“Η κοινωνία πάσχισε να προσαρμοστεί – δεν είχε επιλογή. Εμεινε, όμως, πεισματικά απροσάρμοστο το πολιτικό σύστημα.”
Με τη φράση αυτή κλείνει το κατά τα άλλα εξαιρετικό άρθρο του ο Κώστας Καλλίτσης, στην Καθημερινή της Κυριακής. Δεν θα διαφωνήσω διόλου για το πολιτικό σύστημα.
Πράγματι, η σύγχρονη κατρακύλα άρχισε όταν ένας εμφανώς υποκριτής και ανεύθυνος πρωθυπουργός έπεισε οτι “θα αναμορφώσει το κράτος” (γεμίζοντας το με δεκάδες χιλιάδες παραπονεμένους και συνήθως χωρίς στοιχειώδη προσόντα ημετέρους) και εφάρμοσε ένα ανερυθρίαστο “Αλογοσκούφη δώστα όλα”, εκτινάσσοντας το ελληνικό δημόσιο στην τροχιά της άτακτης χρεοκοπίας.
Το πολιτικό σύστημα συνέχισε να κινείται στη σφαίρα του φαντασιακού, αρνούμενο να χτυπήσει γενικό προσκλητήριο συνεργασίας και υποσχόμενο “ζάππεια” και “αντιμνημονιακούς τσαμπουκάδες”. Αλλά και όταν το έκανε, αποδέχτηκε και”ξέπλυνε” ακροδεξιούς παίκτες, που πολύ γρήγορα απέδειξαν πόσο συνώνυμος είναι ο ψευδοπατριωτισμός και η εθνοκαπηλεία με τη λαμογιά. Ταυτοχρόνως, νέα φρούτα ξεπετάχτηκαν, ψεκασμένα από τις ορμόνες της καφενειακής μπουρδολογίας, τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα (εως και φασιστικά) δεξιά.
Κι όσο κι αν κατάφερε να συμμαζέψει το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, το πολιτικό σύστημα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνέχισε να παίζει το αιώνιο “κατενάτσιο της κοροϊδίας” - ή όπως εύστοχα γράφει ο Καλλίτσης την “αδιέξοδη πολιτική τροχάδην επιτόπου”.
Αλλά μόνο του τα έκανε όλα αυτά το πολιτικό σύστημα; Σε ποιά πρόθυμα αυτιά απευθύνθηκε αυτή η ρητορική; Και ποιες δημοσκοπήσεις ακολούθησε και ακολουθεί το πλέγμα των διαμορφωτών γνώμης, για να κάνει τις επιλογές του; Πόσες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες δεν αντέδρασαν σθεναρά σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης και αλλαγής του οικονομικού μοντέλου (όταν βέβαια αυτές ήταν ουσιαστικές και δεν βαφτίστηκαν κατ’ ευφημισμόν “μεταρρυθμίσεις”); Σε πόσες περιπτώσεις δεν “ροκανίστηκε” συστηματικά η όποια προσπάθεια ουσιαστικών αλλαγών που έχει ανάγκη μια οργανωμένη κοινωνία, που παραπαίει σε όλα τα επίπεδα; Ποιές καθημερινές πολιτικές ενέργειες και αντιλήψεις αλληλοδιαμορφώνουν τις πράξεις της εξουσίας;
Ουδέποτε προσαρμόστηκε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας - και καθρέφτης του είναι το πολιτικό σύστημα. Διότι ουδέποτε, πρώτα από όλα, δέχτηκε να κοπιάσει για να αντιληφθεί και εξηγήσει τι του συνέβη με τη λεγόμενη “κρίση”. Αποδέχτηκε τις πιο εύκολες και επιφανειακές εξηγήσεις, δίνοντας ακροαματικότητες και θεαματικότητες του 40%, στις πρωινές κραυγές του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λαϊκισμού, που απλώς έβριζαν τη Μέρκελ.
