Είναι προφανές οτι οι (ενδεικτικές της ακροδεξιάς υποκρισίας) κουτοπόνηρες δικαιολογίες Μπαλτάκου δεν πείθουν κανέναν. Ο διάλογος του με τον υποκλοπέα Κασιδιάρη είναι σοκαριστικός, όχι μόνο γι αυτά που λέγονται, αλλά και για το ύφος του: Ο πρώην ισχυρός άντρας του Μαξίμου μιλάει με τρυφεράδα, με σχεδόν πατρική στοργή στο πρωτοπαλλήκαρο του μίσους και της αυθάδειας. Η οικειότητα που αναδύεται δείχνει τους δύο συνομιλητές να βρίσκονται στην ίδια όχθη - κι όχι να παίζουν ένα επιφυλακτικό παιχνίδι αμοιβαίας βολιδοσκόπησης. Ο “π... ο Σαμαράς”, όπως λέει ο Μπαλτάκος, απλώς τους έχει χαλάσει το παιχνίδι, γιατί η μικροπολιτική ανάγκη και η διεθνής κοινότητα εχθρεύονται τον πυρήνα της ακροδεξιάς ιδεολογίας και δεν επιτρέπουν την ανοχή του ναζιστικού μορφώματος.
Αλλά και το εκ των υστέρων (απροκάλυπτα επικοινωνιακό) αφήγημα Σαμαρά επίσης δεν πείθει κανέναν. Από πότε ακριβώς πολεμούσε σταθερά τη Χρυσή Αυγή; Από τότε που οι 32 δικογραφίες μούχλιαζαν σε κάποια συρτάρια; Από τότε που αδιαφορούσε για τα ρατσιστικά εγκλήματα και την ταχεία διάδοση των φασιστικών αντιλήψεων στους αγαπημένους του ενστόλους; Από τότε που κώφευε στην παρουσία “αγανακτισμένων χρυσαυγιτών”, δίπλα στους αστυνομικούς, στις διαδηλώσεις; Από τότε που επέτρεπε την ανοχή της αστυνομίας στο κλίμα τρομοκρατίας που ασκούσε η ΧΑ μέσα και έξω από τα δικαστήρια; Από τότε που δίσταζε (και ακόμα διστάζει!) να καταθέσει στη Βουλή αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, κατά παράβαση όλων των υποχρεώσεων και υποσχέσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση; Από τότε που ανεχόταν να λέει ο (και νομικός!) Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου “αδιαφορώ για τα ανθρώπινα δικαιώματα”;
Η ουσία είναι οτι ο Μπαλτάκος μπορεί να ήταν η αιχμή του δόρατος ενός έρποντος (και φαιδρού ως συνήθως) φασισμού μέσα στην κυβέρνηση, δεν ήταν όμως “ξεκρέμαστος και μόνος”, ούτε “αυτονομήθηκε”, γιατί απασφάλισε ξαφνικά. Φάνηκε από τις δηλώσεις συμπάθειας που έσπευσαν να εκφράσουν οι “ομοϊδεάτες” Βορίδης και Γεωργιάδης. Είχε φανεί εδώ και πολλά χρόνια από τη διείσδυση του “Δικτύου 21” στην ηγετική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Φαινόταν διαρκώς από την επένδυση που έκανε στο πιο σκληρό εθνικιστικό και θρησκόληπτο ακροατήριο, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας της πανωλεθρίας του “Μακεδονικού”. Η ακροδεξιά δεν ήταν έξω από τη ΝΔ, ήταν μέσα σε αυτήν - και μάλιστα σε πρωτεύοντα ρόλο, σε αντίθεση με παρελθούσες ηγεσίες. Και το τραγελαφικό ήταν οτι αυτή η ακραία ηγεσία εφηύρε τη θεωρία των δύο άκρων, χωρίς να περιλαμβάνει τον εαυτό της στο δίπολο...
