Ας αρχίσουμε με την παραδοχή πως οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις και απόψεις, είναι πάντοτε οι κοντινότερες στις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων. Και με μια παρατήρηση για το πόσο δύσκολος είναι ο δημόσιος διάλογος, σε αυτή την κοινωνία, που αρέσκεται στην αντίδραση για την αντίδραση - και γενικά διακρίνεται από τις μεσογειακές παθογένειες.
Κι ας χτίσουμε τον συλλογισμό μας από τα βασικά:
Ρατσισμός (ή καλύτερα ακόμα ρατσιστικές διακρίσεις, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ) είναι το σύνολο των συμπεριφορών που αποβλέπουν στο να απαξιώσουν μια φυλή ή μια εθνική/κοινωνική ομάδα, συνολικά. Κοινώς, να επικρίνουν έναν άνθρωπο για πράγματα τα οποία έχει κληρονομήσει ή δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς να υποστεί βιασμό ή αλλοίωση της ύπαρξης του: Το χρώμα του δέρματος του, την εθνική, φυλετική ή θρησκευτική του καταγωγή, την παιδεία που έλαβε ως παιδί, τις σεξουαλικές του επιθυμίες, το ύψος του κορμιού του ή το χρώμα των ματιών του.
Ρατσισμός δεν είναι να επικρίνεις μια ομάδα ανθρώπων ή μια οργανωμένη κοινωνία, για τις συλλογικές (ή κατά περίπτωση ατομικές) της συμπεριφορές, που είναι αποτέλεσμα επιλογών. Για παράδειγμα, μπορεί (δικαίως ή αδίκως) να επικρίνει κανείς τους Γερμανούς γιατί εξέλεξαν τη Μέρκελ (ή παλαιότερα τον Χίτλερ), λαϊκές πλειοψηφίες της Ανατολής γιατί επιτρέπουν ή ενθαρρύνουν τον θρησκευτικό εξτρεμισμό ή τους Έλληνες γιατί είναι κατά τεράστιο ποσοστό αγύμναστοι ή ωθούν τα παιδιά τους στην παχυσαρκία. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς συνύπαρξης και συνεργασίας, μπορείς κανείς να ζητήσει (συνήθως το κάνει μόνη της η ζωή) να υποστούν και τις συνέπειες της συλλογικής τους ευθύνης, ιδίως αν έχουν αναλάβει διαφορετικές υποχρεώσεις. Το να ισοπεδώνεις συνολικά όμως και να θεωρείς κάθε Έλληνα a priori αγύμναστο ή τεμπέλη με τη διατροφή των παιδιών του, επειδή αυτή μπορεί να είναι η γενική κοινωνική τάση, αποτελεί καταφανώς προκατάληψη - και άρα ρατσιστική διάκριση. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση ή συμπεριφορά.
Στην περίπτωση της αθλήτριας που αποκλείστηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, εγέρθηκαν πολλές αντιρρήσεις, που έχουν σχέση με την ελευθερία του λόγου ή των ιδεών. Μόνο που η ελευθερία του (δημόσιου) λόγου έχει τους περιορισμούς της, ειδικά όταν αφορά άτομα με δημόσιο ρόλο. Στις αντιρρήσεις αυτές, παραβλέπεται οτι οι αθλητές έχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, όταν συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το γεγονός οτι διάφορες επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες είναι υποχρεωμένες να αυτοπεριοριστούν, όταν εκτελούν ένα κοινωνικό λειτούργημα, εκπροσωπούν το σύνολο του λαού ή απολαμβάνουν ιδιαιτέρων προνομίων. Για παράδειγμα, οι αξιωματικοί, οι δικαστές και οι αρχιερείς δεν δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη θέση τους για να εκφράσουν δημοσίως πολιτικές (πόσο μάλλον ρατσιστικές) απόψεις και να επηρεάσουν με αυτές - παρά το γεγονός οτι ειδικά οι τελευταίοι έχουν παραβιάσει ανοίκεια, πολλές φορές κατά το παρελθόν, τη δέσμευση που απορρέει από τον ευαίσθητο ρόλο τους.
