Το χιλιανό “Νο” πραγματεύεται πώς το “όχι” είναι πιο αποτελεσματικό, όταν συμπεριλαμβάνει τη ματιά αυτών που λένε “ίσως”, πιθανώς και “ναι”. Ακόμα κι όταν έχουμε να κάνουμε με ένα αιμοσταγές δικτατορικό καθεστώς, όπως αυτό του Πινοσέτ, που υποχρεώθηκε από τον διεθνή παράγοντα να κάνει δημοψήφισμα το 1988 για να “νομιμοποιήσει” την αμερικανοκίνητη ύπαρξη του. Ακόμα κι όταν η ανυποχώρητη και άκαμπτη κραυγή του “όχι” είναι απολύτως δικαιολογημένη, μετά τις χιλιάδες εκτελέσεις, τους βασανισμούς και τους desaparecidos, που πολλές φορές το φρικτό αυτό καθεστώς “έχτιζε” μέσα σε θεμέλια και τοίχους, ώστε να μην τους βρει ποτέ κανείς.
Ακόμα και τότε, η φανατισμένη και φορτισμένη από τη φρίκη φωνή είναι λιγότερο αποτελεσματική, από την επίμονη και αποφασιστική μετριοπάθεια. Αυτή που δεν την κινεί το μίσος, αλλά οι αταλάντευτες αρχές. Αυτή που δεν είναι εμφυλιοπολεμική, αλλά μπορεί να είναι ακόμα και “διαφημιστικά χαζοχαρούμενη”, όπως σαρκαστικά επιμένει η ταινία, σε όλη τη διάρκεια, αλλά και κυρίως στο φινάλε της. Έτσι, ο “καλοζωισμένος” διαφημιστής που θέλει να επιβάλει τη διαφημιστική γλώσσα, τα εμπορικά πρότυπα και το θετικό, αισιόδοξο μήνυμα στην καμπάνια του “Όχι” απέναντι στον Πινοσέτ, τελικά κερδίζει τη μάχη. Και επιβάλλει το χιούμορ και τη θετική προοπτική, σε μια εκστρατεία που συμβάλλει αποφασιστικά στην εκδίωξη των χουντικών καθαρμάτων, έστω και με “βελούδινο” τρόπο. Η Χιλή δεν θα ξαναέχει ποτέ πια φασιστικό καθεστώς.
(Κι εμείς εδώ, 25 χρόνια μετά, βυθισμένοι στη βαλκανική μας εμπάθεια και υστέρηση, κάνουμε δημόσιο διάλογο για το αν η χωλαίνουσα δημοκρατία μας πρέπει να λέγεται “χούντα”, δυσπιστούμε γιατί πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία το εμφυλιοπολεμικο κλίμα που μόνο τους ακραίους και τους εχθρούς της δημοκρατίας ευνοεί ή σαρκάζουμε τους Atenistas, γιατί δεν ταιριάζουν με το “επαναστατικό” μας πρότυπο...)
Η ταινία είναι μια κοροϊδευτική ματιά, που σε ζαλίζει, γυρισμένη σε Umatic χαμηλής ανάλυσης, για να ταιριάζει με τα πλάνα και το άφθονο υλικό από τις καμπάνιες της εποχής. Υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσης ταινίας, δεν ξεπέρασε βέβαια το αριστούργημα του Χάνεκε, με σοβαρό μειονέκτημα την ποιότητα της εικόνας που ταιριάζει απόλυτα με την ξεπερασμένη πλευρά της αισθητικής της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, συνέβαλε ιδιαίτερα θετικά στον φετινό “πολιτικό” χαρακτήρα των Όσκαρ. Η υπέροχη αίθουσα του Gazarte είναι γεμάτη, από κοινό που φαίνεται οτι έχει απαιτήσεις.
