Η εικόνα των παρατεταγμένων αστυνομικών στη Λεωφόρο Μεσογείων, για την υποδοχή της ξένης αντιπροσωπείας, επί Αντώνη Σαμαρά, ήταν αποκαρδιωτική. Κάθε μέτρο κι ένας αξιωματικός, κάθε μέτρο και μια άλλη στάση του σώματος. Με ή χωρίς πηλίκιο, χωρίς καμία πειθαρχία, αναμένοντας με βαριεστημάρα κάτι που εμφανώς δεν είχαν την ευσυνειδησία ούτε καν να παριστάνουν οτι πιστεύουν.
Η παρουσία είναι απολύτως σημαντική για τον ένστολο. Αν δεν το αντιλαμβάνεται σε μια σύγχρονη δημοκρατία, σημαίνει οτι τα πράγματα έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα. Κι όμως, αυτή την εικόνα του χαβαλέ είναι που εισπράττει ο πολίτης: Μπορεί να δει έναν φρουρό με φραπέ ή τσιγάρο στο χέρι, να μιλάει ή να γράφει στο κινητό, να βαρυγκομάει να εξυπηρετήσει, να πειράζει τα κορίτσια. Πολλοί αστυνομικοί δεν ξέρουν να απευθυνθούν στον πολίτη, δεν ξέρουν να ντυθούν και να μιλήσουν στα δικαστήρια, δεν ξέρουν να κινηθούν με ευπρέπεια, σεβασμό και αυτοπεποίθηση.
Αυτό που είναι ασυγχώρητο όμως, πέρα από τη φυγοπονία, είναι η κουτοπόνηρη αντίληψη της αποφυγής ευθυνών. Μπορεί να είμαστε και η μόνη χώρα του πολιτισμένου κόσμου, όπου ο αστυνομικός, είτε για να έχει το ακαταλόγιστο είτε για να αποφύγει τα “μπλεξίματα”, αρνείται να φορέσει ή να δηλώσει τα διακριτικά του και συνεπώς και την ταυτότητα του - και αυτό γίνεται αποδεκτό, εδώ και πάρα πολλά χρόνια!
Είναι αυτή η μοναδική εικόνα της αστυνομίας; Φυσικά όχι. Υπάρχουν μονάδες όπου επικρατεί ο επαγγελματισμός, που ως συνήθως επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και όχι σε κάποιου είδους σύστημα. Υπάρχουν ευγενείς και μορφωμένοι νέοι άνθρωποι, που θέλουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Υπάρχουν τομείς όπου το αστυνομικό έργο έχει εξαιρετικές επιδόσεις και επιτυχίες. Η ικανότητα όμως πνίγεται πολλές φορές στη συνολική ανεπάρκεια.
Οι λόγοι για την απογοητευτική εντύπωση είναι πολλοί: Η ανεπαρκής εκπαίδευση, η απουσία ευσυνειδησίας, οι συνολικές παθογένειες του δημοσίου και της πολιτικής μας ζωής, η αναξιοκρατία και ο κομματισμός, η δημοσιοϋπαλληλική κατρακύλα στην αντίληψη της πειθαρχίας και της σημασίας της αποστολής. Η αστυνομική βία και η διαφθορά δεν είναι φυσικά ελληνικά φαινόμενα. Ωστόσο, η ανατολίτικη κουτοπονηριά της “ζαρντινιέρας” δύσκολα γίνεται αποδεκτή σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Και τα όσα πέρασε η χώρα, από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και μετά, δείχνουν οτι μένουμε απελπιστικά πίσω.
Τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, τα φαινόμενα εντάθηκαν, με χειρότερο την εξάπλωση του ακροδεξιού θράσους και της φασιστικής νοοτροπίας. Η ανοιχτή υποστήριξη της Χρυσής Αυγής από μεγάλη μερίδα αστυνομικών αποτελεί όνειδος για μια σύγχρονη πολιτεία. Όταν φτάνουν, σύμφωνα με καταγγελίες, αστυνομικοί δόκιμοι να δηλώνουν ανοιχτά φασίστες που δεν υποχρεούνται να τηρούν τους νόμους, ενώ έχουν ταχθεί ακριβώς στην αποστολή της προάσπισης της νομιμότητας και της δημοκρατίας, το πράγμα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Όταν η ηγεσία της αστυνομίας δίνει στη δημοσιότητα, πειραγμένες με photoshop, φωτογραφίες ξυλοδαρμένων κατηγορουμένων (δεν έχει σημασία για ποιό έγκλημα) και υποστηρίζει σοβαρά οτι πρόκειται για το αποτέλεσμα συμπλοκής, τότε έχει χαθεί κάθε αίσθηση σύγχρονης δημοκρατικής λειτουργίας.
