29.11.13

Capu την Κυριακή...

Κυριακή βράδυ, νωρίς, στο κέντρο της Αθήνας. Κάπου, που μπορείς να παίξεις και βινύλια.


Σας περιμένω, μετά τις 7μμ..












H φωτογραφία είναι από την Άννα Παπάζογλου, η αφίσα από την Grey Images και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "When I Get Famous" από τον Βρετανό Jamie Cullum.

buzz it!

27.11.13

B(e) Social στου Ψυρρή

Μια καινούργια παρουσία στη γειτονιά του Ψυρρή, στο κέντρο της Αθήνας, που αξίζει να δοκιμάσετε: Το B Social κάνει πάρτυ για να το γνωρίσετε και να σας γνωρίσει.


Σας περιμένω λοιπόν την Παρασκευή, μετά τις 22.30...











Η αφίσα ειναι από το B Social και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Forget What I Said" της Νορβηγίδας, με καταγωγή από τη Σομαλία Noora Noor.

buzz it!

19.11.13

Dance For Human Rights

Πέντε djs, από πέντε από τα μεγαλύτερα ραδιόφωνα της Αθήνας (και της Ελλάδας) ενώνουν τις δυνάμεις τους, για τη Διεθνή Αμνηστεία, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.


Τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου, από τις 10μμ, στα decks του Drunk Sinatra, Θησέως 16, Σύνταγμα, θα είναι με σειρά εμφάνισης και για μία ώρα ο καθένας:

Προκόπης Δούκας (από το Πρώτο Πρόγραμμα της Δημόσιας Ραδιοφωνίας 93.6), Γιώτα Κοτσέτα (από τον Pepper 96.6), Σάκης Τσιτομενέας (από τον Εν Λευκώ 87.7), Γιάννης Γιακουμάκης (από τον Red 96.3) και Κώστας Ζήκος (από τον Athens DeeJay 95.2), σε ένα πάρτυ που θα κρατήσει όσο αντέξουμε.

Η είσοδος είναι ελεύθερη. Μέρος των εσόδων θα διατεθεί για την ενίσχυση του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστείας.












H αφίσα είναι από τη Διεθνή Αμνηστεία και το εξώφυλλο από το www.kudosrecords.co.uk

To post συνοδεύεται από το "Hung Up" των Ιαπώνων Osaka Monaurail

buzz it!

31.10.13

Sunday at the Bank Job


Το ζητήσατε κι έγινε: Μια βραδυά πιο κοντά στο κέντρο της πόλης. Στο πολύ καλόγουστο "The Bank Job", στον παλιό χώρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και της Γενικής Τράπεζας.




Σας περιμένω, την Κυριακή, νωρίς, μετά τις 8.00 μμ...











H αφίσα είναι από το Bank Job και το εξώφυλλο από το www.last.fm

To post συνοδεύεται από το "Call Me", από την Αμερικανίδα Nancy Wilson

buzz it!

30.10.13

Χορεύοντας με τους λύκους...

Πολλοί αδημονούν για πιο γρήγορες εξελίξεις με τη Χρυσή Αυγή. Η δικαιοσύνη έχει τους ρυθμούς της. Αλλά και οι επίμονες περιπτώσεις Τζιτζικώστα δεν είναι “σταγονίδια”, μέσα στη συντηρητική παράταξη, που επιμένει να κλείνει το μάτι σε όσους ψηφοφόρους φλερτάρουν με τον χειρότερο φασισμό της γηραιάς ηπείρου.

Η δήλωση του Περιφερειάρχη Κ. Μακεδονίας οτι “άλλος θα μπορούσε να μην προσκαλέσει το ΠΑΣΟΚ, διότι καταδικάστηκε ο Άκης” είναι η πλήρης προσχώρηση στη χρυσαυγίτικη ρητορική. Διότι σε κανένα μη φασιστικό κόμμα δεν υπάρχει “αρχηγός” της οργάνωσης, που ενημερώνεται για τα εγκλήματα των “πρωτοπαλλήκαρων”, ούτε βεβαίως ρατσιστικά και μη μαχαιρώματα, με μεθόδους υποκόσμου.

Το χειρότερο όμως είναι, οτι στελέχη της συντηρητικής παράταξης, ακόμα κι όταν δεν εγκρίνουν τη “θεωρία των δύο άκρων”, επιμένουν σε μια λαϊκίστικη εθνικιστική αντίληψη των πραγμάτων, που παραπέμπει σε μεγαλεία του Ντούτσε, εν μέσω σκληρής οικονομικής κρίσης. Τι άλλο παρά “κλείσιμο του ματιού” στον ίδιο ψηφοφόρο είναι η επιμονή για παρέλαση των αρμάτων (“κεκλεισμένων των θυρών” μάλιστα), για χάρη ενός ψευδο-πατριωτικού φρονήματος, “που δεν κοστολογείται”;

Και μάλλον η αριστερά θα πρέπει να σταματήσει να δαιμονοποιεί την Ευρώπη (και την παγκόσμια κοινότητα, μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού έφτασε πάλι ο πόνος για τη χάρη μας) και να αποδίδει όλα τα δεινά στην κρίση, στο μνημόνιο και στον καπιταλισμό(!), διότι το πιθανότερο είναι οτι τίποτε ουσιαστικό δεν θα είχε γίνει στο αντιφασιστικό μέτωπο, αν δεν υπήρχε η συγκυρία της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα και κυρίως η άρνηση των Δυτικών μας συμμάχων να αποδεχτούν οτι μπορεί μια παρέα ναζί κατσιαπλάδων να αποσταθεροποιήσει μια μικρή χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης - και κατ’ επέκταση όλη την ευρωζώνη. Η ενδοσκόπηση μας είναι απαραίτητη και η παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο κακές πλευρές...

Η θλιβερή διαπίστωση μέσα από αυτή την πολιτεία είναι οτι η κυβέρνηση (και η πλειονότητα του πολιτικού συστήματος) εξακολουθεί να αναλώνεται στην επιφανειακή προχειρότητα και στις εντυπώσεις, παίζοντας κατενάτσιο, αντί να κάνει την απολύτως απαραίτητη δουλειά σε βάθος, που χρειάζεται η ελληνική δημόσια διοίκηση. Από όλες τις εξελίξεις του τελευταίου μήνα, μεγάλο ενδιαφέρον έχει η διαφαινόμενη εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης, που λέγεται “χρυσαυγίτικη αστυνομία". Ωστόσο, κι εκεί φαίνεται να μη δόθηκε το απαραίτητο λάκτισμα, για εξελίξεις σε βάθος.

Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί μη επαγγελματικά η αστυνομία μας, είναι η κατάθεση της περίφημης αστυνομικού, που τελικά δεν συνέλαβε τον κατ’ ομολογίαν δράστη της δολοφονίας Φύσσα, Γιώργο Ρουπακιά. Σύμφωνα με αυτήν, οι οκτώ (8) αστυνομικοί που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος εγκαίρως (αλλά δεν φρόντισαν να προλάβουν, όπως θα έκανε κάθε συνάδελφος τους σε δυτική χώρα), δεν έκαναν απολύτως τίποτα, όταν διαπίστωσαν οτι υπήρχε τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής μπροστά τους, αποτελούμενο από 30-40 άτομα. Αντιθέτως, δέχτηκαν να τους καθησυχάσει παρελκυστικά υποτιθέμενος “συνάδελφος” τους (φρουρός των φυλακών Κορυδαλλού στο επάγγελμα) - και δεν κάλεσαν αμέσως ενισχύσεις, αποτελούμενες τουλάχιστον από ισόποση δύναμη. Ένας τουλάχιστον από αυτούς, φέρθηκε κατά το συνήθη κουτοπόνηρο και χρυσαυγίτικο τρόπο.

Ο τρόπος λοιπόν, με τον οποίο τίποτα δεν βελτιώνεται σε βάθος, περιγράφει το δράμα μιας χώρας, που βρίσκεται και πάλι στο χείλος του γκρεμού. Ίσως όχι πιά με την πιθανότητα της άτακτης χρεοκοπίας, αλλά με το σοβαρό ενδεχόμενο να μην αποδίδει τίποτα η οικονομική αφαίμαξη, που υφίσταται ο ελληνικός λαός.

Η κυβέρνηση αναλώνεται σε λεονταρισμούς και μια δονκιχωτική μάχη απόκρουσης των οριζόντων μέτρων, ενώ δεν τολμά (ούτε ξέρει, ούτε επιθυμεί) να κάνει ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ούτε έναν τρόπο πραγματικής αξιολόγησης στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν έχει αναπτύξει, ώστε να μην κλείνει συλλήβδην ολόκληρους τομείς, όπως η δημοτική αστυνομία, οι σχολικοί φύλακες ή η ΕΡΤ.

Η προσπάθεια να εμφανιστεί οτι “απευθυνθήκαμε με εικοσάλεπτη συνάντηση στους Ευρωπαίους συμμάχους, για να κατανοήσουν οτι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια” εισπράττει, ακόμα και από την Άνγκελα Μέρκελ, μια ψυχρή παραπομπή στην τρόικα, γιατί “μιλήσαμε μόνο 5 λεπτά και όχι με λεπτομέρειες για τέτοια θέματα”. Η ενόχληση της Ευρώπης γι αυτό το παιχνίδι, παράλληλα με την προσπάθεια να εμφανιστεί οτι θα “μοιραστεί και κατι-τις, από το πρωτογενές πλεόνασμα”, είναι εμφανής.

Έτσι, η ριζική και σε βάθος προσπάθεια, χωρίς την οποία ουσιαστική ανάκαμψη δεν θα υπάρξει ποτέ, παραπέμπεται διαρκώς στις “ελληνικές καλένδες”. Η επιβάρυνση των ακινήτων, με τη συσσώρευση του ΦΑΠ τριών ετών (2011-2012-2013) και με τον ενιαίο φόρο, που αγγίζει τους πάντες, να έρχεται, έχει φτάσει τα νοικοκυριά σε οριακό σημείο. Είναι πια σχεδόν πιο συμφέρον να νοικιάζεις, από το να κατοικείς το σπίτι σου, με τις χρεώσεις που σου επιβάλλει. Και η λύση είναι μόνο η πώληση, σε ένα περιβάλλον αγοράς, που το μόνο που μπορεί να δώσει, είναι την ευκαιρία σε κάποιους να αγοράσουν “κοψοχρονιά”.

Ακόμα και το μέτρο που έδινε τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να δωρίζουν τα ενοίκια που δεν εισπράττουν στην εφορία, ώστε τουλάχιστον να μη φορολογούνται γι αυτά (και να πιέζουν έμμεσα αυτούς που εκμεταλλεύονται την κρίση για να γίνουν “μπαταχτσήδες”), φαίνεται οτι θα καταργηθεί εντελώς ανεξήγητα.

“Κλέβουμε τα παιδιά, γιατί αυτό αφαιρεί την πίστη από τους ανθρώπους, τους αποκαρδιώνει”, λέει κυνικά η εκπρόσωπος του απόλυτου κακού στο “Prisoners”, που παίζεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες. Ας ελπίσουμε οτι δεν είναι αυτή περιγραφή και της δικής μας περίπτωσης...













Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice.

H φωτό του σημαιοφόρου από τη Νιγηρία είναι από το www.protothema.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Walk On The Wild Side", το αριστούργημα του Lou Reed, που πέθανε στα 71 του.

buzz it!

27.9.13

Φθινοπωρινή πρεμιέρα...

Το φθινόπωρο ήρθε κι επισήμως, η σεζόν αρχίζει - καιρός να μαζευόμαστε μέσα, σε καμιά μπάρα, να πιούμε και να χορέψουμε, με καλή μουσική.

Σας περιμένω λοιπόν, αυτό το Σάββατο, στην Έλη του Κλού, μετά τις 22.00...











Η αφίσα φτιάχτηκε από τον Αλέξη Κουτσογιαννόπουλο και το εξώφυλλο είναι από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Who Knows", του Βρετανού Quantic.

buzz it!

26.9.13

Τα πολιτικά εξτρέμ και η "θεωρία των δύο άκρων"

Ναι, στο ακραίο κομμάτι της αριστεράς βρίσκει στέγη ένας ολόκληρος κόσμος, φανατικός, που έχει χάσει το μπούσουλα. Που έχει μάθει να θεωρεί οτιδήποτε πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, δεξιό. Που προτάσσει μια νεφελώδη, μίζερη και συμπλεγματική “αξιοπρέπεια”, προκειμένουν να εξασφαλίσει την ακινησία - και μέσω αυτής την κατάρρευση των “μνημονιακών δυνάμεων”. Που βαφτίζει όποιον του πάει κόντρα σιχαμένο, προδότη, συνεργάτη των Γερμανών. Που κάνει ανιστόρητους παραλληλισμούς με τη χούντα και την κατοχή. Που μιλάει με την ύβρι της αταλάντευτης βεβαιότητας. Που ονομάζει το Protagon “Πρώκταγκον”, τον Γεωργελέ “Γεωργαλά” και αδιακρίτως όλους τους “συστημικούς” δημοσιογράφους “Μπάμπηδες”. Που ονομάζει κάθε αδικία “βία” και κάθε συναισθηματική θεώρηση “ανάλυση”. Που θέλει να προπηλακίσει, να λιντσάρει και να εκτονώσει την τυφλή οργή, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Που λατρεύει την υπερβολή, τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό. Που μιλάει για “πόλεμο” και στρατόπεδα και που έστρωσε το δρόμο, για να γίνουν αποδεκτές φασιστικές πρακτικές. Που αγνοεί οτι στη μέση των εμφυλιοπολεμικών “στρατοπέδων” υπάρχει ένας ολόκληρος (πολύ περισσότερος) κόσμος που εμφορείται από μετριοπάθεια και πιο δημιουργικές και ουσιαστικά προοδευτικές ιδέες.