Μια αλλη πλάνη που κυκλοφόρησε πολύ είναι οτι η καταπολέμηση των ρατσιστικών αντιλήψεων αποτελεί μια “αριστερή” θέση ή αίτημα. Είναι προς τιμήν της αριστεράς (και υπαρξιακή της υποχρέωση) που δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα αυτά. Αλλά αντιθέτως προς τα διάφορα λεγόμενα, είναι υποχρέωση κάθε δημοκρατικής πολιτείας, που συμμετέχει στον ΟΗΕ και έχει υπογράψει τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως σχεδόν στο σύνολο τους οι δυτικές και ευρωπαϊκές χώρες) να καταπολεμήσει με κάθε νόμιμο και θεμιτό μέσο τις ρατσιστικές διακρίσεις - και μάλιστα να επιδιώκει την ιδεολογική, πολιτική και ηθική εξόντωση των αντιλήψεων αυτών (σε αντιδιαστολή με τη φυσική εξόντωση των “κατώτερων” εχθρών του και χωρίς το μίσος προς το διαφορετικό, που πρεσβεύει ο ρατσισμός). Το οτι η δημοκρατία δεν υιοθετεί επ’ ουδενί τις ολοκληρωτικές πρακτικές των αντιπάλων της για να αμυνθεί, δεν σημαίνει οτι ανέχεται να τη διαβρώνουν συστηματικά (και χωρίς απάντηση) αντιλήψεις, που επωφελούνται από την ανεκτικότητα της, ως προς την ύπαρξη της διαφορετικής άποψης.
Σε χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, προκρίνονται μάλιστα πολιτικές που “νοθεύουν” άλλες αρχές, όπως αυτή της ίσης αντιμετώπισης των πολιτών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν στην πράξη οι παράνομες ρατσιστικές διακρίσεις, προς διάφορες μειονότητες. Για παράδειγμα, προβλέπονται ποσοστώσεις στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια ή στις προσλήψεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με κίνδυνο να καταλάβει τη θέση κάποιος με λιγότερα προσόντα από κάποιον άλλον, ακριβώς επειδή είναι ισπανόφωνος ή αφροαμερικανός. Η κοινωνική διάσταση και η ανάγκη για ενσωμάτωση εδώ προκρίνονται της αξιοκρατίας, που όμως δεν υποχωρεί ολοσχερώς, όπως ενδεχομένως θα ήθελε μια μη προοδευτική “αριστερή” αντίληψη. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς “αριστερές” τις πολιτικές αυτές (και κατ’ επέκταση και τις οργανωμένες κοινωνίες που τις υιοθετούν), αλλά ουσιαστικά προοδευτικές, στο βαθμό που προάγουν συνολικά την κοινωνία στο σύνολο της.
Η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση της διελκυστίνδας περί την τιμωρία της αθλήτριας άπτεται μιας άλλης αρχής, αυτής της αναλογικότητας της ποινής. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν μια “επιπολαιότητα” της στιγμής αξίζει να οδηγήσει στον αποκλεισμό από τη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση. Πέρα από το παρελθόν των αντιλήψεων της όπως καταγράφηκε στα social media, την απάντηση δίνει η ίδια η ζωή και οι κανόνες που έχουν τεθεί: Εάν δεν το έκανε η ΕΟΕ, θα το έκανε η ΔΟΕ, είναι βέβαιο (αυτό απαντάει άμεσα και στο αν το σχόλιο ήταν ρατσιστικό). Ανεξάρτητες και οι δύο, δεν μπορούν να ταυτίζονται άλλωστε και με την ελληνική πολιτεία, όπως προσπάθησε κουτοπόνηρα με την ερώτηση προς υπουργό (!), ο “διαπρεπής” χαστουκιστής του δημόσιου βίου (και όσοι κρυφοί ή φανεροί ακροδεξιοί συντάσσονται πίσω από τις απόψεις του).
