Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη συζήτηση έχει ανοίξει μεταξύ άλλων ο νομπελίστας Paul Krugman, με αφορμή την υποψηφιότητα του λαϊκιστή, ρατσιστή και ξενόφοβου Donald Trump. Ο κατά τεκμήριο προοδευτικός οικονομολόγος επισημαίνει οτι είναι ανεύθυνη η δημοσιογραφία που κρατάει “ίσες αποστάσεις” (αυτό που αποκαλεί “bothsidesism”) από τις δύο πλευρές που αντιμάχονται σε ένα πεδίο, ανεξαρτήτως της ποιότητας, της αλήθειας ή της εντιμότητας των απόψεων τους. Και εξηγείται: Προκειμένου να μεταχειριστεί “ισότιμα” τα δύο στρατόπεδα των αμερικανικών εκλογών, ο Τύπος πολλές φορές αφιερώνει ίσο χρόνο ή χώρο στην παρουσίαση αρνητικών χαρακτηριστικών. Μόνο που έτσι, πολλές φορές, ειδικά το τελευταίο διάστημα, τα πταίσματα εξισώνονται με τα κακουργήματα.
Είτε πρόκειται για την Αμερική του Trump, τη Βρετανία του Brexit ή την Ελλάδα των μνημονίων, αυτό που παρατηρεί κανείς τα τελευταία χρόνια είναι η εξάπλωση του λαϊκίστικου λόγου, αυτού που χαϊδεύει αυτιά, αραδιάζει ασύστολα ψεύδη και υπόσχεται αφειδώς “αυταπάτες”, με πύρινους λόγους ενάντια στο “σύστημα”. Και το πρώτο πράγμα που επιχειρεί αυτός ο λαϊκίστικος λόγος είναι να επιβληθεί ως ισότιμος με όποια προηγούμενη ανάλυση, αποδομώντας την ως “συστημική”. Το μαύρο γίνεται με ευκολία άσπρο, ώστε να δημιουργηθεί πολλές φορές ένα δήθεν επιχείρημα, απέναντι στην “κατεστημένη σκέψη”. Γι αυτό και η προσπάθεια να λογίζονται ως mainstream και αποδεκτά, τα πλέον ανυπόληπτα μέσα και οι πιο ασήμαντες υπογραφές.
Προφανώς και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες δεν αφήνει κανέναν ευχαριστημένο, εκτός από τους πολύ πλούσιους. Προφανώς και η ευρωπαϊκή πορεία δεν είναι αυτοί που θα ήθελαν οι περισσότεροι πολίτες της (πρωτίστως γιατί βιάστηκε να ακολουθήσει τη διεύρυνση χωρίς την ομοσπονδιακή εμβάθυνση) - οι “κοιλιές” όμως της ιστορίας είναι κι αυτές μέσα στη ζωή και δεν θα πρέπει να μας αποκαρδιώνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και βεβαίως, στη μεταπολιτευτική πορεία της, η Ελλάδα κλώτσησε την “καρδάρα με το γάλα” της ευρωπαϊκής βοήθειας και αντί να φτιάξει τις υποδομές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, σπατάλησε χρόνο και πόρους, παραμένοντας και στην τροχιά της βαλκανικής υπανάπτυξης. Αλλά η διόρθωση δεν είναι αυτή που προτείνει ο λαϊκισμός.
Έτσι και στη χώρα μας, η μη επαγγελματική μας δημοσιογραφία και ειδικά το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, με τα χιλιάδες ελαττώματα τους, έδωσαν την ευκαιρία σε κάθε λογής “εναλλακτική” και “αντικαθεστωτική” δημοσιογραφία να ανθίσει, διεκδικώντας μια ισότιμη θέση στο δημόσιο χώρο. Μόνο που ως συνήθως συμβαίνει με τον λαϊκισμό ή την “επανάσταση εξ επαγγέλματος”, το επίπεδο, η συνέπεια και η εντιμότητα ήταν πολλές φορές χειρότερα. Μαζί με τους ανεγκέφαλους φανατικούς στα social media και τα διάφορα (πληρωμένα ή μη) troll, δημιούργησαν ένα νέο εφιαλτικό τοπίο, που τροφοδότησε την αντιμνημονιακή φούσκα. Όλες οι αποχρώσεις του πολιτικού φάσματος πακεταρίστηκαν στον απαξιωτικό όρο “φιλελέ” και θεωρήθηκαν εχθρικές, στο νέο αυτό διχασμό που καλλιεργήθηκε.