Αντί να πέσει με τα μούτρα στην ανάλυση και στην ανάδειξη νέων φωνών και τρόπων σκέψης, ψήφισε την χειρότερη ποιότητα βουλευτών, που είχε δει ποτέ το ελληνικό κοινοβούλιο. Με πρωταγωνιστές υπόδικους, δημαγωγούς του αισχίστου είδους, πρωταθλητές της σαχλαμάρας και της ρηχότητας - που μόνο τους μέλημα είναι να “μη μείνουν άνεργοι”.
Ανέδειξε σε υπολογίσιμες δυνάμεις κόμματα που θα έπρεπε να έχουν περιθωριακό ή ανύπαρκτο ρόλο, σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Στη μανία του να αποκαθηλώσει πρόσωπα και πράγματα, ανέχτηκε (και ανέχεται) δημοσιογράφους και πολιτικούς, ακόμα χειρότερους από τους προηγούμενους. Και στην ανάγκη του να αναμορφώσει το πολιτικό τοπίο της χώρας, βρέθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες ενός ακραίου λαϊκισμού - και από τις δυό πλευρές του πολιτικού φάσματος.
“Μα όλοι μαζί τα φάγαμε;” θα αναρωτηθεί ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. “Όλοι μαζί επιτρέψαμε αυτό το κύμα απελπισίας να μας πνίξει, λες και δεν είμαστε μια χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης”; Όχι βέβαια. Αλλά στη δημοκρατία, δυστυχώς ή ευτυχώς, μετράνε τα “ναι” και όχι τα “όχι”. Κι όταν δεν αντιπαρατάσσουμε κάτι πιο δημιουργικό από τη βούληση της εκάστοτε ανεύθυνης μειοψηφίας, τότε την ευθύνη την έχουμε όλοι.
Όταν λίγες χιλιάδες ή ακόμα και εκατοντάδες ψήφοι είναι ικανές να στείλουν κάποιον καραγκιόζη στο κοινοβούλιο, τότε την ευθύνη την έχουμε όλοι μας, που δεν αναδεικνύουμε κάποιους καλύτερους στη θέση τους. Όταν “ψηφίζουμε” τη γελοία και όχι τη σοβαρή εκπομπή, ενισχύουμε την κατρακύλα. Όταν καταφεύγουμε στους επαγγελματίες λαϊκιστές, γιατί δεν κοπιάζουμε αρκετά ώστε να αναδείξουμε νέες δυνάμεις, αξιόλογες και ακέραιες, που θα εμπλουτίσουν το πολιτικό φάσμα, ολιγωρούμε επικίνδυνα.
Μα πώς θα επιλέξουμε καλύτερο πολιτικό προσωπικό, όταν η πλειονότητα επιβάλλει ένα πλέγμα δημαγωγίας, λαμογιάς και εξευτελισμού της σοβαρότητας, της δημοκρατίας και του διαλόγου; Πώς θα μπουν οι πιο αξιόλογοι σε αυτό το σύστημα, αφού τώρα είναι ακόμα πιο δύσκολο και απωθητικό; Πώς θα φύγουμε από τον φαύλο κύκλο του πολιτικού, συνδικαλιστικού και μιντιακού “πολτού”, που έχουμε φτιάξει;
Τους “καλύτερους”, δεν θα μας τους φέρουν “εισαγόμενους” οι φίλοι μας οι Γάλλοι ή οι Σουηδοί. Καλώς ή κακώς, μόνοι μας πρέπει να να τους αναδείξουμε και να τους επιβάλουμε.
Ας σκεφτούμε λοιπόν ποιούς επιβραβεύσαμε μέχρι τώρα. Με πόσα συμπλέγματα αντιμετωπίζουμε τους πιο αξιόλογους - πόσους στείλαμε σπίτι τους, απογοητευμένους. Και πόσους γελοίους ανεχτήκαμε και ανεχόμαστε ακόμα, “κράζοντας” πολλές φορές τους λάθος ανθρώπους. Και μετά ας ανοίξουμε τον τηλεοπτικό δέκτη, για να δούμε τον καθρέφτη των επιλογών μας…
Το κείμενο γράφτηκε για την Athens VoiceΜε τη φράση αυτή κλείνει το κατά τα άλλα εξαιρετικό άρθρο του ο Κώστας Καλλίτσης, στην Καθημερινή της Κυριακής. Δεν θα διαφωνήσω διόλου για το πολιτικό σύστημα.