Τώρα βέβαια, η νοσηρότητα πληρώνεται - και μάλιστα ακριβά. Η αντιμνημονιακή υστερία που καλλιέργησε ως μη όφειλε η ηγεσία του συντηρητικού, φιλοευρωπαϊκού κόμματος στην Ελλάδα συνεισέφερε τα μάλα στη “φούσκα” των δήθεν αντισυστημικών κομμάτων του ψεκασμένου καφενείου (εντυπωσιακό το ξέσπασμα της Ραχήλ Μακρή, που υπερασπίστηκε τους “αθώους ανθρώπους” χρυσαυγίτες από τη “χούντα”). Νομίζοντας οτι θα επαναπατρίσει τις ανοιχτά ακροδεξιές ψήφους “με το μαλακό”, η ηγεσία της ΝΔ επέτρεψε να αναπτυχθεί στους κόλπους της η ανοχή και το γλείψιμο των χαμηλοτέρων ενστίκτων του εκλογικού σώματος (“κανένας ψηφοφόρος της ΧΑ δεν είναι ναζί”, επιμένει αμετανόητος ο Μπαλτάκος, την επομένη της αποπομπής του). Αδιαφορώντας πλήρως για τις επιταγές της κρίσης και των καιρών, έπαιξε επί δύο χρόνια το κατενάτσιο του λαϊκισμού και της προστασίας του πελατειακού παρασιτισμού, διανθισμένο με εξάρσεις επαρχιακού γκαφατζήδικου αυταρχισμού, όπως με το κλείσιμο της ΕΡΤ, του οποίου, όπως φαίνεται, ένθερμος θιασώτης, αν όχι εμπνευστής, ήταν ο Μπαλτάκος.
Και τώρα, το όποιο δημοσκοπικό πλεονέκτημα από την αιματηρή προσπάθεια να “τακτοποιηθεί” η οικονομία και να γίνει αποδεκτό το πρωτογενές πλεόνασμα, εξανεμίστηκε εν μια νυκτί. Από αντανακλαστικά και μόνο (και όχι από εμπιστοσύνη προφανώς), ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος είπε “θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ, για να φύγει αυτή η κυβέρνηση”. Σε συνδυασμό με την πτωτική πορεία του ΠΑΣΟΚ, μετά και τους χειρισμούς Βενιζέλου, που “στραγγάλισε” τους 58, η διαρκώς φθίνουσα κυβερνητική πλειοψηφία μοιάζει να κινδυνεύει με πλήρη αποσταθεροποίηση.
Μόνο που το πρόβλημα της χώρας δεν είναι να κινείται αενάως μεταξύ των συμπληγάδων του σύγχρονου δικομματισμού, που αγωνίζονται να ξεπεράσουν το 20%, με λίγες μονάδες. Αν καλούμαστε να διαλέξουμε μεταξύ μιας παλαιοκομματικής, εθνικιστικής σκληρής δεξιάς και μιας αντιευρωπαϊκής αριστεράς που διολισθαίνει στο ακραίο και προστατεύει (και αυτή) τον παρασιτισμό και τις συντεχνίες, δεν θα φύγουμε ποτέ από το τέλμα. Κανείς δεν πρέπει να είναι “καβάλα στο άλογο”, την επομένη των ευρωεκλογών. Αντιθέτως, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με τελείως άλλη ατζέντα, για την έξοδο από την κρίση.
Πρώτον, πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να επιτρέψει σε ποινικούς κατηγορούμενους για εγκληματική οργάνωση να “χτυπάνε το ρυθμό” στις πολιτικές εξελίξεις. Οι εκβιασμοί, οι απειλές και γενικώς οι μέθοδοι του υποκόσμου δεν πρέπει να γίνουν δεκτοί με κανέναν τρόπο, όπως με περισσή μικροπολιτική ανευθυνότητα έγινε μέχρι τώρα. Και η δικαιοσύνη (που ολιγώρησε αρχικά, αποδεχόμενη τη νομιμότητα του ακροδεξιού κόμματος) θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες της και να αφεθεί ελεύθερη να οδηγήσει στις φυλακές όσους ευθύνονται για τα άθλια ρατσιστικά εγκλήματα - όχι για τις απεχθείς ιδέες τους, αλλά γιατί τις έκαναν πράξη, όπως ο ναζισμός επιτάσσει.