Ακόμα κι όταν η λαϊκίστικη ρητορεία συγκρούστηκε ευθέως με τον ορθό λόγο ή την πραγματικότητα και συνετρίβη, συνέχισε να επιμένει, διεκδικώντας την ισότιμη αντιμετώπιση από τους νοήμονες πολίτες. Για ιστορικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος, στην Ελλάδα, όσο πιο αιθεροβάμων είναι μια αντίληψη, τόσο πιο “έντιμη” θεωρείται. Μόνο που οι αμετανόητοι απατεώνες της πολιτικής μας ζωής είναι πρωτίστως όσοι, για να διατηρήσουν το “μαγαζάκι” τους, υπόσχονται ανεφάρμοστους παραδείσους. Στη χώρα της ανέξοδης μαγκιάς, υπάρχουν πολλοί που επιμένουν να διαβεβαιώνουν για τη διατήρηση του βιοτικού μας επιπέδου στο υπάρχον παγκόσμιο οικονομικό σύστημα “χωρίς μνημόνια και ευρώ” ή υπόσχονται δισεκατομμύρια από Κινέζους, Ρώσους και αποζημιώσεις, που δήθεν θα απαιτήσουμε, ακόμα και για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της διεκδίκησης ισότιμης θέσης στο δημόσιο διάλογο, όσο παράλογη κι αν ήταν η άποψη, είναι η περίπτωση του “Όχι” στο περσινό δημοψήφισμα. Μετά από την παρελκυστική καθυστέρηση μηνών, με το υπάρχον τότε πρόγραμμα βοήθειας να τελειώνει, η κατάληξη ήταν το (γνωστό και προβλεπόμενο) κλείσιμο της στρόφιγγας και η ανήκεστος βλάβη στην ελληνική οικονομία. Το δημοψήφισμα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα, ήταν το κερασάκι σε μια απόπειρα πολιτικής χειραγώγησης, που δεν είχε τίποτα το δημοκρατικό και ξέφευγε πέρα από κάθε οικονομική και πολιτική λογική, για όποιον γνώριζε στοιχειωδώς πώς λειτουργεί ο πλανήτης.
Προφανώς και τα ελληνικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα ήταν υποχρεωμένα να παρουσιάσουν και τις δύο απόψεις. Και προφανώς και έπρεπε να ελεγχθούν αρμοδίως (από το ΕΣΡ - κι όχι οι δημοσιογράφοι από την ΕΣΗΕΑ, που παρατηρούσε μέχρι τότε αδιάφορη δεκαετίες κιτρινισμού) για όποιους παραπλανητικούς ισχυρισμούς ή αλλοιώσεις της αλήθειας επιχείρησαν. Αλλά δυστυχώς, η υπόθεση πήγε στο άλλο άκρο. Δημοσιογράφοι κατηγορήθηκαν για “μονομέρεια”, σε μια προδήλως μονομερή παραπομπή, αφού δεν επιχειρήθηκε ούτε κατά διάνοια να ελεγχθούν όσοι προπαγάνδιζαν ανερυθρίαστα, από την άλλη πλευρά, την απάτη και τη χειραγώγηση.
Διότι η πλευρά του “Όχι” υποστήριζε ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει ποτέ, καθώς ήταν οι ολιγωρίες και οι μικροπολιτικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης που το προκάλεσαν. Επιπλέον, επρόκειτο περί ενός παραπλανητικού ερωτήματος, για ένα κείμενο που είχε ήδη αποσυρθεί από το τραπέζι. Και κυρίως, υποστηριζόταν με θέρμη οτι με το “Όχι” η διαπραγματευτική μας ισχύς θα δυνάμωνε, ότι οι τράπεζες δεν θα έκλειναν, ενώ θα ήταν και δυνατό να διατηρήσουμε το ευρώ και το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο, χωρίς δυνατότητα δανεισμού και χωρίς πρόγραμμα βοήθειας από την τρόϊκα. Ήταν ακριβώς στην ίδια γραμμή, με τα παλαιότερα “θα παίζουμε νταούλια για να χορέψουν οι αγορές”, “θα σκίσουμε τα μνημόνια με ένα άρθρο”, “δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να μην αποδεχθούν την πρόταση μας”. Ο νέος εχθρός μάλιστα ονομάστηκε ”μενουμευρωπαίοι".
Όλα αυτά κατέρευσαν με την απροσχημάτιστη τούμπα της κυβέρνησης, όταν σε δύο μόλις μέρες το “Όχι” έγινε ένα μεγαλοπρεπές “Ναι”, με τη σύναψη ενός νέου μνημονίου, μπροστά στο ενδεχόμενο της αβύσσου (κάτι ανάλογο έγινε με την παραίτηση των ηγετών του Brexit ένα χρόνο μετά). Ακόμα και τότε όμως, η αντιμνημονιακή ρητορική επέμενε οτι η δημοσιογραφία έπρεπε να αντιμετωπίζει ισότιμα τις δύο απόψεις. Να τις παρουσιάσει, ναι. Να τις εξισώσει ως σοβαρές, έντιμες και ειλικρινείς και τις δύο, όχι.
