28.7.12

O ρατσισμός και άλλα στο δημόσιο διάλογο

Ας αρχίσουμε με την παραδοχή πως οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις και απόψεις, είναι πάντοτε οι κοντινότερες στις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων. Και με μια παρατήρηση για το πόσο δύσκολος είναι ο δημόσιος διάλογος, σε αυτή την κοινωνία, που αρέσκεται στην αντίδραση για την αντίδραση - και γενικά διακρίνεται από τις μεσογειακές παθογένειες.


Κι ας χτίσουμε τον συλλογισμό μας από τα βασικά:
Ρατσισμός (ή καλύτερα ακόμα ρατσιστικές διακρίσεις, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ) είναι το σύνολο των συμπεριφορών που αποβλέπουν στο να απαξιώσουν μια φυλή ή μια εθνική/κοινωνική ομάδα, συνολικά. Κοινώς, να επικρίνουν έναν άνθρωπο για πράγματα τα οποία έχει κληρονομήσει ή δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς να υποστεί βιασμό ή αλλοίωση της ύπαρξης του: Το χρώμα του δέρματος του, την εθνική, φυλετική ή θρησκευτική του καταγωγή, την παιδεία που έλαβε ως παιδί, τις σεξουαλικές του επιθυμίες, το ύψος του κορμιού του ή το χρώμα των ματιών του.

Ρατσισμός δεν είναι να επικρίνεις μια ομάδα ανθρώπων ή μια οργανωμένη κοινωνία, για τις συλλογικές (ή κατά περίπτωση ατομικές) της συμπεριφορές, που είναι αποτέλεσμα επιλογών. Για παράδειγμα, μπορεί (δικαίως ή αδίκως) να επικρίνει κανείς τους Γερμανούς γιατί εξέλεξαν τη Μέρκελ (ή παλαιότερα τον Χίτλερ), λαϊκές πλειοψηφίες της Ανατολής γιατί επιτρέπουν ή ενθαρρύνουν τον θρησκευτικό εξτρεμισμό ή τους Έλληνες γιατί είναι κατά τεράστιο ποσοστό αγύμναστοι ή ωθούν τα παιδιά τους στην παχυσαρκία. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ή της διεθνούς συνύπαρξης και συνεργασίας, μπορείς κανείς να ζητήσει (συνήθως το κάνει μόνη της η ζωή) να υποστούν και τις συνέπειες της συλλογικής τους ευθύνης, ιδίως αν έχουν αναλάβει διαφορετικές υποχρεώσεις. Το να ισοπεδώνεις συνολικά όμως και να θεωρείς κάθε Έλληνα a priori αγύμναστο ή τεμπέλη με τη διατροφή των παιδιών του, επειδή αυτή μπορεί να είναι η γενική κοινωνική τάση, αποτελεί καταφανώς προκατάληψη - και άρα ρατσιστική διάκριση. Το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε άλλη κοινωνική εκδήλωση ή συμπεριφορά.

Στην περίπτωση της αθλήτριας που αποκλείστηκε από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, εγέρθηκαν πολλές αντιρρήσεις, που έχουν σχέση με την ελευθερία του λόγου ή των ιδεών. Μόνο που η ελευθερία του (δημόσιου) λόγου έχει τους περιορισμούς της, ειδικά όταν αφορά άτομα με δημόσιο ρόλο. Στις αντιρρήσεις αυτές, παραβλέπεται οτι οι αθλητές έχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις, όταν συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και το γεγονός οτι διάφορες επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες είναι υποχρεωμένες να αυτοπεριοριστούν, όταν εκτελούν ένα κοινωνικό λειτούργημα, εκπροσωπούν το σύνολο του λαού ή απολαμβάνουν ιδιαιτέρων προνομίων. Για παράδειγμα, οι αξιωματικοί, οι δικαστές και οι αρχιερείς δεν δικαιούνται να χρησιμοποιούν τη θέση τους για να εκφράσουν δημοσίως πολιτικές (πόσο μάλλον ρατσιστικές) απόψεις και να επηρεάσουν με αυτές - παρά το γεγονός οτι ειδικά οι τελευταίοι έχουν παραβιάσει ανοίκεια, πολλές φορές κατά το παρελθόν, τη δέσμευση που απορρέει από τον ευαίσθητο ρόλο τους.

