27.9.13

Φθινοπωρινή πρεμιέρα...

Το φθινόπωρο ήρθε κι επισήμως, η σεζόν αρχίζει - καιρός να μαζευόμαστε μέσα, σε καμιά μπάρα, να πιούμε και να χορέψουμε, με καλή μουσική.

Σας περιμένω λοιπόν, αυτό το Σάββατο, στην Έλη του Κλού, μετά τις 22.00...











Η αφίσα φτιάχτηκε από τον Αλέξη Κουτσογιαννόπουλο και το εξώφυλλο είναι από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Who Knows", του Βρετανού Quantic.

buzz it!

26.9.13

Τα πολιτικά εξτρέμ και η "θεωρία των δύο άκρων"

Ναι, στο ακραίο κομμάτι της αριστεράς βρίσκει στέγη ένας ολόκληρος κόσμος, φανατικός, που έχει χάσει το μπούσουλα. Που έχει μάθει να θεωρεί οτιδήποτε πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, δεξιό. Που προτάσσει μια νεφελώδη, μίζερη και συμπλεγματική “αξιοπρέπεια”, προκειμένουν να εξασφαλίσει την ακινησία - και μέσω αυτής την κατάρρευση των “μνημονιακών δυνάμεων”. Που βαφτίζει όποιον του πάει κόντρα σιχαμένο, προδότη, συνεργάτη των Γερμανών. Που κάνει ανιστόρητους παραλληλισμούς με τη χούντα και την κατοχή. Που μιλάει με την ύβρι της αταλάντευτης βεβαιότητας. Που ονομάζει το Protagon “Πρώκταγκον”, τον Γεωργελέ “Γεωργαλά” και αδιακρίτως όλους τους “συστημικούς” δημοσιογράφους “Μπάμπηδες”. Που ονομάζει κάθε αδικία “βία” και κάθε συναισθηματική θεώρηση “ανάλυση”. Που θέλει να προπηλακίσει, να λιντσάρει και να εκτονώσει την τυφλή οργή, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Που λατρεύει την υπερβολή, τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό. Που μιλάει για “πόλεμο” και στρατόπεδα και που έστρωσε το δρόμο, για να γίνουν αποδεκτές φασιστικές πρακτικές. Που αγνοεί οτι στη μέση των εμφυλιοπολεμικών “στρατοπέδων” υπάρχει ένας ολόκληρος (πολύ περισσότερος) κόσμος που εμφορείται από μετριοπάθεια και πιο δημιουργικές και ουσιαστικά προοδευτικές ιδέες.

Και ναι, πολλές φορές οι επίσημες ηγεσίες των κομμάτων που προσφέρουν καταφύγιο σε αυτό το συνονθύλευμα, κάνουν το παν για του χαϊδέψουν τα αυτιά. Με ανιστόρητες υπερβολές, διχαστικά συνθήματα, αγένεια και θράσος στη δημόσια τοποθέτηση τους. Καλλιεργώντας την εχθρότητα, τη μη αναγνώριση των κανόνων της δημοκρατίας, την άκριτη υπεράσπιση κάθε είδους “λαϊκής” απαίτησης. Έτοιμες να συνομιλήσουν, προς χάριν του “αντιμνημονιακού μετώπου”, ακόμα και με αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι βασικότεροι της αντίπαλοι.

Αλλά όλα αυτά δεν δικαιολογούν επ’ ουδενί την ανιστόρητη “θεωρία των δύο άκρων”. Τουλάχιστον όχι αυτή που εξισώνει την εγκληματική συμμορία των ναζιστών, με όποιον έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Γιατί δεν μπορείς να συγκρίνεις την κοινοβουλευτική αριστερά με μια ρατσιστική συμμορία ή μια οργάνωση που εμπίπτει στο κοινό ποινικό δίκαιο.

Τα δύο πολιτικά εξτρέμ υπάρχουν, αλλά εντός του λεγόμενου “συνταγματικού τόξου”. Και δυστυχώς, αυτοί που αποτελούν τον έναν πόλο, αναλώνονται στο να καταγγέλουν τον άλλο. Αλλά δεν πείθουν, γιατί τα έργα και οι ημέρες τους δείχνουν ανάγλυφα πόσο το αλλοιθώρισμα προς την φασιστική ακροδεξιά, ευνόησε την ανάπτυξη της.

Αν η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε μια άμεση επίπτωση στο πολιτικό σκηνικό, αυτή ήταν η παταγώδης αποτυχία του φλερτ της ακροδεξιάς πτέρυγας της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή. Κι αν αποδοκιμάστηκε η τακτική αυτή, αυτό δεν σημαίνει οτι το ακραίο κομμάτι των εθνικιστών και πατριδοκάπηλων, που έβλεπαν τη Χρυσή Αυγή ως “αδελφό κόμμα”, δεν φέρει ακέραια την ευθύνη για τη γιγάντωση της άθλιας οργάνωσης, που σκοπό έχει να μαχαιρώνει για να επιβεβαιωθεί.

Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να αντιμετωπιστεί η Χρυσή Αυγή, με βάση το ποινικό δίκαιο; Γιατί κανείς δεν είχε συνδέσει μέχρι τώρα όλες αυτές τις υποθέσεις, ώστε να τεκμηριωθεί η δράση της εγκληματικής οργάνωσης; Έπρεπε να φτάσουμε σε μια δολοφονία, που δεν μπορούσε να αποκρυβεί; Γιατί όσοι φώναζαν οτι ο σημαντικότερος κίνδυνος για τη χώρα είναι ο εκφασισμός κατηγορήθηκαν (από δεξιά και από αριστερά), οτι εξέτρεπαν την προσοχή από το κυρίαρχο οικονομικό πρόβλημα;

Μια ματιά σε πιο εμβριθείς αναλύσεις δείχνει οτι ο δρόμος για το ναζισμό δεν στρώθηκε από την κρίση, που ήταν ο καταλύτης, αλλά από συγκεκριμένες εξάρσεις εθνικιστικού λαϊκισμού και “αντιμνημονιακής” ρητορείας, που έκανε την τεράστια αναδίπλωση. Και η χαρακτηριστική ανοχή, όχι μόνο της αστυνομίας, αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών εκπροσώπων και μέσων οδήγησε στο “ξέπλυμα” του ακροδεξιού φασισμού.

Ακραίο λοιπόν είναι το γεγονός οτι “μετανοημένοι ακροδεξιοί” όπως οι Βορίδης και Γεωργιάδης είναι επίλεκτα μέλη της κυβερνώσας παράταξης. Ακραίο είναι το να υπάρχουν μέλη του “Δικτύου 21” τόσο κοντά στην κορυφή της εξουσίας. Ακραία είναι η κουτοπονηριά και η υπεράσπιση μιας αστυνομίας που ψηφίζει κατά το ήμισυ Χρυσή Αυγή, δεν εξιχνιάζει παρά ελάχιστες υποθέσεις ρατσιστικής βίας, κάνει τα στραβά μάτια στους “αγανακτισμένους” ακροδεξιούς, ασκεί ανεξέλεγκτη βία έχοντας πάρει διαζύγιο με τον επαγγελματισμό, βγάζει ανακοινώσεις-μνημεία όπως η ζαρντινιέρα και δημοσιεύει φωτογραφίες των ξυλοδαρμένων συλληφθέντων για τρομοκρατία, που δήθεν “έφαγαν κάτι μπουνιές στη συμπλοκή”.