Το δυσκολότερο κομμάτι να ελεγχθεί είναι συνήθως οι μονάδες καταστολής. Εκεί, μέσα στη δίνη των διαδηλώσεων και των ταραχών, η αυθαιρεσία και η θρασυδειλία γιγαντώνονται. Πολλές φορές, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, μονάδες της λεγόμενης “αποκατάστασης της τάξης” έδιναν την εντύπωση οτι δρουν σαν συμμορίες μπράβων. Φορώντας πάντοτε την ελληνική σημαία φυσικά, λες και υπάρχει και άλλη αστυνομία στον ελλαδικό χώρο, μήπως και τους μπερδέψουμε…
Η ανεπάρκεια της αστυνομίας λάμπει πολλές φορές και στα πιο απλά: Ο τρoχονόμος μπορεί πολύ συχνά να επιδεινώνει, αντί να διευκολύνει την κίνηση. Η αστυνομικές διευθύνσεις κλείνουν ακόμα και κεντρικούς δρόμους, με παράταξη αστυνομικών λεωφορείων, “για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο”. Το οτι η Ηρώδου Αττικού είναι μονίμως κλειστή είναι ομολογία Κλουζώ για ένα σύγχρονο κράτος.
Οι εικόνες ψεκασμού των συνταξιούχων, ούτε πρωτόγνωρες είναι, ούτε αποκαλυπτικές. Τα χημικά είναι ο εύκολος τρόπος του ανεκπαίδευτου να αποφύγει τη σύγκρουση. Είναι η (αυτο)προστασία της αστυνομικής βίας και προχειρότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ “λούζεται” τώρα αυτά που κατήγγειλε λαϊκίστικα επί χρόνια, βαυκαλιζόμενος οτι η υπόθεση “δημοκρατική και επαγγελματική αστυνομία” είναι απλώς θέμα εντολής του εκάστοτε υπουργού.
Η βία όμως και ο αυταρχισμός, όταν καλλιεργούνται επί δεκαετίες, δεν ελέγχονται με εντολές. Η κυβέρνηση θερίζει ό,τι έσπειρε, ξεχνώντας φυσικά και εδώ το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που με τόση λύσσα πολέμησε. Όταν λιντσάρονταν πολιτικά πρόσωπα, ήταν καλά για την εξυπηρέτηση της “αντιμνημονιακής φούσκας”. Τώρα ενοχλούν οι φρουροί προστασίας δημοσίων προσώπων.
Η αστυνομία, σε μια ευρωπαϊκή χώρα, δεν μπορεί να κινείται στο παραπλανητικό δίπολο “να τους κοιτάμε ή να τους δέρνουμε”. Οι δυνάμεις ασφαλείας οφείλουν να είναι σύγχρονες, εκπαιδευμένες, με υψηλό επαγγελματισμό, απαλλαγμένες κατά το δυνατόν από τη γραφειοκρατία. Να προλαβαίνουν, να σχεδιάζουν και να δρουν οργανωμένα. Να έχουν όλα τα μέσα στη διάθεση τους - κι όχι να τους λείπει το προσωπικό, τα καύσιμα και το χαρτί υγείας. Χωρίς “put the cot down” αξιωματικούς. Κάτι που απαιτεί πάρα πολλή και συστηματική δουλειά και που θυμίζει οτι ο σοβαρότερος πατριωτισμός είναι όχι ο εθνικισμός, αλλά ο εκσυγχρονισμός και η ισχυρή οικονομία.
Όχι για χάρη “του νόμου και της τάξης”, ούτε για χάρη “του λαού, που δεν πρέπει να τον χτυπάμε”. Αλλά για χάρη της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αυθαιρεσίας, για χάρη της τήρησης των κοινών κανόνων και της εύρυθμης λειτουργίας της οργανωμένης κοινωνίας. Για χάρη της πεμπτουσίας της δημοκρατίας, δηλαδή.
Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice
Η φωτό είναι του Screenhunter (6/12/14), τα σκίτσα του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.kathimerini.gr & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.youtube.com
Το post συνοδεύεται από το "I Feel Love", του Γάλλου Hector Zazou.