Μια αλλη πλάνη που κυκλοφόρησε πολύ είναι οτι η καταπολέμηση των ρατσιστικών αντιλήψεων αποτελεί μια “αριστερή” θέση ή αίτημα. Είναι προς τιμήν της αριστεράς (και υπαρξιακή της υποχρέωση) που δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα αυτά. Αλλά αντιθέτως προς τα διάφορα λεγόμενα, είναι υποχρέωση κάθε δημοκρατικής πολιτείας, που συμμετέχει στον ΟΗΕ και έχει υπογράψει τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως σχεδόν στο σύνολο τους οι δυτικές και ευρωπαϊκές χώρες) να καταπολεμήσει με κάθε νόμιμο και θεμιτό μέσο τις ρατσιστικές διακρίσεις - και μάλιστα να επιδιώκει την ιδεολογική, πολιτική και ηθική εξόντωση των αντιλήψεων αυτών (σε αντιδιαστολή με τη φυσική εξόντωση των “κατώτερων” εχθρών του και χωρίς το μίσος προς το διαφορετικό, που πρεσβεύει ο ρατσισμός). Το οτι η δημοκρατία δεν υιοθετεί επ’ ουδενί τις ολοκληρωτικές πρακτικές των αντιπάλων της για να αμυνθεί, δεν σημαίνει οτι ανέχεται να τη διαβρώνουν συστηματικά (και χωρίς απάντηση) αντιλήψεις, που επωφελούνται από την ανεκτικότητα της, ως προς την ύπαρξη της διαφορετικής άποψης.

Σε χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, προκρίνονται μάλιστα πολιτικές που “νοθεύουν” άλλες αρχές, όπως αυτή της ίσης αντιμετώπισης των πολιτών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν στην πράξη οι παράνομες ρατσιστικές διακρίσεις, προς διάφορες μειονότητες. Για παράδειγμα, προβλέπονται ποσοστώσεις στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια ή στις προσλήψεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με κίνδυνο να καταλάβει τη θέση κάποιος με λιγότερα προσόντα από κάποιον άλλον, ακριβώς επειδή είναι ισπανόφωνος ή αφροαμερικανός. Η κοινωνική διάσταση και η ανάγκη για ενσωμάτωση εδώ προκρίνονται της αξιοκρατίας, που όμως δεν υποχωρεί ολοσχερώς, όπως ενδεχομένως θα ήθελε μια μη προοδευτική “αριστερή” αντίληψη. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς “αριστερές” τις πολιτικές αυτές (και κατ’ επέκταση και τις οργανωμένες κοινωνίες που τις υιοθετούν), αλλά ουσιαστικά προοδευτικές, στο βαθμό που προάγουν συνολικά την κοινωνία στο σύνολο της.

Η πιο ενδιαφέρουσα διάσταση της διελκυστίνδας περί την τιμωρία της αθλήτριας άπτεται μιας άλλης αρχής, αυτής της αναλογικότητας της ποινής. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν μια “επιπολαιότητα” της στιγμής αξίζει να οδηγήσει στον αποκλεισμό από τη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση. Πέρα από το παρελθόν των αντιλήψεων της όπως καταγράφηκε στα social media, την απάντηση δίνει η ίδια η ζωή και οι κανόνες που έχουν τεθεί: Εάν δεν το έκανε η ΕΟΕ, θα το έκανε η ΔΟΕ, είναι βέβαιο (αυτό απαντάει άμεσα και στο αν το σχόλιο ήταν ρατσιστικό). Ανεξάρτητες και οι δύο, δεν μπορούν να ταυτίζονται άλλωστε και με την ελληνική πολιτεία, όπως προσπάθησε κουτοπόνηρα με την ερώτηση προς υπουργό (!), ο “διαπρεπής” χαστουκιστής του δημόσιου βίου (και όσοι κρυφοί ή φανεροί ακροδεξιοί συντάσσονται πίσω από τις απόψεις του).

Και σε κάθε περίπτωση, η τιμωρία δεν είχε ούτε ποινικές, ούτε άλλες (μόνιμες στο χρόνο) διαστάσεις, αλλά τη διοικητική στέρηση της συμμετοχής, σε αυτή εδώ τη διοργάνωση. Πολύ σωστά επισημάνθηκε οτι δεν έχει σημασία μόνο το περιεχόμενο (content), αλλά και το πλαίσιο (context). Κανείς δεν ζητά “πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων” από μια αθλήτρια, αλλά της ζητά να περιορίζει στην απολύτως προσωπική σφαίρα τις απόψεις της, δεδομένου οτι αποτελεί και “πρότυπο” για κάποιους. Κατ’ αναλογίαν, κανείς δεν απαγορεύει σε έναν αστυνομικό να ψηφίζει Χρυσή Αυγή, αλλά εάν δημοσιοποιεί την ιδεολογία του (πόσο μάλλον αν αυτή υπαγορεύει τις πράξεις του), η τιμωρία θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αυστηρή. Η μετακύλιση άλλωστε της “κοινωνικής ευαισθησίας” στη μη τήρηση κανόνων, είναι από τις βασικές αιτίες της πολυδιάστατης ελληνικής κρίσης.