Και ναι, πολλές φορές οι επίσημες ηγεσίες των κομμάτων που προσφέρουν καταφύγιο σε αυτό το συνονθύλευμα, κάνουν το παν για του χαϊδέψουν τα αυτιά. Με ανιστόρητες υπερβολές, διχαστικά συνθήματα, αγένεια και θράσος στη δημόσια τοποθέτηση τους. Καλλιεργώντας την εχθρότητα, τη μη αναγνώριση των κανόνων της δημοκρατίας, την άκριτη υπεράσπιση κάθε είδους “λαϊκής” απαίτησης. Έτοιμες να συνομιλήσουν, προς χάριν του “αντιμνημονιακού μετώπου”, ακόμα και με αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι βασικότεροι της αντίπαλοι.

Αλλά όλα αυτά δεν δικαιολογούν επ’ ουδενί την ανιστόρητη “θεωρία των δύο άκρων”. Τουλάχιστον όχι αυτή που εξισώνει την εγκληματική συμμορία των ναζιστών, με όποιον έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γιατί δεν μπορείς να συγκρίνεις την κοινοβουλευτική αριστερά με μια ρατσιστική συμμορία ή μια οργάνωση που εμπίπτει στο κοινό ποινικό δίκαιο.

Τα δύο πολιτικά εξτρέμ υπάρχουν, αλλά εντός του λεγόμενου “συνταγματικού τόξου”. Και δυστυχώς, αυτοί που αποτελούν τον έναν πόλο, αναλώνονται στο να καταγγέλουν τον άλλο. Αλλά δεν πείθουν, γιατί τα έργα και οι ημέρες τους δείχνουν ανάγλυφα πόσο το αλλοιθώρισμα προς την φασιστική ακροδεξιά, ευνόησε την ανάπτυξη της.

Αν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε μια άμεση επίπτωση στο πολιτικό σκηνικό, αυτή ήταν η παταγώδης αποτυχία του φλερτ της ακροδεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή. Κι αν αποδοκιμάστηκε η τακτική αυτή, αυτό δεν σημαίνει οτι το ακραίο κομμάτι των εθνικιστών και πατριδοκάπηλων, που έβλεπαν τη Χρυσή Αυγή ως “αδελφό κόμμα”, δεν φέρει ακέραια την ευθύνη για τη γιγάντωση της άθλιας οργάνωσης, που σκοπό έχει να μαχαιρώνει για να επιβεβαιωθεί.

Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να αντιμετωπιστεί η Χρυσή Αυγή, με βάση το ποινικό δίκαιο; Γιατί κανείς δεν είχε συνδέσει μέχρι τώρα όλες αυτές τις υποθέσεις, ώστε να τεκμηριωθεί η δράση της εγκληματικής οργάνωσης; Έπρεπε να φτάσουμε σε μια δολοφονία, που δεν μπορούσε να αποκρυβεί; Γιατί όσοι φώναζαν οτι ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη χώρα είναι ο εκφασισμός κατηγορήθηκαν (από δεξιά και από αριστερά), οτι εξέτρεπαν την προσοχή από το κυρίαρχο οικονομικό πρόβλημα;

Μια ματιά σε πιο εμβριθείς αναλύσεις δείχνει οτι ο δρόμος για το ναζισμό δεν στρώθηκε από την κρίση, που ήταν ο καταλύτης, αλλά από συγκεκριμένες εξάρσεις εθνικιστικού λαϊκισμού και “αντιμνημονιακής” ρητορείας, που έκανε την τεράστια αναδίπλωση. Και η χαρακτηριστική ανοχή, όχι μόνο της αστυνομίας, αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών εκπροσώπων και μέσων οδήγησε στο “ξέπλυμα” του ακροδεξιού φασισμού.

Ακραίο λοιπόν είναι το γεγονός οτι “μετανοημένοι ακροδεξιοί” όπως οι Βορίδης και Γεωργιάδης είναι επίλεκτα μέλη της κυβερνώσας παράταξης. Ακραίο είναι το να υπάρχουν μέλη του “Δικτύου 21” τόσο κοντά στην κορυφή της εξουσίας. Ακραία είναι η κουτοπονηριά και η υπεράσπιση μιας αστυνομίας που ψηφίζει κατά το ήμισυ Χρυσή Αυγή, δεν εξιχνιάζει παρά ελάχιστες υποθέσεις ρατσιστικής βίας, κάνει τα στραβά μάτια στους “αγανακτισμένους” ακροδεξιούς, ασκεί ανεξέλεγκτη βία έχοντας πάρει διαζύγιο με τον επαγγελματισμό, βγάζει ανακοινώσεις-μνημεία όπως η ζαρντινιέρα και δημοσιεύει φωτογραφίες των ξυλοδαρμένων συλληφθέντων για τρομοκρατία, που δήθεν “έφαγαν κάτι μπουνιές στη συμπλοκή”.

Ακραία είναι η επιμονή για αξιωματικούς “ελληνικού γένους”. Ακραία είναι η με κάθε τρόπο αποφυγή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, παρά τις πιέσεις και της Ευρώπης. Ακραία είναι η ολιγωρία στην αντιμετώπιση του φασιστικού τραμπουκισμού (ενδεικτική η νοοτροπία “ε, όχι και μαχαίρι”), η δραματική καθυστέρηση σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, το “κλείσιμο του ματιού” στο οπισθοδρομικό κομμάτι της ιεραρχίας - ακόμα και η καινοφανής ιδέα οτι τα αρχαία ελληνικά δεν είναι νεκρή γλώσσα (παρότι η διδασκαλία τους είναι όντως χρήσιμη, στις σχετικές κατευθύνσεις).

Ακραίο είναι να μιλάς για το ενδεχόμενος συνεργασίας με μια “πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή”, διατυπώνοντας την αντίφαση του αιώνα. Ακραίο είναι να επιτρέπεις τη λειτουργία της αστυνομίας, με την παραμικρή ανοχή στους τραμπουκισμούς των “αγανακτισμένων” χρυσαυγιτών δίπλα τους, ακόμα και μετά τη δολοφονία Φύσσα. Ακραίο είναι να υπομένεις τη διεξαγωγή δίκης χρυσαυγίτη, χωρίς την απαραίτητη προστασία και υπό συνθήκες (αν)ασφάλειας που διεκτραγωδούν κάθε έννοια δημοκρατικής ομαλότητας.

Ευθύνη για αυτό το λούμπεν κομμάτι του εκλογικού σώματος, που συγκεντρώθηκε υπό την σκέπη της Χρυσής Αυγής, είτε γιατί μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα τον φασισμό του, είτε γιατί θέλησε να εκδικηθεί το πολιτικό σύστημα (ακόμα και γιατί έχασε την Καγιέν του!), έχουν όλα τα κόμματα. Ακόμα και αυτά της αριστεράς, που πολλές φορές υπέθαλψαν την καφενειακή, αντιδραστική, λαϊκίστικη ψήφο, που δεν έβρισκε αλλού καταφύγιο. Και για τη μη σύμπηξη ενός δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου, πάλι τα περισσότερα κόμματα φταίνε.

Αλλά την κύρια ευθύνη, τη φέρει η συντηρητική παράταξη, που αντί να ενισχύσει το σοβαρό κεντροδεξιό της πρόσωπο, διολίσθησε κουτοπόνηρα προς την ακροδεξιά της χειρότερης μορφής, δημιουργώντας δίπλα της καρκινώματα του πολιτικού συστήματος. Η πτώση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής κατά 30% και η μεταφορά του ίδιου ποσοστού των 2,5 μονάδων πίσω στη Νέα Δημοκρατία, το δείχνει ανάγλυφα.

Αν η σύγχρονη δεξιά δεν μπορεί να μιλήσει στο κοινό της, παρά μόνο με όρους “ασφάλειας από τους λαθρομετανάστες” (αντί για την πραγματική απειλή που είναι οι χρυσαυγίτες), ψευδοπατριωτικών εξάρσεων περί “της ορθόδοξης παράδοσης που απειλείται” και κινδύνων που “διατρέχει το έθνος από το ξαναγράψιμο της ιστορίας”, τότε η ρητορική της οδηγεί κατευθείαν στην (αυτο)καταστροφή της χώρας, για την οποία τόσο υποτίθεται οτι κόπτεται. Γιατί αυτή τρέφει (και τρέφεται από) το απέναντι άκρο, που δήθεν καταγγέλει....













Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η "Κραυγή" του Munch είναι από το www.ethnos.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Princess" του Αυστριακού Parov Stellar.

buzz it!

22.9.13

Μια συνέντευξη για το τέλος μιας συζήτησης


O μόνος λόγος που καταχωρώ αυτή τη συνέντευξη στο “Κάππα” της Καθημερινής, είναι για λόγους αρχείου - άλλωστε η ελληνική κοινωνία έχει πολύ πιο σημαντικά προβλήματα να συζητήσει αυτές τις μέρες. Επ’ ουδενί δεν θέλω να συνεχιστεί η ίδια αντιπαραγωγική, φανατική και επιδερμική κουβέντα. Η ΕΡΤ και η συνέχεια της έγιναν πεδίο σύγκρουσης των 2 εξτρέμ της (εντός συνταγματικού τόξου) πολιτικής: Αυτών που θεώρησαν έξυπνο και παραγωγικό να την κλείσουν και αυτών που το είδαν ως αφορμή για έναν ανένδοτο αγώνα, χωρίς διέξοδο και προοπτική.

Αναπόφευκτα, σε μια συνέντευξη δεν χωρούν όλα όσα θέλεις να πεις. Για παράδειγμα, δεν χώρεσε οτι δεχτήκαμε απίστευτη λάσπη, οι 1800 απολυμένοι της ΕΡΤ, που έκαναν αίτηση στη ΔΤ. Ίσως εγώ λίγο παραπάνω, γιατί είμαι το “πρόσωπο που βγαίνει μπροστά στο γυαλί”. Ίσως από δικό μου λάθος, γιατί βγήκα μπροστά και εξήγησα τους δισταγμούς και τις αμφιβολίες μου. Ίσως γιατί με το προηγούμενο άρθρο που είχα γράψει επικρίνοντας τη διαδικασία προσλήψεων, δεν είχα κάνει σαφές οτι κι εγώ είχα κάνει αίτηση. Όποιος όμως διάβαζε με προσοχή καταλάβαινε - και δεν “μετέφραζε” όπως βόλευε το δικό του τρόπο σκέψης. Και πάντως δεν έγραψα πουθενά οτι δεν έκανα.

Δέχθηκα και δέχομαι επιθέσεις και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Γιατί η πολιτική μας ζωή και η κοινωνική μας (αν)ωριμότητα κάνει πολλούς ανθρώπους να μην καταλαβαίνουν οτι μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να επικρίνει και την κυβέρνηση για το κλείσιμο της ΕΡΤ και τις τρομερές ελλείψεις της ΔΤ, αλλά και τους εργαζόμενους που απέφυγαν να επιδιώξουν μια λύση και επιμένουν να παραμείνουμε σε ένα αδιέξοδο, χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση. Δεν υπάρχει πιο συνεπής στάση από το να θέλεις η χώρα σου να έχει οπωσδήποτε ανοιχτή και λειτουργούσα τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπως επιτάσσουν οι συνταγματικές και ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις. Ανεξαρτήτως του ποιά κυβέρνηση έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Κάποιοι θεωρούν οτι είμαστε σε πόλεμο, οτι οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε στρατόπεδα. Εγώ εμφύλιο μεταξύ συναδέλφων, αλλά και γενικώς, δεν δέχομαι. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορείς να εκφράσεις την άποψη σου και αυτομάτως να δέχεσαι άναρθρες επιθέσεις, επειδή “πρόδωσες τον αγώνα", τον οποίον φαντασιώνονται κάποιοι (ο οποίος "αγώνας" πήρε μια κατεύθυνση με την οποία διαφωνείς πλήρως). Είναι ένα είδος τρομοκρατίας ενός αριστερού κομφορμισμού και σε πιο ακραία εκδοχή, ενός καφενειακού διχαστικού και εμφυλιοπολεμικού λόγου.

Το πιο λυπηρό είναι οτι ΚΑΝΕΙΣ δε αντέταξε (έστω) ένα επιχείρημα. Κανείς δεν εξήγησε πώς θα λειτουργήσει ξανά η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση. Και κριτική χωρίς επιχειρήματα, δεν είναι κριτική.