Και σε κάθε περίπτωση, η τιμωρία δεν είχε ούτε ποινικές, ούτε άλλες (μόνιμες στο χρόνο) διαστάσεις, αλλά τη διοικητική στέρηση της συμμετοχής, σε αυτή εδώ τη διοργάνωση. Πολύ σωστά επισημάνθηκε οτι δεν έχει σημασία μόνο το περιεχόμενο (content), αλλά και το πλαίσιο (context). Κανείς δεν ζητά “πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων” από μια αθλήτρια, αλλά της ζητά να περιορίζει στην απολύτως προσωπική σφαίρα τις απόψεις της, δεδομένου οτι αποτελεί και “πρότυπο” για κάποιους. Κατ’ αναλογίαν, κανείς δεν απαγορεύει σε έναν αστυνομικό να ψηφίζει Χρυσή Αυγή, αλλά εάν δημοσιοποιεί την ιδεολογία του (πόσο μάλλον αν αυτή υπαγορεύει τις πράξεις του), η τιμωρία θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αυστηρή. Η μετακύλιση άλλωστε της “κοινωνικής ευαισθησίας” στη μη τήρηση κανόνων, είναι από τις βασικές αιτίες της πολυδιάστατης ελληνικής κρίσης.
Ως συνήθως, εγέρθηκαν διάφορες άλλες αντιρρήσεις ή αναλογίες, χωρίς αντίκρυσμα. Το αν η ελληνική κοινωνία ανέχεται ή γελάει με μια ρατσιστική διαφήμιση, το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα ή ο Κούβελος είναι φαύλοι και υποκριτές, το αν η ΔΟΕ έχει άλλα μέτρα και σταθμά για ολοκληρωτικά καθεστώτα, το αν τα ολυμπιακά ιδεώδη έχουν πνιγεί στη μίζα και στη ντόπα ή το αν αποτελεί υποκρισία να τιμωρείται ένα tweet την ώρα που συμβαίνουν (άλλα) σημεία και τέρατα στην Ελλάδα της κρίσης, αποτελούν πιθανώς θεμιτές παρατηρήσεις, αλλά στη συγκεκριμένη συζήτηση άσχετους συμψηφισμούς, υπεκφυγές ή υποκριτικές δικαιολογίες, του γνωστού τύπου “μα γιατί με γράφετε που παραβίασα το κόκκινο φανάρι, ενώ τα λαμόγια λυμαίνονται το κράτος και κλέβουν εκατομμύρια”. Όσο για την πολιτική ορθότητα, είμαστε τόσο μακριά από το να μας καταλάβει εξ ολοκλήρου, που η επίκληση της ως αρνητικό χαρακτηριστικό των χειρισμών, αποτελεί άλλη μια προσπάθεια που θυμίζει τον Χριστόδουλο να ξορκίζει τις προοδευτικές αντιλήψεις με το νεολογισμό “φωταδιστές”.
Αντιθέτως, κατά την ταπεινή μου άποψη, η τιμωρία αυτή έχει συμβολικό και παιδευτικό χαρακτήρα. Αγγίζοντας ένα τεράστιο κοινό, υπηρετεί μια πολύ βασική λειτουργία: Μέσα σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από τον καφενειακό διάλογο, την όξυνση ενός “φανατισμού των άκρων” και το απόλυτο ξεχαρβάλωμα σε αρχές και αξίες, οι ρατσιστικές διακρίσεις, έστω και ως “αφελείς ανεκδοτολογικοί υπαινιγμοί”, πρέπει να έχουν κόστος γι αυτόν που τις προπαγανδίζει. Ανησυχητικό είναι οτι με τις αντιδράσεις της, η κοινωνία δείχνει την έλλειψη ωριμότητας της, όσο και τον βαθμό συνειδητοποίησης που έχει για τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε σχέση με τον κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας μας, με αφορμή και την κρίση. Χαρακτηριστικό των αντιλήψεων αυτών, όπως φάνηκε άλλωστε και από την αναδίπλωση (αλλά και τη γενικότερη πολιτεία των χρυσαυγιτών) είναι η υποκρισία και η επίσημη άρνηση των απόψεων, αλλά και της ηθικής ή φυσικής αυτουργίας σε εγκληματικές πράξεις, γι αυτό και η απάντηση πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική και “μη ανεκτική”. Κανένα δικαιώμα δεν προασπίζεται με την καταπάτηση άλλου δικαιώματος και η μειονότητα που επιδιώκει τον αφανισμό των άλλων μειονοτήτων, δεν δικαιούται καμίας προστασίας.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις επιφυλάξεις πολλών σκεπτομένων ανθρώπων, οτι ο αντίκτυπος μιας “λάθος πολιτικής” μπορεί να είναι η ενδυνάμωση των ρατσιστικών, μισαλλόδοξων, ξενοφοβικών και εν τέλει φασιστικών αντιλήψεων. Απαντώ οτι ακόμα και στην πολιτική, δεν μπορεί να είναι όλα “πολιτική”. Και οτι ο “τακτικισμός της ανοχής” ούτε δείχνει να αποδίδει, αλλά ούτε μπορεί και να είναι ο οδηγός μας. Κάποιες φορές, η επίσημη αντίδραση πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από τις αρχές μας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Κι ας παραβλέπουμε πιθανώς άλλες αρχές - αυτές πρέπει να ανακτήσουμε κι όχι να ισοπεδώσουμε “προς τα κάτω”.
