Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που με ενθουσιάζει σε ταινίες σαν τις «Γυναίκες του 6ου Ορόφου». Είναι το χιούμορ και αυτή η “feelgood” διάθεση που σου μεταδίδουν; Είναι ο σαρκασμός της παρισινής "bourgeoisie" των αρχών της δεκαετίας του '60 και η υποδόρια πολιτική ματιά, μιας κατά τα άλλα ευδιάθετης κομεντί; Είναι η γοητευτική παρουσία της νεαρής υπηρέτριας, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του άχαρου, αλλά καλοπροαίρετου καλοζωισμένου εραστή-αφεντικού.
Χωρίς να είναι αριστούργημα, η ταινία επιβεβαιώνει, ακόμη μια φορά, την άνθηση του γαλλικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, που διαπιστώσαμε πριν από λίγο καιρό με τους "Intouchables" και άλλες προσπάθειες. Με φόντο την κοινωνική πραγματικότητα της Γαλλίας (αλλά και όλης της Ευρώπης), στο φουλ της μεταπολεμικής ανάπτυξης και αρκετά χρόνια πριν τελειώσει η εποχή των δικτατοριών και του ψυχρού πολέμου, η κομεντί του Philippe Le Guay καταγράφει την πάλη των τάξεων, με τον τρόπο που μόνο οι ακομπλεξάριστοι αφηγητές μπορούν: Με την καλώς εννοούμενη ελαφρότητα και τον αυτοσαρκασμό, χωρίς βεβαίως να αποφεύγει και την εξιδανίκευση, προς χάριν του μύθου.
Όποιος είχε επισκεφθεί το Παρίσι τις δεκαετίες του '60 και του '70 (αλλά και αργότερα), θα είχε διαπιστώσει ότι πάρα πολλές θυρωροί και υπηρέτριες έρχονταν από την Ιβηρική χερσόνησο. Ευρωπαίες "δεύτερης κατηγορίας", προερχόμενες από τη φτώχεια του νότου και τα δικτατορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ, που στραγγάλιζαν τις χώρες τους επί δεκαετίες, οι Ισπανίδες και οι Πορτογαλέζες πάλευαν για την επιβίωση και την ενίσχυση των οικογενειακών προϋπολογισμών πίσω στην πατρίδα. Οι «γυναίκες του 6ου ορόφου» είναι αυτές οι υπηρέτριες, που σιγά-σιγά αντικαθιστούσαν τις φτωχές Γαλλίδες από την επαρχία - και καταλάμβαναν τα άθλια δωματιάκια στη σοφίτα, που αντίθετα από τις φαντασιώσεις της σύγχρονης κατοικίας, δεν ήταν διόλου προνομιούχες, αλλά εξαιρετικά περιορισμένες σε χώρο, με κοινή (μονίμως βουλωμένη) τουαλέτα και μια και μοναδική βρύση για πλύσιμο.
Το νέο αφεντικό της πρωταγωνίστριας μας, ο χρηματιστής Ζουμπέρ που ζει στο πολυτελές για την εποχή (αλλά αφόρητα καταπιεστικό και ουσιαστικά μίζερο) διαμέρισμα, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά και τη μητέρα του, βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται από την επαφή με τις (αλμοδοβαρικού ταμπεραμέντου) Ισπανίδες, που έχουν τη ζωντάνια και την αξιοπρέπεια που λείπει από τη ζωή του. Καλοήθης περίπτωση, όχι μόνο γοητεύεται από τη νέα του υπηρέτρια, αλλά και από τα απλά συναισθήματα της επαφής με την απλότητα και τη χαρά της ζωής, που διώχνουν την προσποίηση και τις συμβάσεις του δικού του κοινωνικού του περιβάλλοντος.
Η γοητεία της Natalia Verbeke (με τα δεκάδες πρόσωπα), που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αργεντινή, από Ισπανούς γονείς, δεν θα αφήσει ασυγκίνητους τους θεατές που τους αρέσουν οι γυναίκες. Η κομψότητα και το θετικό πρόσωπο που βγάζει σε αυτή την ταινία συμπλέκονται αρμονικά με το (έντιμο) νάζι που προϋποθέτει ο ρόλος του μεσογειακού θηλυκού, που ενσαρκώνει.
Το φινάλε της ταινίας, με τον πρωταγωνιστή στο σπορ καμπριολέ του να ζει την πλήρη, αλλά και ολίγον μοναχική και θλιμμένη απελεύθερωση του, είναι η αποθέωση του σαρκασμού, σε μια ταινία που τελικά δεν παίρνει το μέρος ούτε των αφεντικών, ούτε της εργατικής τάξης. Και που όπως επιτάσσει η ζωή (ίσως λίγο πιο ρομαντικά), προτείνει τη συμβίωση και τη σύνθεση.
Η φωτό είναι από το www.cinediario.blogspot.com και το εξώφυλλο από το www.allobo.comΧωρίς να είναι αριστούργημα, η ταινία επιβεβαιώνει, ακόμη μια φορά, την άνθηση του γαλλικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, που διαπιστώσαμε πριν από λίγο καιρό με τους "Intouchables" και άλλες προσπάθειες. Με φόντο την κοινωνική πραγματικότητα της Γαλλίας (αλλά και όλης της Ευρώπης), στο φουλ της μεταπολεμικής ανάπτυξης και αρκετά χρόνια πριν τελειώσει η εποχή των δικτατοριών και του ψυχρού πολέμου, η κομεντί του Philippe Le Guay καταγράφει την πάλη των τάξεων, με τον τρόπο που μόνο οι ακομπλεξάριστοι αφηγητές μπορούν: Με την καλώς εννοούμενη ελαφρότητα και τον αυτοσαρκασμό, χωρίς βεβαίως να αποφεύγει και την εξιδανίκευση, προς χάριν του μύθου.
