Με την εξαίρεση της (γαλλόφωνης) αριστουργηματικής “Αγάπης” του Michael Haneke, τα φετινά Όσκαρ δείχνουν να σώζονται από το πολιτικό ενδιαφέρον των ταινιών, περισσότερο από το ίδιο το κινηματογραφικό, που στην περίπτωση των “Αθλίων”, της “Ζωής του Πι” και του “Λίνκολν” περιορίζονται σημαντικά σε μακροσκελείς (τι μόδα κι αυτή, να υπερβαίνει τις διόμιση ώρες ένα έργο!) ασκήσεις ανεκπλήρωτης μαγείας.
Το πολιτικό-ιστορικό ενδιαφέρον πάντως της εποποιίας του Spielberg είναι τεράστιο: Μας αποκαλύπτει μια πτυχή της αμερικανικής ιστορίας, που εμείς στην Ευρώπη γνωρίζουμε ελάχιστα, πέρα από τις γενικές, αδρές γραμμές. Ο θαυμαστός (εκ του αποτελέσματος) αυτός ηγέτης από το Ιllinois (ένας ακόμη λόγος να αποτελεί ίνδαλμα του καταγόμενου από το Σικάγο Ομπάμα) δεν δίστασε να μετέλθει και διεφθαρμένων μεθόδων (δωροδοκία, πλην της πολιτικής ίντριγκας και των πιέσεων) ώστε να εξασφαλίσει τις πολυπόθητες ψήφους για την ψήφιση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της περίφημης τροποποίησης 13 του Αμερικανικού Συντάγματος, που καταργούσε δια παντός το καθεστώς της δουλείας των μαύρων.
Ένα άλλο στοιχείο έκπληξης για τους μη γνωρίζοντες είναι οτι την εποχή εκείνη, στο τέλος του τετραετούς εμφυλίου πολέμου Βορείων και Νοτίων, οι Δημοκρατικοί ήταν πιο δυνατοί στο Νότο, άρα και πιο συντηρητικοί από τους Ρεπουμπλικανούς, στο θέμα της δουλείας. Ωστόσο διχάστηκαν - και με τα χρόνια έφτασαν στις “φιλελεύθερες” (liberal) θέσεις που τους κατέτασσαν με σαφήνεια αριστερά των Ρεπουμπλικανών.
Η ταινία παρακολουθεί με τη βοήθεια της εξαιρετικής ηθοποιίας (κυρίως του Daniel Day-Lewis και του Tommy Lee Jones) και της μεγαλειώδους παραγωγής, που όμως προδίδεται από την πλαδαρή αίσθηση του ρυθμού και την (περιέργως γι αυτόν, ίσως με την επιδίωξη της “ποιότητας” έναντι της εμπορικότητας) εσωστρεφή αφήγηση του Spielberg, τους χειρισμούς και τα διλήμματα του Αμερικανού Προέδρου, ώστε να μη χάσει την ιστορική στιγμή για την ψήφιση, πριν τελειώσει ο πόλεμος. Παραλλήλως, παρακολουθεί τις σχέσεις μέσα στην ίδια του την οικογένεια - και τα ηθικά διλήμματα για έναν ηγέτη, που επίσης και εκεί προκύπτουν. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει μόνο στην κορύφωση της ψηφοφορίας και παρά το γεγονός οτι γνωρίζουμε το αποτέλεσμα, είναι αντάξια του “βάρους” της ταινίας.
Tο ίδιο το τεράστιο ζήτημα της δουλείας όμως καταγράφεται πολύ πιο παραστατικά και σοκαριστικά, στην ταινία του Quentin Tarantino, “Django Unchained”. Παρά το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακατάσχετο splatter, ο ταινία (και κατ’ επέκτασιν ο σκηνοθέτης) ξεπερνά τον χαρακτήρα του spaghetti-western και φέρνει στη γνώση του μεγάλου κοινού τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης, τον απόλυτο εξευτελισμό και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια που υφίσταντο οι μαύροι, ώσπου να καταργηθεί η δουλεία: Φίμωτρα με λόγχες που πληγώνουν, αλυσίδες και βασανιστήρια σε “κουτιά” απομόνωσης, θάνατος από άγρια σκυλιά που κατασπαράζουν το θύμα τους είναι μερικά μόνο από τα διεστραμμένα εγκλήματα των φεουδαρχών του Νότου, που φυσικά συντηρούσαν τις “μονοπωλιακές” φυτείες τους, με δωρεάν εργατικό δυναμικό.