Ακραία είναι η επιμονή για αξιωματικούς “ελληνικού γένους”. Ακραία είναι η με κάθε τρόπο αποφυγή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας, παρά τις πιέσεις και της Ευρώπης. Ακραία είναι η ολιγωρία στην αντιμετώπιση του φασιστικού τραμπουκισμού (ενδεικτική η νοοτροπία “ε, όχι και μαχαίρι”), η δραματική καθυστέρηση σε κάθε είδους εκσυγχρονισμό, το “κλείσιμο του ματιού” στο οπισθοδρομικό κομμάτι της ιεραρχίας - ακόμα και η καινοφανής ιδέα οτι τα αρχαία ελληνικά δεν είναι νεκρή γλώσσα (παρότι η διδασκαλία τους είναι όντως χρήσιμη, στις σχετικές κατευθύνσεις).

Ακραίο είναι να μιλάς για το ενδεχόμενος συνεργασίας με μια “πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή”, διατυπώνοντας την αντίφαση του αιώνα. Ακραίο είναι να επιτρέπεις τη λειτουργία της αστυνομίας, με την παραμικρή ανοχή στους τραμπουκισμούς των “αγανακτισμένων” χρυσαυγιτών δίπλα τους, ακόμα και μετά τη δολοφονία Φύσσα. Ακραίο είναι να υπομένεις τη διεξαγωγή δίκης χρυσαυγίτη, χωρίς την απαραίτητη προστασία και υπό συνθήκες (αν)ασφάλειας που διεκτραγωδούν κάθε έννοια δημοκρατικής ομαλότητας.

Ευθύνη για αυτό το λούμπεν κομμάτι του εκλογικού σώματος, που συγκεντρώθηκε υπό την σκέπη της Χρυσής Αυγής, είτε γιατί μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα τον φασισμό του, είτε γιατί θέλησε να εκδικηθεί το πολιτικό σύστημα (ακόμα και γιατί έχασε την Καγιέν του!), έχουν όλα τα κόμματα. Ακόμα και αυτά της αριστεράς, που πολλές φορές υπέθαλψαν την καφενειακή, αντιδραστική, λαϊκίστικη ψήφο, που δεν έβρισκε αλλού καταφύγιο. Και για τη μη σύμπηξη ενός δημοκρατικού αντιφασιστικού μετώπου, πάλι τα περισσότερα κόμματα φταίνε.

Αλλά την κύρια ευθύνη, τη φέρει η συντηρητική παράταξη, που αντί να ενισχύσει το σοβαρό κεντροδεξιό της πρόσωπο, διολίσθησε κουτοπόνηρα προς την ακροδεξιά της χειρότερης μορφής, δημιουργώντας δίπλα της καρκινώματα του πολιτικού συστήματος. Η πτώση της εκλογικής δύναμης της Χρυσής Αυγής κατά 30% και η μεταφορά του ίδιου ποσοστού των 2,5 μονάδων πίσω στη Νέα Δημοκρατία, το δείχνει ανάγλυφα.

Αν η σύγχρονη δεξιά δεν μπορεί να μιλήσει στο κοινό της, παρά μόνο με όρους “ασφάλειας από τους λαθρομετανάστες” (αντί για την πραγματική απειλή που είναι οι χρυσαυγίτες), ψευδοπατριωτικών εξάρσεων περί “της ορθόδοξης παράδοσης που απειλείται” και κινδύνων που “διατρέχει το έθνος από το ξαναγράψιμο της ιστορίας”, τότε η ρητορική της οδηγεί κατευθείαν στην (αυτο)καταστροφή της χώρας, για την οποία τόσο υποτίθεται οτι κόπτεται. Γιατί αυτή τρέφει (και τρέφεται από) το απέναντι άκρο, που δήθεν καταγγέλει....













Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η "Κραυγή" του Munch είναι από το www.ethnos.gr και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Princess" του Αυστριακού Parov Stellar.

buzz it!

22.9.13

Μια συνέντευξη για το τέλος μιας συζήτησης


O μόνος λόγος που καταχωρώ αυτή τη συνέντευξη στο “Κάππα” της Καθημερινής, είναι για λόγους αρχείου - άλλωστε η ελληνική κοινωνία έχει πολύ πιο σημαντικά προβλήματα να συζητήσει αυτές τις μέρες. Επ’ ουδενί δεν θέλω να συνεχιστεί η ίδια αντιπαραγωγική, φανατική και επιδερμική κουβέντα. Η ΕΡΤ και η συνέχεια της έγιναν πεδίο σύγκρουσης των 2 εξτρέμ της (εντός συνταγματικού τόξου) πολιτικής: Αυτών που θεώρησαν έξυπνο και παραγωγικό να την κλείσουν και αυτών που το είδαν ως αφορμή για έναν ανένδοτο αγώνα, χωρίς διέξοδο και προοπτική.

Αναπόφευκτα, σε μια συνέντευξη δεν χωρούν όλα όσα θέλεις να πεις. Για παράδειγμα, δεν χώρεσε οτι δεχτήκαμε απίστευτη λάσπη, οι 1800 απολυμένοι της ΕΡΤ, που έκαναν αίτηση στη ΔΤ. Ίσως εγώ λίγο παραπάνω, γιατί είμαι το “πρόσωπο που βγαίνει μπροστά στο γυαλί”. Ίσως από δικό μου λάθος, γιατί βγήκα μπροστά και εξήγησα τους δισταγμούς και τις αμφιβολίες μου. Ίσως γιατί με το προηγούμενο άρθρο που είχα γράψει επικρίνοντας τη διαδικασία προσλήψεων, δεν είχα κάνει σαφές οτι κι εγώ είχα κάνει αίτηση. Όποιος όμως διάβαζε με προσοχή καταλάβαινε - και δεν “μετέφραζε” όπως βόλευε το δικό του τρόπο σκέψης. Και πάντως δεν έγραψα πουθενά οτι δεν έκανα.

Δέχθηκα και δέχομαι επιθέσεις και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Γιατί η πολιτική μας ζωή και η κοινωνική μας (αν)ωριμότητα κάνει πολλούς ανθρώπους να μην καταλαβαίνουν οτι μπορεί κάποιος ταυτόχρονα να επικρίνει και την κυβέρνηση για το κλείσιμο της ΕΡΤ και τις τρομερές ελλείψεις της ΔΤ, αλλά και τους εργαζόμενους που απέφυγαν να επιδιώξουν μια λύση και επιμένουν να παραμείνουμε σε ένα αδιέξοδο, χωρίς δημόσια ραδιοτηλεόραση. Δεν υπάρχει πιο συνεπής στάση από το να θέλεις η χώρα σου να έχει οπωσδήποτε ανοιχτή και λειτουργούσα τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, όπως επιτάσσουν οι συνταγματικές και ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις. Ανεξαρτήτως του ποιά κυβέρνηση έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Κάποιοι θεωρούν οτι είμαστε σε πόλεμο, οτι οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε στρατόπεδα. Εγώ εμφύλιο μεταξύ συναδέλφων, αλλά και γενικώς, δεν δέχομαι. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορείς να εκφράσεις την άποψη σου και αυτομάτως να δέχεσαι άναρθρες επιθέσεις, επειδή “πρόδωσες τον αγώνα", τον οποίον φαντασιώνονται κάποιοι (ο οποίος "αγώνας" πήρε μια κατεύθυνση με την οποία διαφωνείς πλήρως). Είναι ένα είδος τρομοκρατίας ενός αριστερού κομφορμισμού και σε πιο ακραία εκδοχή, ενός καφενειακού διχαστικού και εμφυλιοπολεμικού λόγου.