Δεύτερον, η χώρα πρέπει να αποκτήσει μια σοβαρή κεντροδεξιά - και γι αυτό η συντηρητική παράταξη καλείται να αποκαθαρθεί πλήρως από τα “σταγονίδια” και να κινηθεί και πάλι στον πραγματικά ευρωπαϊκό δρόμο, που δεν περιλαμβάνει κανενός είδους χουντικούς ταλιμπάν και αγιατολάχ. Ως πρώτο βήμα, αν η αλλαγή ηγεσίας δεν είναι άμεσα εφικτή, η πρωθυπουργία σε μια επόμενη (μετεκλογική) κυβέρνηση συνεργασίας μπορεί ωραιότατα να ανατεθεί σε άλλο μετριοπαθές (κοινής αποδοχής) πρόσωπο της συντηρητικής παράταξης, ώστε να δοθεί άλλη πνοή στην κυβερνητική λειτουργία, τουλάχιστον. Αυτό άλλωστε, θα έπρεπε να είχε συμβεί από τον περσινό Ιούνιο, μετά το φιάσκο του κλεισίματος της ΕΡΤ, αν δεν είχε σπεύσει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να προσφέρει τη στήριξη του στον ίδιο άνθρωπο, με αντάλλαγμα την αντιπροεδρία.
Τρίτον, η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει μια σοβαρή και ισχυρή κεντροαριστερά. Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει εμφανώς οτι εξακολουθεί να αδυνατεί να προσφέρει τέτοια δυνατότητα, αφού δεν αφίσταται της αριστερίστικης, λαϊκίστικης και βαθειά συντηρητικής ρητορικής, στην οποία αρέσκεται μεγάλο μέρος των στελεχών και του ακροατηρίου του, θα πρέπει να επανέλθει σε φυσιολογικότερα ποσοστά, πιο κοντά σε αυτά που είχε πριν τη “φούσκα”. Δεν θα έβλαπτε μάλιστα το πολιτικό σκηνικό και τη χώρα, αν κατάφερνε να κρατήσει στην αντιπολίτευση όλες τις υποκριτικές και διαφθαρμένες φωνές, “βαθυπασοκικής” προελεύσεως, που κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του.
Για να εκπληρωθεί ο στόχος αυτός, η κεντροαριστερά θα πρέπει να απαλλαγεί και αυτή από όλα τα δικά της “βαρίδια”, τους φθαρμένους (κυρίως ΠΑΣΟΚογενείς) πολιτικούς που εμποδίζουν την είσοδο του τόσο απαραίτητου υγιούς και νέου αίματος στην πολιτική σκηνή. Το αξιολογότερο κομμάτι ενεργών πολιτών και στελεχών της κοινωνίας περιμένει να συμμετάσχει σε μια νέα προσπάθεια αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Η ενίσχυση του ψηφοδελτίου του Γιώργου Καμίνη για το Δήμο της Αθήνας και το ευρωψηφοδέλτιο του “Ποταμιού” που ανακοινώθηκε μερικώς χθες δείχνουν, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, την ποιοτική διαφορά και το χάσμα μεταξύ του καινούργιου και του κομματικά παλιού.
Όσοι αξιόλογοι βρίσκονται ενεργά στις τάξεις της “Ελιάς” και της ΔΗΜΑΡ δείχνουν να ασφυκτιούν, λόγω της αδυναμίας να διασωθούν οι σχηματισμοί αυτοί και στη συνέχεια να καταστούν ρυθμιστές. Αν δεν υπάρξει καταλυτική αλλαγή ηγετικής κατεύθυνσης (με όλους να κάνουν πίσω), δεν θα μπορέσει να γεννηθεί και να ενδυναμωθεί το καινούργιο - και τα παραδοσιακά αυτά σχήματα θα μαραζώσουν οριστικά. Οι 58 πρέπει να ενισχυθούν και να αξιοποιηθούν - και να αποτελέσουν και αυτοί τη συγκολλητική ουσία μιας αναγεννημένης παράταξης. Σε κάθε περίπτωση, η ζωή θα συμπληρώσει το κενό, όπως έδειξε αδιαμφισβήτητα το “Ποτάμι”. Και η πρόκληση για μια πορεία που θα εγγυάται την ουσιαστική πρόοδο της χώρας είναι αδήριτη.
Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice
Η γελοιογραφία είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.protagon.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από την εξαιρετική διασκευή του "Waters of March", με την Αμερικανίδα Cassandra Wilson, που έδωσε δύο συναυλίες στο Gazarte.
Αλλά και το εκ των υστέρων (απροκάλυπτα επικοινωνιακό) αφήγημα Σαμαρά επίσης δεν πείθει κανέναν. Από πότε ακριβώς πολεμούσε σταθερά τη Χρυσή Αυγή; Από τότε που οι 32 δικογραφίες μούχλιαζαν σε κάποια συρτάρια; Από τότε που αδιαφορούσε για τα ρατσιστικά εγκλήματα και την ταχεία διάδοση των φασιστικών αντιλήψεων στους αγαπημένους του ενστόλους; Από τότε που κώφευε στην παρουσία “αγανακτισμένων χρυσαυγιτών”, δίπλα στους αστυνομικούς, στις διαδηλώσεις; Από τότε που επέτρεπε την ανοχή της αστυνομίας στο κλίμα τρομοκρατίας που ασκούσε η ΧΑ μέσα και έξω από τα δικαστήρια; Από τότε που δίσταζε (και ακόμα διστάζει!) να καταθέσει στη Βουλή αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, κατά παράβαση όλων των υποχρεώσεων και υποσχέσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση; Από τότε που ανεχόταν να λέει ο (και νομικός!) Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου “αδιαφορώ για τα ανθρώπινα δικαιώματα”;
Η ουσία είναι οτι ο Μπαλτάκος μπορεί να ήταν η αιχμή του δόρατος ενός έρποντος (και φαιδρού ως συνήθως) φασισμού μέσα στην κυβέρνηση, δεν ήταν όμως “ξεκρέμαστος και μόνος”, ούτε “αυτονομήθηκε”, γιατί απασφάλισε ξαφνικά. Φάνηκε από τις δηλώσεις συμπάθειας που έσπευσαν να εκφράσουν οι “ομοϊδεάτες” Βορίδης και Γεωργιάδης. Είχε φανεί εδώ και πολλά χρόνια από τη διείσδυση του “Δικτύου 21” στην ηγετική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Φαινόταν διαρκώς από την επένδυση που έκανε στο πιο σκληρό εθνικιστικό και θρησκόληπτο ακροατήριο, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας της πανωλεθρίας του “Μακεδονικού”. Η ακροδεξιά δεν ήταν έξω από τη ΝΔ, ήταν μέσα σε αυτήν - και μάλιστα σε πρωτεύοντα ρόλο, σε αντίθεση με παρελθούσες ηγεσίες. Και το τραγελαφικό ήταν οτι αυτή η ακραία ηγεσία εφηύρε τη θεωρία των δύο άκρων, χωρίς να περιλαμβάνει τον εαυτό της στο δίπολο...
