα στην πολιτική. Φαίνεται να είναι μια τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, κυρίως λόγω των συμβολισμών της.

Ο 47χρονος πολιτικός ξεκίνησε την πορεία του προς την αρχηγία ως outsider, δείχνοντας οτι δεν έχει τίποτε να χάσει. Στο πλεονέκτημα αυτό, που διευκολύνθηκε από το φιάσκο και την αναβολή της πρώτης εκλογικής διαδικασίας (εκεί δέχτηκε και το πρώτο πλήγμα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, γιατί εν μέρει το χρεώθηκε), προστέθηκε μια προσεγμένη και στοχευμένη σύγχρονη καμπάνια, που βρήκε το χρόνο να ξεδιπλωθεί: Δεν συμμετείχε σε “κατινιές", εξέφρασε σαφή και τολμηρό πολιτικό λόγο, έδειξε να μη φοβάται ούτε την ευθύνη - ούτε και κανέναν άλλον.

Έδειξε να μην φοβάται ούτε αυτά που του χρέωναν οι αντίπαλοι του ως μειονεκτήματα: Σαν ο ίδιος να ήταν “τεφάλ”, δεν κόλλησαν ποτέ επάνω του. Το σοβαρότερο, ο νεποτισμός και το βαρύ φορτίο της οικογένειας Μητσοτάκη, εκτοπίστηκαν από την εξαφάνιση του επιθέτου (μεγάλη επιτυχία το να αποκαλείται “Κυριάκος” σκέτο) και την αποστασιοποίηση (σχεδιασμένη ή όχι, δεν έχει σημασία) της αδελφής του Ντόρας Μπακογιάννη.

Ο μεγάλος θρίαμβος όμως του νέου αρχηγού της ΝΔ ήταν οτι βρήκε απέναντι του και υπερνίκησε ένα μέτωπο παλαιοκομματισμού, εθνολαϊκισμού, αναξιοκρατίας και κυρίως το αφανές αλλά απροσχημάτιστο “νταβατζηλίκι” της καραμανλικής εξουσίας στο κόμμα: Ευριπίδης Στυλιανίδης, Νικήτας Κακλαμάνης, Ευάγγελος Αντώναρος και μερικά ακόμα εξαπτέρυγα του Καραμανλισμού εκδήλωσαν την απέχθεια τους προς τον “νεοφιλεύθερο” υποψήφιο. Μαζί και η αριστερά του Αλέξη Τσίπρα, που προτιμούσε εμφανώς τον αντίπαλο του, με “κουμπάρο” τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον οποίον είχε τολμηρά αρνηθεί να ψηφίσει, μόνος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Όλο αυτό το τοπίο, ήταν και το μοιραίο λάθος. Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν με υποψήφιους που θεωρήθηκε οτι στηρίζονται από τη διαπλοκή, μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων της ΝΔ αντέδρασε στην προσπάθεια για συνέχιση μιας μίζερης παλαιοκομματικής νομιμότητας. Ακόμα περισσότερο, με τον πυκνό πολιτικό χρόνο του τελευταίου έτους, πολλοί αντέδρασαν ακόμα και στην ιδέα της συναίνεσης με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν και γενικά μετριοπαθής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπαιξε έξυπνα το παιχνίδι του ασυμβίβαστου. Σε μια χώρα που μερίδα της αριστεράς αλλά και της δεξιάς θεωρεί με άγνοια και αφέλεια οτιδήποτε προέρχεται από τη δύση, ως “νεοφιλελεύθερο” (ακόμα κι αν συνοδεύεται από καταιγισμό φόρων), ήταν τελικά εύκολη δουλειά για το νέο αρχηγό να αντιτάξει το νέο και σύγχρονο, απέναντι στο λαϊκίστικο.