Το πιο λυπηρό είναι οτι ΚΑΝΕΙΣ δε αντέταξε (έστω) ένα επιχείρημα. Κανείς δεν εξήγησε πώς θα λειτουργήσει ξανά η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση. Και κριτική χωρίς επιχειρήματα, δεν είναι κριτική.


Είναι ο πρώτος παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της νεοσύστατης δημόσιας τηλεόρασης και για αυτόν τον λόγο δέχθηκε επιθέσεις ένθεν κακείθεν. Αφενός από πρώην συναδέλφους του που διατυπώνουν ενστάσεις για τον μεταβατικό φορέα και, αφετέρου, επειδή η δημόσια τηλεόραση στην Ελλάδα λειτουργεί κατά παράδοση χωρίς τα εχέγγυα μίας ανεξάρτητης διοίκησης. Η νέα ΕΡΤ, έτσι όπως στελεχώνεται, μπορεί να υπηρετήσει την αξιοκρατία ή αποτελεί συνέχεια των παλιών αμαρτιών; Και πού βάζει τα προσωπικά του όρια ένας παρουσιαστής ειδήσεων; Ο Προκόπης Δούκας εργαζόταν άλλωστε επί 16 χρόνια στην ΕΡΤ πριν από την αιφνίδια παύση όλων των λειτουργιών της φέτος το καλοκαίρι και τα τελευταία 15 χρόνια διετέλεσε παρουσιαστής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων είτε της ΝΕΤ στις 9 μμ, είτε της ΕΤ1 στις 11 μμ. Παραδόξως, δεν σπούδασε δημοσιογράφος, αλλά μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρας.



-Γιατί μοιάζατε αγχωμένος στο πρώτο δελτίο ειδήσεων του νέου φορέα;

Γενικά δεν έχω άγχος. Όμως, εκείνη την ημέρα – επειδή το δελτίο κρεμόταν από μία κλωστή από πλευράς τεχνικών μέσων διότι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της χώρας είναι στεγασμένος σε ένα μικρό κομμάτι των εγκαταστάσεων της ΕΡΤ– φοβόμουν, όπως όλοι, για το αποτέλεσμα.

-Ήταν και ο διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού Γιώργος Μουρούτης στο κοντρόλ την πρώτη μέρα όπως γράφτηκε σε κάποια blogs;

Όχι βέβαια! Δεν υπάρχουν παρεμβάσεις πολιτικών παραγόντων από το κοντρόλ! Στη δημόσια ραδιοτηλεόραση της χώρας, επειδή ποτέ δεν ήταν απολύτως και όπως έπρεπε ανεξάρτητη –και φοβάμαι ότι ούτε τώρα θα γίνει γιατί το εποπτικό συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ δεν είναι όπως το εκπόνησε η επιτροπή Αλιβιζάτου – οι παρεμβάσεις μπορεί να γίνονται είτε με αυτολογοκρισία, είτε με το να εμφυσείται μία αντίληψη για τις ειδήσεις, προστασίας της εξουσίας μέσω της διοίκησης.

-Φοβάστε ότι η νέα δημόσια τηλεόραση δεν θα είναι ούτε τώρα πραγματικά ανεξάρτητη;


Δεν το βλέπω στο αποτέλεσμα. Η επιτροπή Αλιβιζάτου πρότεινε ένα συγκεκριμένο σχήμα ανεξαρτησίας της ΕΡΤ το οποίο τώρα για λόγους βιασύνης εγκαταλείφθηκε. Για αυτό και ο ίδιος ο Αλιβιζάτος δεν δέχθηκε να συμμετάσχει στο εποπτικό συμβούλιο.

-Αυτό δεν δημιουργεί πρόβλημα στην ανεξαρτησία ενός δημοσιογράφου;


Εγώ υπερασπιζόμουν πάντα την ΕΡΤ γιατί κοιμάμαι ήσυχος. Έχω ασχοληθεί με ένα σοβαρό δελτίο που ιεραρχεί ειδήσεις σωστά. Δεν έχω ασχοληθεί με την φούστα του καλλιτέχνη και εάν έκανε διακοπές στη Μύκονο, δεν έχω ασχοληθεί με τις πολιτικές, επιχειρηματικές ή κοσμικές επιδιώξεις ιδιωτών, ούτε με την ευτέλεια που επιβάλει πολλές φορές το κυνήγι του ανταγωνισμού και της εμπορικότητας.

-Έχετε όμως κάνει κυβερνητική προπαγάνδα;


Έχω αναγκαστεί να κάνω μία θεσμική ιεράρχηση των πραγμάτων που πάντα βεβαίως βολεύει την εκάστοτε εξουσία ή να μην αγγίξω πράγματα που θα ενοχλούσαν την εξουσία. Όμως τουλάχιστον προς συμφέρον εκλεγμένων εκπροσώπων του ελληνικού λαού. Και όχι μη θεσμικών παραγόντων. Και επίσης θέλω να θυμίσω ότι η ΕΡΤ είχε και πάντα θα έχει τη μεγαλύτερη πολυφωνία από όλα τα κανάλια.

-Τότε ο κόσμος γιατί δεν επιλέγει να την δει;


Δεν είμαστε ολοκληρωμένο κανάλι τώρα. Η ΕΡΤ σε μία περίοδο που αφέθηκε πραγματικά να λειτουργήσει επαγγελματικά – και μιλάω για το τρίμηνο το περσινό των εκλογών – έκανε θαύματα στην τηλεθέαση. Έκανε εκπομπές και δελτία με τηλεθέαση απολύτως συγκρίσιμη των πιο πετυχημένων ενημερωτικών εκπομπών στην ιδιωτική τηλεόραση

-Σας στενοχωρεί που το δικό σας δελτίο έχει τόσο χαμηλή τηλεθέαση;


Άντε καλέ! Εδώ είμαστε σε ένα κανάλι που είναι στο μηδέν. Την τηλεθέαση θα κοιτάμε; Το θεωρήσαμε και άθλο που το πρώτο δελτίο έπιασε 6,5% στις έξι η ώρα το απόγευμα. Ούτε πρόκειται να έχει τηλεθέαση το δελτίο αυτό εάν δεν γίνει σοβαρό κανάλι και εάν δεν αποκτήσει τις δυνατότητες της Αγίας Παρασκευής.

-Τι έχετε να πείτε στους συναδέλφους σας που παραμένουν στην Αγία Παρασκευή;

Σέβομαι πάρα πολύ την αυταπάρνηση πολλών. Και εγώ ήμουν στην ΕΡΤ για ένα μήνα γιατί οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ρευστές και υπήρχε η πιθανότητα να αλλάξουν οι ισορροπίες και να ξανανοίξει η ΕΡΤ. Η κριτική που έχω να κάνω μόνο είναι ότι την κρίσιμη στιγμή οι φωνές όπως η δική μου για πιο ώριμη και ουσιαστική διαπραγμάτευση για το μέλλον της ραδιοτηλεόρασης δεν ακούστηκαν και επικράτησαν πιο αδιάλλακτες και άκαμπτες φωνές.

-Παρατυπίες στις προσλήψεις έγιναν;

Έγιναν και τις κατήγγειλα και εγώ.