Επενδεδυμένη με μια μια ψευδο-επιστημονική θεωρία οτι οι μαύροι έχουν διαφορετικές κοιλότητες στον εγκέφαλο, που “επισύρουν” μεταχείριση χειρότερη και από τα ζώα, η τόσο βάναυση αντίληψη της εποχής είναι εν πολλοίς άγνωστη σε μας - και πάντως ιδιαιτέρως χρήσιμη για όσους προσπερνούν τον ρατσισμό ως μια “άκακη” ή αδιάφορη αντίληψη για τα πράγματα.
Όπως φαίνεται, η προβολή της ταινίας προκάλεσε αμήχανες αντιδράσεις στο λευκό κοινό των Ηνωμένων Πολιτειών, που σε πολλές περιπτώσεις αρνείται να αποδεχθεί οτι μαζικά αρκετοί πρόγονοι του υπήρξαν “καθάρματα ολκής”, στο θέμα της μεταχείρισης των μαύρων, ένα θέμα-ταμπού άλλωστε. Με αυτή την έννοια, η ταινία του Tarantinο αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για το αμερικανικό και παγκόσμιο κοινό, πέρα από το συναρπαστικό της αφήγησης της, τη σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία, τις σινεφίλ αναφορές (ποιός θα περίμενε να ξαναδεί στην οθόνη τον Ιταλό πρωταγωνιστή τέτοιων ταινιών Franco Nero) και την απολαυστική υποκριτική των πρωταγωνιστών. Και τι περίεργο, εδώ οι διόμιση ώρες κυλούν σα νεράκι...
Βασισμένο πάνω στην πραγματική ιστορία της διάσωσης έξι διπλωματών που ξέφυγαν από την Αμερικανική Πρεσβεία της Τεχεράνης, με τη βοήθεια μιας "πλαστής" χολιγουντιανής παραγωγής που στήθηκε γι αυτό τον σκοπό, κατά την εξέγερση των Αγιατολάχ (και γλύτωσαν την επί ενάμιση χρόνο ομηρεία των υπολοίπων), το έργο του “δεν μας γεμίζει το μάτι” ολίγον άχαρου ηθοποιού, αποδεικνύει οτι τελικά πρόκειται για έναν πολύ πετυχημένο σκηνοθέτη, παραγωγό και πρωταγωνιστή, ταυτοχρόνως. H αφήγηση ρέει, η αγωνία κορυφώνεται (παρότι κι εδώ ξέρουμε την έκβαση) και το αποτέλεσμα είναι ένα καλογυρισμένο και ρεαλιστικό θρίλερ (κανονικής διάρκειας).
Η ταινία περιγράφεται ή κατηγορείται ως “υπερπατριωτική” και προπαγανδιστική, αλλά η αντίληψη μου είναι διαφορετική: Από τις πρώτες σκηνές ξακαθαρίζεται οτι για την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Μοσαντέκ και την πραξικοπηματική εγκαθίδρυση του Σάχη Παχλεβί η εγκληματική ευθύνη είναι των ΗΠΑ, ενώ και οι ευθύνες τους που τον περιέθαλψαν, προσφέροντας άσυλο στον βασανιστή δικτάτορα, μετά την εξέγερση, επαναλαμβάνεται διαρκώς, χωρίς καμία διάθεση αθώωσης της αμερικανικής παρέμβασης στη χώρα. Από την άλλη, η (πραγματική) ιστορία από μόνη της, αποτελεί έναν θρίαμβο της ελεύθερης δυτικής σκέψης απέναντι στον μικρονοϊκό φανατισμό των μουτζαχεντίν της επανάστασης, που επιθυμούσαν να τιμωρήσουν λυσσαλέα σε αντίποινα, οποιονδήποτε Αμερικανό πολίτη ή διπλωμάτη μπορούσε να πέσει στα χέρια τους. Σε συνδυασμό δε με την υποκρισία της θρησκοληψίας που διέπει όλα αυτά τα καθεστώτα, είναι προφανές οτι το πρόσωπο της ισλαμικής επανάστασης είναι αναπόφευκτα αποκρουστικό. Δεν ξέρω ποιός σκεπτόμενος θεατής, άλλωστε, θα ήθελε κάτι διαφορετικό...
Οι φωτό είναι από τα www.chicagoreader.com, www.guardian.co.uk, www.awardscircuit.com, ενώ το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από το "Who Did That To You" του Αμερικανού John Legend, και πάλι από το soundtrack της ταινίας "Django Unchained".