Είναι ο πρώτος παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της νεοσύστατης δημόσιας τηλεόρασης και για αυτόν τον λόγο δέχθηκε επιθέσεις ένθεν κακείθεν. Αφενός από πρώην συναδέλφους του που διατυπώνουν ενστάσεις για τον μεταβατικό φορέα και, αφετέρου, επειδή η δημόσια τηλεόραση στην Ελλάδα λειτουργεί κατά παράδοση χωρίς τα εχέγγυα μίας ανεξάρτητης διοίκησης. Η νέα ΕΡΤ, έτσι όπως στελεχώνεται, μπορεί να υπηρετήσει την αξιοκρατία ή αποτελεί συνέχεια των παλιών αμαρτιών; Και πού βάζει τα προσωπικά του όρια ένας παρουσιαστής ειδήσεων; Ο Προκόπης Δούκας εργαζόταν άλλωστε επί 16 χρόνια στην ΕΡΤ πριν από την αιφνίδια παύση όλων των λειτουργιών της φέτος το καλοκαίρι και τα τελευταία 15 χρόνια διετέλεσε παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων είτε της ΝΕΤ στις 9 μμ, είτε της ΕΤ1 στις 11 μμ. Παραδόξως, δεν σπούδασε δημοσιογράφος, αλλά μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρας.



-Γιατί μοιάζατε αγχωμένος στο πρώτο δελτίο ειδήσεων του νέου φορέα;

Γενικά δεν έχω άγχος. Όμως, εκείνη την ημέρα – επειδή το δελτίο κρεμόταν από μία κλωστή από πλευράς τεχνικών μέσων διότι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της χώρας είναι στεγασμένος σε ένα μικρό κομμάτι των εγκαταστάσεων της ΕΡΤ– φοβόμουν, όπως όλοι, για το αποτέλεσμα.

-Ήταν και ο διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού Γιώργος Μουρούτης στο κοντρόλ την πρώτη μέρα όπως γράφτηκε σε κάποια blogs;

Όχι βέβαια! Δεν υπάρχουν παρεμβάσεις πολιτικών παραγόντων από το κοντρόλ! Στη δημόσια ραδιοτηλεόραση της χώρας, επειδή ποτέ δεν ήταν απολύτως και όπως έπρεπε ανεξάρτητη –και φοβάμαι ότι ούτε τώρα θα γίνει γιατί το εποπτικό συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ δεν είναι όπως το εκπόνησε η επιτροπή Αλιβιζάτου – οι παρεμβάσεις μπορεί να γίνονται είτε με αυτολογοκρισία, είτε με το να εμφυσείται μία αντίληψη για τις ειδήσεις, προστασίας της εξουσίας μέσω της διοίκησης.

-Φοβάστε ότι η νέα δημόσια τηλεόραση δεν θα είναι ούτε τώρα πραγματικά ανεξάρτητη;


Δεν το βλέπω στο αποτέλεσμα. Η επιτροπή Αλιβιζάτου πρότεινε ένα συγκεκριμένο σχήμα ανεξαρτησίας της ΕΡΤ το οποίο τώρα για λόγους βιασύνης εγκαταλείφθηκε. Για αυτό και ο ίδιος ο Αλιβιζάτος δεν δέχθηκε να συμμετάσχει στο εποπτικό συμβούλιο.

-Αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα στην ανεξαρτησία ενός δημοσιογράφου;


Εγώ υπερασπιζόμουν πάντα την ΕΡΤ γιατί κοιμάμαι ήσυχος. Έχω ασχοληθεί με ένα σοβαρό δελτίο που ιεραρχεί ειδήσεις σωστά. Δεν έχω ασχοληθεί με την φούστα του καλλιτέχνη και εάν έκανε διακοπές στη Μύκονο, δεν έχω ασχοληθεί με τις πολιτικές, επιχειρηματικές ή κοσμικές επιδιώξεις ιδιωτών, ούτε με την ευτέλεια που επιβάλει πολλές φορές το κυνήγι του ανταγωνισμού και της εμπορικότητας.

-Έχετε όμως κάνει κυβερνητική προπαγάνδα;


Έχω αναγκαστεί να κάνω μία θεσμική ιεράρχηση των πραγμάτων που πάντα βεβαίως βολεύει την εκάστοτε εξουσία ή να μην αγγίξω πράγματα που θα ενοχλούσαν την εξουσία. Όμως τουλάχιστον προς συμφέρον εκλεγμένων εκπροσώπων του ελληνικού λαού. Και όχι μη θεσμικών παραγόντων. Και επίσης θέλω να θυμίσω ότι η ΕΡΤ είχε και πάντα θα έχει τη μεγαλύτερη πολυφωνία από όλα τα κανάλια.

-Τότε ο κόσμος γιατί δεν επιλέγει να την δει;


Δεν είμαστε ολοκληρωμένο κανάλι τώρα. Η ΕΡΤ σε μία περίοδο που αφέθηκε πραγματικά να λειτουργήσει επαγγελματικά – και μιλάω για το τρίμηνο το περσινό των εκλογών – έκανε θαύματα στην τηλεθέαση. Έκανε εκπομπές και δελτία με τηλεθέαση απολύτως συγκρίσιμη των πιο πετυχημένων ενημερωτικών εκπομπών στην ιδιωτική τηλεόραση

-Σας στενοχωρεί που το δικό σας δελτίο έχει τόσο χαμηλή τηλεθέαση;


Άντε καλέ! Εδώ είμαστε σε ένα κανάλι που είναι στο μηδέν. Την τηλεθέαση θα κοιτάμε; Το θεωρήσαμε και άθλο που το πρώτο δελτίο έπιασε 6,5% στις έξι η ώρα το απόγευμα. Ούτε πρόκειται να έχει τηλεθέαση το δελτίο αυτό εάν δεν γίνει σοβαρό κανάλι και εάν δεν αποκτήσει τις δυνατότητες της Αγίας Παρασκευής.

-Τι έχετε να πείτε στους συναδέλφους σας που παραμένουν στην Αγία Παρασκευή;

Σέβομαι πάρα πολύ την αυταπάρνηση πολλών. Και εγώ ήμουν στην ΕΡΤ για ένα μήνα γιατί οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ρευστές και υπήρχε η πιθανότητα να αλλάξουν οι ισορροπίες και να ξανανοίξει η ΕΡΤ. Η κριτική που έχω να κάνω μόνο είναι ότι την κρίσιμη στιγμή οι φωνές όπως η δική μου για πιο ώριμη και ουσιαστική διαπραγμάτευση για το μέλλον της ραδιοτηλεόρασης δεν ακούστηκαν και επικράτησαν πιο αδιάλλακτες και άκαμπτες φωνές.

-Παρατυπίες στις προσλήψεις έγιναν;

Έγιναν και τις κατήγγειλα και εγώ.

-Οπότε επιλεγήκατε να είσαστε κεντρικός παρουσιαστής από μία μη αξιοκρατική διαδικασία;


Το βαφτίζετε με έναν τρόπο που δεν μου αρέσει. Επελέγην να είμαι κεντρικός παρουσιαστής γιατί από όλους τους συναδέλφους που είναι διαθέσιμοι αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο έμπειρος και αυτός που κάνει δεκαπέντε χρόνια κεντρικό δελτίο και άρα εκ των πραγμάτων το πρώτο βιολί μεταξύ των παρουσιαστών. Η σειρά κατάταξης – διότι μάλιστα ήμουν επιλαχών – δεν μπορεί να υπαγορεύσει και τη χρησιμοποίηση του καθενός.

-Ποιος σας επέλεξε;


Ο γενικός διευθυντής. Ο Βασίλης Θωμόπουλος. Είμαι κεντρικός παρουσιαστής στην ΕΡΤ από το 1998. Όταν έρχεται ένας πιο έμπειρος και με άλλα μίλια γραμμένα στον κοντέρ, όπως ήρθε η Μαρία Χούκλη ή η Έλλη Στάη, αυτομάτως το λογικό είναι να υποχωρώ. Απλώς το ίδιο απαιτώ και για εμένα από την ανάποδη πλευρά.

-Εσείς πώς πήγατε στην ΕΡΤ;


Με κανόνες αγοράς. Το 1997 σε μία εποχή που η ΕΡΤ είχε περάσει μία περίοδο απαξίωσης.

-Και γίνατε αμέσως παρουσιαστής χωρίς μέσο και εμπειρία;


Ναι. Τότε έψαχναν άνδρες και εγώ είχα μία εμπειρία δεκαετή στο ραδιόφωνο.

-Το θεωρείτε μειονέκτημα το ότι δεν έχετε περάσει από τον ιδιωτικό τομέα;


Όχι ιδιαίτερα. Θα μπορούσα. Με είχε επιλέξει ο Αντέννα αλλά δεν ήθελα τότε γιατί μου άρεσε πολύ η ραδιοφωνική μου δουλειά.

-Το ότι κάνατε αίτηση τώρα στο νέο φορέα ήταν και ζήτημα προσωπικής επιβίωσης;


Ναι. Και μόνο ο αριθμός που έκαναν αίτηση στη Δημόσια Τηλεόραση αυτό δείχνει. Ποιος είναι αυτός που δεν έχει ανάγκη από δουλειά; Και σε μία αγορά τρομερά κλειστή και καθημαγμένη που μόνο απολύει;

-Ποιες θα είναι οι αμοιβές σας;


Δεν ξέρουμε ακόμη. Λογικά θα είναι οι αμοιβές του ενιαίου μισθολογίου.

-Πολιτικά πού πρόσκεισθε;


Θα έλεγα ότι πάντα βρισκόμουν στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς αλλά δεν ήμουν ποτέ κομματικά οργανωμένος.

-Γιατί αλλάξατε το όνομα σας από Καθαροσπόρης σε Δούκας;


Από την αρχή της καριέρας μου μού ζητήθηκε να το αλλοιώσω και να το κόψω στη μέση γιατί δεν ήταν εύηχο. Δεν το έκανα, γιατί τιμώ πολύ τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής της ΕΔΑ το ΄58. Έδωσε τη ζωή του για την ιδεολογία του και πέθανε πικραμένος πολύ νωρίς, το ΄74. Εν μία νυκτί είπα θα πάρω το όνομα της γιαγιάς μου που λεγόταν Δούκα.

-Σας στεναχώρησαν οι επιθέσεις που δεχθήκατε;


Με στεναχωρεί διότι αισθάνομαι ότι έχει δημιουργηθεί ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει πάση θυσία να λύσουμε τις διαφορές μας σε εμφυλιοπολεμικές συνθήκες. Δεν κατανοεί ότι μπορεί να υπάρχει άλλη άποψη. Υπέστην ένα είδος συναισθηματικού εκβιασμού. Δηλαδή δεν έχω το δικαίωμα να εκφράσω άλλη άποψη ή να αλλάξω άποψη, όταν αλλάζουν τα δεδομένα;
















Η συνέντευξη δόθηκε στην Κατερίνα Μπακογιάννη, για το "Κάππα" της Καθημερινής, της 15.09.13

Η φωτό είναι από το www.tumblr.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Get Misunderstood" των Γάλλων Troublemakers

buzz it!

5.9.13

Συμμετέχοντας στη Δημόσια Τηλεόραση...

Όλο το καλοκαίρι, η πρώτη κουβέντα υποδοχής, από το πρακτορείο ταξιδίων ως τη δημόσια υπηρεσία και από το καφενείο ως τη λαϊκή, ήταν: “Πότε θα σας ξαναδούμε στην τηλεόραση;” Η ερώτηση δεν ήταν προσωπική, εννοούσαν το πρόγραμμα και την ενημέρωση (κυρίως) της ΝΕΤ. Η έλλειψη έδειχνε ισχυρή - και το ενδιαφέρον μεγάλο. Για πρώτη φορά με ρωτούσαν περισσότερο για το δελτίο ειδήσεων, παρά για το ραδιόφωνο. Καθώς αγαπώ πιο πολύ τη ραδιοφωνική μου δουλεία, είχα ξεχάσει πόσο πιο δυνατή είναι η απήχηση της τηλεόρασης.

Επειδή ήδη άρχισαν οι αήθεις επιθέσεις (ένθεν κακείθεν) και τα απληροφόρητα δημοσιεύματα, ας αρχίσουμε με τα προσωπικά. Μετά από πολλή σκέψη κι ένα βασανιστικό καλοκαίρι, μετά από άπειρες ώρες τηλεφωνικών διαβουλεύσεων και καυγάδων, αποφάσισα, όπως και εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, να κάνω αίτηση στον μεταβατικό φορέα της ΔΤ, παρά την αρχική μου αρνητική διάθεση.