Ακριβώς πίσω από τη διπλανή πόρτα, στον πιο αισθητικό συναυλιακό χώρο που έχουμε, ένας από τους κορυφαίους τρομπετίστες της λάτιν τζαζ, ο Arturo Sandoval παίζει με την “καλύτερη μπάντα της ζωής του”. Εντυπωσιακός στο πιάνο, πάντα λατρευτικός για τον μέντορα του Dizzie Gillespie, o συνιδρυτής των Irakere αναγκάστηκε να ζητήσει πολιτικό άσυλο από τις ΗΠΑ, σε μια από τις ευρωπαϊκές περιοδείες του - και μάλιστα στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, σύμφωνα με την ταινία που καταγράφει την περιπετειώδη ζωή του και στην οποία τον ενσαρκώνει ο πατριώτης του Andy Garcia.
Βλέποντας προφανώς οτι το κουβανικό καθεστώς δεν κατέρρευσε μαζί με το σοβιετικό, το 1990, ο Sandoval απελπισμένος αναγκάστηκε να αποχωριστεί (προσωρινά ευτυχώς) την οικογένεια του, καθώς η καλλιτεχνική καταπίεση από το ολοκληρωτικό καθεστώς της Αβάνας ήταν ασφυκτική: Δεν του επιτρεπόταν να παίζει παρά μόνο την παραδοσιακή κουβανέζικη μουσική κι όχι τη jazz υψηλού επιπέδου που αυτός ήθελε (και μπορούσε), γιατί ήταν “αντεπαναστατική” - ήταν η “μουσική του εχθρού”. Δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση, στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού κλίματος που ακόμα καλά κρατούσε. Εδώ υπήρξε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 περιορισμός του Γιάννη Πετρίδη, γιατί έπαιζε πολλά “αμερικάνικα”. Προφανώς έτσι είχε αποφανθεί το στενό μυαλό καποιου πρασινοφρουρού της εποχής.
Πϊσω στο σπίτι, ένα βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα σαρκάζει με τη ματιά του, όχι μόνο τη σύγχρονη νεοελληνική ιστορία, αλλά κυρίως τη διαστροφή της σταλινικής σκέψης και σκοπιμότητας, αυτής που είναι διατεθειμένη να πουλήσει ακόμα και τη στοιχειώδη αλήθεια στο διάβολο, φτάνει να προσαρμόζεται στο κομματικό συμφέρον. Το “Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος”, με ευθείες αναφορές στην Άνοιξη της Πράγας (που κλόνισε σοβαρά τη συνείδηση πολλών κομμουνιστών και προκάλεσε τη διάσπαση του ΚΚΕ), κάνει την ιστορική υπόθεση οτι η Ελλάδα δεν βρέθηκε στη αμερικανική επιρροή μετά το τέλος του εμφυλίου, αλλά στη σοβιετική. Και αντιστρέφει την ιστορία, με κορύφωση την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που καταπνίγεται από τα σοβιετικά τανκς.
Με εμφανή την αγάπη του συγγραφέα για τα ρεμπέτικα και το κέντρο της Αθήνας (που μας γνωρίζει βήμα-βήμα), αλλά και βασισμένο πάνω στη μελέτη πραγματικών απολογιών για “κομματική προδοσία”, το μυθιστόρημα γίνεται ολοένα και πιο συναρπαστικό, καθώς περιγράφει με μελανά χρώματα την “άλλη πλευρά” στο ψυχροπολεμικό δίπολο και συζητά το ιστορικό αυτονόητο: Κανένα σύστημα, όσο καλές κι είναι οι προθέσεις κάποιων, δεν μπορεί να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον, αν δεν υπάρχει ελευθερία της άποψης και γνήσια πολυκομματική εκπροσώπηση, δηλαδή στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες. Και δεν παραλείπει να επισημάνει την σύνδεση αξιοπρέπειας και μετριοπάθειας, μακριά από τον φανατισμό και την εμφυλιοπολεμική δίνη, χτυπώντας το καμπανάκι σε όσους ξεχνούν πόσο μοναδικά πολύτιμη είναι η δημοκρατία, ακόμα κι αν δεν λειτουργεί καλά.
Στο Νova, παρακολουθώ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία για την προεκλογική εκστρατεία του ΜακΚέιν, απέναντι στον Ομπάμα - και την επιλογή της Σάρας Πέιλιν ως υποψήφιας αντιπροέδρου, γιατί έχει τον αέρα της “επιτυχημένης” κυβερνήτη της Αλάσκας και της φρέσκιας “σταρ”, που ελπίζεται οτι θα ελκύσει τις γυναίκες ψηφοφόρους και θα έχει τη γενική αποδοχή του κόμματος. Η νεοφερμένη στην κεντρική πολιτική σκηνή “σκανάρεται” για τις απόψεις σε κρίσιμα ηθικο-θρησκευτικά θέματα, όπως τα βλαστοκύτταρα και η άμβλωση (γύρω από τα οποία αρέσκεται να “ταμπουρώνεται” η αμαθής, φανατική αμερικανική ακροδεξιά) - και οι διαφορές με τον μετριοπαθέστερο ΜακΚέιν καταγράφονται ως “αποδεκτές”.
Λόγω της βιασύνης όμως, αμελείται ο στοιχειώδης έλεγχος για τις γνώσεις της και τις θέσεις στα μεγάλα πολιτικά, εγχώρια και διεθνή ζητήματα. Στην πορεία λοιπόν, μια απολαυστικά “όμοια” στην ενσάρκωση Τζουλιάν Μουρ (δίπλα στους εξαιρετικούς Έντ Χάρις και Γούντυ Χάρελσον) ξεδιπλώνει την προσωπικότητα μιας ξεροκέφαλης και στενόμυαλης επαρχιώτισας, που μπορεί μεν να ξεσηκώνει με τη δημαγωγία της τα πλήθη που συγκινούνται από το γεγονός οτι έχει ένα καθυστερημένο παιδί (σύμβολο στην αντίληψη κατά των αμβλώσεων), αλλά δεν ξέρει οτι η βασίλισα της Αγγλίας δεν κυβερνά όπως ο Αμερικανός πρόεδρος και νομίζει οτι “Fed” είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κι όχι η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα - και που απαντά σε ερωτήσεις για τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, λέγοντας οτι η Αλάσκα γειτονεύει με τη Ρωσία και οτι “μπορεί να τη δεί από το σπίτι της”...
Ενσαρκώνοντας ότι πιο εφιαλτικό από το στρατόπεδο “Babies-Guns-Jesus”, η Πέιλιν αποδεικνύεται η χειρότερη έκφραση μιας σύγχρονης απολίτικης και εσωστρεφούς μισαλλοδοξίας, που αγνοεί τις βασικές πληροφορίες για τον κόσμο και τη διεθνή πολιτική, υιοθετεί φιλοπόλεμες θέσεις με θεολογική “νομιμοποίηση” και ερμηνεύει τη ζωή, με βάση τις πιο χοντροκομμένες και αφελείς ιδεοληψίες. Η ταινία αρχίζει και τελειώνει με τον βασικό σύμβουλο της εκστρατείας (Χάρελσον) να παραδέχεται έμμεσα, σε αντίθεση με τον ΜακΚέιν, οτι η Πέιλιν μπορεί να τους βοηθούσε να νικήσουν, αλλά η πιθανή ανάδειξη της στο αξίωμα της αντιπροέδρου θα ήταν καταστροφική για τη χώρα, πιθανότατα και για τον πλανήτη.