Κάποτε, στην εποχή της άνθησης της μεταπολιτευτικής μας φούσκας, ένας “διαπρεπής” εκπρόσωπος των κοινωνικών εταίρων, ζήτησε την ερμηνεία μου γιατί ο Σημίτης “άνοιξε τώρα αυτό το αυτοκαταστροφικό μέτωπο με τους παπάδες, για ένα τόσο ασήμαντο ζήτημα, όπως οι ταυτότητες”. Διαβρωμένος όπως ήταν από τη μικροπολιτική, δεν μπορούσε να φανταστεί την απάντηση μου: “Μήπως γιατί έχουμε αργήσει τραγικά να το κάνουμε, ως χώρα; Και μήπως γιατί, πολύ απλά, πιστεύει οτι αυτό πρέπει να γίνει;”
H φωτό είναι από το www.belfastglobe.co.uk και το εξώφυλλο από το www.israbox.com
Το post συνοδεύεται από το "Sitting On The Dock Of The Bay", στη διασκευή της Γιαπωνεζο-βραζιλιάνας Lisa Ono.
Κι ας χτίσουμε τον συλλογισμό μας από τα βασικά:
Ρατσισμός (ή καλύτερα ακόμα ρατσιστικές διακρίσεις, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ) είναι το σύνολο των συμπεριφορών που αποβλέπουν στο να απαξιώσουν μια φυλή ή μια εθνική/κοινωνική ομάδα, συνολικά. Κοινώς, να επικρίνουν έναν άνθρωπο για πράγματα τα οποία έχει κληρονομήσει ή δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς να υποστεί βιασμό ή αλλοίωση της ύπαρξης του: Το χρώμα του δέρματος του, την εθνική, φυλετική ή θρησκευτική του καταγωγή, την παιδεία που έλαβε ως παιδί, τις σεξουαλικές του επιθυμίες, το ύψος του κορμιού του ή το χρώμα των ματιών του.
Ρατσισμός δεν είναι να επικρίνεις μια ομάδα ανθρώπων ή μια οργανωμένη κοινωνία, για τις συλλογικές (ή κατά περίπτωση ατομικές) της συμπεριφορές, που είναι αποτέλεσμα επιλογών. Για παράδειγμα, μπορεί (δικαίως ή αδίκως) να επικρίνει κανείς τους Γερμανούς γιατί εξέλεξαν τη Μέρκελ (ή παλαιότερα τον Χίτλερ), λαϊκές πλειοψηφίες της Ανατολής γιατί επιτρέπουν ή ενθαρρύνουν τον θρησκευτικό εξτρεμισμό ή τους Έλληνες γιατί είναι κατά τεράστιο ποσοστό αγύμναστοι ή ωθούν τα παιδιά τους στην παχυσαρκία. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς συνύπαρξης και συνεργασίας, μπορείς κανείς να ζητήσει (συνήθως το κάνει μόνη της η ζωή) να υποστούν και τις συνέπειες της συλλογικής τους ευθύνης, ιδίως αν έχουν αναλάβει διαφορετικές υποχρεώσεις. Το να ισοπεδώνεις συνολικά όμως και να θεωρείς κάθε Έλληνα a priori αγύμναστο ή τεμπέλη με τη διατροφή των παιδιών του, επειδή αυτή μπορεί να είναι η γενική κοινωνική τάση, αποτελεί καταφανώς προκατάληψη - και άρα ρατσιστική διάκριση. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση ή συμπεριφορά.