Πράγματι, η σύγχρονη κατρακύλα άρχισε όταν ένας εμφανώς υποκριτής και ανεύθυνος πρωθυπουργός έπεισε οτι “θα αναμορφώσει το κράτος” (γεμίζοντας το με δεκάδες χιλιάδες παραπονεμένους και συνήθως χωρίς στοιχειώδη προσόντα ημετέρους) και εφάρμοσε ένα ανερυθρίαστο “Αλογοσκούφη δώστα όλα”, εκτινάσσοντας το ελληνικό δημόσιο στην τροχιά της άτακτης χρεοκοπίας.
Το πολιτικό σύστημα συνέχισε να κινείται στη σφαίρα του φαντασιακού, αρνούμενο να χτυπήσει γενικό προσκλητήριο συνεργασίας και υποσχόμενο “ζάππεια” και “αντιμνημονιακούς τσαμπουκάδες”. Αλλά και όταν το έκανε, αποδέχτηκε και”ξέπλυνε” ακροδεξιούς παίκτες, που πολύ γρήγορα απέδειξαν πόσο συνώνυμος είναι ο ψευδοπατριωτισμός και η εθνοκαπηλεία με τη λαμογιά. Ταυτοχρόνως, νέα φρούτα ξεπετάχτηκαν, ψεκασμένα από τις ορμόνες της καφενειακής μπουρδολογίας, τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα (εως και φασιστικά) δεξιά.
Κι όσο κι αν κατάφερε να συμμαζέψει το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, το πολιτικό σύστημα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνέχισε να παίζει το αιώνιο “κατενάτσιο της κοροϊδίας” - ή όπως εύστοχα γράφει ο Καλλίτσης την “αδιέξοδη πολιτική τροχάδην επιτόπου”.
Αλλά μόνο του τα έκανε όλα αυτά το πολιτικό σύστημα; Σε ποιά πρόθυμα αυτιά απευθύνθηκε αυτή η ρητορική; Και ποιες δημοσκοπήσεις ακολούθησε και ακολουθεί το πλέγμα των διαμορφωτών γνώμης, για να κάνει τις επιλογές του; Πόσες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες δεν αντέδρασαν σθεναρά σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης και αλλαγής του οικονομικού μοντέλου (όταν βέβαια αυτές ήταν ουσιαστικές και δεν βαφτίστηκαν κατ’ ευφημισμόν “μεταρρυθμίσεις”); Σε πόσες περιπτώσεις δεν “ροκανίστηκε” συστηματικά η όποια προσπάθεια ουσιαστικών αλλαγών που έχει ανάγκη μια οργανωμένη κοινωνία, που παραπαίει σε όλα τα επίπεδα; Ποιές καθημερινές πολιτικές ενέργειες και αντιλήψεις αλληλοδιαμορφώνουν τις πράξεις της εξουσίας;
Ουδέποτε προσαρμόστηκε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας - και καθρέφτης του είναι το πολιτικό σύστημα. Διότι ουδέποτε, πρώτα από όλα, δέχτηκε να κοπιάσει για να αντιληφθεί και εξηγήσει τι του συνέβη με τη λεγόμενη “κρίση”. Αποδέχτηκε τις πιο εύκολες και επιφανειακές εξηγήσεις, δίνοντας ακροαματικότητες και θεαματικότητες του 40%, στις πρωινές κραυγές του ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού λαϊκισμού, που απλώς έβριζαν τη Μέρκελ.
Αντί να πέσει με τα μούτρα στην ανάλυση και στην ανάδειξη νέων φωνών και τρόπων σκέψης, ψήφισε την χειρότερη ποιότητα βουλευτών, που είχε δει ποτέ το ελληνικό κοινοβούλιο. Με πρωταγωνιστές υπόδικους, δημαγωγούς του αισχίστου είδους, πρωταθλητές της σαχλαμάρας και της ρηχότητας - που μόνο τους μέλημα είναι να “μη μείνουν άνεργοι”.