Δεν έπρεπε η δημοσιογραφία να αξιολογήσει; Δεν έπρεπε να υπηρετήσει πάνω από όλα (και από την “αντικειμενικότητα”) την αλήθεια; Δεν έπρεπε να προειδοποιήσει για το άλμα στο κενό, την κοροϊδία και κυρίως την καταστροφή; Δεν έπρεπε να πάρει θέση και να επικρίνει την πλευρά που θεωρούσε παρελκυστική; Και, ανεξαρτήτως των συμφερόντων που είχαν οι ιδιοκτήτες των καναλιών, ποιός έκανε περισσότερη προπαγάνδα, διαστρέφοντας την πραγματικότητα;
Και για όσους επιμένουν στην μετρημένη με ακρίβεια ισομέρεια σε κάθε πολιτική διαμάχη ή δημοψήφισμα, ας το εξετάσουμε και από την (πραγματικά) προοδευτική οπτική: Πώς αντιμετωπίζουμε δημοσιογραφικά το δράμα των Παλαιστινίων, σε σχέση με τις θέσεις των Ισραηλινών κυβερνήσεων; Ψυχρά και με “ίσες αποστάσεις”; Και γιατί στο τραπέζι του διαλόγου να είναι ισότιμες οι θέσεις όσων επικροτούν την εισβολή στην Κύπρο, έναντι όσων την καταδικάζουν;
Το ίδιο βάρος θα δώσουμε στις απόψεις του Donald Trump, του Nigel Farage, του Boris Johnson και της Marine Le Pen έναντι των αντιπάλων τους - όσο και ανυπόληπτες προσωπικότητες να είναι; Ή μήπως πρέπει η δημοσιογραφία να υποκύπτει στα θηριώδη ποσοστά δημοφιλίας καθεστώτων με ολοκληρωτικές τάσεις, όπως του Πούτιν ή του Ερντογάν; Πώς έπρεπε να αντιμετωπίζει ο γερμανικός και ο διεθνής τύπος την άνοδο του ναζισμού και πώς την επάνοδο του; Και τι θα γίνει αν μεθαύριο, σε ένα πιο καταστροφικό δημοψήφισμα, η μία απόψη εκφράζει το δημοκρατικό τόξο και η άλλη τους χρυσαυγίτες; Κι εκεί “ίση μεταχείριση”;
Η εμπειρία του περσινού καλοκαιριού εξηγεί εν πολλοίς και τις εξελίξεις στο ελληνικό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, τις προσπάθειες χειραγώγησης και την ιδεοληπτική αντίληψη περί κατεστημένων απόψεων και μέσων. H κυβέρνηση ήθελε να σπάσει αυτό που βλέπει ως “εχθρικό καρτέλ της ενημέρωσης”, ανεξαρτήτως του αν εκείνο το βράδυ επιθυμούσε το “Ναι” ή όχι, όπως λένε κάποιες αναλύσεις. Η επιταγή του Συντάγματος χρησιμοποιείται υποκριτικά για να υποκρύψει πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και για το “ξέπλυμα” προσωπικοτήτων, αριστερά και δεξιά στο πολιτικό φάσμα, που θα έπρεπε να είναι στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Χρήσιμο όμως είναι να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα, θυμίζοντας τα αυτονόητα:
Καθεστωτική είναι μια αντίληψη, όταν συντάσσεται με την (εκτελεστική κυρίως) εξουσία, όχι όταν είναι απέναντι της. Κύριος ρόλος των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι να ελέγχουν και να επικρίνουν την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή να είναι κατ’ αρχήν καχύποπτοι και αντιπολιτευόμενοι. Κάθε δημοσιογράφος έχει δικαίωμα στην άποψη του και μόνον στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ή του δελτίου ειδήσεων είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζει τις αντίθετες απόψεις, όχι απαραίτητα με το ίδιο βάρος. Σε κανένα ενημερωτικό προϊόν, είτε πρόκειται για ιδιωτικό έντυπο είτε για δημόσια συχνότητα, ο δημοσιογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να είναι “ισοβαρής” απέναντι στις αντικρουόμενες απόψεις - υπάρχουν δεκάδες άρθρα και εκπομπές και κάθε μέσο μπορεί να φτιάχνει τις ισορροπίες του.
Τελευταίο και κυριότερο, “αντικειμενικότητα” στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει, με απόλυτους όρους. Ακόμα και το τι είναι είδηση, εξαρτάται από το σύστημα αξιών του καθενός. Η δημοσιογραφία είναι μεταφορά του γεγονότος και της αλήθειας, αλλά και παραλλήλως είναι ερμηνεία της πληροφορίας, άρα άποψη. Το πόσο ψύχραιμο και αμερόληπτο είναι ένα μέσο, μια εκπομπή, ένα άρθρο ή ένας δημοσιογράφος το κρίνει πρωτίστως το κοινό - και δευτερευόντως, σε περίπτωση σοβαρής παραβίασης δεοντολογίας, το συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο έχει επιλέξει να συμμετάσχει. Σε καμμία περίπτωση όμως η εκτελεστική εξουσία.
Το κείμενο γράφτηκε για την Athens Voice
Η φωτό είναι εξώφυλλο του Economist & το εξώφυλλο του δίσκου από το www.redmp3.su
Το post συνοδεύεται από το "This Love Is Here To Stay", του Νορβηγού Thomas Dybdahl.