Οι λόγοι κυρίως τρεις: Πρώτον, συνειδητοποίησα οτι ο μεταβατικός φορέας θα είναι πολύμηνος κι όχι δίμηνος (αρχίζει στην ουσία Σεπτέμβριο με τρομερές δυσκολίες και άγνωστο πότε θα παραχωρήσει τη θέση του στη ΝΕΡΙΤ) - σχεδόν φυσιολογική καθυστέρηση μετά την ανυπέρβλητη ζημιά που προκάλεσε η αψυχολόγητη (και άκρως δαπανηρή για τον προϋπολογισμό) απόφαση του κλεισίματος της ΕΡΤ. Δεύτερον, όλοι οι αστάθμητοι παράγοντες της πολιτικής μας ζωής και κυρίως οι πιέσεις της τρόϊκας θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την κανονική πορεία των πραγμάτων, με αποτέλεσμα το πρόπλασμα της ΔΤ να αποτελέσει τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση της χώρας, σε μόνιμη βάση, χωρίς καμία άλλη ουσιαστική διαδικασία. Τρίτον, η μοριοδότηση που έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους της ΕΡΤ να στελεχώσουν αξιοπρεπώς το διάδοχο δημόσιο κανάλι, σε συνδυασμό με την αποχώρηση διαφόρων “παρασίτων” της εξουσίας, προς άλλες κατευθύνσεις, απέτρεψε, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τη δημιουργία ενός αμιγώς κομματικού παραμάγαζου.

Οι συμβουλές των εργατολόγων μοιρασμένες: Άλλοι συνιστούσαν να κάνουμε αίτηση, γιατί μας προσφέρεται δουλειά και οφείλουμε να τη δεχτούμε - και άλλοι επέσειαν τους κινδύνους να “αδυνατίσουν” οι αγωγές μας. Από νομικής πλευράς, οι δίμηνες συμβάσεις θεωρούνται από πολλούς μια καλοσχεδιασμένη παγίδα, που θα μας εκμεταλλευτεί όσο μας χρειάζεται - και μετά θα μας πετάξει σαν στιμένες λεμονόκουπες. Το ρίσκο είναι σαφές, αλλά το να μείνεις απ’ έξω από μόνος σου, είναι ακόμη πιο σίγουρη απουσία. Είμαι απολύτως υπέρ των δικαστικών διεκδικήσεων, αλλά δεν αρκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση: Η πραγματική ζωή διαφέρει από τη νομική υπόσχεση να δικαιωθείς (πιθανώς) σε δύο χρόνια στο Εφετείο - αν δικαιωθείς. Κι όσοι διατείνονται οτι η αποζημίωση και ο ένας χρόνος ταμείου ανεργίας (που θα αργήσει να αρχίσει να καταβάλεται) θα έπρεπε να είναι αρκετές για άγνωστο διάστημα, αγνοούν την αδήριτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας και τις υποχρεώσεις του καθενός.

Στην προκήρυξη για τους πρώτους 577 εργαζομένους της ΔΤ, που με τόση σφοδρότητα επέκρινα (όπως και το κλείσιμο της ΕΡΤ), ήμουν επιλαχών - ήρθα 12ος στην κατάταξη των 10 θέσεων παρουσιαστών. Δεν ήταν μόνο οτι το “Λίαν Καλώς” πτυχίο μου του 6,71 υπερκεράστηκε εύκολα από απολυτήρια Λυκείου της τάξης του 14, χωρίς φυσικά να γίνει καμία ποιοτική αξιολόγηση της γνώσης και της εμπειρίας ενός παρουσιαστή κεντρικού δελτίου επί 15 χρόνια. Ήταν και το ότι σχεδόν οι μισοί από τη δεκάδα δήλωσαν ιδιότητες που δεν είχαν: Υπήρξαν ακόμη και δημοσιογράφοι που δήλωσαν “παρουσιαστές”, με ανύπαρκτη εμπειρία, παραβιάζοντας τη σαφή απαίτηση της προκήρυξης για “ευδόκιμη (=καλά δοκιμασμένη, επιτυχημένη, διακριθείσα για όσους δεν γνωρίζουν ελληνικά, αλλά τη διεκδίκησαν παρόλα αυτά) προϋπηρεσία στη θέση για την οποία κάνεις αίτηση”.

Αποτέλεσμα της προσβλητικής αυτής διαδικασίας ήταν να μείνουν “επιλαχόντες” άξιοι συνάδελφοι - και να καλούνται εκ των υστέρων να καλύψουν τις θέσεις των “παραπλανηθέντων” και τις ανάγκες της δουλειάς. Αν σε κάποιους φαίνεται υπερβολική η απαίτηση για τήρηση των κανόνων, σε μια διαδικασία που αποκαλείται αξιοκρατική, η απάντηση είναι οτι εκτός από ζήτημα στοιχειώδους αξιοπρέπειας, πρόκειται και για άμυνα στην κοροϊδία: Εδώ κοντέψαμε να αποκληθούμε “βύσματα”, όσοι παραγκωνιστήκαμε από ψευδείς δηλώσεις - και σε κάποιες περιπτώσεις από υποψηφίους, με ισχυρή υποστήριξη από διάφορα παράκεντρα. Ίσως και 200 από τους 577 αρχικούς επιτυχόντες φαίνεται να έχουν πρόβλημα στην πρόσληψη τους, αλλά η διορθωμένη λίστα και η λίστα επιλαχόντων μάλλον δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, προς αποκατάσταση της αλήθειας και της ακριβούς κατάταξης...

Παρά το γεγονός οτι ούτε η ΕΣΗΕΑ τόλμησε να μας υποδείξει να μην κάνουμε αίτηση για τη ΔΤ, συνάδελφοι και (εμμέσως) πολιτικοί χώροι μας κατηγορούν οτι “νομιμοποιούμε” ένα παράνομο μόρφωμα, ξεχνώντας οτι η χώρα δεν έχει εδώ και μήνες Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, όπως οφείλει. Οι πρώτοι ελπίζουν οτι θα γίνει ένα πολιτικό θαύμα και θα αποκατασταθεί η ΕΡΤ Α.Ε., παραγνωρίζοντας οτι ακόμα και μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορεί, ούτε θα θέλει να την επαναφέρει, όσο κι αν τώρα δημαγωγικά ισχυρίζεται οτι θα το κάνει. Ή ίσως θα ήθελαν να στελεχωθεί η ΔΤ με κάποιους άλλους, που δεν ξέρουν τη δουλειά, από τους 8 χιλιάδες που έκαναν αίτηση, ώστε το εγχείρημα να αποτύχει. Οι δεύτεροι παίζουν το μικροκομματικό τους παιχνίδι, ελπίζοντας να ανατρέψουν την κυβέρνηση που έκανε αυτή την άθλια κίνηση, χρησιμοποιώντας τον θεσμό της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, εις βάρος του φυσικά.

Στους πρώτους απαντώ οτι προσωπικά τουλάχιστον δεν εκχωρώ τη θέση που έχω κατακτήσει με τη δουλειά μου και την (όποια) αξία μου, στον διάδοχο φορέα της ΕΡΤ, όποιος κι αν είναι αυτός. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση δεν είναι αυτής της κυβέρνησης, θα υπάρχει και για πολλά ακόμα χρόνια - και δεν είναι κανενός, παρά μόνο του ελληνικού λαού. Αν κάποιος αξιότερος έρθει να με αντικαταστήσει (αξιότερος όμως, όχι με υψηλότερο βαθμό απολυτηρίου ή ένα καλό “μέσο”), καλώς και δικαίως να έρθει. Αν με διώξουν γιατί δεν είμαι πολιτικά αρεστός, θα διαμαρτυρηθώ όσο αντέχει η φωνή μου. Αλλά από μόνος μου δεν κάνω τη χάρη σε αυτούς που ήθελαν να κλείσει η ΕΡΤ, γιατί ήταν γεμάτη από “πράσινα και ροζ παπαγαλάκια” - γιατί αυτός ήταν ο ουσιαστικός σκοπός τους. Και στα κόμματα που μποϊκοτάρουν τη ΔΤ, ενώ δεν είχαν τόσα χρόνια κανένα πρόβλημα με την παρουσία τους σε παράνομα λόγω έλλειψης αδείας, κίτρινα, λαϊκίστικα, διαπλεκόμενα και σεξιστικά κανάλια και τις εκπομπές τους, τους παραπέμπω στην εξαιρετική κριτική του σκιτσογράφου και γιατρού Ανδρέα Πετρουλάκη.

Η ΔΤ είναι ένα κανάλι που θα έχει πολύ φτωχά αποτελέσματα, για αρκετό διάστημα, λόγω φυσικά του αδιανόητου “ξαφνικού θανάτου” της ΕΡΤ, αλλά και με ευθύνη πιά όσων επιμένουν, μετά από 3 μήνες, να βρίσκονται στην Αγία Παρασκευή. Έχει στελεχωθεί με πολύ λίγους εργαζομένους, ενώ οι υποδομές στην Κατεχάκη, απ’ όπου μεταδίδονται τα πάντα, είναι ανεπαρκέστατες. Δείτε την αντίφαση: Η Αγία Παρασκευή εκπέμπει με τις καλύτερες τεχνικές προδιαγραφές, αλλά χωρίς επαγγελματικό πρόγραμμα και μέσα επικοινωνίας - και μόνο στο διαδίκτυο. Δυστυχώς δεν είναι πια πραγματικό δημόσιο ραδιόφωνο/τηλεόραση και απέχει πολύ από το να είναι ο θεσμός που κάποτε εκπροσωπούσε. Δημόσια Ραδιοτηλεόραση αυτοδιαχειριζόμενου τύπου (και χωρίς πομπούς) δεν υπάρχει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα - και δεν πρόκειται ούτε για αντιδημοκράτες, ούτε για “κουτόφραγκους” εκεί. Η ΔΤ από την άλλη, θα μπορούσε να γίνει ένα αξιοπρεπές κανάλι, μόνο αν μετακόμιζε στην Αγία Παρασκευή. Όσο για τα ραδιόφωνα, μόνο από τις εγκαταστάσεις της ΕΡΤ θα μπορέσουν να εκπέμψουν.

Σέβομαι απολύτως την αυταπάρνηση όσων συναδέλφων προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν έμπρακτα, για τη διάλυση της ΕΡΤ - ιδιαιτέρως όσων η επιμονή δεν υπαγορεύεται από προσωπικούς λόγους, γιατί είναι κοντά στη σύνταξη ή αισθάνονται οτι έκλεισαν έναν επαγγελματικό κύκλο (δεν σέβομαι αυτούς τους λίγους που κινούνται από κομματικό φανατισμό ή από μια στρεβλωμένη ή/και διεφθαρμένη συνδικαλιστική αντίληψη). Για ένα μήνα ήμουν κι εγώ εκεί, παρά τη διαφωνία μου με πολλά “πολιτικά λουλούδια” που βρήκαν ευκαιρία να ανθίσουν, εκμεταλλευόμενα την περίσταση και την ίδια την ΕΡΤ. Λυπάμαι για όσους άξιους συναδέλφους δεν έκαναν αίτηση - και για όσους δεν βρεθούν τελικά στο διάδοχο σχήμα. Πιστεύω όμως οτι πρέπει να αναθεωρήσουν με μετριοπάθεια μια στάση που υπαγορεύεται από ακαμψία, όπως παραδέχονται πολλοί και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Δυστυχώς η υπόθεση ανατροπής της απόφασης για κλείσιμο της ΕΡΤ, χάθηκε σε πολιτικό επίπεδο, όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος στήριξε τον Αντώνη Σαμαρά στην πρωθυπουργία, σε αντίθεση με τη ΔΗΜΑΡ. Και στο επίπεδο της συνδικαλιστικής μας εκπροσώπησης, χάθηκε όταν οι πιο ακραίοι δεν επέτρεψαν μια πιο μετριοπαθή, έμπειρη και “ώριμη” ενίσχυση της διαπραγματευτικής ομάδας, ώστε να εξασφαλιστούν οι προδιαγραφές λειτουργίας της ΝΕΡΙΤ. Τώρα πια είναι πολύ αργά - και με ευθύνη (ως συνήθως) των γενικών μας συνελεύσεων.

Η ΕΡΤ παρουσιάζει πια τον σοβαρό κίνδυνο να αποτελέσει την τροχοπέδη της μετεξέλιξης του εαυτού της: Το αναγνώρισε και ο συλλογικός ευρωπαϊκός θεσμός της EBU, που απέσυρε τη στήριξη της - και μόνο ως όργανο της κυβέρνησης δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Η επιμονή στην κατάληψη θα απαντά απλώς με μια παρανομία, στις πολλές που έχουν γίνει. Μετά από τρεις μήνες όμως, οι παρανομίες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με το λόγο και τα ένδικα μέσα στη δημοκρατία - όποιες κι αν είναι οι αυθαιρεσίες της εκλεγμένης εξουσίας. Αλλά ακόμα και από την πλευρά του σεβασμού της βούλησης της πλειοψηφίας να το δει κανείς, στην ΕΡΤ παραμένουν, στην καλύτερη περίπτωση, 500 εργαζόμενοι. Για τη ΔΤ έκαναν αίτηση περίπου 1800 από τους 2700 απολυμένους. Και αυτούς οφείλουν να τους λάβουν υπόψιν όλοι, συνάδελφοι και συνδικαλιστικά όργανα.