-Οπότε επιλεγήκατε να είσαστε κεντρικός παρουσιαστής από μία μη αξιοκρατική διαδικασία;


Το βαφτίζετε με έναν τρόπο που δεν μου αρέσει. Επελέγην να είμαι κεντρικός παρουσιαστής γιατί από όλους τους συναδέλφους που είναι διαθέσιμοι αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο έμπειρος και αυτός που κάνει δεκαπέντε χρόνια κεντρικό δελτίο και άρα εκ των πραγμάτων το πρώτο βιολί μεταξύ των παρουσιαστών. Η σειρά κατάταξης – διότι μάλιστα ήμουν επιλαχών – δεν μπορεί να υπαγορεύσει και τη χρησιμοποίηση του καθενός.

-Ποιος σας επέλεξε;


Ο γενικός διευθυντής. Ο Βασίλης Θωμόπουλος. Είμαι κεντρικός παρουσιαστής στην ΕΡΤ από το 1998. Όταν έρχεται ένας πιο έμπειρος και με άλλα μίλια γραμμένα στον κοντέρ, όπως ήρθε η Μαρία Χούκλη ή η Έλλη Στάη, αυτομάτως το λογικό είναι να υποχωρώ. Απλώς το ίδιο απαιτώ και για εμένα από την ανάποδη πλευρά.

-Εσείς πώς πήγατε στην ΕΡΤ;


Με κανόνες αγοράς. Το 1997 σε μία εποχή που η ΕΡΤ είχε περάσει μία περίοδο απαξίωσης.

-Και γίνατε αμέσως παρουσιαστής χωρίς μέσο και εμπειρία;


Ναι. Τότε έψαχναν άνδρες και εγώ είχα μία εμπειρία δεκαετή στο ραδιόφωνο.

-Το θεωρείτε μειονέκτημα το ότι δεν έχετε περάσει από τον ιδιωτικό τομέα;


Όχι ιδιαίτερα. Θα μπορούσα. Με είχε επιλέξει ο Αντέννα αλλά δεν ήθελα τότε γιατί μου άρεσε πολύ η ραδιοφωνική μου δουλειά.

-Το ότι κάνατε αίτηση τώρα στο νέο φορέα ήταν και ζήτημα προσωπικής επιβίωσης;


Ναι. Και μόνο ο αριθμός που έκαναν αίτηση στη Δημόσια Τηλεόραση αυτό δείχνει. Ποιος είναι αυτός που δεν έχει ανάγκη από δουλειά; Και σε μία αγορά τρομερά κλειστή και καθημαγμένη που μόνο απολύει;

-Ποιες θα είναι οι αμοιβές σας;


Δεν ξέρουμε ακόμη. Λογικά θα είναι οι αμοιβές του ενιαίου μισθολογίου.

-Πολιτικά πού πρόσκεισθε;


Θα έλεγα ότι πάντα βρισκόμουν στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς αλλά δεν ήμουν ποτέ κομματικά οργανωμένος.

-Γιατί αλλάξατε το όνομα σας από Καθαροσπόρης σε Δούκας;


Από την αρχή της καριέρας μου μού ζητήθηκε να το αλλοιώσω και να το κόψω στη μέση γιατί δεν ήταν εύηχο. Δεν το έκανα, γιατί τιμώ πολύ τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής της ΕΔΑ το ΄58. Έδωσε τη ζωή του για την ιδεολογία του και πέθανε πικραμένος πολύ νωρίς, το ΄74. Εν μία νυκτί είπα θα πάρω το όνομα της γιαγιάς μου που λεγόταν Δούκα.

-Σας στεναχώρησαν οι επιθέσεις που δεχθήκατε;


Με στεναχωρεί διότι αισθάνομαι ότι έχει δημιουργηθεί ένα κομμάτι της κοινωνίας που θέλει πάση θυσία να λύσουμε τις διαφορές μας σε εμφυλιοπολεμικές συνθήκες. Δεν κατανοεί ότι μπορεί να υπάρχει άλλη άποψη. Υπέστην ένα είδος συναισθηματικού εκβιασμού. Δηλαδή δεν έχω το δικαίωμα να εκφράσω άλλη άποψη ή να αλλάξω άποψη, όταν αλλάζουν τα δεδομένα;
















Η συνέντευξη δόθηκε στην Κατερίνα Μπακογιάννη, για το "Κάππα" της Καθημερινής, της 15.09.13

Η φωτό είναι από το www.tumblr.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Get Misunderstood" των Γάλλων Troublemakers

buzz it!

5.9.13

Συμμετέχοντας στη Δημόσια Τηλεόραση...

Όλο το καλοκαίρι, η πρώτη κουβέντα υποδοχής, από το πρακτορείο ταξιδίων ως τη δημόσια υπηρεσία και από το καφενείο ως τη λαϊκή, ήταν: “Πότε θα σας ξαναδούμε στην τηλεόραση;” Η ερώτηση δεν ήταν προσωπική, εννοούσαν το πρόγραμμα και την ενημέρωση (κυρίως) της ΝΕΤ. Η έλλειψη έδειχνε ισχυρή - και το ενδιαφέρον μεγάλο. Για πρώτη φορά με ρωτούσαν περισσότερο για το δελτίο ειδήσεων, παρά για το ραδιόφωνο. Καθώς αγαπώ πιο πολύ τη ραδιοφωνική μου δουλεία, είχα ξεχάσει πόσο πιο δυνατή είναι η απήχηση της τηλεόρασης.

Επειδή ήδη άρχισαν οι αήθεις επιθέσεις (ένθεν κακείθεν) και τα απληροφόρητα δημοσιεύματα, ας αρχίσουμε με τα προσωπικά. Μετά από πολλή σκέψη κι ένα βασανιστικό καλοκαίρι, μετά από άπειρες ώρες τηλεφωνικών διαβουλεύσεων και καυγάδων, αποφάσισα, όπως και εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, να κάνω αίτηση στον μεταβατικό φορέα της ΔΤ, παρά την αρχική μου αρνητική διάθεση.

Οι λόγοι κυρίως τρεις: Πρώτον, συνειδητοποίησα οτι ο μεταβατικός φορέας θα είναι πολύμηνος κι όχι δίμηνος (αρχίζει στην ουσία Σεπτέμβριο με τρομερές δυσκολίες και άγνωστο πότε θα παραχωρήσει τη θέση του στη ΝΕΡΙΤ) - σχεδόν φυσιολογική καθυστέρηση μετά την ανυπέρβλητη ζημιά που προκάλεσε η αψυχολόγητη (και άκρως δαπανηρή για τον προϋπολογισμό) απόφαση του κλεισίματος της ΕΡΤ. Δεύτερον, όλοι οι αστάθμητοι παράγοντες της πολιτικής μας ζωής και κυρίως οι πιέσεις της τρόϊκας θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την κανονική πορεία των πραγμάτων, με αποτέλεσμα το πρόπλασμα της ΔΤ να αποτελέσει τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση της χώρας, σε μόνιμη βάση, χωρίς καμία άλλη ουσιαστική διαδικασία. Τρίτον, η μοριοδότηση που έδινε τη δυνατότητα στους ανθρώπους της ΕΡΤ να στελεχώσουν αξιοπρεπώς το διάδοχο δημόσιο κανάλι, σε συνδυασμό με την αποχώρηση διαφόρων “παρασίτων” της εξουσίας, προς άλλες κατευθύνσεις, απέτρεψε, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τη δημιουργία ενός αμιγώς κομματικού παραμάγαζου.