Τώρα βέβαια, η νοσηρότητα πληρώνεται - και μάλιστα ακριβά. Η αντιμνημονιακή υστερία που καλλιέργησε ως μη όφειλε η ηγεσία του συντηρητικού, φιλοευρωπαϊκού κόμματος στην Ελλάδα συνεισέφερε τα μάλα στη “φούσκα” των δήθεν αντισυστημικών κομμάτων του ψεκασμένου καφενείου (εντυπωσιακό το ξέσπασμα της Ραχήλ Μακρή, που υπερασπίστηκε τους “αθώους ανθρώπους” χρυσαυγίτες από τη “χούντα”). Νομίζοντας οτι θα επαναπατρίσει τις ανοιχτά ακροδεξιές ψήφους “με το μαλακό”, η ηγεσία της ΝΔ επέτρεψε να αναπτυχθεί στους κόλπους της η ανοχή και το γλείψιμο των χαμηλοτέρων ενστίκτων του εκλογικού σώματος (“κανένας ψηφοφόρος της ΧΑ δεν είναι ναζί”, επιμένει αμετανόητος ο Μπαλτάκος, την επομένη της αποπομπής του). Αδιαφορώντας πλήρως για τις επιταγές της κρίσης και των καιρών, έπαιξε επί δύο χρόνια το κατενάτσιο του λαϊκισμού και της προστασίας του πελατειακού παρασιτισμού, διανθισμένο με εξάρσεις επαρχιακού γκαφατζήδικου αυταρχισμού, όπως με το κλείσιμο της ΕΡΤ, του οποίου, όπως φαίνεται, ένθερμος θιασώτης, αν όχι εμπνευστής, ήταν ο Μπαλτάκος.
Και τώρα, το όποιο δημοσκοπικό πλεονέκτημα από την αιματηρή προσπάθεια να “τακτοποιηθεί” η οικονομία και να γίνει αποδεκτό το πρωτογενές πλεόνασμα, εξανεμίστηκε εν μια νυκτί. Από αντανακλαστικά και μόνο (και όχι από εμπιστοσύνη προφανώς), ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος είπε “θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ, για να φύγει αυτή η κυβέρνηση”. Σε συνδυασμό με την πτωτική πορεία του ΠΑΣΟΚ, μετά και τους χειρισμούς Βενιζέλου, που “στραγγάλισε” τους 58, η διαρκώς φθίνουσα κυβερνητική πλειοψηφία μοιάζει να κινδυνεύει με πλήρη αποσταθεροποίηση.
Μόνο που το πρόβλημα της χώρας δεν είναι να κινείται αενάως μεταξύ των συμπληγάδων του σύγχρονου δικομματισμού, που αγωνίζονται να ξεπεράσουν το 20%, με λίγες μονάδες. Αν καλούμαστε να διαλέξουμε μεταξύ μιας παλαιοκομματικής, εθνικιστικής σκληρής δεξιάς και μιας αντιευρωπαϊκής αριστεράς που διολισθαίνει στο ακραίο και προστατεύει (και αυτή) τον παρασιτισμό και τις συντεχνίες, δεν θα φύγουμε ποτέ από το τέλμα. Κανείς δεν πρέπει να είναι “καβάλα στο άλογο”, την επομένη των ευρωεκλογών. Αντιθέτως, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί με τελείως άλλη ατζέντα, για την έξοδο από την κρίση.
Πρώτον, πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγει να επιτρέψει σε ποινικούς κατηγορούμενους για εγκληματική οργάνωση να “χτυπάνε το ρυθμό” στις πολιτικές εξελίξεις. Οι εκβιασμοί, οι απειλές και γενικώς οι μέθοδοι του υποκόσμου δεν πρέπει να γίνουν δεκτοί με κανέναν τρόπο, όπως με περισσή μικροπολιτική ανευθυνότητα έγινε μέχρι τώρα. Και η δικαιοσύνη (που ολιγώρησε αρχικά, αποδεχόμενη τη νομιμότητα του ακροδεξιού κόμματος) θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες της και να αφεθεί ελεύθερη να οδηγήσει στις φυλακές όσους ευθύνονται για τα άθλια ρατσιστικά εγκλήματα - όχι για τις απεχθείς ιδέες τους, αλλά γιατί τις έκαναν πράξη, όπως ο ναζισμός επιτάσσει.