Υπάρχουν κάποιοι σε κυβερνητικά γραφεία που χαίρονται πολύ για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί: Πρώτον γιατί δεν θέλουν επ’ ουδενί να ξαναδούν τα ίδια πρόσωπα στη Δημόσια Τηλεόραση - και η μη πρόσληψη των 1400 της δεύτερης προκήρυξης, αφού δεν αδειάζει η Αγία Παρασκευή, τους εξυπηρετεί αφάνταστα. Θέλουν ένα καναλάκι απολύτως ελεγχόμενο, το οποίο θα προσπαθήσουν να στελεχώσουν σταδιακά με τα “δικά τους παιδιά”, σε όλες τις κρίσιμες θέσεις. Και όπως (σχεδόν) όλο το πολιτικό σύστημα, δεν θέλουν μια Δημόσια Ραδιοτηλεόραση ισχυρή, που διεκδικεί το μερίδιο της από την ιδιωτική ραδιοτηλεοπτική αγορά.

Τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση οφείλουν να την ενισχύσουν και να την προασπίσουν, πρώτα από όλα, οι εργαζόμενοι της - και στη συνέχεια το κοινό της. Κανείς δεν θα το κάνει, αν δεν το κάνουν αυτοί. Η “ρομαντική” διάθεση περί ανατροπής του κλεισίματος της ΕΡΤ ή της “επανάστασης” με αφορμή την ΕΡΤ, δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση.

Όσοι δεν αντιλαμβάνονται οτι η υπόθεση της ΕΡΤ, όσο απαράδεκτα κι αν έκλεισε, δεν προσφέρεται για μανιχαϊσμούς και “χαρακώματα”, εθελοτυφλούν. Και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι, που καλούνται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να αποκωδικοποιούν την πολιτική αρένα της χώρας, ας φύγουν επιτέλους από την κοντόφθαλμη οπτική: Η πραγματική πολιτική διαμάχη στην Ελλάδα δεν είναι μεταξύ “μνημονιακών”/”συστημικών” και των αντιθέτων τους. Είναι μεταξύ των υπερσυντηρητικών οπαδών της καθυστέρησης και των ουσιαστικά προοδευτικών ανθρώπων...




Update: Από χθες το πρωί, που αναρτήθηκε αυτό το κείμενο στην Athens Voice, έχω δεχθεί αρκετές επιθέσεις, από υβριστικές, ως απλώς μανιχαϊστικές - κυρίως από ακροαριστερά, αλλά και από ακροδεξιά.

Κοινός τόπος αυτών που προσπαθούν κάπως ψύχραιμα να συζητήσουν, είναι η αδυναμία να αντιληφθούν πώς ταυτόχρονα μπορώ να έχω υπάρξει επί ένα μήνα στην "επαναστατική ΕΡΤ" και τώρα να πηγαίνω στον "αντίπαλο", λες και η εύλογη διαμαρτυρία, όταν η κυβερνητική κρίση ήταν σε εξέλιξη και οι συνδικαλιστικές μας δυνατότητες σχετικά ισχυρές, σημαίνει οτι πρέπει να παραμείνουμε επί μήνες έγκλειστοι στην Αγία Παρασκευή, ακόμα κι αν διαφωνούμε με την επικράτηση ακραίων και την παρουσία όσων (απ' έξω) προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ΕΡΤ, ακόμα κι αν έχουμε χάσει τη δυνατότητα να επηρεάζουμε τις εξελίξεις, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτε πια να διεκδικήσουμε, παρά μόνο να προσπαθούμε και να ευχόμαστε "να αποτύχει η ΔΤ, για να αναγκαστούν να μας ξανανοίξουν, με βάση την απόφαση του ΣτΕ".

Δεν μπορούν να συλλάβουν πώς μπορεί να χτυπάω μια στο καρφί και μια στο πέταλο, να επικρίνω ταυτόχρονα και το κλείσιμο της ΕΡΤ και τη σημερινή κατάσταση εκεί, αλλά την κυβερνηση και για τη ΔΤ - και να καταγγέλω τις πολλαπλές απόπειρες να παραβιαστεί η αξιοκρατία. Αλλα όταν η αξιοκρατία αποκαθίσταται, έστω και μερικώς, απαιτούν να μην την αποδεχτώ, εάν δεν υπάρξει ένα συνολικά "αγγελικά πλασμένο" κανάλι - λες και στην ΕΡΤ δεν είχε καταπατηθεί χιλιάδες φορές η αξιοκρατία. Και απορούν πώς μπορεί να έχω αποκαλέσει τη ΔΤ "καρικατούρα" και να συμμετέχω σε αυτήν.

Μα, καρικατούρα θα συνεχίσει να είναι, αν δεν γίνει προσπάθεια να αποκτήσει η χώρα σοβαρή Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση (με ευθύνη της οποίας δυστυχώς εγκαταλείφθηκε η πρόταση Αλιβιζάτου για πραγματικά ανεξάρτητο Εποπτικό Συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ, μετά από διαδικασία βιογραφικών). Ακόμα και απολύτως λάθος να έχω κάνει, η "ηθικολογία", η εκτόξευση ύβρεων και ο φανατισμός υποσκάπτει την κριτική και ακυρώνει τα όποια επιχειρήματα θα μπορούσαν να υπάρξουν για να αντικρουστούν αυτά που παραθέτω. Εντύπωση (που λέει ο λόγος) μου κάνει οτι μερικά σημεία περνούν εντελώς ασχολίαστα:

1. Κανείς δεν απαντά ποιά είναι η ρεαλιστική επιδίωξη της παραμονής στο Ραδιομέγαρο - και αν αυτή είναι αμιγώς πολιτική και κομματική, γιατί πρέπει να γίνεται δεκτή εις βάρος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

2. Κανείς (ενώ όλοι είναι υποτιθέμενοι υπερασπιστές, μέχρι φανατισμού, της ύπαρξης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης) δεν εξηγεί πώς θα αποκατασταθεί η λειτουργία και η συνέχιση της, με οποιαδήποτε μορφή - εκτός φυσικά από το ευχολόγιο "να ξανανοίξει η ΕΡΤ".

3. Κανείς δεν απαντά στο επιχείρημα οτι η ΔΤ θα σχηματιζόταν, ούτως ή άλλως, έστω ακόμα πιο δύσκολα και ερασιτεχνικά, ακόμα κι αν δεν έκαναν αίτηση οι συντριπτικά περισσότεροι πρώην εργαζόμενοι της ΕΡΤ. Κι ότι αν είχε γίνει αυτό, απλώς θα είχαμε εκχωρήσει τις δουλειές μας, χωρίς να ιδρώσει (μακροπρόθεσμα) το αυτί κανενός...

4. Κανείς δεν σχολιάζει τις αντικρουόμενες, εντός κυβέρνησης, επιθυμίες, μετά και τη συμφωνία Σαμαρά - Βενιζέλου, για τον μεταβατικό φορέα, με τα 2000 άτομα - και το οτι κάποιους συμφέρει αυτή η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Όλα είναι "ένα μπλοκ", γιατί φυσικά βολεύει σε έναν "οπαδικό", μανιχαϊστικό τρόπο σκέψης, που αποκλείει αποχρώσεις και αναλύσεις.

















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι ανεβασμένη στο facebook από την Ελένη Χρονά και το εξώφυλλο από το www.bryanferry.com

To post συνοδεύεται από το εύγλωττο "I Thought" του Βρετανού Bryan Ferry.

buzz it!

1.9.13

Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς

Οι τρόποι αντιμετώπισης της (ντροπιαστικής και μοναδικής για τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά δεδομένα) ανόδου της ναζιστικής ακροδεξιάς στη χώρα μας είναι αντικείμενο του δημόσιου διαλόγου, εδώ και καιρό. Πολλοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά, λέγοντας οτι είναι “αργά πια για δάκρυα”, άλλοι υποστηρίζουν οτι υπάρχει ακόμα καιρός για την εφαρμογή μια πολιτική μηδενικής ανοχής.


Η Άννα Φραγκουδάκη, ομότιμη καθηγήτρια της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, στο βιβλίο της “Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς” δεν εστιάζει στις λύσεις, ούτε μόνο στη ναζιστική ακροδεξιά. Επιχειρεί να αναλύσει τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το πολιτικό τοπίο - και ανατρέπει αρκετές από τις “ερμηνευτικές βεβαιότητες” που επικρατούν: Για την επιστημονικά τεκμηριωμένη της ματιά, η άνοδος, πρώτα του ΛΑΟΣ και στη συνέχεια της Χρυσής Αυγής, δεν οφείλεται πρωτίστως στο μεταναστευτικό. Ούτε η οικονομική κρίση είναι η γενεσιουργός αιτία, αλλά το επιστέγασμα, που επέτρεψε να εκδηλωθούν ελεύθερα οι φασιστικές αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις, με ευθύνη που διασπείρεται σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα.

Το πρώτο μέρος αυτού του πολύ ενδιαφέροντος και βαθιά πολιτικού βιβλίου είναι μάλλον κουραστικό - και εν πολλοίς “απωθητικό”: Καταγράφει με σχολαστική λεπτομέρεια και δημοσιογραφική επιμέλεια τις δημόσιες παλινωδίες και αντιφάσεις της επιτυχίας των δύο πρόσφατων ακροδεξιών σχημάτων. Το μέγεθος της υποκρισίας είναι διάφανο και για τον πιο δύσπιστο, όταν ξεδιπλώνεται από τη μιά η προσπάθεια απόκρυψης και από την άλλη το “κλείσιμο του ματιού” ή η ξεδιάντροπη ομολογία των πιο ρατσιστικών, ξενοφοβικών και μισαλλόδοξων αντιλήψεων.

Το δεύτερο μέρος όμως είναι πραγματικά αποκαλυπτικό, στην ανάλυση του: Η συγγραφέας παραθέτει μία προς μία, τις στρεβλώσεις και τις ιδεοληψίες, που οδήγησαν στην εξάπλωση του φασιστικού υποστρώματος, σε μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Η κρίση νομιμότητας των κομμάτων και η έντονη προσπάθεια αποδόμησης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η αδυναμία να αντιμετωπιστεί η παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες συνθήκες με την έξαρση του λαϊκισμού, η αδυναμία ακόμα και (υποτίθεται) έμπειρων δημοσιογράφων να αντιμετωπίσουν φασίστες συνομιλητές και η “ηρωποίηση” τους από τα ΜΜΕ, η αποτυχία εξεύρεσης λύσεων για την έξοδο από την κρίση του πολιτικού συστήματος είναι μερικές από τις αιτίες.

Ακόμα περισσότερο όμως, το χαλί για την άνοδο της ακροδεξιάς έστρωσαν οι ακραιφνώς ιδολογικές αγκυλώσεις, που έχουν σχέση με την επικράτηση της εθνικιστικής ρητορείας και την ίδια την παιδεία που διαμορφώνει κοινωνικές συνειδήσεις: Η Άννα Φραγκουδάκη καταγράφει την επιρροή που είχαν οι “χριστοδουλικοί αγώνες” κατά της έννοιας των δικαιωμάτων στην υπόθεση των ταυτοτήτων, αλλά και τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Επισημαίνει πόσο βλαπτική για το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό ήταν η ανοχή στην “αντιποίηση αρχής”, όπως αυτή εκφράστηκε με την “κατά βούληση άσκηση εξωτερικής πολιτικής”, στην υπόθεση Οτσαλάν. Λαμβάνει υπ’ όψιν της την βαθιά κρίση των ιδεών και αφιερώνει ιδιαίτερα κεφάλαια για το “Κίνημα των Νεορθόδοξων” (που αγκάλιασε εκπροσώπους από τα δεξιά ως τα αριστερά του πολιτικού φάσματος) και τον εμπρηστικό, μισαλλόδοξο, αντισημητικό και εντέλει ακροδεξιό, όπως τον αποκαλεί, λόγο του Χρήστου Γιανναρά.

Την ανάλυση της συγγραφέως διαπερνά η επιμονή στην αποκωδικοποίηση του ανορθολογισμού, του απομονωτικού εθνοκεντρισμού και των φοβικών ιδεολογημάτων για την “παγκόσμια συνωμοσία για τον αφελληνισμό της ιστορίας” και τις “κινήσεις για τη σωτηρία της γλώσσας”, που “δήθεν φτωχαίνει”. Ιδιαίτερη σημασία δε δίνει στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες διδάσκονται επισήμως ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις, μέσω ξεπερασμένων εργαλείων ιστορικής ανάγνωσης όπως αυτή του “κράτους-έθνους”, της ιστορικής συνέχειας μόνο από την κλασσική Ελλάδα (με παράλληλη άρνηση των πολιτισμικών επιρροών και προσμίξεων) και της αποδοχής μιάς συμπλεγματικής εθνικής ταυτότητας, που εκφράστηκε και στο ζήτημα της ονομασίας της FYROM, ως επίσημη πολιτική.