Ως συνήθως, εγέρθηκαν διάφορες άλλες αντιρρήσεις ή αναλογίες, χωρίς αντίκρυσμα. Το αν η ελληνική κοινωνία ανέχεται ή γελάει με μια ρατσιστική διαφήμιση, το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα ή ο Κούβελος είναι φαύλοι και υποκριτές, το αν η ΔΟΕ έχει άλλα μέτρα και σταθμά για ολοκληρωτικά καθεστώτα, το αν τα ολυμπιακά ιδεώδη έχουν πνιγεί στη μίζα και στη ντόπα ή το αν αποτελεί υποκρισία να τιμωρείται ένα tweet την ώρα που συμβαίνουν (άλλα) σημεία και τέρατα στην Ελλάδα της κρίσης, αποτελούν πιθανώς θεμιτές παρατηρήσεις, αλλά στη συγκεκριμένη συζήτηση άσχετους συμψηφισμούς, υπεκφυγές ή υποκριτικές δικαιολογίες, του γνωστού τύπου “μα γιατί με γράφετε που παραβίασα το κόκκινο φανάρι, ενώ τα λαμόγια λυμαίνονται το κράτος και κλέβουν εκατομμύρια”. Όσο για την πολιτική ορθότητα, είμαστε τόσο μακριά από το να μας καταλάβει εξ ολοκλήρου, που η επίκληση της ως αρνητικό χαρακτηριστικό των χειρισμών, αποτελεί άλλη μια προσπάθεια που θυμίζει τον Χριστόδουλο να ξορκίζει τις προοδευτικές αντιλήψεις με το νεολογισμό “φωταδιστές”.

Αντιθέτως, κατά την ταπεινή μου άποψη, η τιμωρία αυτή έχει συμβολικό και παιδευτικό χαρακτήρα. Αγγίζοντας ένα τεράστιο κοινό, υπηρετεί μια πολύ βασική λειτουργία: Μέσα σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από τον καφενειακό διάλογο, την όξυνση ενός “φανατισμού των άκρων” και το απόλυτο ξεχαρβάλωμα σε αρχές και αξίες, οι ρατσιστικές διακρίσεις, έστω και ως “αφελείς ανεκδοτολογικοί υπαινιγμοί”, πρέπει να έχουν κόστος γι αυτόν που τις προπαγανδίζει. Ανησυχητικό είναι οτι με τις αντιδράσεις της, η κοινωνία δείχνει την έλλειψη ωριμότητας της, όσο και τον βαθμό συνειδητοποίησης που έχει για τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε σχέση με τον κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας μας, με αφορμή και την κρίση. Χαρακτηριστικό των αντιλήψεων αυτών, όπως φάνηκε άλλωστε και από την αναδίπλωση (αλλά και τη γενικότερη πολιτεία των χρυσαυγιτών) είναι η υποκρισία και η επίσημη άρνηση των απόψεων, αλλά και της ηθικής ή φυσικής αυτουργίας σε εγκληματικές πράξεις, γι αυτό και η απάντηση πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική και “μη ανεκτική”. Κανένα δικαιώμα δεν προασπίζεται με την καταπάτηση άλλου δικαιώματος και η μειονότητα που επιδιώκει τον αφανισμό των άλλων μειονοτήτων, δεν δικαιούται καμίας προστασίας.

Αντιλαμβάνομαι πλήρως τις επιφυλάξεις πολλών σκεπτομένων ανθρώπων, οτι ο αντίκτυπος μιας “λάθος πολιτικής” μπορεί να είναι η ενδυνάμωση των ρατσιστικών, μισαλλόδοξων, ξενοφοβικών και εν τέλει φασιστικών αντιλήψεων. Απαντώ οτι ακόμα και στην πολιτική, δεν μπορεί να είναι όλα “πολιτική”. Και οτι ο “τακτικισμός της ανοχής” ούτε δείχνει να αποδίδει, αλλά ούτε μπορεί και να είναι ο οδηγός μας. Κάποιες φορές, η επίσημη αντίδραση πρέπει να διέπεται αποκλειστικά από τις αρχές μας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Κι ας παραβλέπουμε πιθανώς άλλες αρχές - αυτές πρέπει να ανακτήσουμε κι όχι να ισοπεδώσουμε “προς τα κάτω”.

Κάποτε, στην εποχή της άνθησης της μεταπολιτευτικής μας φούσκας, ένας “διαπρεπής” εκπρόσωπος των κοινωνικών εταίρων, ζήτησε την ερμηνεία μου γιατί ο Σημίτης “άνοιξε τώρα αυτό το αυτοκαταστροφικό μέτωπο με τους παπάδες, για ένα τόσο ασήμαντο ζήτημα, όπως οι ταυτότητες”. Διαβρωμένος όπως ήταν από τη μικροπολιτική, δεν μπορούσε να φανταστεί την απάντηση μου: “Μήπως γιατί έχουμε αργήσει τραγικά να το κάνουμε, ως χώρα; Και μήπως γιατί, πολύ απλά, πιστεύει οτι αυτό πρέπει να γίνει;”












H φωτό είναι από το www.belfastglobe.co.uk και το εξώφυλλο από το www.israbox.com


Το post συνοδεύεται από το "Sitting On The Dock Of The Bay", στη διασκευή της Γιαπωνεζο-βραζιλιάνας Lisa Ono.


buzz it!

24.7.12

Επιμένοντας στη Σαντορίνη

Όπως (σχεδόν) κάθε χρόνο (κι επειδή πέρσυ έκανα απουσία), επιστρέφω με ακόμα μεγαλύτερο κέφι σε ένα από τα αγαπημένα μαγαζιά της ζωής μας, που επιμένουν ακόμη.