Οι συμβουλές των εργατολόγων μοιρασμένες: Άλλοι συνιστούσαν να κάνουμε αίτηση, γιατί μας προσφέρεται δουλειά και οφείλουμε να τη δεχτούμε - και άλλοι επέσειαν τους κινδύνους να “αδυνατίσουν” οι αγωγές μας. Από νομικής πλευράς, οι δίμηνες συμβάσεις θεωρούνται από πολλούς μια καλοσχεδιασμένη παγίδα, που θα μας εκμεταλλευτεί όσο μας χρειάζεται - και μετά θα μας πετάξει σαν στιμένες λεμονόκουπες. Το ρίσκο είναι σαφές, αλλά το να μείνεις απ’ έξω από μόνος σου, είναι ακόμη πιο σίγουρη απουσία. Είμαι απολύτως υπέρ των δικαστικών διεκδικήσεων, αλλά δεν αρκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση: Η πραγματική ζωή διαφέρει από τη νομική υπόσχεση να δικαιωθείς (πιθανώς) σε δύο χρόνια στο Εφετείο - αν δικαιωθείς. Κι όσοι διατείνονται οτι η αποζημίωση και ο ένας χρόνος ταμείου ανεργίας (που θα αργήσει να αρχίσει να καταβάλεται) θα έπρεπε να είναι αρκετές για άγνωστο διάστημα, αγνοούν την αδήριτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας και τις υποχρεώσεις του καθενός.

Στην προκήρυξη για τους πρώτους 577 εργαζομένους της ΔΤ, που με τόση σφοδρότητα επέκρινα (όπως και το κλείσιμο της ΕΡΤ), ήμουν επιλαχών - ήρθα 12ος στην κατάταξη των 10 θέσεων παρουσιαστών. Δεν ήταν μόνο οτι το “Λίαν Καλώς” πτυχίο μου του 6,71 υπερκεράστηκε εύκολα από απολυτήρια Λυκείου της τάξης του 14, χωρίς φυσικά να γίνει καμία ποιοτική αξιολόγηση της γνώσης και της εμπειρίας ενός παρουσιαστή κεντρικού δελτίου επί 15 χρόνια. Ήταν και το ότι σχεδόν οι μισοί από τη δεκάδα δήλωσαν ιδιότητες που δεν είχαν: Υπήρξαν ακόμη και δημοσιογράφοι που δήλωσαν “παρουσιαστές”, με ανύπαρκτη εμπειρία, παραβιάζοντας τη σαφή απαίτηση της προκήρυξης για “ευδόκιμη (=καλά δοκιμασμένη, επιτυχημένη, διακριθείσα για όσους δεν γνωρίζουν ελληνικά, αλλά τη διεκδίκησαν παρόλα αυτά) προϋπηρεσία στη θέση για την οποία κάνεις αίτηση”.

Αποτέλεσμα της προσβλητικής αυτής διαδικασίας ήταν να μείνουν “επιλαχόντες” άξιοι συνάδελφοι - και να καλούνται εκ των υστέρων να καλύψουν τις θέσεις των “παραπλανηθέντων” και τις ανάγκες της δουλειάς. Αν σε κάποιους φαίνεται υπερβολική η απαίτηση για τήρηση των κανόνων, σε μια διαδικασία που αποκαλείται αξιοκρατική, η απάντηση είναι οτι εκτός από ζήτημα στοιχειώδους αξιοπρέπειας, πρόκειται και για άμυνα στην κοροϊδία: Εδώ κοντέψαμε να αποκληθούμε “βύσματα”, όσοι παραγκωνιστήκαμε από ψευδείς δηλώσεις - και σε κάποιες περιπτώσεις από υποψηφίους, με ισχυρή υποστήριξη από διάφορα παράκεντρα. Ίσως και 200 από τους 577 αρχικούς επιτυχόντες φαίνεται να έχουν πρόβλημα στην πρόσληψη τους, αλλά η διορθωμένη λίστα και η λίστα επιλαχόντων μάλλον δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, προς αποκατάσταση της αλήθειας και της ακριβούς κατάταξης...

Παρά το γεγονός οτι ούτε η ΕΣΗΕΑ τόλμησε να μας υποδείξει να μην κάνουμε αίτηση για τη ΔΤ, συνάδελφοι και (εμμέσως) πολιτικοί χώροι μας κατηγορούν οτι “νομιμοποιούμε” ένα παράνομο μόρφωμα, ξεχνώντας οτι η χώρα δεν έχει εδώ και μήνες Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, όπως οφείλει. Οι πρώτοι ελπίζουν οτι θα γίνει ένα πολιτικό θαύμα και θα αποκατασταθεί η ΕΡΤ Α.Ε., παραγνωρίζοντας οτι ακόμα και μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορεί, ούτε θα θέλει να την επαναφέρει, όσο κι αν τώρα δημαγωγικά ισχυρίζεται οτι θα το κάνει. Ή ίσως θα ήθελαν να στελεχωθεί η ΔΤ με κάποιους άλλους, που δεν ξέρουν τη δουλειά, από τους 8 χιλιάδες που έκαναν αίτηση, ώστε το εγχείρημα να αποτύχει. Οι δεύτεροι παίζουν το μικροκομματικό τους παιχνίδι, ελπίζοντας να ανατρέψουν την κυβέρνηση που έκανε αυτή την άθλια κίνηση, χρησιμοποιώντας τον θεσμό της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης, εις βάρος του φυσικά.

Στους πρώτους απαντώ οτι προσωπικά τουλάχιστον δεν εκχωρώ τη θέση που έχω κατακτήσει με τη δουλειά μου και την (όποια) αξία μου, στον διάδοχο φορέα της ΕΡΤ, όποιος κι αν είναι αυτός. Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση δεν είναι αυτής της κυβέρνησης, θα υπάρχει και για πολλά ακόμα χρόνια - και δεν είναι κανενός, παρά μόνο του ελληνικού λαού. Αν κάποιος αξιότερος έρθει να με αντικαταστήσει (αξιότερος όμως, όχι με υψηλότερο βαθμό απολυτηρίου ή ένα καλό “μέσο”), καλώς και δικαίως να έρθει. Αν με διώξουν γιατί δεν είμαι πολιτικά αρεστός, θα διαμαρτυρηθώ όσο αντέχει η φωνή μου. Αλλά από μόνος μου δεν κάνω τη χάρη σε αυτούς που ήθελαν να κλείσει η ΕΡΤ, γιατί ήταν γεμάτη από “πράσινα και ροζ παπαγαλάκια” - γιατί αυτός ήταν ο ουσιαστικός σκοπός τους. Και στα κόμματα που μποϊκοτάρουν τη ΔΤ, ενώ δεν είχαν τόσα χρόνια κανένα πρόβλημα με την παρουσία τους σε παράνομα λόγω έλλειψης αδείας, κίτρινα, λαϊκίστικα, διαπλεκόμενα και σεξιστικά κανάλια και τις εκπομπές τους, τους παραπέμπω στην εξαιρετική κριτική του σκιτσογράφου και γιατρού Ανδρέα Πετρουλάκη.