Εδώ η Άννα Φραγκουδάκη κάνει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση: Η επίσημη ελληνική παιδεία αποδέχεται έμμεσα την ανωτερότητα των άλλων ευρωπαϊκών πολιτισμών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εθνικιστικών ανακλαστικών, τα οποία, αρνούμενα τους γειτονικούς πολιτισμούς, προσπαθούν να αποκρούσουν τη δήθεν “κατωτερότητα” με εθνικά μυθεύματα και ιδεολογήματα, αντί να αποδεχθούν την κοινωνική ποικιλομορφία, τη συνεργασία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ως το μοναδικό δρόμο συνεργασίας και ευημερίας των λαών. Η δημαγωγία και ο βαθύτατος αντιευρωπαϊσμός άλλωστε των αντιλήψεων που επικρίνει η συγγραφέας, αποτελούν και το κλειδί για την ερμηνεία της εξάπλωσης τους.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας παρακολουθεί την καταιγίδα της κρίσης και τη διαχείριση της. Δεν διστάζει να θίξει ακόμα και μια παράμετρο-ταμπού για την ερμηνεία της ανόδου της ακροδεξιάς: Η πλήρης ανομία και η εμπρηστική διάλυση του κέντρου της Αθήνας μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου δεν είναι άμοιρες ευθυνών για το κοινωνικοπολιτικό τοπίο που ακολούθησε, με τη διαμόρφωση του κύματος των αγανακτισμένων και το ευρύ μέτωπο μιάς “αντικοινοβουλευτικής και αντιμνημονιακής πολιτικής”.

Όπως επισημαίνει, ο χειρισμός από το σύνολο σχεδόν της πολιτικής εξουσίας, αλλά και τα ΜΜΕ, ήταν τραγικός: Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν αναγνώρισαν τις πολιτικές τους ευθύνες για το συμβάν και ότι επακολούθησε, δεν αναγνωρίστηκε η απόλυτη έλλειψη επαγγελματισμού της αστυνομίας, επιτράπηκε να μετατοπιστεί η συζήτηση σε “καλή και κακή βία” - και η τακτική του να δίνεται σημασία μόνο στα μικροπολιτικά οφέλη, με αντιδημοκρατικούς εκτροχιασμούς, συνεχίστηκε και από τους διαδόχους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπως με την περίπτωση της δημοσίευσης των φωτογραφιών των οροθετικών ιερόδουλων.

Στα τελευταία κεφάλαια, η Άννα Φραγκουδάκη ασκεί δριμεία κριτική στην ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος (επιφυλάσσοντας ιδιαίτερες αναφορές και στους Ανεξάρτητους Έλληνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου), που ευνόησε την εθνικιστική ρητορεία, την αλλοίωση των εννοιών, τον αντιμνημονιακό παροξυσμό περί “προδοτών” και όλα όσα ενίσχυσαν την ατζέντα της ακροδεξιάς. Δεν χαρίζεται στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ίσως δεν αφιερώνει αρκετό χώρο, για το πώς και η μεγαλύτερη κομματική έκφραση της δεξιάς παράταξης και η ηγετική της ομάδα ”κλείνει το μάτι” στη Χρυσή Αυγή, με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Επισημαίνει ωστόσο πόσο λιγότερο εξοπλισμένη απέναντι σε εταίρους και δανειστές είναι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με την εξάπλωση της αντικοινοβουλευτικής και αντιευρωπαϊκής δημαγωγίας.

Στο επίμετρο της, η συγγραφέας κάνει τρία καταληκτικά σχόλια, που προτείνουν λύσεις από το αδιέξοδο και συνοψίζουν το βάθος του προβλήματος. Αξίζει να κρατήσουμε μια φράση: “Είναι αποκαλυπτικό οτι η ιστορία είναι το μόνο σχολικό μάθημα που έχει τόσο μεγάλη απόκλιση από την αντίστοιχη επιστήμη, με αποτέλεσμα να διδάσκει όχι μια προσαρμοσμένη ή έστω αλλοιωμένη, αλλά την αντίθετη με βάση τα επιστημονικά κεκτημένα προσέγγιση του παρελθόντος”.

Δεν είμαι σε θέση να καταλογίσω αδυναμίες, σε επιστημονικό επίπεδο, σε αυτό το βιβλίο. Ωστόσο, θα έλεγα οτι αν η συλλογιστική του έμπαινε με αξιώσεις στο δημόσιο διάλογο, οι ελπίδες για μια καλύτερη Ελλάδα μετά την κρίση, θα ήταν αυξημένες...














Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από το www.biblionet.gr και του άλμπουμ από το www.sodwee.com

To post συνοδεύεται από το εντυπωσιακό βίντεο του "I Love You", του Γάλλου Woodkid.

buzz it!

22.8.13

Η ηγεμονία του άκοπου...

Τους θυμάμαι σαν τώρα: Περιφέρονταν ανάμεσα στις (ρεζερβέ) ξαπλώστρες των πλαζ, ενίοτε και με πούρο στο χέρι (λες και μεγάλωσαν με αυτό) φωνάζοντας πνιχτά εντολές του τύπου “πούλα” ή “αγόρασε τη μεγαλύτερη φούσκα”. Η φρενίτιδα του εύκολου πλουτισμού, με το μεγαλύτερο δυνατό ρίσκο, είχε καταλάβει “μικρούς” και “μεγάλους”, εκείνο το καλοκαίρι του 1999.

Όλοι ξαφνικά είχαν γίνει ειδικοί στις ροζ σελίδες. Νέοι άνθρωποι παρατούσαν τις δουλειές τους, συνάδελφοι με “βασικούς” μισθούς έπαιζαν τα δίδακτρα του παιδιού τους, άλλοι έψαχναν να πουλήσουν οικοπεδάκια για να “επενδύσουν” στον τζόγο. Με κάτι φίλους είχα τσακωθεί όταν προσπαθούσαν να με πείσουν ότι αυτή είναι η “νέα οικονομία”, ότι “έτσι γίνονται πλέον τα πράγματα”, οτι “αυτό είναι το μέλλον”. Μια ολόκληρη κοινωνία πιάστηκε στα γρανάζια μιάς πυραμίδας, αυτή η ίδια που λοιδορούσε τους “απολίτιστους Αλβανούς”, όταν έπεσαν στη δική τους παγίδα, στο δικό τους “αεροπλανάκι”...

Ενστικτωδώς, αλλά και από πεποίθηση, είχα αρνηθεί κάθε είδους σχέση με αυτή την τρέλλα. Από τις διάφορες δημόσιες παραινέσεις, που μετέδιδα κάθε βράδυ στο δελτίο ειδήσεων, κρατούσα μόνον αυτές που προειδοποιούσαν οτι “το χρηματιστήριο δεν είναι τζόγος για τους πολλούς” - και όχι αυτές που παρουσίαζαν τη χρηματιστηριακή άνθηση ως ένδειξη μιάς ισχυρής οικονομίας και μιάς νέας εποχής. Ούτε η δημοσιογραφία του limit up, αλλά ούτε το boom των χρηματιστηριακών σπουδών μου φάνταζαν ως η επιθυμητή εξέλιξη της χώρας.

Ενα νήμα διέτρεχε όσους αντιστάθηκαν, από τους διάφορους γνωστούς και φίλους (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι πολλοί που ενέδωσαν δεν είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά): Η παιδεία και η καλλιέργεια. Οι διαφορετικές αξίες στις οποίες προσέβλεπαν, ο συνολικός πολιτισμός της ζωής τους δηλαδή, ήταν αυτά που προστάτευσαν πολλούς, από όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα του ρίσκου, να μην υποστούν την ταπείνωση της απώλειας. Όλοι θέλουμε να αποκτήσουμε περισσότερο πλούτο, αλλά αν μας ενδιαφέρουν και άλλα πράγματα εκτός από το τελευταίας τεχνολογίας αυτοκίνητο, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να είμαστε θωρακισμένοι.

Το σχετικό αφιέρωμα των Νέων μου θύμισε το κλίμα αυτό, 14 χρόνια μετά. Και δυό σελίδες πριν, ένα εξαιρετικά καλογραμμένο άρθρο, με θαυμαστά επιτηδευμένη γλώσσα, με έφερε στον προβληματισμό του σήμερα, με αφορμή τα διάφορα κωμικοτραγικά που έλαβαν χώρα τον τελευταίο καιρό, γύρω από αφορολόγητες σκυλάδικες και “αντιστασιακές” συναυλίες : “Δημοκρατία σημαίνει και φορολογία και ποπ σκυλάδικο” , του επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παναγή Παναγιωτόπουλου.

Σύμφωνα με αυτό: “Με αφετηρία την ορθή διαπίστωση ότι το μαύρο χρήμα και η κρατικοδίαιτη προσοδοθηρία (μεγάλων και μικρών) προκαλούν ανυπόφορες κοινωνικές ανισότητες, ορισμένοι ανομολόγητοι ελιτιστές τακτοποιούν ανοικτούς λογαριασμούς τους με την «μπας κλας» κουλτούρα της ανώτερης και της μεσαίας τάξης. Αξιόλογοι και έντιμοι άνθρωποι, με μέριμνα για μια δημοκρατική και δίκαιη υπέρβαση της κρίσης, διολισθαίνουν στην ηθική αστυνόμευση της ζωής, στον στιγματισμό αυτού που οι ίδιοι θεωρούν όχι απλώς ευτελές, αλλά και καταγωγή των χρεοκοπικών μας δεινών. Αθελά τους συμβάλλουν στη νεοσυντηρητική περικύκλωση της δημοκρατίας και στον εξαγνισμό της φτώχειας. Το κάνουν προβαίνοντας σε μια (ελπίζω ασύνειδη) πνευματική λαθροχειρία. Συγχέουν τα ηθικά συναισθήματα και τον τρόπο ζωής των ατόμων με τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις των πολιτών. Ωστόσο τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η ενδημική φοροδιαφυγή είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης.”

Και καταλήγει: “Ο δίκαιος φορολογικός επιμερισμός για την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών αποτελεί επαρκέστατο δημοκρατικό πρόταγμα που δεν χρειάζεται κανένα ηθικολογικό συμπλήρωμα - η φοροδιαφυγή είναι εγκληματική και κοινωνικά ανάλγητη αφʼ εαυτής. Απεχθής φοροφυγάς είναι και αυτός που γελοιοποιείται πίνοντας σαμπάνια στην υγεία του «ανάπηρου δυνάστη» και ο «άγιος» γονιός που χρηματοδοτεί τριπλές, παρατεταμένες, αντιπαραγωγικές σπουδές «τέχνης» των τέκνων του στη Βρετανία ή σε άλλους γνωστικούς παραδείσους.”

Δεν ξέρω αν αναφέρεται μόνο στον Κούρτοβικ (δυστυχώς τα άρθρα των “Νέων” είναι κλειδωμένα) ή και σε άλλους. Αυτό που έχω να παρατηρήσω, σε ένα άρθρο που με βρίσκει σε πολλά σύμφωνο, είναι οτι ο συγγραφέας του μιλάει κατεξοχήν πολιτικά - και όχι κοινωνιολογικά. Αν το άρθρο γράφτηκε για να μας θυμίσει οτι στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αδιανόητο να απαγορεύεις ή να περιορίζεις κάποιες νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες και εκφράσεις του λόγου ή της τέχνης, καλώς. Και πράγματι, το αδίκημα της φοροδιαφυγής δεν εξαγνίζεται, αν είναι για “καλλιεργημένο” σκοπό - είναι αυτονόητο.

Δεν έχω την επιστημονική κατάρτιση, για να αντιμετωπίσω έναν τόσο πυκνό και κατασταλαγμένο λόγο. Έχω όμως την εντύπωση οτι στην προσπάθεια του να μην επιβληθεί μια περιρρέουσα “ηθικολογία”, ο συγγραφέας ξεχνάει τη σημασία που έχουν οι κοινωνικά διάχυτες νοοτροπίες. Άλλο η απαγόρευση - και άλλο η μη αποδοχή (ή αλλιώς καταδίκη), σε κοινωνικό επίπεδο.

Διότι φαντάζομαι οτι ο συγγραφέας δεν (μπορεί να) παραγνωρίζει οτι η σκυλάδικη αισθητική έχει συμβάλει τα μάλα, στην υποστήριξη των αντιλήψεων που αθωώνουν την απουσία κάθε είδους φορολογικής και άλλης υπευθυνότητας μας, ως πολίτες. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να συζητήσει οτι αυτή η αισθητική είναι απλώς έκφραση της ανευθυνότητας, ως μέρους ενός φαύλου κύκλου (αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην επιστήμη του).

Και παρόλο που δεν αποδέχεται στο κείμενο του τη συνάρτηση πολιτισμού και υπευθυνότητας, θα έχει παρατηρήσει φαντάζομαι τη στενή σχέση μεταξύ των απολιτίκ αντιλήψεων (γενεσιουργών και της διολίσθησης προς τον φασισμό) και της μορφής αυτής της μουσικής βιομηχανίας, που εξαντλείται στο ευτελές, στο άκοπο και στην “αρπαχτή”. Αν έχει έστω και ελάχιστη σχέση με τη μουσική, θα έχει διαπιστώσει πόσο προσβλητικές για την έννοια της ποιότητας και της προετοιμασμένης δουλειάς (για να μη μιλήσω για διανοητικές απαιτήσεις) είναι οι δήθεν καλλιτεχνικές αυτές εκφράσεις, της κατηγορίας “κόπτεται κιμάς παρουσία του πελάτη”.