Μια βραδιά στο Casablanca Soul λοιπόν, για όσους βρεθούν στο νησί αυτές τις μέρες, με jazz, funk soul και rock και τα vibes της παλιάς Σαντορίνης.















Η αφίσα είναι από το Casablanca (σε μεταποίηση αφίσας από το περιοδικό "Αν") και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από μια απίστευτη εκτέλεση του "Fly Me To The Moon" από την Αμερικανίδα Lyn Collins.

buzz it!

13.7.12

H φούσκα της ισοπέδωσης...

O παρκαδόρος από την Αλβανία ήταν τουλάχιστον ειλικρινής, την ώρα που κολλούσε ένα τεράστιο “Πωλείται”, στο πίσω τζάμι της ασημένιας κουπέ BMW του: “Αυτά τα πράγματα τα κάνεις - και μετά τα μετανοιώνεις. Τότε που το αγόρασα, μεταχειρισμένο, το 2004, βγάζαμε όλοι λεφτά. Είκοσι χιλιάδες το πήρα. Τώρα, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο. Εμείς οι Αλβανοί, είμαστε τρελλοί με τα αυτοκίνητα, μόλις βγαίνει στην έκθεση, πάμε και το αγοράζουμε. Και όλοι θέλουνε το καλύτερο, τουλάχιστον Μερσεντές.”

Αναρωτήθηκα αν η βαλκανική φούσκα που μου περιέγραφε, είχε μεγάλες διαφορές από τη δική μας. Μόλις την περασμένη Κυριακή το βράδυ, μετρούσα τα πολυτελή αυτοκίνητα, που σχημάτιζαν ουρές, μετά από μια έξοδο λόγω και του καύσωνα, στην είσοδο της Αθήνας. Αν και η κρίση έχει σαφώς μειώσει τη χρήση τους (όπως έχει λύσει αρκετά προβλήματα σε σχέση με το κυκλοφοριακό και την ενεργειακή σπατάλη, λόγω ακρίβειας καυσίμων), υπάρχουν ακόμα αρκετά στους δρόμους, έστω εκ περιτροπής. Άλλωστε, ειναι λογικό, όσα κι αν πουλήθηκαν σε μάντρες ή στο εξωτερικό, τα περισσότερα παραμένουν στα χέρια των κατόχων τους. Όσοι δεν μπορούν να τα πουλήσουν, χωρίς να τα “σκοτώσουν”, αναγκαστικά τα χρησιμοποιούν περιορισμένα, προσπαθώντας να διασώσουν το προηγούμενο επίπεδο αυτοκίνησης τους. Αν πάλι έχουν μαύρα (ή νόμιμα) λεφτά στο πλάι, δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα...

Πριν από μήνες, είχα μια “χαριτωμένη” αντιπαράθεση, με νέο συνάδελφο, οικονομικό συντάκτη, που χρησιμοποιούσε το δημοσιογραφικό κλισέ, για “τεκμήρια-φωτιά”, σε σχέση με τα ΙΧ. Αναρωτήθηκα αν είναι παράλογο να πρέπει να δηλώνεις ένα ελάχιστο εισόδημα των 8.800 ευρώ το χρόνο, αν θέλεις να έχεις ένα (σχετικά καινούργιο) αυτοκίνητο δύο χιλιάδων κυβικών εκατοστών. Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: “Μα αφού είμαι άνεργος ή υποαπασχολούμενος, δεν τα βγάζω τα λεφτά...” “Και πρέπει να έχεις ένα δίλιτρο αυτοκίνητο, όταν είσαι άνεργος;” “Όχι, αλλά αφού αυτό έχω, δεν μπορώ να το πουλήσω - και το χρειάζομαι”...

Η ιδέα οτι μπορεί να στερηθείς το ΙΧ, όταν περνάς τόσες οικονομικές δυσκολίες, ήταν εκτός συζήτησης. Ούτε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς υπήρχαν, ούτε η (έστω με δυσμενείς όρους) αντικατάσταση με κάτι μικρότερο. Στην ουσία, ξεδιπλωνόταν το πώς η ελληνική κοινωνία αυτοπαγιδεύτηκε, ζώντας “πέρα από το πάπλωμα” της.

Δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, έκαναν κατάχρηση στο κινητό και στο αυτοκίνητο (για να μην πούμε για το ακίνητο, που εξασφαλίστηκε ως επί το πλείστον με μαύρα λεφτά και χτίστηκε χωρίς ασφαλιστικές εισφορές και την πρέπουσα φορολόγηση). Χιλιάδες τζιπ και σεντάν μεγάλου κυβισμού αγοράστηκαν, με το πρόσχημα του “γερού αυτοκινήτου” και της “ασφαλούς οδήγησης”. Εντάξει, τα τζιποειδή ταιριάζουν στην Ελλάδα της λακούβας, του “καβαλάω το πεζοδρόμιο” και του χωματόδρομου στα νησιά, αλλά μήπως η επίδειξη μέτρησε περισσότερο; Και μήπως τώρα βρεθήκαμε (σχεδόν) όλοι, με οχήματα που δεν μπορούμε να τα συντηρήσουμε, φτάνοντας ακόμα και στο εγκληματικό κόψμο της ασφάλειας, γιατί αρνούμαστε να τα παρκάρουμε, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, που παραδίδουν τις πινακίδες;