Στην περίπτωση της αθλήτριας που αποκλείστηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, εγέρθηκαν πολλές αντιρρήσεις, που έχουν σχέση με την ελευθερία του λόγου ή των ιδεών. Μόνο που η ελευθερία του (δημόσιου) λόγου έχει τους περιορισμούς της, ειδικά όταν αφορά άτομα με δημόσιο ρόλο. Στις αντιρρήσεις αυτές, παραβλέπεται οτι οι αθλητές έχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, όταν συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το γεγονός οτι διάφορες επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες είναι υποχρεωμένες να αυτοπεριοριστούν, όταν εκτελούν ένα κοινωνικό λειτούργημα, εκπροσωπούν το σύνολο του λαού ή απολαμβάνουν ιδιαιτέρων προνομίων. Για παράδειγμα, οι αξιωματικοί, οι δικαστές και οι αρχιερείς δεν δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη θέση τους για να εκφράσουν δημοσίως πολιτικές (πόσο μάλλον ρατσιστικές) απόψεις και να επηρεάσουν με αυτές - παρά το γεγονός οτι ειδικά οι τελευταίοι έχουν παραβιάσει ανοίκεια, πολλές φορές κατά το παρελθόν, τη δέσμευση που απορρέει από τον ευαίσθητο ρόλο τους.
Μια αλλη πλάνη που κυκλοφόρησε πολύ είναι οτι η καταπολέμηση των ρατσιστικών αντιλήψεων αποτελεί μια “αριστερή” θέση ή αίτημα. Είναι προς τιμήν της αριστεράς (και υπαρξιακή της υποχρέωση) που δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα αυτά. Αλλά αντιθέτως προς τα διάφορα λεγόμενα, είναι υποχρέωση κάθε δημοκρατικής πολιτείας, που συμμετέχει στον ΟΗΕ και έχει υπογράψει τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως σχεδόν στο σύνολο τους οι δυτικές και ευρωπαϊκές χώρες) να καταπολεμήσει με κάθε νόμιμο και θεμιτό μέσο τις ρατσιστικές διακρίσεις - και μάλιστα να επιδιώκει την ιδεολογική, πολιτική και ηθική εξόντωση των αντιλήψεων αυτών (σε αντιδιαστολή με τη φυσική εξόντωση των “κατώτερων” εχθρών του και χωρίς το μίσος προς το διαφορετικό, που πρεσβεύει ο ρατσισμός). Το οτι η δημοκρατία δεν υιοθετεί επ’ ουδενί τις ολοκληρωτικές πρακτικές των αντιπάλων της για να αμυνθεί, δεν σημαίνει οτι ανέχεται να τη διαβρώνουν συστηματικά (και χωρίς απάντηση) αντιλήψεις, που επωφελούνται από την ανεκτικότητα της, ως προς την ύπαρξη της διαφορετικής άποψης.
Σε χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, προκρίνονται μάλιστα πολιτικές που “νοθεύουν” άλλες αρχές, όπως αυτή της ίσης αντιμετώπισης των πολιτών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν στην πράξη οι παράνομες ρατσιστικές διακρίσεις, προς διάφορες μειονότητες. Για παράδειγμα, προβλέπονται ποσοστώσεις στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια ή στις προσλήψεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με κίνδυνο να καταλάβει τη θέση κάποιος με λιγότερα προσόντα από κάποιον άλλον, ακριβώς επειδή είναι ισπανόφωνος ή αφροαμερικανός. Η κοινωνική διάσταση και η ανάγκη για ενσωμάτωση εδώ προκρίνονται της αξιοκρατίας, που όμως δεν υποχωρεί ολοσχερώς, όπως ενδεχομένως θα ήθελε μια μη προοδευτική “αριστερή” αντίληψη. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς “αριστερές” τις πολιτικές αυτές (και κατ’ επέκταση και τις οργανωμένες κοινωνίες που τις υιοθετούν), αλλά ουσιαστικά προοδευτικές, στο βαθμό που προάγουν συνολικά την κοινωνία στο σύνολο της.