Θα έχει επισκεφθεί φαντάζομαι τα διάφορα κοινωνικά media και θα έχει παρατηρήσει με πόση σιγουριά, ρηχότητα και υποκρισία εκτοξεύονται διάφορες καφενειακές και “αντιμνημονιακές” κορώνες βαθιάς σοφίας (αλλά μεγάλης επιρροής), από στιχουργούς και καλλιτέχνες με εκατοντάδες χιλιάδες followers, κατ’ εξοχήν εκφραστές της νεόπλουτα χλιδάτης Ελλάδας του μαύρου χρήματος, που παλεύει απεγνωσμένα να μη χαθεί. Και θα έχει παρατηρήσει πόσο πιο εύκολο είναι να επιβάλονται, χωρίς αντιστάσεις στους χώρους αυτούς, τα πρότυπα της κακόγουστης επίδειξης, με το πανάκριβο ογκώδες αυτοκίνητο, την νεοπλουτική σπατάλη σε χώρους διασκέδασης και την αισθητική τη σιλικόνης.

Το “δε βαριέσαι” και το “έλα τώρα μεγάλε”, η εξύμνηση της παραοικονομίας και η άκοπη ευζωία (αλήθεια πώς θα αποκτηθούν τα χρήματα που θα την εξασφαλίσουν για όλους, αν όχι από τη φοροδιαφυγή;), ο εσωστρεφής επαρχιωτισμός της αμεριμνησίας και ο περιφρονητικός προς τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές εξυπνακιδισμός, το θράσος και η απόλυτη άρνηση για αυτοβελτίωση, η αποφυγή της εμβάθυνσης στη ζωή και στα προβλήματα (για να μη μιλήσω για την πολιτική), όταν αγοράζεις δυό-δυό τα ιλουστρασιόν κουτσομπολίστικα περιοδικά γύρω από ευτελείς προσωπικότητες, είναι όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με την αισθητική του σκυλάδικου - και δη του σκυλοπόπ.

Όλοι έχουμε φιλότιμο και είμαστε “καλά παιδιά”, αλλά όταν πρόκειται για κουτοπόνηρες υποχωρήσεις από τη στάση του ευσυνείδητου πολίτη, είναι πολύ πιο εύκολο να το παίζεις ανήξερος ή “αντιστασιακός”, μεταξύ ποδοσφαιρικής φυλλάδας, καταγγελίας των πολιτικών και μεσημεριανάδικης κουτσομπολίστικης εκπομπής.

Η αισθητική του σκυλάδικου λοιπόν, υπήρξε ένας από τους βασικούς πυλώνες για την ανάπτυξη μιας σειράς αντιλήψεων, που δίνουν άλλοθι σε πλείστες όσες αντικοινωνικές συμπεριφορές και αποτελούν μεγάλο μέρος της κοινωνικής μας παθογένειας. Ένας από τους λόγους που φτάσαμε σε τόσο βαθιά κρίση ήταν και το “γιατί όχι κι εγώ”: Εκατομύρια άνθρωποι εκτίμησαν οτι δικαιούνται να ζήσουν πέρα από όσο τους επέτρεπε το πάπλωμα τους και να επιδειχθούν κακόγουστα, ακόμα κι αν η νεόπλουτη “κούρσα” ή τα σινιέ ρούχα φάνταζαν τελείως ξένα επάνω τους.

Το μέτρο (που απωλέστηκε), η σεμνότητα, η εγκράτεια, ο επαγγελματισμός, ο (καλλιτεχνικός) κόπος και ο σεβασμός προς τους άλλους και το δημόσιο χώρο δεν είναι ούτε “καλβινιστικό πρότυπο των Βορείων”, ούτε ηθικολογία, ούτε ελιτισμός. Είναι αξίες κόντρα στη φτήνεια, που συγκρατούν μια κοινωνία (όπως η νεοελληνική), από το να χάσει τελείως το μπούσουλα. Και οι καλλιτέχνες ή οι πολίτες που τα σέβονται δεν είναι οι βλάκες της υπόθεσης.

Όπως λοιπόν και με τη χρηματιστηριακή φούσκα, έτσι και με το σκυλάδικο, η ευσυνειδησία και η κοινωνική υπευθυνότητα πάνε πολύ πιο εύκολα περίπατο, όταν αποδεχόμαστε τέτοιες νοοτροπίες και αισθητική - και ταυτόχρονα δεν επισημαίνουμε πόσο σημαντική είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας μας. Και χωρίς να υπονοώ κανενός είδους επιστροφή σε ξεπερασμένες κουλτουριάρικες μεμψιμοιρίες, “αστυνομία του γούστου” ή αντιδημοκρατικούς περιορισμούς, θα πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε σε αυτή τη χώρα να καταδικάζουμε συμπεριφορές και εκφράσεις, χωρίς να σπεύδουμε αμέσως να προλάβουμε, μήπως και περιοριστεί η “ηγεμονία του άκοπου”. Γιατί οι πάσης φύσεως υπερασπιστές της καθυστέρησης αυτό περιμένουν, για να αντιδράσουν και να λοιδορήσουν (με επιτυχία) την πρόοδο, τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό, τους “ελιτιστές”, τους “ευρωλιγούρηδες” και τους “φωταδιστές”.

Δεν ξέρω αν η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος. Αυτό που ξέρω είναι οτι το να διοργανώνεται συναυλία από εξέδρα μέσα στη θάλασσα, κόστους 25 χιλιάδων ευρώ, για να κάνει την αρπαχτή γκλαμουριά του στην Ελλάδα της κρίσης, o τάδε τραγουδιστής (λες και είναι ο Peter Gabriel στις μεγάλες δόξες του), μοιάζει πιο αμετροεπές από ποτέ. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι το νεόπλουτο σκυλοπόπ έχει τόση σχέση με το γνήσια λαϊκό, όσο ο λαϊκισμός και η δημαγωγία με το σεβασμό της λαϊκής θέλησης. Είναι εύκολο, στα όρια της απάτης...















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H φωτό είναι από το www.tumblr.com και το εξώφυλλο από το www.sugarmount.com

To post συνοδεύεται από το "The Paris Match", από το ντεμπούτο της συνεργασίας των Βρετανών Paul Weller και Mick Talbot, στους Style Council.

buzz it!

15.8.13

Ο ευτελισμός της αξιοκρατίας

Ας το επαναλαμβάνουμε, ώσπου να το εμπεδώσουμε: Ενός (τραγικού) λάθους, μύρια έπονται. Το κλείσιμο της ΕΡΤ παράγει συνεχώς κι άλλα ολισθήματα. Και η εκχώρηση της διαχείρισης της υπόθεσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στο Υπουργείο Οικονομικών αποδεικνύεται καταστροφική.

Η ανακοίνωση των ονομάτων των πρώτων 577 επιτυχόντων (γιατί όχι 589 όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί;) αποκάλυψε τα προβλήματα ενός λανθασμένου σχεδιασμού και μια πρόχειρης βιασύνης “να γίνουν όλα γρήγορα”, υπό την πίεση της προσωρινής διαταγής του ΣτΕ, χωρίς όμως να μελετηθούν όλες οι παράμετροι, από ανθρώπους που γνωρίζουν το επάγγελμα και τις ιδιαιτερότητες ενός ραδιοτηλεοπτικού μέσου.

Με την προμετωπίδα της αξιοκρατίας, το Υπουργείο Οικονομικών προκήρυξε τις θέσεις, με πολλές ελλείψεις και άλλες τόσες υπερβολές. Ας παρακάμψουμε το γεγονός οτι άνοιξαν θέσεις για 32(!) συναδέλφους μου Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς, που είναι αμφίβολο οτι χρειάζονται σε αυτή την πρώτη φάση λειτουργίας της Δημόσιας Τηλεόρασης - και μόνο μία(1) για το αρχείο. Ας δεχθούμε επίσης, για χάρη της οικονομίας της συζήτησης, οτι δεν έγινε καμία απολύτως παρέμβαση, από κανένα κομματικό ή φιλικό προς την εξουσία κέντρο - και οτι η “επεξεργασία” των αποτελεσμάτων, που έγινε από ιδιωτικό γραφείο, είναι απολύτως καθαρή και γνήσια.

Βλέποντας το spreadsheet των αποτελεσμάτων που δόθηκε στη δημοσιότητα, η πρώτη παρατήρηση είναι οτι υπάρχουν ανεπίτρεπτα λάθη: Ποιός είναι ο “Αντικαταστήστε με όνομα”, στη θέση 16, που δεν καταχώρησε το όνομα του, αλλά καλείται προς πρόσληψη; Και ποιός είναι ο ηλεκτρονικός με το ίδιο όνομα, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς ταυτοτήτων, στις θέσεις 229 & 230; Σε ένα άλλο επίπεδο, γιατί κρίθηκε υποχρεωτικό να δοθούν στη δημοσιότητα οι αριθμοί των δελτίων ταυτότητας, δίπλα από το όνομα, χωρίς να υπάρξει προστασία των προσωπικών δεδομένων;

Η ουσία όμως του προβλήματος είναι αλλού, σε δύο κεφαλαιώδη λάθη. Το πρώτο έχει να κάνει με την αποδοχή των “κατά δήλωση” προσόντων του κάθε υποψηφίου. Καθώς για να λειτουργήσει ξανά στοιχειωδώς μια δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται τους ανθρώπους που ξέρουν τις ιδιαιτερότητες και ταιριάζουν με το ύφος της, η προκήρυξη αυτή πριμοδοτεί τους πρώην εργαζόμενους της ΕΡΤ, με 200 μόρια, εφόσον δούλευαν συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια και δεν ήταν παραλλήλως σε μισθολόγιο άλλου εργοδότη, π.χ. μιας εφημερίδας.

Πολλοί υποψήφιοι, είτε εξ αμελείας είτε εκ του πονηρού, δήλωσαν οτι είναι και αυτοί “απολυμένοι της ΕΡΤ την 11η Ιουνίου”, όπως με σαφήνεια δηλώνεται η ειδική αυτή κατηγορία, στο κείμενο της προκήρυξης. Άλλοι επικαλούνται οτι έλαβαν τέτοιες οδηγίες από το help desk που στήθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών: Οι άσχετες υπάλληλοι έλεγαν οτι “αφού ήσασταν στην ΕΡΤ κάποιο διάστημα τα τελευταία δύο χρόνια, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούστε τα μόρια”. Αποτέλεσμα ήταν ο πίνακας των επιτυχόντων να βρίθει από υποψηφίους, που δήλωσαν ψευδή στοιχεία και εκτόπισαν άλλους, που δικαιούνται τις θέσεις.

Το δεύτερο λάθος έχει να κάνει με τον ίδιο τον αλγόριθμο αξιολόγησης μιας προκήρυξης, που είναι σαφές οτι είναι μεταποίηση άλλων παρόμοιων και είναι κατάλληλη μόνο για επιλογή υπαλλήλων γραφείου, με βάση την εκπαίδευση τους. Αντί να αξιολογήσει ποιοτικά την εμπειρία του καθενός (η ποσοτική από μόνη της δεν αρκεί, καθώς το επάγγελμα είναι γεμάτο από μέτριους με εμπειρία 30 χρόνων), η προκήρυξη δίνει μάξιμουμ 600 μόρια, για την προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ανεξαρτήτως του αν κάποιος ήταν στο BBC ή στο Καλαμάτα TV), μέχρι διάρκειας 5 ετών. Δεδομένου οτι οι περισσότεροι υποψήφιοι την κατέχουν, η υπόθεση κρίνεται (με άλλα 400 μόρια μάξιμουμ) στις σχολικές ή πανεπιστημιακές επιδόσεις του καθενός - με λίγα ακόμα μόρια για τις γλώσσες και για κοινωνικούς λόγους (παιδιά, ασθένειες κλπ.)

Εδώ όμως είναι η απίστευτη αστοχία: Ειδικά για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, που δεν απαιτεί πανεπιστημιακές σπουδές, η μοριοδότηση είναι ίδια για όποιον έχει απολυτήριο λυκείου και για όποιον έχει πτυχίο πανεπιστημίου (το μεταπτυχιακό πριμοδοτείται ασθενώς, ανεξαρτήτως βαθμού, με 40 ή 80 μόρια, ανάλογα αν είναι στο αντικείμενο ή όχι). Έτσι, εμφανίστηκε το φαινόμενο οι υποψήφιοι με υψηλό βαθμό στο απολυτήριο ή στο πτυχίο ΤΕΙ (πράγμα κατά τεκμήριο πιο εύκολο), να ξεπερνούν συναδέλφους τους, με πολύ απαιτητικότερες σπουδές, αλλά χαμηλότερο βαθμό.

Επιπλέον, δεν διευκρινίστηκε αν η απαιτούμενη εμπειρία είναι στη θέση, για την οποία κάνει αίτηση ο υποψήφιος. Σε συνδυασμό με την απουσία κάποιων ειδικοτήτων, λόγω ελλιπούς στελέχωσης και βιαστικού σχεδιασμού, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να πετυχαίνουν υποψήφιοι σε θέσεις, για τις οποίες έχουν ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία, λόγω υψηλών μαθητικών επιδόσεων - κριτήριο απαράδεκτο για να περιγράψει πλήρως τη δημοσιογραφική ή τηλεοπτική και ραδιοφωνική επάρκεια. Χώρια που για κάποιους πολύ έμπειρους συναδέλφους, το να τρέχουν να βρουν το απολυτήριο του (τότε) γυμνασίου, είναι άκρως υποτιμητικό.