Αν η απόκτηση ενός καλού αυτοκινήτου ήταν κάποτε ένα αίτημα, για (μεταξύ άλλων) ανανέωση του γερασμένου μας στόλου και μια ένδειξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μήπως σήμερα ανακαλύπτουμε την αμετροέπεια μας - και την έλλειψη πρόβλεψης, ώστε να μην αιμορραγούμε με τόσες πολλές εισαγωγές; Η υπόθεση “αυτοκίνητο” στην Ελλάδα είναι πονεμένη - κι έχει πολλά υπανάπυκτα και φαλλοκρατικά χαρακτηριστικά, αλλά τελικά, υποκρύπτει μια ευρύτερη προβληματική νοοτροπία.

Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης, μαζί με το “του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει”, ανέδειξε και την πλήρη ισοπέδωση της αξιοκρατίας και της ανταπόδοσης. Όλοι, πολύ απλά, είχαν δικαίωμα στα πάντα. Εντάξει, πάρα πολλοί πλούτισαν με “αρπαχτές”, λαμογιές και φοροδιαφυγή - και φρόντισαν να επιδείξουν το νεοπλουτισμό τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως, οτι οποιοσδήποτε εργαζόταν σε μια ΔΕΚΟ, είχε δεν είχε τα προσόντα, εδικαιούτο να έχει έναν μισθό (τουλάχιστον) διευθυντή ή στελέχους. Το να έχουν άνθρωποι με στοιχειώδη εκπαίδευση (και χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή ικανότητες) μισθούς μερικών χιλιάδων ευρώ και να αισθάνονται οτι δικαιούνται τη ζωή του εύπορου αστού, με το εξοχικό και το ακριβό αυτοκίνητο, αποτέλεσε τη χαριστική βολή, σε μια κοινωνία που δεν έβαλε ποτέ κανόνες και αξιολόγηση στη ζωή της.

Με την χαρακτηριστική άνεση μας, στρογγυλοποιήσαμε τα πάντα προς τα πάνω, όταν ήλθε το ευρώ. “Κουβαρντάδες” όπως ειμαστε, δεν τολμήσαμε να μετράμε τις δυνάμεις μας, μην και μας πουν τσιγγούνηδες, σαν τους μετρημένους “Γερμαναράδες”. Και αρνούμαστε ακόμα να δούμε, οτι αν η “κρατική αγελάδα” δεν δουλεύει με διαφάνεια και συμμάζεμα, αλλά περιμένουμε να παρέχει προς όλους, τότε γινόμαστε μια χώρα χωρίς επαρκή παραγωγή.

Υπερτιμολογώντας τα πάντα, παρά την πραγματική μας αξία, φτιάξαμε τη δική μας φούσκα. Μην υπολογίζοντας, οτι η κοινωνική δικαιοσύνη δεν έρχεται με την εξάπλωση της διαφθοράς ή της ισοπεδωτικής εξίσωσης των υπηρεσιών. Και πάνω από όλα, ξεχνώντας οτι αν η πολυτέλεια δεν έχει ανταπόδοση στην προσφορά όλων στο κοινωνικό σύνολο, τότε το τελευταίο καταρρέει...












Η φωτό είναι από το www.caretro.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Girl In A Sports Car", του Βρετανού Chris Rea

buzz it!

4.7.12

Παίζοντας κατενάτσιο με τρύπια άμυνα...

“Αν δεν αλλάξει το πολίτευμα, κανείς τους δεν θα μπει στη φυλακή” (ενώ αν αλλάξει, θα μπουν και μερικές χιλιάδες ακόμα, που δεν πρέπει). “Να απολογηθεί η κυβέρνηση για τις αυτοκτονίες” (αδιευκρίνιστα πόσες, λόγω κρίσης). “Να μη δεχθεί η κυβέρνηση καν την τρόικα, αν δεν συμφωνήσουν να ισχύσουν και για μας τα ίδια” (να τους στείλουμε πίσω λοιπόν - και μετά από λίγες εβδομάδες, να τους παρακαλάμε να μας στείλουν την επόμενη δόση). Να πλειοδοτούμε σε καφενειακές αντιλήψεις και να κάνουμε τα πάντα, εκτός από αυτό που έχουμε συμφωνήσει να κάνουμε...

Το δυσκολότερο σημείο, στην πορεία μιας χώρας, που θα πρέπει τουλάχιστον για μια δεκαετία να παλέψει για την έξοδο από την κρίση και την ανατροπή των περισσότερων παθογενειών της, είναι πάντα αυτό: Πώς ο δημόσιος διάλογος δεν θα περιστρέφεται γύρω από ουτοπικές, κουτοπόνηρες και λαϊκίστικες θέσεις. Πώς μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, των μέσων και του πολιτικού κόσμου θα αποφεύγει μονίμως να πράξει (έστω και λανθασμένα), προς μια δημιουργική κατεύθυνση αποτελμάτωσης, αλλά θα επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση, με παλιά και ξεπερασμένα (εως καταστροφικά) εργαλεία.