Στις ειδήσεις, μια χώρα με πλούσια πολιτική παράδοση μοιάζει πιο διχασμένη από ποτέ: Ένας πολιτικός καραγκιόζης, άρρηκτα συνδεδεμένος με την υποστήριξη της ακροδεξιάς και της μαφίας, ο άνθρωπος που έδωσε το όνομα του στον μπερλουσκονισμό κατηγορεί τη δικαστική εξουσία της χώρας του, ως “μαφιόζικη”. Κι ένας σκέτος καραγκιόζης του λαϊκισμού, ο Μπέπε Γκρίλο, ξεσηκώνει τον καφενόβιο Ιταλό και απειλεί να στερήσει τη δεύτερη θέση από τον Μπερλουσκόνι, σπρώχνοντας στην τέταρτη τον Μάριο Μόντι, τον άνθρωπο που αποκατέστησε την αξιοπιστία της Ιταλίας, στα μάτια του κόσμου.
Αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε τους απροκάλυπτους εχθρούς της δημοκρατίας, ας μην ασχολούμαστε με αυτούς για τους οποίους έχουμε υποψίες οτι είναι υποκριτές ή ανεπαρκείς. Είναι σίγουρα μια άλλη κατηγορία, ότι κι αν έκαναν.
Γιατί αν από την ισοπέδωση δεν μπορούμε να διακρίνουμε, τότε καθιστούμε τους πάντες εχθρούς της δημοκρατίας. Και εμάς τους ίδιους, τελικά...
Οι φωτό είναι από τα www.dohafilminstitute.com, www.lamajabarata. blogspot.com, www.aworldtowin.net, www.blog. northjersey.com, www.bbc.co.uk
To post συνοδεύεται από δύο τραγούδια: To "They Dance Alone" του Βρετανού Sting, αφιερωμένο στους "desaparecidos" και το "'Round Midnight", στη διασκευή του Κουβανού Arturo Sandoval.
Ακόμα και τότε, η φανατισμένη και φορτισμένη από τη φρίκη φωνή είναι λιγότερο αποτελεσματική, από την επίμονη και αποφασιστική μετριοπάθεια. Αυτή που δεν την κινεί το μίσος, αλλά οι αταλάντευτες αρχές. Αυτή που δεν είναι εμφυλιοπολεμική, αλλά μπορεί να είναι ακόμα και “διαφημιστικά χαζοχαρούμενη”, όπως σαρκαστικά επιμένει η ταινία, σε όλη τη διάρκεια, αλλά και κυρίως στο φινάλε της. Έτσι, ο “καλοζωισμένος” διαφημιστής που θέλει να επιβάλει τη διαφημιστική γλώσσα, τα εμπορικά πρότυπα και το θετικό, αισιόδοξο μήνυμα στην καμπάνια του “Όχι” απέναντι στον Πινοσέτ, τελικά κερδίζει τη μάχη. Και επιβάλλει το χιούμορ και τη θετική προοπτική, σε μια εκστρατεία που συμβάλλει αποφασιστικά στην εκδίωξη των χουντικών καθαρμάτων, έστω και με “βελούδινο” τρόπο. Η Χιλή δεν θα ξαναέχει ποτέ πια φασιστικό καθεστώς.
(Κι εμείς εδώ, 25 χρόνια μετά, βυθισμένοι στη βαλκανική μας εμπάθεια και υστέρηση, κάνουμε δημόσιο διάλογο για το αν η χωλαίνουσα δημοκρατία μας πρέπει να λέγεται “χούντα”, δυσπιστούμε γιατί πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία το εμφυλιοπολεμικο κλίμα που μόνο τους ακραίους και τους εχθρούς της δημοκρατίας ευνοεί ή σαρκάζουμε τους Atenistas, γιατί δεν ταιριάζουν με το “επαναστατικό” μας πρότυπο...)