Ανέδειξε σε υπολογίσιμες δυνάμεις κόμματα που θα έπρεπε να έχουν περιθωριακό ή ανύπαρκτο ρόλο, σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Στη μανία του να αποκαθηλώσει πρόσωπα και πράγματα, ανέχτηκε (και ανέχεται) δημοσιογράφους και πολιτικούς, ακόμα χειρότερους από τους προηγούμενους. Και στην ανάγκη του να αναμορφώσει το πολιτικό τοπίο της χώρας, βρέθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες ενός ακραίου λαϊκισμού - και από τις δυό πλευρές του πολιτικού φάσματος.
“Μα όλοι μαζί τα φάγαμε;” θα αναρωτηθεί ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. “Όλοι μαζί επιτρέψαμε αυτό το κύμα απελπισίας να μας πνίξει, λες και δεν είμαστε μια χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης”; Όχι βέβαια. Αλλά στη δημοκρατία, δυστυχώς ή ευτυχώς, μετράνε τα “ναι” και όχι τα “όχι”. Κι όταν δεν αντιπαρατάσσουμε κάτι πιο δημιουργικό από τη βούληση της εκάστοτε ανεύθυνης μειοψηφίας, τότε την ευθύνη την έχουμε όλοι.
Όταν λίγες χιλιάδες ή ακόμα και εκατοντάδες ψήφοι είναι ικανές να στείλουν κάποιον καραγκιόζη στο κοινοβούλιο, τότε την ευθύνη την έχουμε όλοι μας, που δεν αναδεικνύουμε κάποιους καλύτερους στη θέση τους. Όταν “ψηφίζουμε” τη γελοία και όχι τη σοβαρή εκπομπή, ενισχύουμε την κατρακύλα. Όταν καταφεύγουμε στους επαγγελματίες λαϊκιστές, γιατί δεν κοπιάζουμε αρκετά ώστε να αναδείξουμε νέες δυνάμεις, αξιόλογες και ακέραιες, που θα εμπλουτίσουν το πολιτικό φάσμα, ολιγωρούμε επικίνδυνα.
Μα πώς θα επιλέξουμε καλύτερο πολιτικό προσωπικό, όταν η πλειονότητα επιβάλλει ένα πλέγμα δημαγωγίας, λαμογιάς και εξευτελισμού της σοβαρότητας, της δημοκρατίας και του διαλόγου; Πώς θα μπουν οι πιο αξιόλογοι σε αυτό το σύστημα, αφού τώρα είναι ακόμα πιο δύσκολο και απωθητικό; Πώς θα φύγουμε από τον φαύλο κύκλο του πολιτικού, συνδικαλιστικού και μιντιακού “πολτού”, που έχουμε φτιάξει;
Τους “καλύτερους”, δεν θα μας τους φέρουν “εισαγόμενους” οι φίλοι μας οι Γάλλοι ή οι Σουηδοί. Καλώς ή κακώς, μόνοι μας πρέπει να να τους αναδείξουμε και να τους επιβάλουμε.
Ας σκεφτούμε λοιπόν ποιούς επιβραβεύσαμε μέχρι τώρα. Με πόσα συμπλέγματα αντιμετωπίζουμε τους πιο αξιόλογους - πόσους στείλαμε σπίτι τους, απογοητευμένους. Και πόσους γελοίους ανεχτήκαμε και ανεχόμαστε ακόμα, “κράζοντας” πολλές φορές τους λάθος ανθρώπους. Και μετά ας ανοίξουμε τον τηλεοπτικό δέκτη, για να δούμε τον καθρέφτη των επιλογών μας…
H φωτό είναι από το www.tumblr.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από το υπέροχο βίντεο-κλιπ του "Loop De Li" του νέου τραγουδιού του Βρετανού Bryan Ferry (στα 69 του).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου