H προσπάθεια όλων των πολιτικών σχηματισμών (και σε αυτή την προεκλογική περίοδο), είναι να επιρρίψουν τις ευθύνες στον αντίπαλο. Να αποδείξουν οτι αυτός έκανε (ή θα κάνει) το μοιραίο σφάλμα, το άλμα προς το κενό, αυτό που μας έφερε (ή θα μας φέρει) την καταστροφή. Η ιστορία βέβαια γράφεται συνήθως με μικρά βηματάκια προς το γκρεμό, χωρίς να αποκλείεται και το απότομο, αυτοκαταστροφικό γκάζι.
Αν μέχρι το 2009 υπήρχε το ελαφρυντικό της “αμεριμνησίας”, για την ελληνική κοινωνία, για το πολιτικό σύστημα δεν υπήρχε κανένα: Η υπερχρέωση του ελληνικού κράτους από τις κυβερνήσεις Καραμανλή ήταν αδίστακτη - και μπορεί να παρομοιαστεί μόνο με την υποχρεωτική έξοδο του ασθενούς με 40 πυρετό, στο μπαλκόνι, ένα κρύο βράδυ του χειμώνα. Αν μέχρι την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης Παπαδήμου μπορεί κανείς να δεχτεί το ελαφρυντικό μιας κοινωνίας που βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει κανένα για το αδίστακτo σαμποτάζ των απαραίτητων διαρθρωτικών αλλαγών, που προέβλεπε το
μνημόνιο. Αν στο πολιτικό σύστημα μπορεί κανείς να προσάψει τα χειρότερα, δεν μπορεί να του αρνηθεί οτι δρούσε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση μιας κοινωνίας, που περνούσε τη φάση της συντεχνιακής άρνησης του προβλήματος.
Κομβικές υπήρξαν οι συμπεριφορές των ηγεσιών του παλαιού δικομματισμού: Το ματαιόδοξο όσο και αριστοτεχνικό ροκάνισμα του Γιώργου Παπανδρέου από συμφέροντα και περιφερειακούς βουλευτές ήταν το πρώτο σοβαρό ολίσθημα, σε εποχή που δεν επέτρεπε πια και την παραμικρή εκτροπή, από την προδιαγεγραμμένη πορεία της (αμφίβολης) ανάκαμψης. Η φιλάρεσκη, όσο και παλιοκομματικά ανεδαφική επιμονή του Αντώνη Σαμαρά να προκαλέσει εκλογές, ώστε να κυβερνήσει, ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Αντί να αφεθεί να προσπαθήσει τη συνέχιση της επιτυχίας του PSI, της δημοσιονομικής προσαρμογής και της στοιχειώδους κάθαρσης, η κυβέρνηση Παπαδήμου (που δεν έγινε ποτέ μια ολιγομελής κυβέρνηση Μόντι, όπως θα έπρεπε, με ευθύνη και πάλι των κομμάτων που τη στήριξαν), τερμάτισε τη θητεία της πρόωρα, παρά την ευρεία κοινοβουλευτική υποστήριξη. Η διαφοροποίηση βεβαίως αρκετών βουλευτών ως προς το δεύτερο μνημόνιο και η συνεπακόλουθη διαγραφή τους, δικαιολόγησε εν μέρει το αίτημα για εκλογές - αποδεικνύοντας το έλλειμμα ποιοτικής αντιπροσώπευσης, με ευθύνη των ψηφοφόρων, βεβαίως. Όχι όμως, όπως θα ήθελε να το δικαιολογήσει η αριστερά, μοναδική έγνοια της οποίας υπήρξε να πιέζει, με ένα μέρος της να θεωρεί οτι η
12η Φεβρουαρίου ήταν μια καμπή τιμής - και όχι ντροπής και αυτοκαταστροφής.
Όλο αυτόν τον καιρό, το αφήγημα της αριστεράς χτίστηκε σιγά-σιγά, πάνω στην αντιστροφή του εκβιασμού: Αν δεν βρούμε αμέσως τρόπο να επανέλθουν οι μισθοί και οι συντάξεις (με ποιά παραγωγή και ποιά δανεικά, άραγε), τότε δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε μεταρρυθμίσεις. Χωρίς το φόβο θα βγούμε από την κρίση, να κρατήσουμε κλειστά τα (περήφανα) αυτιά μας, οι κίνδυνοι και οι πιέσεις από το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν είναι παρά προσπάθεια τρομοκράτησης. Τι χειρότερο άλλωστε μπορεί να μας συμβεί, δεν υπάρχουν χειρότερα (τρομάρα μας - κι ας λένε όσοι έχουν ζήσει πτώχευση στην Πολωνία), τώρα χρειάζεται ελπίδα. Είμαστε εδώ, γιατί απέτυχε το μνημόνιο, όχι γιατί αποφεύχθηκε η άτακτη χρεοκοπία. Η κρίση είναι διεθνής και ευρωπαϊκή, άρα οι ελληνικές ευθύνες είναι ελάχιστες - κι αν υπάρχουν, εξαντλούνται σε αυτές του δικομματισμού, που κυβέρνησε τη χώρα. Το οτι η Ελλάδα ήταν το πιο εύκολο “πρόβατο επί σφαγή”, σε ένα αδηφάγο παγκόσμιο σύστημα κέρδους και στην άτεχνα φτιαγμένη ισορροπία μιας νομισματικής (μόνο) ένωσης, δεν έχρηζε καμιάς αυτοκριτικής από την πλευρά της κοινωνίας. Οι
“τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας” δεν υπάρχουν, ακόμα κι αν δούλευαν δεκάωρα, με πλαστές υπερωρίες και τεράστια διαλλείμματα για φραπέ.
Το αφήγημα έπιασε. Στους νέους γιατί αισθάνονται κάπως σαν τη γενιά της Γιουγκοσλαβίας που μεγάλωσε στον πόλεμο (και γιατί μπορούν να ταυτιστούν αισθητικά μόνο με τον Τσίπρα), στις γυναίκες (που είναι πάντα πιο υποδόρια δυναμικές στην αντίδραση τους) ακόμα περισσότερο, στους κάθε λογής πληττόμενους από την ανεργία και την υποβάθμιση, γιατί νοιώθουν όπως οι ναυαγοί που τους πετούν ένα σωσίβιο και απεριόριστη οργή - λες και υπήρχε περίπτωση να μην πληρώσουν την αβελτηρία δεκαετιών οι πιο αδύναμοι, όπως σε κάθε κρίση. Η “κρατούσα άποψη” μετέτρεψε τη δημαγωγία και το εμπόριο ελπίδας σε “φως” (σε αντιδιαστολή με τη μιζέρια) και σε “προοδευτική προοπτική” (σε σχέση με τη συντηρητική και γκρίζα πειθαρχία). Φυσικό ήταν να προσελκύσει μαζικά αυτούς που επιζητούσαν μέχρι τώρα από το ΠΑΣΟΚ, να τους εξασφαλίζει συνθήκες ευρωπαϊκής ζωής, χωρίς καμία προσπάθεια πέρα από τη μετριότητα.
Το καλό είναι οτι το φαύλο μεταπολιτευτικό σύστημα διαλύεται ή τουλάχιστον βρίσκεται στη χειρότερη φάση του (το ΚΚΕ βέβαια, μετά την ψυχρολουσία, προσπαθεί να επιδείξει έναν πρωτόγνωρο ρεαλισμό, μπροστά στον κίνδυνο να το συρρικνώσει οριστικά το “κύμα εξουσίας” του ΣΥΡΙΖΑ). Το κακό είναι οτι η ψήφος πολυκερματίστηκε σε διάφορους συνδυασμούς, που θα έπρεπε να εμπίπτουν ως και στον ποινικό κώδικα - και κατά κύριο λόγο στην περιοχή της γελοιότητας. Και σα να μην έφτανε αυτό, αναδύθηκε ένας νέος δικομματισμός, καταδεικνύοντας πόσο τα πράγματα αλλάζουν και ταυτοχρόνως ίδια μένουν, αφού υλικό της πολιτικής εξέλιξης είναι η ίδια η κοινωνία.