Η ταινία είναι μια κοροϊδευτική ματιά, που σε ζαλίζει, γυρισμένη σε Umatic χαμηλής ανάλυσης, για να ταιριάζει με τα πλάνα και το άφθονο υλικό από τις καμπάνιες της εποχής. Υποψήφια για Όσκαρ ξενόγλωσης ταινίας, δεν ξεπέρασε βέβαια το αριστούργημα του Χάνεκε, με σοβαρό μειονέκτημα την ποιότητα της εικόνας που ταιριάζει απόλυτα με την ξεπερασμένη πλευρά της αισθητικής της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, συνέβαλε ιδιαίτερα θετικά στον φετινό “πολιτικό” χαρακτήρα των Όσκαρ. Η υπέροχη αίθουσα του Gazarte είναι γεμάτη, από κοινό που φαίνεται οτι έχει απαιτήσεις.
Ακριβώς πίσω από τη διπλανή πόρτα, στον πιο αισθητικό συναυλιακό χώρο που έχουμε, ένας από τους κορυφαίους τρομπετίστες της λάτιν τζαζ, ο Arturo Sandoval παίζει με την “καλύτερη μπάντα της ζωής του”. Εντυπωσιακός στο πιάνο, πάντα λατρευτικός για τον μέντορα του Dizzie Gillespie, o συνιδρυτής των Irakere αναγκάστηκε να ζητήσει πολιτικό άσυλο από τις ΗΠΑ, σε μια από τις ευρωπαϊκές περιοδείες του - και μάλιστα στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, σύμφωνα με την ταινία που καταγράφει την περιπετειώδη ζωή του και στην οποία τον ενσαρκώνει ο πατριώτης του Andy Garcia.
Βλέποντας προφανώς οτι το κουβανικό καθεστώς δεν κατέρρευσε μαζί με το σοβιετικό, το 1990, ο Sandoval απελπισμένος αναγκάστηκε να αποχωριστεί (προσωρινά ευτυχώς) την οικογένεια του, καθώς η καλλιτεχνική καταπίεση από το ολοκληρωτικό καθεστώς της Αβάνας ήταν ασφυκτική: Δεν του επιτρεπόταν να παίζει παρά μόνο την παραδοσιακή κουβανέζικη μουσική κι όχι τη jazz υψηλού επιπέδου που αυτός ήθελε (και μπορούσε), γιατί ήταν “αντεπαναστατική” - ήταν η “μουσική του εχθρού”. Δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση, στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού κλίματος που ακόμα καλά κρατούσε. Εδώ υπήρξε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 περιορισμός του Γιάννη Πετρίδη, γιατί έπαιζε πολλά “αμερικάνικα”. Προφανώς έτσι είχε αποφανθεί το στενό μυαλό καποιου πρασινοφρουρού της εποχής.
Πϊσω στο σπίτι, ένα βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα σαρκάζει με τη ματιά του, όχι μόνο τη σύγχρονη νεοελληνική ιστορία, αλλά κυρίως τη διαστροφή της σταλινικής σκέψης και σκοπιμότητας, αυτής που είναι διατεθειμένη να πουλήσει ακόμα και τη στοιχειώδη αλήθεια στο διάβολο, φτάνει να προσαρμόζεται στο κομματικό συμφέρον. Το “Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος”, με ευθείες αναφορές στην Άνοιξη της Πράγας (που κλόνισε σοβαρά τη συνείδηση πολλών κομμουνιστών και προκάλεσε τη διάσπαση του ΚΚΕ), κάνει την ιστορική υπόθεση οτι η Ελλάδα δεν βρέθηκε στη αμερικανική επιρροή μετά το τέλος του εμφυλίου, αλλά στη σοβιετική. Και αντιστρέφει την ιστορία, με κορύφωση την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που καταπνίγεται από τα σοβιετικά τανκς.