Έτσι λοιπόν, η παντελής άγνοια ή η εξ επίτηδες στρέβλωση παρήγαγε “τέρατα”: Εν ολίγοις, wannabe παρουσιάστρια με πεντάχρονη εμπειρία, που ήταν σπασίκλας στο σχολείο ή τελείωσε με πολύ καλό βαθμό ΤΕΙ ιχθυοκαλλιέργειας και έχει δύο παιδιά, μπορούσε να αφήσει έξω συναδέλφους της που έχουν το εκατονταπλάσιο κύρος ή άλλους που έχουν μεταπτυχιακό στις διεθνείς σχέσεις. Κομήτες, αλεξιπτωτιστές και φαιδρές προσωπικότητες που δεν έχουν καμία σχέση με εκπομπές του 21ου αιώνα υπερκέρασαν άξιους δημοσιογράφους, που ξέρουν να στήνουν εκπομπές ή δελτία, με πολύ καλές επιδόσεις θεαματικότητας. Και “γόνοι”, στενών οικογενειακών σχέσεων με την εξουσία, διεκδικούν τα κρίσιμα για τη λειτουργία μιας ενημερωτικής τηλεόρασης πόστα του αρχισυντάκτη ή του ανταποκριτή.

Τώρα τρέχουν να προλάβουν, μέσα στο Δεκαπενταύγουστο, να συμμαζέψουν τα ασυμάζευτα, καλώντας εσπευσμένα τους “επιτυχόντες” να αποδείξουν με δικαιολογητικά την αλήθεια των δηλώσεων τους. Όσο όμως και να καταρτιστούν νέοι πίνακες (που καθυστερημένα θα περιλαμβάνουν και έλεγχο των δικαιολογητικών), η διαδικασία είναι άκρως προβληματική και προσβλητική. Όχι μόνο για τους ίδιους τους υποψηφίους, αλλά κυρίως για την έννοια της αξιοκρατίας και την αξιολόγηση, για την εφαρμογή της οποίας πολλοί κόπτονται, αλλά λίγοι εννοούν πραγματικά.

Το ακόμα πιο κρίσιμο όμως είναι με τι δημόσια ραδιοτηλεόραση θα βρεθεί η ευρωπαϊκή χώρα που λέγεται Ελλάδα, μετά τους χειρισμούς των τελευταίων μηνών. Και τι αξιοκρατία, διαφάνεια και αντικειμενικότητα θα εφαρμοστεί στην περίπτωση της ΝΕΡΙΤ, αν ακολουθηθούν μέθοδοι που δεν εξασφαλίζουν τη στελέχωση της με τους πραγματικά αξιότερους, αυτούς που έχουν την εμπειρία και ξέρουν τη δουλειά, αλλά και αυτούς (τους λίγους ίσως) που μπορούν να τη μπολιάσουν με την απαραίτητη υψηλή τεχνογνωσία, από τους προηγμένους αντίστοιχους φορείς του εξωτερικού;

Διότι αν η δημόσια ραδιοτηλεόραση διαλύθηκε απλώς για να διευκολυνθούν οι πάσης φύσεως ακατάλληλοι ή έχοντες διασυνδέσεις, από την ΕΡΤ ή την καθημαγμένη αγορά, τότε (ακόμα περισσότερο) αποκαλύπτεται το πόσο ζημιογόνα ήταν εξ αρχής η ιδέα αυτή...















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

H αφίσα είναι από το www.canstockphoto.com και το εξώφυλλο από το www.open.spotify.com

To post συνοδεύεται από το "What A Wonderful World" του Αμερικανού Sam Cooke

buzz it!

13.8.13

Η κρίση δεν είναι συνταγματική...

Σπάνια ένα τόσο μικρό βιβλίο, σχεδόν σε μέγεθος διηγήματος, αναλύει εύληπτα, αλλά με επιστημονικό τρόπο (και με δεκάδες παραπομπές για όποιον θέλει να εμβαθύνει), τις απόψεις, αλλά και τις προτάσεις του συγγραφέα του, για την κρίση δημοκρατίας που ζούμε. Βεβαίως, όλοι οι παράγοντες που οδήγησαν την Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται δεν θα ήταν δυνατό να αναλυθούν σε τόσο μικρό χώρο, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η οπτική του νομικού - και δη του συνταγματολόγου - για τα θέματα που άπτονται ιδίως της δικής του αρμοδιότητας. Για τα υπόλοιπα, όπως τα οικονομικά, είναι ιδιαίτερα διακριτικός.


Το πρώτο που ξεκαθαρίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος, σε αυτό το πόνημα με τον μάλλον δύχρηστο τίτλο (“Ποιά δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; - Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματος τους”) είναι οτι οι θεσμοί (και ειδικώς το Σύνταγμα με τα υποτιθέμενα “κενά” του) δεν ευθύνονται για τον εκτροχιασμό της χώρας. Κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να προβλέπει άρθρα κατά της δημαγωγίας και του πελατειακού λαϊκισμού και δεν μπορεί να αποτρέψει τον πολιτικό από τις πρακτικές αυτές, αν δεν παραβιάζεται ανοιχτά ο νόμος, όπως χαρακτηριστικά λέει.

Ο συγγραφέας βεβαίως επικρίνει ανοιχτά τον υπέρτατο νόμο της χώρας ως φλύαρο, “επίμονο” σε σημεία ξεπερασμένα ή ύποπτα για προάσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και δεν χαρίζεται καθόλου στους κατά καιρούς νομοθέτες, που (εκ του πονηρού πιθανότατα) δεν μπόρεσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση ενός λιτού και συνεκτικού κειμένου, που θα είχε ως μόνη κατεύθυνση την πρόοδο της χώρας. Ανοίγει (ή συνεχίζει) τον διάλογο για μια “εντοπισμένη”, όπως την ονομάζει, συνταγματική αναθεώρηση και καταγράφει τα σημεία, που κατά την άποψη του χρειάζονται άμεση “διόρθωση” (όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και η βουλευτική ασυλία), αλλά και πολλά ακόμα που προσφέρονται για μια πιο μακροπρόθεσμη συζήτηση, όπως για παράδειγμα περί ενίσχυσης του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, περί θητείας και μεγέθους της Βουλής, περί του ρόλου των Ανώτατων Δικαστηρίων, περί της “αποσυνταγματοποίησης” των σχέσεων κράτους-εκκλησίας και βεβαίως περί της απαλοιφής διατάξεων που καθιστούν το Σύνταγμα ένα περιττά και επιζήμια μεγάλο και δυσνόητο κείμενο.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος όμως υπερασπίζεται πολλά από όσα έχουν δεχθεί τα βέλη επικριτών, στο πλαίσιο μιας γενικής (και πολλές φορές επιπόλαιας) αμφισβήτησης των πάντων. Υπερασπίζεται πρώτα-πρώτα το ίδιο το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τους βασικούς θεσμούς της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των Ανεξάρτητων Αρχών), απορρίπτοντας τις φωνές για μια “ολοκληρωτική” αναθεώρηση του Συντάγματος, την εισαγωγή “αμεσοδημοκρατικών” ρυθμίσεων, την καθιέρωση της απλής αναλογικής (κάνοντας διάκριση στην κρισιμότητα κάθε εποχής) ή τις προτάσεις για Συνταγματικό Δικαστήριο - παρά το γεγονός οτι αναγνωρίζει ελλείψεις και προβλήματα.

Η λειτουργία των θεσμών και η εφαρμογή των νόμων είναι που ευθύνεται τις περισσότερες φορές - και όχι ο συνταγματικός σχεδιασμός τους. Ο συγγραφέας είναι ένας “επαναστάτης με αιτία”, όταν η ατολμία ή τα συμφέροντα μετατοπίζουν την ουσιαστική ανάγκη για πολιτικές και νομικές μεταρρυθμίσεις, στο “ανακάτεμα της σούπας” σε θεσμικό και συνταγματικό επίπεδο.

Πριν από όλα αυτά όμως, ο Νίκος Αλιβιζάτος φροντίζει να εκπλήξει, θίγοντας ζητήματα με την ευκολία του επιστήμονα, αλλά και την άνεση ενός blogger. Και μάλιστα, όχι μόνο τις σκέψεις του και τις απόψεις του για τα νομικά θέματα, αλλά για την ίδια την κρίση πολιτισμού και ιδεών, που μας έφερε ως εδώ. Δεν διστάζει να αρχίσει το βιβλίο του με ένα “ξακαθάρισμα” των εννοιών και των λέξεων. Το σύνταγμα, η πλειοψηφία και η συναίνεση, το έθνος και η εθνική κυριαρχία, η ενωμένη Ευρώπη και προ πάντων η βία (που αντικαθιστά με τόση ευκολία την κάθε είδους αναλγησία και αδικία και για την οποία δίνει έναν ενδελεχή ορισμό, διά της εις άτοπον απαγωγής) μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Ο συγγραφέας τολμάει να πει και μερικές αλήθειες, που ξεφεύγουν από τις επιστημονικές παρατηρήσεις, μιλώντας για όσους προπαγανδίζουν τη βία, ως μέθοδο πολιτικής επίλυσης προβλημάτων:

“Αν και η στάση τους οφείλεται σχεδόν πάντοτε στις πολιτικές αντιλήψεις τους, σε αρκετές περιπτώσεις έχω παρατηρήσει οτι δεν είναι άσχετη με την ψυχική συγκρότηση τους."

Ακριβώς όμως αυτή ικανότητα του συγγραφέα να συζητάει (και όχι να παραδίδει μαθήματα από την επιστημονική του έδρα), είναι η χάρη και η αξία αυτού του βιβλίου. Μέσα από μια συνεπή επιμονή στη μετριοπάθεια, ο Νίκος Αλιβιζάτος υπηρετεί ένα λόγο που σε πείθει, ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με την εκτίμηση του για “ένα μεταναστευτικό ρεύμα χωρίς προηγούμενο”, τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό οτι καταγράφει και τους προσωπικούς του λόγους για την έκθεση αυτών των απόψεων, καθώς “έχει χάσει βεβαιότητες μιας ζωής” και κατάλαβε οτι “δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδηση του ήσυχη”.

Στα περισσότερα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που θέτει ο Νίκος Αλιβιζάτος δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις, οτι έχει συλλάβει το προφανές και το αυτονόητο - αυτό που λείπει τόσο πολύ από τη σύγχρονη κεντρική πολιτική μας σκηνή, αλλά και από τον λόγο των πάσης φύσεως φανατικών, “αγανακτισμένων” ή καφενειακά εξεγερμένων, που δίνουν τροφή στις ακρότητες και τους φόβους για ένα εμφυλιακό, φασιστικό ή τριτοκοσμικό μέλλον της χώρας μας. Αν μπορούσαν να το διαβάσουν όλοι αυτοί οι συμπολίτες μας, θα ήταν ευχής έργο. Αλλά ίσως θα ήταν και χαμένος χρόνος, αν όχι απολύτως αδύνατο...


Υ.Γ. Ο Νίκος Αλιβιζάτος έχει αποκυρήξει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί η κυβέρνηση το πόρισμα της επιτροπής του για την ανεξαρτησία της ΕΡΤ, ακριβώς γιατί εγκαταλείφθηκε, ως “ασύμφορη χρονικά”, η βασική πρόβλεψη περί συγκρότησης του Εννεαμελούς Εποπτικού Συμβουλίου, μέσω μια πολύμηνης διαδικασίας συγκέντρωσης βιογραφικών προσωπικοτήτων, από όλον τον κόσμο. Την αποδοκιμασία του αυτή, την εξέφρασε δημοσίως σε ημερίδα της ΔΗΜΑΡ για την ΕΡΤ. Σε εκείνη τη συζήτηση είχαμε αντιπαρατεθεί, γιατί αντέδρασα όταν παρατήρησε οτι “ο Σαμαράς δεν θα μπορούσε να σταθεί ως πρωθυπουργός, εάν έπαιρνε πίσω το κλείσιμο της ΕΡΤ”. Εξακολουθώ να διαφωνώ μαζί του, γιατί θεωρώ οτι αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη είναι το δέον για τη χώρα, όχι η “πρωθυπουργική σταθερότητα”. Ωστόσο, αφού διάβασα και το βιβλίο του, αναγνωρίζω την “πολιτειακή νηφαλιότητα” της οπτικής του συνταγματολόγου, που τον οδήγησε σε αυτή τη διατύπωση - και του οφείλω συγνώμη, όπως και στους παρισταμένους ακροατές, αν η φόρτιση μου για την ΕΡΤ οδήγησε σε έναν τόνο παραπάνω πιο οξύ, τον δικό μου λόγο.



Update: Δύο ακόμα κριτικές, από την "Εφημερίδα των Συντακτών" και την "Καθημερινή".
















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από το www.sigxroniekfrasi. blogspot.com και η φωτό από το www.violafair.com

To post συνοδεύεται από το κλασικό "Try Me", με τη φωνή της Αμερικανίδας Esther Philips.

buzz it!

ShareThis