Η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση της διελκυστίνδας περί την τιμωρία της αθλήτριας άπτεται μιας άλλης αρχής, αυτής της αναλογικότητας της ποινής. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν μια “επιπολαιότητα” της στιγμής αξίζει να οδηγήσει στον αποκλεισμό από τη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση. Πέρα από το παρελθόν των αντιλήψεων της όπως καταγράφηκε στα social media, την απάντηση δίνει η ίδια η ζωή και οι κανόνες που έχουν τεθεί: Εάν δεν το έκανε η ΕΟΕ, θα το έκανε η ΔΟΕ, είναι βέβαιο (αυτό απαντάει άμεσα και στο αν το σχόλιο ήταν ρατσιστικό). Ανεξάρτητες και οι δύο, δεν μπορούν να ταυτίζονται άλλωστε και με την ελληνική πολιτεία, όπως προσπάθησε κουτοπόνηρα με την ερώτηση προς υπουργό (!), ο “διαπρεπής” χαστουκιστής του δημόσιου βίου (και όσοι κρυφοί ή φανεροί ακροδεξιοί συντάσσονται πίσω από τις απόψεις του).
Και σε κάθε περίπτωση, η τιμωρία δεν είχε ούτε ποινικές, ούτε άλλες (μόνιμες στο χρόνο) διαστάσεις, αλλά τη διοικητική στέρηση της συμμετοχής, σε αυτή εδώ τη διοργάνωση. Πολύ σωστά επισημάνθηκε οτι δεν έχει σημασία μόνο το περιεχόμενο (content), αλλά και το πλαίσιο (context). Κανείς δεν ζητά “πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων” από μια αθλήτρια, αλλά της ζητά να περιορίζει στην απολύτως προσωπική σφαίρα τις απόψεις της, δεδομένου οτι αποτελεί και “πρότυπο” για κάποιους. Κατ’ αναλογίαν, κανείς δεν απαγορεύει σε έναν αστυνομικό να ψηφίζει Χρυσή Αυγή, αλλά εάν δημοσιοποιεί την ιδεολογία του (πόσο μάλλον αν αυτή υπαγορεύει τις πράξεις του), η τιμωρία θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αυστηρή. Η μετακύλιση άλλωστε της “κοινωνικής ευαισθησίας” στη μη τήρηση κανόνων, είναι από τις βασικές αιτίες της πολυδιάστατης ελληνικής κρίσης.
Ως συνήθως, εγέρθηκαν διάφορες άλλες αντιρρήσεις ή αναλογίες, χωρίς αντίκρυσμα. Το αν η ελληνική κοινωνία ανέχεται ή γελάει με μια ρατσιστική διαφήμιση, το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα ή ο Κούβελος είναι φαύλοι και υποκριτές, το αν η ΔΟΕ έχει άλλα μέτρα και σταθμά για ολοκληρωτικά καθεστώτα, το αν τα ολυμπιακά ιδεώδη έχουν πνιγεί στη μίζα και στη ντόπα ή το αν αποτελεί υποκρισία να τιμωρείται ένα tweet την ώρα που συμβαίνουν (άλλα) σημεία και τέρατα στην Ελλάδα της κρίσης, αποτελούν πιθανώς θεμιτές παρατηρήσεις, αλλά στη συγκεκριμένη συζήτηση άσχετους συμψηφισμούς, υπεκφυγές ή υποκριτικές δικαιολογίες, του γνωστού τύπου “μα γιατί με γράφετε που παραβίασα το κόκκινο φανάρι, ενώ τα λαμόγια λυμαίνονται το κράτος και κλέβουν εκατομμύρια”. Όσο για την πολιτική ορθότητα, είμαστε τόσο μακριά από το να μας καταλάβει εξ ολοκλήρου, που η επίκληση της ως αρνητικό χαρακτηριστικό των χειρισμών, αποτελεί άλλη μια προσπάθεια που θυμίζει τον Χριστόδουλο να ξορκίζει τις προοδευτικές αντιλήψεις με το νεολογισμό “φωταδιστές”.