Μία ακόμα κατηγορία, που θα μπορούσε να απωθήσει τους προοδευτικότερους από τους υποστηρικτές του, οτι δηλαδή συνεργάστηκε με τους προερχόμενους από την ακροδεξιά Γεωργιάδη και Βορίδη ή τον Τζιτζικώστα, έπεσε στο κενό. Είχε φροντίσει να την ακυρώσει η δις μετεκλογική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με ένα κόμμα, στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, που αφήνει παρασάγγας πίσω του τη ΝΔ στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Άλλωστε, και ο Μειμαράκης να έβγαινε, με τους ψήφους των δύο άλλων υποψηφίων θα τα κατάφερνε. Ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς, που στήριξε στον β’ γύρο τον Μητσοτάκη, συγκαταλέγεται στους χαμένους της αναμέτρησης: Στην αρχή μοίρασε τις δυνάμεις του μεταξύ Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη - και στη συνέχεια δεν πιστώθηκε τίποτα, αποτυγχάνοντας με μαεστρία, ακόμη μια φορά.

Η συντηρητική παράταξη, βρέθηκε σε μια καμπή της ιστορίας της, σε παρόμοια θέση με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, όταν έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του εκσυγχρονιστή και “αντάρτη” Σημίτη και του πανίσχυρου κομματικά και “νομιμόφρονα” Τσοχατζόπουλου (που εθεωρείτο από όλους, πλην ολίγων διορατικών, το ακλόνητο φαβορί). Και κατ’ αναλογία, λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε οτι μπορεί να διεισδύσει στον κεντροαριστερό χώρο και να κινητοποιήσει μερίδα του κόσμου του. Και αυτός ο φόβος, είναι που λειτουργεί στο απέναντι στρατόπεδο, ενθουσιάζοντας τους οπαδούς της ΝΔ: οτι στις επόμενες εκλογές, προκειμένου να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ πιθανό να ψηφίσουν για πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, ακόμα και ψηφοφόροι που δεν έχουν ποτέ στη ζωή τους διανοηθεί να μετακινηθούν προς τη συντηρητική παράταξη.

Το “crossover” αυτό οφείλεται σε βαθύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία - και στην ουσία στον διχασμό, που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια: Μεταξύ ενός απομονωτικού και αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού και της αγωνίας να παραμείνουμε μια χώρα με δυτικό τρόπο ζωής, εμβαθύνοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αντί να το αποδομήσουμε - όσο και αποπροσανατολισμένη να είναι η Ευρώπη, τον τελευταίο καιρό.

Η κουτοπόνηρη προσπάθεια να περιοριστεί το εκλογικό σώμα στους ακραιφνείς νεοδημοκράτες, με την υπογραφή ενός κειμένου περί ακλόνητων αρχών της Νέας Δημοκρατίας - ποιές είναι αυτές άραγε, ο “Καραμανλισμός” που εξέπεσε; - ήταν ένα ακόμα εμπόδιο, γι αυτόν που πρέσβευε ένα σύγχρονο, ανοιχτό, ουσιαστικά φιλοευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο δεν περιχαρακώνεται στα μέλη του. Οι εποχές όμως προχωρούν και η κληρονομιά της ανοιχτής ψηφοφορίας για τον ΓΑΠ έκανε πολλούς που δεν ήταν οπαδοί, να σπεύσουν να συμμετάσχουν.

Το κομμάτι της κοινωνίας που δεν διαπραγματεύεται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, όπως εκφράστηκε και με το “Ναι” στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, δεν έχασε την ευκαιρία να στηρίξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τον υποψήφιο που θεωρεί οτι μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο για τη χώρα. Τα τραύματα άλλωστε μιας περιπετειώδους χρονιάς που έπαιξε στα ζάρια την ευρωπαϊκή μας υπόσταση, ο φόβος για ένα γεωπολιτικό περιβάλλον όλο και πιο επικίνδυνο και η ανάγκη να μην επαναληφθούν ή επιδεινωθούν φαινόμενα όπως το κλείσιμο των τραπεζών και οι περιορισμοί κεφαλαίων, οδήγησαν χιλιάδες νέους ψηφοφόρους στην κάλπη, αλλά και πολλούς παλαιότερους να σκεφθούν πιο τολμηρά.