Με εμφανή την αγάπη του συγγραφέα για τα ρεμπέτικα και το κέντρο της Αθήνας (που μας γνωρίζει βήμα-βήμα), αλλά και βασισμένο πάνω στη μελέτη πραγματικών απολογιών για “κομματική προδοσία”, το μυθιστόρημα γίνεται ολοένα και πιο συναρπαστικό, καθώς περιγράφει με μελανά χρώματα την “άλλη πλευρά” στο ψυχροπολεμικό δίπολο και συζητά το ιστορικό αυτονόητο: Κανένα σύστημα, όσο καλές κι είναι οι προθέσεις κάποιων, δεν μπορεί να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον, αν δεν υπάρχει ελευθερία της άποψης και γνήσια πολυκομματική εκπροσώπηση, δηλαδή στοιχειώδεις δημοκρατικές λειτουργίες. Και δεν παραλείπει να επισημάνει την σύνδεση αξιοπρέπειας και μετριοπάθειας, μακριά από τον φανατισμό και την εμφυλιοπολεμική δίνη, χτυπώντας το καμπανάκι σε όσους ξεχνούν πόσο μοναδικά πολύτιμη είναι η δημοκρατία, ακόμα κι αν δεν λειτουργεί καλά.
Στο Νova, παρακολουθώ μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία για την προεκλογική εκστρατεία του ΜακΚέιν, απέναντι στον Ομπάμα - και την επιλογή της Σάρας Πέιλιν ως υποψήφιας αντιπροέδρου, γιατί έχει τον αέρα της “επιτυχημένης” κυβερνήτη της Αλάσκας και της φρέσκιας “σταρ”, που ελπίζεται οτι θα ελκύσει τις γυναίκες ψηφοφόρους και θα έχει τη γενική αποδοχή του κόμματος. Η νεοφερμένη στην κεντρική πολιτική σκηνή “σκανάρεται” για τις απόψεις σε κρίσιμα ηθικο-θρησκευτικά θέματα, όπως τα βλαστοκύτταρα και η άμβλωση (γύρω από τα οποία αρέσκεται να “ταμπουρώνεται” η αμαθής, φανατική αμερικανική ακροδεξιά) - και οι διαφορές με τον μετριοπαθέστερο ΜακΚέιν καταγράφονται ως “αποδεκτές”.
Λόγω της βιασύνης όμως, αμελείται ο στοιχειώδης έλεγχος για τις γνώσεις της και τις θέσεις στα μεγάλα πολιτικά, εγχώρια και διεθνή ζητήματα. Στην πορεία λοιπόν, μια απολαυστικά “όμοια” στην ενσάρκωση Τζουλιάν Μουρ (δίπλα στους εξαιρετικούς Έντ Χάρις και Γούντυ Χάρελσον) ξεδιπλώνει την προσωπικότητα μιας ξεροκέφαλης και στενόμυαλης επαρχιώτισας, που μπορεί μεν να ξεσηκώνει με τη δημαγωγία της τα πλήθη που συγκινούνται από το γεγονός οτι έχει ένα καθυστερημένο παιδί (σύμβολο στην αντίληψη κατά των αμβλώσεων), αλλά δεν ξέρει οτι η βασίλισα της Αγγλίας δεν κυβερνά όπως ο Αμερικανός πρόεδρος και νομίζει οτι “Fed” είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κι όχι η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα - και που απαντά σε ερωτήσεις για τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, λέγοντας οτι η Αλάσκα γειτονεύει με τη Ρωσία και οτι “μπορεί να τη δεί από το σπίτι της”...
Ενσαρκώνοντας ότι πιο εφιαλτικό από το στρατόπεδο “Babies-Guns-Jesus”, η Πέιλιν αποδεικνύεται η χειρότερη έκφραση μιας σύγχρονης απολίτικης και εσωστρεφούς μισαλλοδοξίας, που αγνοεί τις βασικές πληροφορίες για τον κόσμο και τη διεθνή πολιτική, υιοθετεί φιλοπόλεμες θέσεις με θεολογική “νομιμοποίηση” και ερμηνεύει τη ζωή, με βάση τις πιο χοντροκομμένες και αφελείς ιδεοληψίες. Η ταινία αρχίζει και τελειώνει με τον βασικό σύμβουλο της εκστρατείας (Χάρελσον) να παραδέχεται έμμεσα, σε αντίθεση με τον ΜακΚέιν, οτι η Πέιλιν μπορεί να τους βοηθούσε να νικήσουν, αλλά η πιθανή ανάδειξη της στο αξίωμα της αντιπροέδρου θα ήταν καταστροφική για τη χώρα, πιθανότατα και για τον πλανήτη.