Έχοντας καταφέρει να αντιστρέψει τον εκβιασμό, ο ΣΥΡΙΖΑ τρίβει τα μάτια του μπροστά στο ενδεχόμενο να κυβερνήσει (με ποσοστά που δεν έβλεπε ούτε στον ύπνο του πριν από δύο μήνες), έτοιμος να σκοράρει μεγάλη διαφορά απέναντι στην ασθμαίνουσα και χρεοκοπημένη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και του Παναγιώτη Ψωμιάδη (και πάλι). Το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζεται για
τα ιστορικά (ακόμα πιο) χαμηλά του, καθώς ο μετεκλογικός ρεαλισμός του δεν αρκεί να αντιμετωπίσει την εικόνα του Άκη, να μεταφέρεται με χειροπέδες σε άλλη φυλακή, υπενθυμίζοντας τη συμβολή του στο σοσιαλισμό και τη δικαιοσύνη. Και στη Νέα Δημοκρατία, αν οι εξελίξεις είναι όσο δυσοίωνες φαίνονται, στο μπαλκόνι δεν θα σπρωχθεί η ελληνική οικονομία, αλλά η ηγεσία.
Ήδη όμως, έχει ανατείλει ένας
άλλος εκβιασμός: Ακόμα κι αν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ (ενδεχομένως, αλλά δύσκολο και η “Δημιουργία Ξανά”) συμπληρώνουν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο σχηματισμός κυβέρνησης “που θα έχει απέναντι του τον μισό ελληνικό λαό” θα είναι και πάλι αδύνατος, παρά τη συνταγματική επιταγή. Η άρνηση ανάληψης της ευθύνης, θα κάνει και πάλι την εμφάνιση της, όπως και μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου, όπου όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων, προτάσσοντας το μικροπολιτικό τους κόστος - λες και δεν ζητούν απλή αναλογική που επιτάσσει συνεργασίες, λες και δεν τους ψηφίσαμε πάνω απ’ όλα για να κυβερνήσουν, πάση θυσία, ανεξαρτήτως της φθοράς που μπορεί να υποστούν.
Κι έτσι αναπτύσσεται πια το σενάριο της κουτοπονηριάς και της απόλυτης παραίτησης: Ας κυβερνήσει (με ποιούς;) ο ΣΥΡΙΖΑ, για να δει “τι εστί βερύκοκο” - και σε 6 μήνες να έχει φθαρεί ανεπιστρεπτί, ώστε να απαλλαγούμε. Γιατί αλλιώς, θα έχει τον κόσμο, μέρα παρά μέρα, στους δρόμους. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, λοιπόν, “ξυνόμαστε στην γκλίτσα του τσοπάνη” για τρίτες εκλογές ή ακυβερνησία, την ώρα που
τράπεζες, ταμεία, φαρμακεία και ενεργειακά αποθέματα αδειάζουν, με την παρατεταμένη εκλογική δυστοκία να αποδεικνύεται καταστροφική και τα σύννεφα να σκουραίνουν σε όλη την Ευρώπη, όσο το “γαλατικό χωριό” παραμένει αμέριμνο, μέσα στο ροζ συννεφάκι του. Είπαμε, η ιστορία γράφεται βήμα-βήμα, με ανωριμότητα και λαϊκισμό, που ενίοτε πληρώνεται πολύ ακριβά...
H αφίσα είναι αγνώστου, τα σκίτσα του Ανδρέα Πετρουλάκη από το www.kathimerini.gr και το εξώφυλλο από το www.trendland.com
Το post συνοδεύεται από τη διασκευή του "Ι Can Only Give You Everything", από τον Βρετανό Nick Waterhouse.