Πρωτοσέλιδα εξακολουθούν να προσπαθούν να ελκύσουν αναγνώστες με ανακοινώσεις για προσλήψεις, καπηλευόμενα τον πόνο των ανέργων. Ρεπορτάζ εξακολουθούν να υποδεικνύουν τρόπους για να αναγνωριστούν “πλασματικά” χρόνια, να εξασφαλιστεί ακόμα νωρίτερα η σύνταξη, “να αποκατασταθούν αδικίες” ως προς τις πρόωρες συντάξεις για μητέρες με ανήλικα. Αντί να συζητήσουμε πώς επιτέλους θα φτιαχτούν δομές (ώστε να προστατεύεται η εργαζόμενη από αυθαιρεσίες και ελλείψεις) και να εξασφαλίζεται, όπως σε όλη την Ευρώπη, η επαγγελματική πορεία μιας μητέρας ως τη μεγαλύτερη δυνατή ηλικία, εξακολουθούμε να αναζητούμε το αντίδοτο στη συνταξιοδότηση, λίγο πριν ή μετά τα πενήντα.

Αντί να προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε την κρίση, ώστε η οικονομία να αναγεννηθεί (έστω και με αργά βήματα), επιτέλους σε μια υγιή και όχι παρασιτική βάση, εξακολουθούμε και ανακαλύπτουμε καθημερινά και μια νέα κομπίνα, με επίκεντρο ένα κράτος-ευκαιρία για τον πλουτισμό υπαλλήλων και μη. Αντί να κάνουμε το παν, σε αναπτυξιακό, φορολογικό και εν γένει σταθεροποιητικό επίπεδο για να λειτουργήσει η επιχειρηματικότητα (γιατί πώς αλλιώς θα έρθουν οι δουλειές για τους ανέργους), κοιτάμε να διασφαλίσουμε ένα πελατειακό και κρατικίστικο μοντέλο, που βασίστηκε στην κατανάλωση, με το πρόσχημα να μην ρίξουμε και άλλους ανθρώπους στην ανεργία - όντας έτοιμοι να βγούμε στους δρόμους "ενάντια στο ξεπούλημα". Όσο όμως προσπαθούμε να διατηρήσουμε ένα τριτοκοσμικό κράτος, τόσο θα κλείνουν οι επιχειρήσεις και η ύφεση θα βαθαίνει.

Πράγματι, το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου μπορεί να μην είναι δυσανάλογο με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της χώρας. Είναι όμως κοινός τόπος οτι πάσχει, ως προς τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα, αποτελώντας μοχλό υστέρησης και όχι προόδου. Αντί να ενισχυθεί ο κομβικός του ρόλος, το πρώτο που τίθεται ως “κόκκινη γραμμή” (και από τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης), είναι “όχι απολύσεις”. Αντί να μπει λοιπόν η προμετωπίδα “αξιολόγηση και αξιοκρατία”, επιδιώκεται και πάλι η διατήρηση ενός άδικου status quo: Το ελληνικό δημόσιο είναι γεμάτο και από υπαλλήλους άχρηστους και αντιπαραγωγικούς. Πολλοί από αυτούς, με την πίεση της αξιολόγησης (ή και του φόβου της απόλυσης) θα αποδώσουν πολύ καλύτερα. Άλλοι, που αποτελούν “αβοήθητες” περιπτώσεις, ας αντικατασταθούν με ικανότερους. Σε κάθε περίπτωση, η εξυγίανση είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

Η αποκάλυψη οτι οι μίζες του Άκη Τσοχατζόπουλου είναι τουλάχιστον δύο δις ευρώ, προκάλεσε δέος για το μέγεθος της διαφθοράς, στο πιο προνομιακό γι αυτό το φαινόμενο υπουργείο. Ωστόσο, το δυσθεώρητο αυτό ποσό, που αντιστοιχεί σε κάποια χρόνια συναλλαγών για εξοπλισμούς, δεν αποτελεί παρά το έλλειμμα της λειτουργίας του δημοσίου (μέχρι να μπούμε σε μνημόνιο), για ένα μόνο μήνα! Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα οτι πρέπει να μειωθεί μόνο το μισθολογικό κόστος, αλλά είναι βέβαιο οτι πρέπει να περιοριστούν οι δραστηριότητες του δημοσίου που δεν προσφέρουν τίποτα - και να αντικατασταθούν από άλλες. Και κυρίως, θα πρέπει επιτέλους να τεθεί σε σοβαρή βάση η λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου και απελευθέρωσης από προστατευτισμούς και αγκυλώσεις, που θα μας βγάλουν από τις τελευταίες θέσεις στους πίνακες ανταγωνιστικότητας και τις πρώτες στους πίνακες της διαφθοράς.