Κι εδώ είναι ο ακόμα πιο σημαντικός συμβολισμός: Απέναντι σε έναν πρωθυπουργό που με δυσκολία κινείται σε διεθνές περιβάλλον, τόσο από πολιτική κουλτούρα όσο και από εργαλεία κατανόησης του πώς λειτουργεί ο πλανήτης, οι ψηφοφόροι του Κυριάκου Μητσοτάκη έδειξαν να κατανοούν την ανάγκη να υπερβούν τις αδυναμίες των πατεράδων τους (ή και των ίδιων τους των εαυτών) και να επιλέξουν όχι έναν πολιτικό που είναι (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν) μέτριος ή “χαρισματικός”, αλλά την αξιοκρατία ενός λαμπερού βιογραφικού. Ακόμα κι αν αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να κυβερνήσεις σωστά, έχει γίνει πια αντιληπτό οτι μια χώρα σε βαθειά κρίση δύσκολα θα βγει από το τέλμα, όταν είναι είδηση για τα διεθνή μέσα οτι ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξέρει καλά πολλές ξένες γλώσσες κι έχει πλούσιες διεθνείς σπουδές και επαγγελματική εμπειρία, αντί κομματικών και “αγωνιστικών” περγαμηνών.

Υπό μία έννοια, αυτοί που πρέπει κυρίως να φοβούνται, μετά την επικράτηση Μητσοτάκη, είναι τα όμορα κόμματα, όπως το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, που κινδυνεύουν να απωλέσουν μέρος των ψηφοφόρων τους, στον επερχόμενο διπολισμό. Πρώτη αντέδρασε, με μια αμυντική δήλωση περί “νεοφιλελευθερισμού”, η Φώφη Γεννηματά - κάνοντας το χειρότερο που θα μπορούσε.

Γιατί όταν έχεις απουσιάσει από την ιστορικά καθυστερημένη ψηφοφορία στη Βουλή και ο νέος αρχηγός της συντηρητικής παράταξης έχει δηλώσει εξ αρχής τολμηρά οτι θα ψηφίσει υπέρ του Συμφώνου Συμβίωσης των ομοφύλων ζευγαριών, δύσκολα μπορείς να πείσεις οτι είσαι προοδευτικότερη του αντιπάλου σου. Αντιθέτως, αν διατυπώσεις με σαφήνεια μεταρρυθμιστικό λόγο και δημιουργήσεις την απαραίτητη ανανέωση και δυναμική, όπως έκανε στο χώρο του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έχεις να φοβηθείς, ούτε την ώσμωση των ιδεών, ούτε την απορρόφηση των ψηφοφόρων σου.

Άν όμως δεν έχεις σαφές πολιτικό στίγμα ή φλερτάρεις με τον βαθύ λαϊκισμό μιας βαλκανικής κοινωνίας που δεν θέλει να απωλέσει τα ευρωπαϊκά της προνόμια, τότε δύσκολα θα αποφύγεις τη συρρίκνωση ή την εξαφάνιση. Κάτι που πρέπει να σκεφτούν πολύ καλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, μελετώντας το πώς διογκώθηκαν από το 4% στο 36%. Και επιπλέον, αν η κληρονομιά της ρητορικής τους (που ακόμα συνεχίζεται) επιτρέπει την επί μακρόν την κατάληψη του χώρου, που η σύγχρονη κεντροδεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη μας ξαναθύμισε οτι υπάρχει (ακόμα και με ελάχιστη κομματική έκφραση), αριστερότερα του κέντρου.










Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

O πίνακας είναι από τη wikipedia, το σκίτσο από την www.kathimerini.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

Το post συνοδεύεται από το κορυφαίο πολιτικό κομμάτι του μεγάλου απόντα, Thin White Duke: "Young Americans"

buzz it!

ShareThis