Αντιθέτως, κατά την ταπεινή μου άποψη, η τιμωρία αυτή έχει συμβολικό και παιδευτικό χαρακτήρα. Αγγίζοντας ένα τεράστιο κοινό, υπηρετεί μια πολύ βασική λειτουργία: Μέσα σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από τον καφενειακό διάλογο, την όξυνση ενός “φανατισμού των άκρων” και το απόλυτο ξεχαρβάλωμα σε αρχές και αξίες, οι ρατσιστικές διακρίσεις, έστω και ως “αφελείς ανεκδοτολογικοί υπαινιγμοί”, πρέπει να έχουν κόστος γι αυτόν που τις προπαγανδίζει. Ανησυχητικό είναι οτι με τις αντιδράσεις της, η κοινωνία δείχνει την έλλειψη ωριμότητας της, όσο και τον βαθμό συνειδητοποίησης που έχει για τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε σχέση με τον κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας μας, με αφορμή και την κρίση. Χαρακτηριστικό των αντιλήψεων αυτών, όπως φάνηκε άλλωστε και από την αναδίπλωση (αλλά και τη γενικότερη πολιτεία των χρυσαυγιτών) είναι η υποκρισία και η επίσημη άρνηση των απόψεων, αλλά και της ηθικής ή φυσικής αυτουργίας σε εγκληματικές πράξεις, γι αυτό και η απάντηση πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική και “μη ανεκτική”. Κανένα δικαιώμα δεν προασπίζεται με την καταπάτηση άλλου δικαιώματος και η μειονότητα που επιδιώκει τον αφανισμό των άλλων μειονοτήτων, δεν δικαιούται καμίας προστασίας.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις επιφυλάξεις πολλών σκεπτομένων ανθρώπων, οτι ο αντίκτυπος μιας “λάθος πολιτικής” μπορεί να είναι η ενδυνάμωση των ρατσιστικών, μισαλλόδοξων, ξενοφοβικών και εν τέλει φασιστικών αντιλήψεων. Απαντώ οτι ακόμα και στην πολιτική, δεν μπορεί να είναι όλα “πολιτική”. Και οτι ο “τακτικισμός της ανοχής” ούτε δείχνει να αποδίδει, αλλά ούτε μπορεί και να είναι ο οδηγός μας. Κάποιες φορές, η επίσημη αντίδραση πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από τις αρχές μας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Κι ας παραβλέπουμε πιθανώς άλλες αρχές - αυτές πρέπει να ανακτήσουμε κι όχι να ισοπεδώσουμε “προς τα κάτω”.
Κάποτε, στην εποχή της άνθησης της μεταπολιτευτικής μας φούσκας, ένας “διαπρεπής” εκπρόσωπος των κοινωνικών εταίρων, ζήτησε την ερμηνεία μου γιατί ο Σημίτης “άνοιξε τώρα αυτό το αυτοκαταστροφικό μέτωπο με τους παπάδες, για ένα τόσο ασήμαντο ζήτημα, όπως οι ταυτότητες”. Διαβρωμένος όπως ήταν από τη μικροπολιτική, δεν μπορούσε να φανταστεί την απάντηση μου: “Μήπως γιατί έχουμε αργήσει τραγικά να το κάνουμε, ως χώρα; Και μήπως γιατί, πολύ απλά, πιστεύει οτι αυτό πρέπει να γίνει;”
H φωτό είναι από το www.belfastglobe.co.uk και το εξώφυλλο από το www.israbox.com
Το post συνοδεύεται από το "Sitting On The Dock Of The Bay", στη διασκευή της Γιαπωνεζο-βραζιλιάνας Lisa Ono.