Είναι πολύ λογικό να προσπαθούμε να ωφεληθούμε το μέγιστο δυνατό, από τις αποφάσεις της τελευταίας συνόδου, ώστε να ισχύσει και για μας η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, χωρίς επιβάρυνση του δημόσιου χρέους (και έξοχος ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Σβόμποντα προς τους πρωθυπουργούς Φινλανδίας και Ολλανδίας: "Κοιμόσασταν το βράδυ της Συνόδου ή θέλετε να πείτε κάτι άλλο στους λαούς σας;")Τώρα όμως που πέρασε το τρίμηνο των (δήθεν ανέξοδων) προεκλογικών υποσχέσεων πάνω σε μια ατζέντα εκτός ρεαλισμού, είναι απολύτως απαραίτητο να επανέλθουμε στη σκληρή πραγματικότητα - και να προσπαθήσουμε κιόλας να ανακτήσουμε το έδαφος που χάσαμε. Έχοντας υπόψιν μας, όχι μόνο το μέγεθος του ΑΕΠ μας (2% της ευρωζώνης έναντι 25% της Ιταλίας, χωρίς να υπολογίζουμε τη γενικότερη “εξαγωγική” ισχύ της οικονομίας), αλλά και γενικότερα το “μπόι μας”, που δεν εξαρτάται μόνο από τη δύναμη μας, αλλά κυρίως από τη συμπεριφορά μας.

Άραγε το “εθνικό μας φιλότιμο” εξαντλείται στο να εκτοξεύουμε μύδρους κατά των “κατοχικών δυνάμεων” και της "εκχώρησης λαϊκής κυριαρχίας", ενώ την ίδια ώρα δεχόμαστε βοήθεια με προνομιακά επιτόκια και από χώρες που έχουν μισθούς και συντάξεις υποπολλαπλάσιες των δικών μας; Και πώς αντιλαμβανόμαστε την έννοια της συνεργασίας και της ένταξης σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σύνολο, όταν μοιάζουμε να τείνουμε μόνο το χέρι; Και γιατί δεν ρίχνουμε όλες μας τις προσπάθειες, ώστε να περιορίσουμε δραστικά τις δαπάνες του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου ήταν πρωτίστως ο λόγος, για τον οποίων βρεθήκαμε στην ανάγκη των δανειστών μας;

Η εικόνα μας προς τα έξω, επί σχεδόν τρία χρόνια, είναι οτι η μόνη επιμέλεια που δείχνουμε, είναι στο πώς θα αποφύγουμε με κάθε τρόπο να κάνουμε βήματα, προς την κατεύθυνση των υποχρεώσεων μας, αλλά και του δικού μας συμφέροντος. Και οτι μόνο πομφόλυγες του τύπου “αν στη κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε το όφελος θα ήταν τουλάχιστον (!!!) όσο αυτό της Ιταλίας ή της Ισπανίας”, ξέρουμε να εκτοξεύουμε.

Μόνο με σκληρή δουλειά, μέσα από την ενδυνάμωση δημοκρατικών λειτουργιών και θεσμών, μπορούμε να αποφύγουμε το φάσμα της απομόνωσης και της χρεοκοπίας. Κάποια υπουργεία έχουν ενδεχομένως στην ηγεσία τους πρόσωπα που εμπνέουν εμπιστοσύνη, ως προς την αποτελεσματικότητα τους. Δείχνουν όμως απελπιστικά μόνοι, τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στο συνολικό “πολιτικό τοπίο”, που αρνείται να συναινέσει σε μια νέα ατζέντα και μοιάζει ολοένα και περισσότερο με μια ποδοσφαιρική ομάδα, που παίζει επίμονα κατενάτσιο, με τρύπια άμυνα - και ανύπαρκτη επίθεση.

Γιατί ταυτοχρόνως, έχουμε και έναν άλλον, πολύ σοβαρό κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε: τον εκφασισμό της κοινωνίας. Κι αν ειναι δύσκολο να τεθούν εκτός νόμου, με βάση το ελληνικό σύνταγμα, ιδεολογίες και πολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να αντιδράσουμε άμεσα, ως οργανωμένη κοινωνία, στις επιμέρους συμπεριφορές: Σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, ο ρατσισμός και οι διακρίσεις είναι παράνομες. Και τα πογκρόμ κατά μεταναστών, καθώς και οι δημαγωγίες του τύπου “φιλανθρωπικές δομές και αλληλεγγύη μόνο για Έλληνες” πρέπει να απορριφθούν άμεσα ως έκνομες και επικίνδυνες ενέργειες. Αν δεν θέλουμε να βρεθούμε μπροστά στον φαύλο κύκλο η κατρακύλα της οικονομίας να τροφοδοτεί αενάως αυτόν της δημοκρατίας - και το ανάποδο...













H φωτό είναι από το www.miniboro.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Sinkin' Soon" της Ινδο-Αμερικανίδας Norah Jones.

buzz it!

1.7.12

Η νίκη του ευρωπαϊκού νότου...

Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που με ενθουσιάζει σε ταινίες σαν τις «Γυναίκες του 6ου Ορόφου». Είναι το χιούμορ και αυτή η “feelgood” διάθεση που σου μεταδίδουν; Είναι ο σαρκασμός της παρισινής "bourgeoisie" των αρχών της δεκαετίας του '60 και η υποδόρια πολιτική ματιά, μιας κατά τα άλλα ευδιάθετης κομεντί; Είναι η γοητευτική παρουσία της νεαρής υπηρέτριας, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του άχαρου, αλλά καλοπροαίρετου καλοζωισμένου εραστή-αφεντικού.

Χωρίς να είναι αριστούργημα, η ταινία επιβεβαιώνει, ακόμη μια φορά, την άνθηση του γαλλικού σινεμά τα τελευταία χρόνια, που διαπιστώσαμε πριν από λίγο καιρό με τους "Intouchables" και άλλες προσπάθειες. Με φόντο την κοινωνική πραγματικότητα της Γαλλίας (αλλά και όλης της Ευρώπης), στο φουλ της μεταπολεμικής ανάπτυξης και αρκετά χρόνια πριν τελειώσει η εποχή των δικτατοριών και του ψυχρού πολέμου, η κομεντί του Philippe Le Guay καταγράφει την πάλη των τάξεων, με τον τρόπο που μόνο οι ακομπλεξάριστοι αφηγητές μπορούν: Με την καλώς εννοούμενη ελαφρότητα και τον αυτοσαρκασμό, χωρίς βεβαίως να αποφεύγει και την εξιδανίκευση, προς χάριν του μύθου.

Όποιος είχε επισκεφθεί το Παρίσι τις δεκαετίες του '60 και του '70 (αλλά και αργότερα), θα είχε διαπιστώσει ότι πάρα πολλές θυρωροί και υπηρέτριες έρχονταν από την Ιβηρική χερσόνησο. Ευρωπαίες "δεύτερης κατηγορίας", προερχόμενες από τη φτώχεια του νότου και τα δικτατορικά καθεστώτα του Φράνκο και του Σαλαζάρ, που στραγγάλιζαν τις χώρες τους επί δεκαετίες, οι Ισπανίδες και οι Πορτογαλέζες πάλευαν για την επιβίωση και την ενίσχυση των οικογενειακών προϋπολογισμών πίσω στην πατρίδα. Οι «γυναίκες του 6ου ορόφου» είναι αυτές οι υπηρέτριες, που σιγά-σιγά αντικαθιστούσαν τις φτωχές Γαλλίδες από την επαρχία - και καταλάμβαναν τα άθλια δωματιάκια στη σοφίτα, που αντίθετα από τις φαντασιώσεις της σύγχρονης κατοικίας, δεν ήταν διόλου προνομιούχες, αλλά εξαιρετικά περιορισμένες σε χώρο, με κοινή (μονίμως βουλωμένη) τουαλέτα και μια και μοναδική βρύση για πλύσιμο.

Το νέο αφεντικό της πρωταγωνίστριας μας, ο χρηματιστής Ζουμπέρ που ζει στο πολυτελές για την εποχή (αλλά αφόρητα καταπιεστικό και ουσιαστικά μίζερο) διαμέρισμα, μαζί με τη γυναίκα του, αλλά και τη μητέρα του, βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται από την επαφή με τις (αλμοδοβαρικού ταμπεραμέντου) Ισπανίδες, που έχουν τη ζωντάνια και την αξιοπρέπεια που λείπει από τη ζωή του. Καλοήθης περίπτωση, όχι μόνο γοητεύεται από τη νέα του υπηρέτρια, αλλά και από τα απλά συναισθήματα της επαφής με την απλότητα και τη χαρά της ζωής, που διώχνουν την προσποίηση και τις συμβάσεις του δικού του κοινωνικού του περιβάλλοντος.

Η γοητεία της Natalia Verbeke (με τα δεκάδες πρόσωπα), που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αργεντινή, από Ισπανούς γονείς, δεν θα αφήσει ασυγκίνητους τους θεατές που τους αρέσουν οι γυναίκες. Η κομψότητα και το θετικό πρόσωπο που βγάζει σε αυτή την ταινία συμπλέκονται αρμονικά με το (έντιμο) νάζι που προϋποθέτει ο ρόλος του μεσογειακού θηλυκού, που ενσαρκώνει.

Το φινάλε της ταινίας, με τον πρωταγωνιστή στο σπορ καμπριολέ του να ζει την πλήρη, αλλά και ολίγον μοναχική και θλιμμένη απελεύθερωση του, είναι η αποθέωση του σαρκασμού, σε μια ταινία που τελικά δεν παίρνει το μέρος ούτε των αφεντικών, ούτε της εργατικής τάξης. Και που όπως επιτάσσει η ζωή (ίσως λίγο πιο ρομαντικά), προτείνει τη συμβίωση και τη σύνθεση.












Η φωτό είναι από το www.cinediario.blogspot.com και το εξώφυλλο από το www.allobo.com

To post συνοδεύεται από τη μουσική του Χιλιανού συνθέτη Jorge Arriagada για την ταινία.

buzz it!

ShareThis