Στις ειδήσεις, μια χώρα με πλούσια πολιτική παράδοση μοιάζει πιο διχασμένη από ποτέ: Ένας πολιτικός καραγκιόζης, άρρηκτα συνδεδεμένος με την υποστήριξη της ακροδεξιάς και της μαφίας, ο άνθρωπος που έδωσε το όνομα του στον μπερλουσκονισμό κατηγορεί τη δικαστική εξουσία της χώρας του, ως “μαφιόζικη”. Κι ένας σκέτος καραγκιόζης του λαϊκισμού, ο Μπέπε Γκρίλο, ξεσηκώνει τον καφενόβιο Ιταλό και απειλεί να στερήσει τη δεύτερη θέση από τον Μπερλουσκόνι, σπρώχνοντας στην τέταρτη τον Μάριο Μόντι, τον άνθρωπο που αποκατέστησε την αξιοπιστία της Ιταλίας, στα μάτια του κόσμου.
Αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε τους απροκάλυπτους εχθρούς της δημοκρατίας, ας μην ασχολούμαστε με αυτούς για τους οποίους έχουμε υποψίες οτι είναι υποκριτές ή ανεπαρκείς. Είναι σίγουρα μια άλλη κατηγορία, ότι κι αν έκαναν.
Γιατί αν από την ισοπέδωση δεν μπορούμε να διακρίνουμε, τότε καθιστούμε τους πάντες εχθρούς της δημοκρατίας. Και εμάς τους ίδιους, τελικά...
Οι φωτό είναι από τα www.dohafilminstitute.com, www.lamajabarata. blogspot.com, www.aworldtowin.net, www.blog. northjersey.com, www.bbc.co.uk
To post συνοδεύεται από δύο τραγούδια: To "They Dance Alone" του Βρετανού Sting, αφιερωμένο στους "desaparecidos" και το "'Round Midnight", στη διασκευή του Κουβανού Arturo Sandoval.
4 σχόλια:
Υπέροχη ανάρτηση για ένα τόσο κρίσιμο και επίκαιρο ζήτημα που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνo.
Η πολύ καλή ταινία "ΝΟ" στον εξαιρετικό χώρο του Gazarte που είχα την τύχη να δω χτες, το βιβλίο του φίλου Δημήτρη Φύσσα, το πολιτικό τσίρκο εντός και εκτός συνόρων, όλα δεμένα σε ένα κείμενο με την αρμόζουσα προσεκτική προσέγγιση.
Τα σέβη μου :)
@Orestis Pad: Ευχαριστώ πολύ!
Έχουν, ίσως, κάποιο ενδιαφέρον και οι συζητήσεις που προκάλεσε το No στην ίδια Χιλή. Ιδίως το γεγονός ότι κάποιοι δεν έχασαν την ευκαιρία να θυμήσουν ότι και οι δύο γονείς του Larrain είχαν στενούς δεσμούς με το καθεστώς Pinochet...
@nikos10: Πολύ ενδιαφέρον. Ίσως αυτή η σχέση είναι που έδωσε αυτή την ματιά στην ταινία. Πάντως εγώ δεν το εξέλαβα, όπως η κριτική εναντίον, οτι η ταινία υποστηρίζει οτι η καμπάνια κέρδισε το δημοψήφισμα. Απλώς συνέβαλε στο να φύγει ένα μέρος της καχυποψίας, ώστε να πάνε να ψηφίσουν εναντίον του Πινοσέτ. Και το ζήτημα της αποχής νομίζω καλύπτεται επαρκώς...
Δημοσίευση σχολίου