Η ΔΤ είναι ένα κανάλι που θα έχει πολύ φτωχά αποτελέσματα, για αρκετό διάστημα, λόγω φυσικά του αδιανόητου “ξαφνικού θανάτου” της ΕΡΤ, αλλά και με ευθύνη πιά όσων επιμένουν, μετά από 3 μήνες, να βρίσκονται στην Αγία Παρασκευή. Έχει στελεχωθεί με πολύ λίγους εργαζομένους, ενώ οι υποδομές στην Κατεχάκη, απ’ όπου μεταδίδονται τα πάντα, είναι ανεπαρκέστατες. Δείτε την αντίφαση: Η Αγία Παρασκευή εκπέμπει με τις καλύτερες τεχνικές προδιαγραφές, αλλά χωρίς επαγγελματικό πρόγραμμα και μέσα επικοινωνίας - και μόνο στο διαδίκτυο. Δυστυχώς δεν είναι πια πραγματικό δημόσιο ραδιόφωνο/τηλεόραση και απέχει πολύ από το να είναι ο θεσμός που κάποτε εκπροσωπούσε. Δημόσια Ραδιοτηλεόραση αυτοδιαχειριζόμενου τύπου (και χωρίς πομπούς) δεν υπάρχει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα - και δεν πρόκειται ούτε για αντιδημοκράτες, ούτε για “κουτόφραγκους” εκεί. Η ΔΤ από την άλλη, θα μπορούσε να γίνει ένα αξιοπρεπές κανάλι, μόνο αν μετακόμιζε στην Αγία Παρασκευή. Όσο για τα ραδιόφωνα, μόνο από τις εγκαταστάσεις της ΕΡΤ θα μπορέσουν να εκπέμψουν.

Σέβομαι απολύτως την αυταπάρνηση όσων συναδέλφων προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν έμπρακτα, για τη διάλυση της ΕΡΤ - ιδιαιτέρως όσων η επιμονή δεν υπαγορεύεται από προσωπικούς λόγους, γιατί είναι κοντά στη σύνταξη ή αισθάνονται οτι έκλεισαν έναν επαγγελματικό κύκλο (δεν σέβομαι αυτούς τους λίγους που κινούνται από κομματικό φανατισμό ή από μια στρεβλωμένη ή/και διεφθαρμένη συνδικαλιστική αντίληψη). Για ένα μήνα ήμουν κι εγώ εκεί, παρά τη διαφωνία μου με πολλά “πολιτικά λουλούδια” που βρήκαν ευκαιρία να ανθίσουν, εκμεταλλευόμενα την περίσταση και την ίδια την ΕΡΤ. Λυπάμαι για όσους άξιους συναδέλφους δεν έκαναν αίτηση - και για όσους δεν βρεθούν τελικά στο διάδοχο σχήμα. Πιστεύω όμως οτι πρέπει να αναθεωρήσουν με μετριοπάθεια μια στάση που υπαγορεύεται από ακαμψία, όπως παραδέχονται πολλοί και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Δυστυχώς η υπόθεση ανατροπής της απόφασης για κλείσιμο της ΕΡΤ, χάθηκε σε πολιτικό επίπεδο, όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος στήριξε τον Αντώνη Σαμαρά στην πρωθυπουργία, σε αντίθεση με τη ΔΗΜΑΡ. Και στο επίπεδο της συνδικαλιστικής μας εκπροσώπησης, χάθηκε όταν οι πιο ακραίοι δεν επέτρεψαν μια πιο μετριοπαθή, έμπειρη και “ώριμη” ενίσχυση της διαπραγματευτικής ομάδας, ώστε να εξασφαλιστούν οι προδιαγραφές λειτουργίας της ΝΕΡΙΤ. Τώρα πια είναι πολύ αργά - και με ευθύνη (ως συνήθως) των γενικών μας συνελεύσεων.

Η ΕΡΤ παρουσιάζει πια τον σοβαρό κίνδυνο να αποτελέσει την τροχοπέδη της μετεξέλιξης του εαυτού της: Το αναγνώρισε και ο συλλογικός ευρωπαϊκός θεσμός της EBU, που απέσυρε τη στήριξη της - και μόνο ως όργανο της κυβέρνησης δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Η επιμονή στην κατάληψη θα απαντά απλώς με μια παρανομία, στις πολλές που έχουν γίνει. Μετά από τρεις μήνες όμως, οι παρανομίες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με το λόγο και τα ένδικα μέσα στη δημοκρατία - όποιες κι αν είναι οι αυθαιρεσίες της εκλεγμένης εξουσίας. Αλλά ακόμα και από την πλευρά του σεβασμού της βούλησης της πλειοψηφίας να το δει κανείς, στην ΕΡΤ παραμένουν, στην καλύτερη περίπτωση, 500 εργαζόμενοι. Για τη ΔΤ έκαναν αίτηση περίπου 1800 από τους 2700 απολυμένους. Και αυτούς οφείλουν να τους λάβουν υπόψιν όλοι, συνάδελφοι και συνδικαλιστικά όργανα.

Υπάρχουν κάποιοι σε κυβερνητικά γραφεία που χαίρονται πολύ για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί: Πρώτον γιατί δεν θέλουν επ’ ουδενί να ξαναδούν τα ίδια πρόσωπα στη Δημόσια Τηλεόραση - και η μη πρόσληψη των 1400 της δεύτερης προκήρυξης, αφού δεν αδειάζει η Αγία Παρασκευή, τους εξυπηρετεί αφάνταστα. Θέλουν ένα καναλάκι απολύτως ελεγχόμενο, το οποίο θα προσπαθήσουν να στελεχώσουν σταδιακά με τα “δικά τους παιδιά”, σε όλες τις κρίσιμες θέσεις. Και όπως (σχεδόν) όλο το πολιτικό σύστημα, δεν θέλουν μια Δημόσια Ραδιοτηλεόραση ισχυρή, που διεκδικεί το μερίδιο της από την ιδιωτική ραδιοτηλεοπτική αγορά.

Τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση οφείλουν να την ενισχύσουν και να την προασπίσουν, πρώτα από όλα, οι εργαζόμενοι της - και στη συνέχεια το κοινό της. Κανείς δεν θα το κάνει, αν δεν το κάνουν αυτοί. Η “ρομαντική” διάθεση περί ανατροπής του κλεισίματος της ΕΡΤ ή της “επανάστασης” με αφορμή την ΕΡΤ, δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση.

Όσοι δεν αντιλαμβάνονται οτι η υπόθεση της ΕΡΤ, όσο απαράδεκτα κι αν έκλεισε, δεν προσφέρεται για μανιχαϊσμούς και “χαρακώματα”, εθελοτυφλούν. Και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι, που καλούνται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να αποκωδικοποιούν την πολιτική αρένα της χώρας, ας φύγουν επιτέλους από την κοντόφθαλμη οπτική: Η πραγματική πολιτική διαμάχη στην Ελλάδα δεν είναι μεταξύ “μνημονιακών”/”συστημικών” και των αντιθέτων τους. Είναι μεταξύ των υπερσυντηρητικών οπαδών της καθυστέρησης και των ουσιαστικά προοδευτικών ανθρώπων...




Update: Από χθες το πρωί, που αναρτήθηκε αυτό το κείμενο στην Athens Voice, έχω δεχθεί αρκετές επιθέσεις, από υβριστικές, ως απλώς μανιχαϊστικές - κυρίως από ακροαριστερά, αλλά και από ακροδεξιά.