Το πολιτικό-ιστορικό ενδιαφέρον πάντως της εποποιίας του Spielberg είναι τεράστιο: Μας αποκαλύπτει μια πτυχή της αμερικανικής ιστορίας, που εμείς στην Ευρώπη γνωρίζουμε ελάχιστα, πέρα από τις γενικές, αδρές γραμμές. Ο θαυμαστός (εκ του αποτελέσματος) αυτός ηγέτης από το Ιllinois (ένας ακόμη λόγος να αποτελεί ίνδαλμα του καταγόμενου από το Σικάγο Ομπάμα) δεν δίστασε να μετέλθει και διεφθαρμένων μεθόδων (δωροδοκία, πλην της πολιτικής ίντριγκας και των πιέσεων) ώστε να εξασφαλίσει τις πολυπόθητες ψήφους για την ψήφιση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της περίφημης τροποποίησης 13 του Αμερικανικού Συντάγματος, που καταργούσε δια παντός το καθεστώς της δουλείας των μαύρων.
Ένα άλλο στοιχείο έκπληξης για τους μη γνωρίζοντες είναι οτι την εποχή εκείνη, στο τέλος του τετραετούς εμφυλίου πολέμου Βορείων και Νοτίων, οι Δημοκρατικοί ήταν πιο δυνατοί στο Νότο, άρα και πιο συντηρητικοί από τους Ρεπουμπλικανούς, στο θέμα της δουλείας. Ωστόσο διχάστηκαν - και με τα χρόνια έφτασαν στις “φιλελεύθερες” (liberal) θέσεις που τους κατέτασσαν με σαφήνεια αριστερά των Ρεπουμπλικανών.
Η ταινία παρακολουθεί με τη βοήθεια της εξαιρετικής ηθοποιίας (κυρίως του Daniel Day-Lewis και του Tommy Lee Jones) και της μεγαλειώδους παραγωγής, που όμως προδίδεται από την πλαδαρή αίσθηση του ρυθμού και την (περιέργως γι αυτόν, ίσως με την επιδίωξη της “ποιότητας” έναντι της εμπορικότητας) εσωστρεφή αφήγηση του Spielberg, τους χειρισμούς και τα διλήμματα του Αμερικανού Προέδρου, ώστε να μη χάσει την ιστορική στιγμή για την ψήφιση, πριν τελειώσει ο πόλεμος. Παραλλήλως, παρακολουθεί τις σχέσεις μέσα στην ίδια του την οικογένεια - και τα ηθικά διλήμματα για έναν ηγέτη, που επίσης και εκεί προκύπτουν. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει μόνο στην κορύφωση της ψηφοφορίας και παρά το γεγονός οτι γνωρίζουμε το αποτέλεσμα, είναι αντάξια του “βάρους” της ταινίας.
Tο ίδιο το τεράστιο ζήτημα της δουλείας όμως καταγράφεται πολύ πιο παραστατικά και σοκαριστικά, στην ταινία του Quentin Tarantino, “Django Unchained”. Παρά το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακατάσχετο splatter, ο ταινία (και κατ’ επέκτασιν ο σκηνοθέτης) ξεπερνά τον χαρακτήρα του spaghetti-western και φέρνει στη γνώση του μεγάλου κοινού τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης, τον απόλυτο εξευτελισμό και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια που υφίσταντο οι μαύροι, ώσπου να καταργηθεί η δουλεία: Φίμωτρα με λόγχες που πληγώνουν, αλυσίδες και βασανιστήρια σε “κουτιά” απομόνωσης, θάνατος από άγρια σκυλιά που κατασπαράζουν το θύμα τους είναι μερικά μόνο από τα διεστραμμένα εγκλήματα των φεουδαρχών του Νότου, που φυσικά συντηρούσαν τις “μονοπωλιακές” φυτείες τους, με δωρεάν εργατικό δυναμικό.
Επενδεδυμένη με μια μια ψευδο-επιστημονική θεωρία οτι οι μαύροι έχουν διαφορετικές κοιλότητες στον εγκέφαλο, που “επισύρουν” μεταχείριση χειρότερη και από τα ζώα, η τόσο βάναυση αντίληψη της εποχής είναι εν πολλοίς άγνωστη σε μας - και πάντως ιδιαιτέρως χρήσιμη για όσους προσπερνούν τον ρατσισμό ως μια “άκακη” ή αδιάφορη αντίληψη για τα πράγματα.