Όποιος είχε επισκεφθεί το Παρίσι τις δεκαετίες του '60 και του '70 (αλλά και αργότερα), θα είχε διαπιστώσει ότι πάρα πολλές θυρωροί και υπηρέτριες έρχονταν από την Ιβηρική χερσόνησο. Ευρωπαίες "δεύτερης κατηγορίας", προερχόμενες από τη φτώχεια του νότου και τα δικτατορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ, που στραγγάλιζαν τις χώρες τους επί δεκαετίες, οι Ισπανίδες και οι Πορτογαλέζες πάλευαν για την επιβίωση και την ενίσχυση των οικογενειακών προϋπολογισμών πίσω στην πατρίδα. Οι «γυναίκες του 6ου ορόφου» είναι αυτές οι υπηρέτριες, που σιγά-σιγά αντικαθιστούσαν τις φτωχές Γαλλίδες από την επαρχία - και καταλάμβαναν τα άθλια δωματιάκια στη σοφίτα, που αντίθετα από τις φαντασιώσεις της σύγχρονης κατοικίας, δεν ήταν διόλου προνομιούχες, αλλά εξαιρετικά περιορισμένες σε χώρο, με κοινή (μονίμως βουλωμένη) τουαλέτα και μια και μοναδική βρύση για πλύσιμο.
Το νέο αφεντικό της πρωταγωνίστριας μας, ο χρηματιστής Ζουμπέρ που ζει στο πολυτελές για την εποχή (αλλά αφόρητα καταπιεστικό και ουσιαστικά μίζερο) διαμέρισμα, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά και τη μητέρα του, βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται από την επαφή με τις (αλμοδοβαρικού ταμπεραμέντου) Ισπανίδες, που έχουν τη ζωντάνια και την αξιοπρέπεια που λείπει από τη ζωή του. Καλοήθης περίπτωση, όχι μόνο γοητεύεται από τη νέα του υπηρέτρια, αλλά και από τα απλά συναισθήματα της επαφής με την απλότητα και τη χαρά της ζωής, που διώχνουν την προσποίηση και τις συμβάσεις του δικού του κοινωνικού του περιβάλλοντος.
Η γοητεία της Natalia Verbeke (με τα δεκάδες πρόσωπα), που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αργεντινή, από Ισπανούς γονείς, δεν θα αφήσει ασυγκίνητους τους θεατές που τους αρέσουν οι γυναίκες. Η κομψότητα και το θετικό πρόσωπο που βγάζει σε αυτή την ταινία συμπλέκονται αρμονικά με το (έντιμο) νάζι που προϋποθέτει ο ρόλος του μεσογειακού θηλυκού, που ενσαρκώνει.
Το φινάλε της ταινίας, με τον πρωταγωνιστή στο σπορ καμπριολέ του να ζει την πλήρη, αλλά και ολίγον μοναχική και θλιμμένη απελεύθερωση του, είναι η αποθέωση του σαρκασμού, σε μια ταινία που τελικά δεν παίρνει το μέρος ούτε των αφεντικών, ούτε της εργατικής τάξης. Και που όπως επιτάσσει η ζωή (ίσως λίγο πιο ρομαντικά), προτείνει τη συμβίωση και τη σύνθεση.
To post συνοδεύεται από τη μουσική του Χιλιανού συνθέτη Jorge Arriagada για την ταινία.
6 σχόλια:
Δεν πιστεύω το ποστ να είναι υποννοούμενο για τη χθεσινή νίκη των Furias Rojas (μπλιαχ, μπλιαχ, μπλιαχ) επί των Fratelli...
BlondeElena
http://www.screendaily.com/reviews/latest-reviews/-little-white-lies-les-petits-mouchoirs/5018102.article
Σας προτείνω και αυτό αν δεν το είχατε υπόψη.
Απολαυστικές κωμωδίες είναι και αυτές:
http://www.youtube.com/watch?v=SLRTtHByPn4
http://www.youtube.com/watch?v=PV7eseQ9F3I
@BlondeElena: Πώς θα μπορούσε να είναι υπονοούμενο για έναν αγώνα μεταξύ δύο ομάδων του νότου; Για τη διπλή αντιπαράθεση μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας, ίσως...
@Georgina Kassavetes: Αυτό με τους Βόρειους και τους Νότιους Γάλλους, το έχω δει. Χαριτωμένο! Αν και καταδικάζει γενικά τη μισαλλοδοξία και τις προκαταλήψεις, θα έλεγα οτι έχει περιορισμένο βεληνεκές, είναι για εσωτερική περισσότερο κατανάλωση...
Τον Μικρό Νικόλα δεν τον έχω δει. Ευχαριστώ πάντως...
αυτή η ταινία όπως και πολλές άλλες γαλλικές (ακόμα και οι πιο ανόητες της Audrey Tautou που αγαπώ πολύ)έχουν μία βαθιά τρυφερότητα και μία ματιά πολύ ευαίσθητη προς τις γυναίκες, σε φέρνουν αυτόματα σε επαφή με συναισθήματα που ξεχνάμε στην καθημερινότητα... όποιος άντρας έχει αναπτυγμένη τη γυναικεία του πλευρά, μπορεί και τις απολαμβάνει...
@ fr: Ίσως ειναι αυτό τελικά. Ωστόσο, και η ανδρική μου πλευρά μια χαρά ευχαριστήθηκε με τη Verbeke... :-)
έχεις τα δίκια σου...
Δημοσίευση σχολίου