Κοινός τόπος αυτών που προσπαθούν κάπως ψύχραιμα να συζητήσουν, είναι η αδυναμία να αντιληφθούν πώς ταυτόχρονα μπορώ να έχω υπάρξει επί ένα μήνα στην "επαναστατική ΕΡΤ" και τώρα να πηγαίνω στον "αντίπαλο", λες και η εύλογη διαμαρτυρία, όταν η κυβερνητική κρίση ήταν σε εξέλιξη και οι συνδικαλιστικές μας δυνατότητες σχετικά ισχυρές, σημαίνει οτι πρέπει να παραμείνουμε επί μήνες έγκλειστοι στην Αγία Παρασκευή, ακόμα κι αν διαφωνούμε με την επικράτηση ακραίων και την παρουσία όσων (απ' έξω) προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ΕΡΤ, ακόμα κι αν έχουμε χάσει τη δυνατότητα να επηρεάζουμε τις εξελίξεις, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτε πια να διεκδικήσουμε, παρά μόνο να προσπαθούμε και να ευχόμαστε "να αποτύχει η ΔΤ, για να αναγκαστούν να μας ξανανοίξουν, με βάση την απόφαση του ΣτΕ".

Δεν μπορούν να συλλάβουν πώς μπορεί να χτυπάω μια στο καρφί και μια στο πέταλο, να επικρίνω ταυτόχρονα και το κλείσιμο της ΕΡΤ και τη σημερινή κατάσταση εκεί, αλλά την κυβερνηση και για τη ΔΤ - και να καταγγέλω τις πολλαπλές απόπειρες να παραβιαστεί η αξιοκρατία. Αλλα όταν η αξιοκρατία αποκαθίσταται, έστω και μερικώς, απαιτούν να μην την αποδεχτώ, εάν δεν υπάρξει ένα συνολικά "αγγελικά πλασμένο" κανάλι - λες και στην ΕΡΤ δεν είχε καταπατηθεί χιλιάδες φορές η αξιοκρατία. Και απορούν πώς μπορεί να έχω αποκαλέσει τη ΔΤ "καρικατούρα" και να συμμετέχω σε αυτήν.

Μα, καρικατούρα θα συνεχίσει να είναι, αν δεν γίνει προσπάθεια να αποκτήσει η χώρα σοβαρή Δημόσια Ραδιοτηλεόραση, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση (με ευθύνη της οποίας δυστυχώς εγκαταλείφθηκε η πρόταση Αλιβιζάτου για πραγματικά ανεξάρτητο Εποπτικό Συμβούλιο της ΝΕΡΙΤ, μετά από διαδικασία βιογραφικών). Ακόμα και απολύτως λάθος να έχω κάνει, η "ηθικολογία", η εκτόξευση ύβρεων και ο φανατισμός υποσκάπτει την κριτική και ακυρώνει τα όποια επιχειρήματα θα μπορούσαν να υπάρξουν για να αντικρουστούν αυτά που παραθέτω. Εντύπωση (που λέει ο λόγος) μου κάνει οτι μερικά σημεία περνούν εντελώς ασχολίαστα:

1. Κανείς δεν απαντά ποιά είναι η ρεαλιστική επιδίωξη της παραμονής στο Ραδιομέγαρο - και αν αυτή είναι αμιγώς πολιτική και κομματική, γιατί πρέπει να γίνεται δεκτή εις βάρος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

2. Κανείς (ενώ όλοι είναι υποτιθέμενοι υπερασπιστές, μέχρι φανατισμού, της ύπαρξης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης) δεν εξηγεί πώς θα αποκατασταθεί η λειτουργία και η συνέχιση της, με οποιαδήποτε μορφή - εκτός φυσικά από το ευχολόγιο "να ξανανοίξει η ΕΡΤ".

3. Κανείς δεν απαντά στο επιχείρημα οτι η ΔΤ θα σχηματιζόταν, ούτως ή άλλως, έστω ακόμα πιο δύσκολα και ερασιτεχνικά, ακόμα κι αν δεν έκαναν αίτηση οι συντριπτικά περισσότεροι πρώην εργαζόμενοι της ΕΡΤ. Κι ότι αν είχε γίνει αυτό, απλώς θα είχαμε εκχωρήσει τις δουλειές μας, χωρίς να ιδρώσει (μακροπρόθεσμα) το αυτί κανενός...

4. Κανείς δεν σχολιάζει τις αντικρουόμενες, εντός κυβέρνησης, επιθυμίες, μετά και τη συμφωνία Σαμαρά - Βενιζέλου, για τον μεταβατικό φορέα, με τα 2000 άτομα - και το οτι κάποιους συμφέρει αυτή η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Όλα είναι "ένα μπλοκ", γιατί φυσικά βολεύει σε έναν "οπαδικό", μανιχαϊστικό τρόπο σκέψης, που αποκλείει αποχρώσεις και αναλύσεις.

















Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Η φωτό είναι ανεβασμένη στο facebook από την Ελένη Χρονά και το εξώφυλλο από το www.bryanferry.com

To post συνοδεύεται από το εύγλωττο "I Thought" του Βρετανού Bryan Ferry.

buzz it!

1.9.13

Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς

Οι τρόποι αντιμετώπισης της (ντροπιαστικής και μοναδικής για τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά δεδομένα) ανόδου της ναζιστικής ακροδεξιάς στη χώρα μας είναι αντικείμενο του δημόσιου διαλόγου, εδώ και καιρό. Πολλοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά, λέγοντας οτι είναι “αργά πια για δάκρυα”, άλλοι υποστηρίζουν οτι υπάρχει ακόμα καιρός για την εφαρμογή μια πολιτική μηδενικής ανοχής.


Η Άννα Φραγκουδάκη, ομότιμη καθηγήτρια της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, στο βιβλίο της “Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς” δεν εστιάζει στις λύσεις, ούτε μόνο στη ναζιστική ακροδεξιά. Επιχειρεί να αναλύσει τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το πολιτικό τοπίο - και ανατρέπει αρκετές από τις “ερμηνευτικές βεβαιότητες” που επικρατούν: Για την επιστημονικά τεκμηριωμένη της ματιά, η άνοδος, πρώτα του ΛΑΟΣ και στη συνέχεια της Χρυσής Αυγής, δεν οφείλεται πρωτίστως στο μεταναστευτικό. Ούτε η οικονομική κρίση είναι η γενεσιουργός αιτία, αλλά το επιστέγασμα, που επέτρεψε να εκδηλωθούν ελεύθερα οι φασιστικές αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις, με ευθύνη που διασπείρεται σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα.

Το πρώτο μέρος αυτού του πολύ ενδιαφέροντος και βαθιά πολιτικού βιβλίου είναι μάλλον κουραστικό - και εν πολλοίς “απωθητικό”: Καταγράφει με σχολαστική λεπτομέρεια και δημοσιογραφική επιμέλεια τις δημόσιες παλινωδίες και αντιφάσεις της επιτυχίας των δύο πρόσφατων ακροδεξιών σχημάτων. Το μέγεθος της υποκρισίας είναι διάφανο και για τον πιο δύσπιστο, όταν ξεδιπλώνεται από τη μιά η προσπάθεια απόκρυψης και από την άλλη το “κλείσιμο του ματιού” ή η ξεδιάντροπη ομολογία των πιο ρατσιστικών, ξενοφοβικών και μισαλλόδοξων αντιλήψεων.

Το δεύτερο μέρος όμως είναι πραγματικά αποκαλυπτικό, στην ανάλυση του: Η συγγραφέας παραθέτει μία προς μία, τις στρεβλώσεις και τις ιδεοληψίες, που οδήγησαν στην εξάπλωση του φασιστικού υποστρώματος, σε μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Η κρίση νομιμότητας των κομμάτων και η έντονη προσπάθεια αποδόμησης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η αδυναμία να αντιμετωπιστεί η παγκοσμιοποίηση και οι σύγχρονες συνθήκες με την έξαρση του λαϊκισμού, η αδυναμία ακόμα και (υποτίθεται) έμπειρων δημοσιογράφων να αντιμετωπίσουν φασίστες συνομιλητές και η “ηρωποίηση” τους από τα ΜΜΕ, η αποτυχία εξεύρεσης λύσεων για την έξοδο από την κρίση του πολιτικού συστήματος είναι μερικές από τις αιτίες.

Ακόμα περισσότερο όμως, το χαλί για την άνοδο της ακροδεξιάς έστρωσαν οι ακραιφνώς ιδολογικές αγκυλώσεις, που έχουν σχέση με την επικράτηση της εθνικιστικής ρητορείας και την ίδια την παιδεία που διαμορφώνει κοινωνικές συνειδήσεις: Η Άννα Φραγκουδάκη καταγράφει την επιρροή που είχαν οι “χριστοδουλικοί αγώνες” κατά της έννοιας των δικαιωμάτων στην υπόθεση των ταυτοτήτων, αλλά και τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Επισημαίνει πόσο βλαπτική για το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό ήταν η ανοχή στην “αντιποίηση αρχής”, όπως αυτή εκφράστηκε με την “κατά βούληση άσκηση εξωτερικής πολιτικής”, στην υπόθεση Οτσαλάν. Λαμβάνει υπ’ όψιν της την βαθιά κρίση των ιδεών και αφιερώνει ιδιαίτερα κεφάλαια για το “Κίνημα των Νεορθόδοξων” (που αγκάλιασε εκπροσώπους από τα δεξιά ως τα αριστερά του πολιτικού φάσματος) και τον εμπρηστικό, μισαλλόδοξο, αντισημητικό και εντέλει ακροδεξιό, όπως τον αποκαλεί, λόγο του Χρήστου Γιανναρά.

Την ανάλυση της συγγραφέως διαπερνά η επιμονή στην αποκωδικοποίηση του ανορθολογισμού, του απομονωτικού εθνοκεντρισμού και των φοβικών ιδεολογημάτων για την “παγκόσμια συνωμοσία για τον αφελληνισμό της ιστορίας” και τις “κινήσεις για τη σωτηρία της γλώσσας”, που “δήθεν φτωχαίνει”. Ιδιαίτερη σημασία δε δίνει στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες διδάσκονται επισήμως ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις, μέσω ξεπερασμένων εργαλείων ιστορικής ανάγνωσης όπως αυτή του “κράτους-έθνους”, της ιστορικής συνέχειας μόνο από την κλασσική Ελλάδα (με παράλληλη άρνηση των πολιτισμικών επιρροών και προσμίξεων) και της αποδοχής μιάς συμπλεγματικής εθνικής ταυτότητας, που εκφράστηκε και στο ζήτημα της ονομασίας της FYROM, ως επίσημη πολιτική.

Εδώ η Άννα Φραγκουδάκη κάνει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση: Η επίσημη ελληνική παιδεία αποδέχεται έμμεσα την ανωτερότητα των άλλων ευρωπαϊκών πολιτισμών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εθνικιστικών ανακλαστικών, τα οποία, αρνούμενα τους γειτονικούς πολιτισμούς, προσπαθούν να αποκρούσουν τη δήθεν “κατωτερότητα” με εθνικά μυθεύματα και ιδεολογήματα, αντί να αποδεχθούν την κοινωνική ποικιλομορφία, τη συνεργασία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ως το μοναδικό δρόμο συνεργασίας και ευημερίας των λαών. Η δημαγωγία και ο βαθύτατος αντιευρωπαϊσμός άλλωστε των αντιλήψεων που επικρίνει η συγγραφέας, αποτελούν και το κλειδί για την ερμηνεία της εξάπλωσης τους.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας παρακολουθεί την καταιγίδα της κρίσης και τη διαχείριση της. Δεν διστάζει να θίξει ακόμα και μια παράμετρο-ταμπού για την ερμηνεία της ανόδου της ακροδεξιάς: Η πλήρης ανομία και η εμπρηστική διάλυση του κέντρου της Αθήνας μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου δεν είναι άμοιρες ευθυνών για το κοινωνικοπολιτικό τοπίο που ακολούθησε, με τη διαμόρφωση του κύματος των αγανακτισμένων και το ευρύ μέτωπο μιάς “αντικοινοβουλευτικής και αντιμνημονιακής πολιτικής”.

Όπως επισημαίνει, ο χειρισμός από το σύνολο σχεδόν της πολιτικής εξουσίας, αλλά και τα ΜΜΕ, ήταν τραγικός: Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν αναγνώρισαν τις πολιτικές τους ευθύνες για το συμβάν και ότι επακολούθησε, δεν αναγνωρίστηκε η απόλυτη έλλειψη επαγγελματισμού της αστυνομίας, επιτράπηκε να μετατοπιστεί η συζήτηση σε “καλή και κακή βία” - και η τακτική του να δίνεται σημασία μόνο στα μικροπολιτικά οφέλη, με αντιδημοκρατικούς εκτροχιασμούς, συνεχίστηκε και από τους διαδόχους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπως με την περίπτωση της δημοσίευσης των φωτογραφιών των οροθετικών ιερόδουλων.

Στα τελευταία κεφάλαια, η Άννα Φραγκουδάκη ασκεί δριμεία κριτική στην ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος (επιφυλάσσοντας ιδιαίτερες αναφορές και στους Ανεξάρτητους Έλληνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου), που ευνόησε την εθνικιστική ρητορεία, την αλλοίωση των εννοιών, τον αντιμνημονιακό παροξυσμό περί “προδοτών” και όλα όσα ενίσχυσαν την ατζέντα της ακροδεξιάς. Δεν χαρίζεται στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ίσως δεν αφιερώνει αρκετό χώρο, για το πώς και η μεγαλύτερη κομματική έκφραση της δεξιάς παράταξης και η ηγετική της ομάδα ”κλείνει το μάτι” στη Χρυσή Αυγή, με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Επισημαίνει ωστόσο πόσο λιγότερο εξοπλισμένη απέναντι σε εταίρους και δανειστές είναι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με την εξάπλωση της αντικοινοβουλευτικής και αντιευρωπαϊκής δημαγωγίας.

Στο επίμετρο της, η συγγραφέας κάνει τρία καταληκτικά σχόλια, που προτείνουν λύσεις από το αδιέξοδο και συνοψίζουν το βάθος του προβλήματος. Αξίζει να κρατήσουμε μια φράση: “Είναι αποκαλυπτικό οτι η ιστορία είναι το μόνο σχολικό μάθημα που έχει τόσο μεγάλη απόκλιση από την αντίστοιχη επιστήμη, με αποτέλεσμα να διδάσκει όχι μια προσαρμοσμένη ή έστω αλλοιωμένη, αλλά την αντίθετη με βάση τα επιστημονικά κεκτημένα προσέγγιση του παρελθόντος”.

Δεν είμαι σε θέση να καταλογίσω αδυναμίες, σε επιστημονικό επίπεδο, σε αυτό το βιβλίο. Ωστόσο, θα έλεγα οτι αν η συλλογιστική του έμπαινε με αξιώσεις στο δημόσιο διάλογο, οι ελπίδες για μια καλύτερη Ελλάδα μετά την κρίση, θα ήταν αυξημένες...














Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από το www.biblionet.gr και του άλμπουμ από το www.sodwee.com

To post συνοδεύεται από το εντυπωσιακό βίντεο του "I Love You", του Γάλλου Woodkid.

buzz it!

ShareThis