Όπως φαίνεται, η προβολή της ταινίας προκάλεσε αμήχανες αντιδράσεις στο λευκό κοινό των Ηνωμένων Πολιτειών, που σε πολλές περιπτώσεις αρνείται να αποδεχθεί οτι μαζικά αρκετοί πρόγονοι του υπήρξαν “καθάρματα ολκής”, στο θέμα της μεταχείρισης των μαύρων, ένα θέμα-ταμπού άλλωστε. Με αυτή την έννοια, η ταινία του Tarantinο αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για το αμερικανικό και παγκόσμιο κοινό, πέρα από το συναρπαστικό της αφήγησης της, τη σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία, τις σινεφίλ αναφορές (ποιός θα περίμενε να ξαναδεί στην οθόνη τον Ιταλό πρωταγωνιστή τέτοιων ταινιών Franco Nero) και την απολαυστική υποκριτική των πρωταγωνιστών. Και τι περίεργο, εδώ οι διόμιση ώρες κυλούν σα νεράκι...
Βασισμένο πάνω στην πραγματική ιστορία της διάσωσης έξι διπλωματών που ξέφυγαν από την Αμερικανική Πρεσβεία της Τεχεράνης, με τη βοήθεια μιας "πλαστής" χολιγουντιανής παραγωγής που στήθηκε γι αυτό τον σκοπό, κατά την εξέγερση των Αγιατολάχ (και γλύτωσαν την επί ενάμιση χρόνο ομηρεία των υπολοίπων), το έργο του “δεν μας γεμίζει το μάτι” ολίγον άχαρου ηθοποιού, αποδεικνύει οτι τελικά πρόκειται για έναν πολύ πετυχημένο σκηνοθέτη, παραγωγό και πρωταγωνιστή, ταυτοχρόνως. H αφήγηση ρέει, η αγωνία κορυφώνεται (παρότι κι εδώ ξέρουμε την έκβαση) και το αποτέλεσμα είναι ένα καλογυρισμένο και ρεαλιστικό θρίλερ (κανονικής διάρκειας).
Η ταινία περιγράφεται ή κατηγορείται ως “υπερπατριωτική” και προπαγανδιστική, αλλά η αντίληψη μου είναι διαφορετική: Από τις πρώτες σκηνές ξακαθαρίζεται οτι για την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Μοσαντέκ και την πραξικοπηματική εγκαθίδρυση του Σάχη Παχλεβί η εγκληματική ευθύνη είναι των ΗΠΑ, ενώ και οι ευθύνες τους που τον περιέθαλψαν, προσφέροντας άσυλο στον βασανιστή δικτάτορα, μετά την εξέγερση, επαναλαμβάνεται διαρκώς, χωρίς καμία διάθεση αθώωσης της αμερικανικής παρέμβασης στη χώρα. Από την άλλη, η (πραγματική) ιστορία από μόνη της, αποτελεί έναν θρίαμβο της ελεύθερης δυτικής σκέψης απέναντι στον μικρονοϊκό φανατισμό των μουτζαχεντίν της επανάστασης, που επιθυμούσαν να τιμωρήσουν λυσσαλέα σε αντίποινα, οποιονδήποτε Αμερικανό πολίτη ή διπλωμάτη μπορούσε να πέσει στα χέρια τους. Σε συνδυασμό δε με την υποκρισία της θρησκοληψίας που διέπει όλα αυτά τα καθεστώτα, είναι προφανές οτι το πρόσωπο της ισλαμικής επανάστασης είναι αναπόφευκτα αποκρουστικό. Δεν ξέρω ποιός σκεπτόμενος θεατής, άλλωστε, θα ήθελε κάτι διαφορετικό...
Οι φωτό είναι από τα www.chicagoreader.com, www.guardian.co.uk, www.awardscircuit.com, ενώ το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από το "Who Did That To You" του Αμερικανού John Legend, και πάλι από το soundtrack της ταινίας "Django Unchained".
2 σχόλια:
Εξοχη κινημ. κριτική στα επίπεδα των επαγγελματιών κριτικών. Συμφωνώ σχεδόν στο σύνολο της, έχοντας δει τις ταινίες. Μπράβο!
Fotis
@Fotis: Συγν'ωμη που έσβησα κατά λάθος το σχόλιο - κι ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
Δημοσίευση σχολίου