Δεύτερον, η χώρα πρέπει να αποκτήσει μια σοβαρή κεντροδεξιά - και γι αυτό η συντηρητική παράταξη καλείται να αποκαθαρθεί πλήρως από τα “σταγονίδια” και να κινηθεί και πάλι στον πραγματικά ευρωπαϊκό δρόμο, που δεν περιλαμβάνει κανενός είδους χουντικούς ταλιμπάν και αγιατολάχ. Ως πρώτο βήμα, αν η αλλαγή ηγεσίας δεν είναι άμεσα εφικτή, η πρωθυπουργία σε μια επόμενη (μετεκλογική) κυβέρνηση συνεργασίας μπορεί ωραιότατα να ανατεθεί σε άλλο μετριοπαθές (κοινής αποδοχής) πρόσωπο της συντηρητικής παράταξης, ώστε να δοθεί άλλη πνοή στην κυβερνητική λειτουργία, τουλάχιστον. Αυτό άλλωστε, θα έπρεπε να είχε συμβεί από τον περσινό Ιούνιο, μετά το φιάσκο του κλεισίματος της ΕΡΤ, αν δεν είχε σπεύσει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να προσφέρει τη στήριξη του στον ίδιο άνθρωπο, με αντάλλαγμα την αντιπροεδρία.
Τρίτον, η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει μια σοβαρή και ισχυρή κεντροαριστερά. Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει εμφανώς οτι εξακολουθεί να αδυνατεί να προσφέρει τέτοια δυνατότητα, αφού δεν αφίσταται της αριστερίστικης, λαϊκίστικης και βαθειά συντηρητικής ρητορικής, στην οποία αρέσκεται μεγάλο μέρος των στελεχών και του ακροατηρίου του, θα πρέπει να επανέλθει σε φυσιολογικότερα ποσοστά, πιο κοντά σε αυτά που είχε πριν τη “φούσκα”. Δεν θα έβλαπτε μάλιστα το πολιτικό σκηνικό και τη χώρα, αν κατάφερνε να κρατήσει στην αντιπολίτευση όλες τις υποκριτικές και διαφθαρμένες φωνές, “βαθυπασοκικής” προελεύσεως, που κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του.
Για να εκπληρωθεί ο στόχος αυτός, η κεντροαριστερά θα πρέπει να απαλλαγεί και αυτή από όλα τα δικά της “βαρίδια”, τους φθαρμένους (κυρίως ΠΑΣΟΚογενείς) πολιτικούς που εμποδίζουν την είσοδο του τόσο απαραίτητου υγιούς και νέου αίματος στην πολιτική σκηνή. Το αξιολογότερο κομμάτι ενεργών πολιτών και στελεχών της κοινωνίας περιμένει να συμμετάσχει σε μια νέα προσπάθεια αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Η ενίσχυση του ψηφοδελτίου του Γιώργου Καμίνη για το Δήμο της Αθήνας και το ευρωψηφοδέλτιο του “Ποταμιού” που ανακοινώθηκε μερικώς χθες δείχνουν, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, την ποιοτική διαφορά και το χάσμα μεταξύ του καινούργιου και του κομματικά παλιού.
Όσοι αξιόλογοι βρίσκονται ενεργά στις τάξεις της “Ελιάς” και της ΔΗΜΑΡ δείχνουν να ασφυκτιούν, λόγω της αδυναμίας να διασωθούν οι σχηματισμοί αυτοί και στη συνέχεια να καταστούν ρυθμιστές. Αν δεν υπάρξει καταλυτική αλλαγή ηγετικής κατεύθυνσης (με όλους να κάνουν πίσω), δεν θα μπορέσει να γεννηθεί και να ενδυναμωθεί το καινούργιο - και τα παραδοσιακά αυτά σχήματα θα μαραζώσουν οριστικά. Οι 58 πρέπει να ενισχυθούν και να αξιοποιηθούν - και να αποτελέσουν και αυτοί τη συγκολλητική ουσία μιας αναγεννημένης παράταξης. Σε κάθε περίπτωση, η ζωή θα συμπληρώσει το κενό, όπως έδειξε αδιαμφισβήτητα το “Ποτάμι”. Και η πρόκληση για μια πορεία που θα εγγυάται την ουσιαστική πρόοδο της χώρας είναι αδήριτη.
Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice
Η γελοιογραφία είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.protagon.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από την εξαιρετική διασκευή του "Waters of March", με την Αμερικανίδα Cassandra Wilson, που έδωσε δύο συναυλίες στο Gazarte.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου