22.8.12

H ΕΡΤ, η ανεξαρτησία και η αξιολόγηση...

Σε όλα τα τηλεοπτικά στούντιο του κόσμου, κάποιος φροντίζει να πηγαίνει νερό στον (καλωδιωμένο και ακίνητο) παρουσιαστή, που εύκολα νοιώθει το στόμα του να στεγνώνει ή κινδυνεύει να πνιγεί. Στην ΕΡΤ, πολλές φορές το κάνει ο κλητήρας, από την καλή του διάθεση. Μπορεί να το κάνει και κάποιος από το (πρόθυμο στις περισσότερες περιπτώσεις) προσωπικό του πλατώ - χειριστές κάμερας, floor manager, φωτιστές κλπ. ή ακόμα και ο αρχισυντάκτης.

Αν όμως ο παρουσιαστής αμελήσει, μέσα στην ένταση του, να φέρει μαζί του ένα πλαστικό μπουκαλάκι (τα γυάλινα ποτήρια είναι μόνο για τους καλεσμένους) και αποφύγει να τρέξει τελευταία στιγμή, λαχανιασμένος (το χειρότερο πριν το δελτίο) στο μπαρ, τότε μπορεί και να βρεθεί χωρίς νερό. Ψάχνοντας ποιού ακριβώς δουλειά είναι να φέρει ένα ποτήρι νερό, μπορεί να πέσεις σε ένα ελληνικό
“Catch 22”: “Μήπως είναι υπεύθυνος ο floor manager”; Όχι. “Μήπως είναι ο διευθυντής παραγωγής;” Όχι. “Ε, τότε ποιός είναι, βρε παιδιά;” “Ο φροντιστής στούντιο”. “Και πού είναι αυτός;” “Δεν υπάρχει. Δεν έχει πληρωθεί ποτέ αυτή η ειδικότητα”....

Έτσι, λοιπόν, με την αναλυτική (και συνδικαλιστική) περιγραφή αρμοδιοτήτων, ένα απλό ζήτημα που θα είχε λυθεί σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί, σε μια δημόσια τηλεόραση των νοτίων Βαλκανίων ανάγεται σε σοβαρό πρόβλημα χωρίς άλλη λύση, παρά μόνο με το φιλότιμο και τον “πατριωτισμό των Ελλήνων” - ενδεικτικό των στρεβλώσεων που επιφέρει η δημοσιοϋπαλληλική νοοοτροπία, η οποία αναπτύχθηκε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τα χρόνια της (βαθιάς) μεταπολιτευτικής φούσκας.

Έχω γράψει κι άλλες φορές για διάφορα ευτράπελα και στρεβλά, που πηγάζουν από το τοπίο που διαμορφώθηκε σε έναν ραδιοτηλεοπτικό φορέα, που ως ΑΕ με μοναδικό μέτοχο το ελληνικό δημόσιο, θα έπρεπε να είναι απολύτως ανεξάρτητη στη λειτουργία της - κι όχι μια (ακόμα) ΔΕΚΟ. Αντιθέτως, για λόγους πολιτικής χειραγώγησης, πελατειακού κράτους και συνδικαλιστικής αμετροέπειας, η ΕΡΤ έχει συσσωρεύσει πολλές από τις παθογένειες, που χαρακτηρίζουν την οργανωμένη κοινωνία μας: Δημοσιογράφοι, τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι εμπίπτουν συλλήβδην στον “δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα”, με όλους τους ασύμβατους για το επάγγελμα περιορισμούς, που απορρέουν από “οργανικές θέσεις” και “κανονισμούς”, την ώρα που οποιοσδήποτε μπορεί ακόμα και τώρα να προσλαμβάνεται και να πληρώνεται ανεξέλεγκτα, μέσω της ανάθεσης μιας εξωτερικής παραγωγής, με την ιδιωτική εταιρεία να τον αμείβει, όπως αναπόφευκτα επιτάσσει η φύση του επαγγέλματος.

Οι πολιτικές ηγεσίες και οι διοικήσεις “φουσκώνουν” κατά καιρούς το προσωπικό και τις αμοιβές, προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τις φιλοδοξίες τους για επιπλέον κανάλια και παραγωγές, που αναδεικνύουν το έργο ή ενισχύουν και το πορτοφόλι κάποιων. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αρνούνται λυσσαλέα την πολλαπλή αξιοποίηση των εργαζομένων σε διάφορα μέσα και τον όποιον εξορθολογισμό, καθώς όσο περισσότεροι οι υπάλληλοι, τόσο περισσότεροι και οι ψήφοι. Πάνω απ’ όλα, κάθε είδους συμφέροντα, πολιτικά, ανταγωνιστικά ή της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς συνωθούνται για να επιβάλουν το ρουσφέτι τους, είτε είναι διευθυντής, είτε παρουσιαστής, είτε εκπομπή - την ώρα που η ΕΡΤ συστηματικά “τρώει τα παιδιά της” και αρνείται να αναδείξει και να υποστηρίξει τα πρόσωπα που πραγματικά την τιμούν. Κάθε είδους πολιτικός σχηματισμός (και πρόσωπο), σύλλογος, οργανισμός πιέζει για να καλυφθεί η εκδήλωση του στις ειδήσεις, η Βουλή για να μεταδίδονται οι συνεδριάσεις της (παρά το γεγονός οτι υπάρχει ειδικό κανάλι, χωρίς όμως πανελλήνια εμβέλεια), τα ιδιωτικά κανάλια για να πάρουν τζάμπα το υλικό που τους εξασφαλίζει (νόμιμα ή παράνομα) η ΕΡΤ (που υποχρεούται να καλύψει κάθε πολιτική εκδήλωση), χωρίς φυσικά να της εκχωρούν το δικαίωμα να παίζει στα ίσα στη διαφημιστική αγορά ή στην εξασφάλιση αθλητικών μεταδόσεων. Η ΕΡΤ είναι ένα πεδίο πλουτισμού κι ένας σάκος του μποξ, για όλους.

Πολλές από τις παθογένειες αποτελούν πια παρελθόν: Οι σκανδαλώδεις αμοιβές που σόκαραν το πανελλήνιο στο τέλος της εποχής Καραμανλή και Ρουσόπουλου περιορίζονται εδώ και τρία χρόνια από ένα πλαφόν-κέρβερο, των 4 χιλιάδων ευρώ μεικτά, που αγγίζεται μόνο από λίγα, πολύ υψηλόβαθμα στελέχη. Οι αργόμισθοι δημοσιογράφοι είναι πια περιορισμένοι σε κάποιες πολύ ιδιαίτερες ή γραφικές περιπτώσεις. Το προσωπικό μόνο πλεονάζον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς οι στρατιές των εκατοντάδων συμβασιούχων έχουν εκλείψει και εκατοντάδες επίσης έχουν αποχωρήσει λόγω αυνταξιοδότησης. Πολλές λειτουργίες έχουν εξορθολογιστεί, οι ισολογισμοί είναι πλέον πλεονασματικοί (εις βάρος φυσικά των αμοιβών που είναι εξευτελιστικοί για κάποιες ειδικότητες, όπως του παρουσιαστή), οι δραστηριότητες της ΕΡΤ στις νέες τεχνολογίες και στην τεκμηρίωση επεκτείνονται, με θεαματικά αποτελέσματα. Εξακολουθούν να υπάρχουν η λουφαδόρα μακιγιέζ, δακτυλογράφος ή ηχολήπτρια που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά της, ο θρασύς, απροετοίμαστος και αγράμματος δημοσιογράφος, η περιφερόμενη αισθητική προσβολή, οι απαράδεκτοι προϊστάμενοι και διευθυντές, οι λάθος αποφάσεις. Πολλά μένει ακόμα να διορθωθούν - και μπορούν.

Διαβάζω ή δέχομαι κι εγώ συχνά την αυστηρή κριτική κατά της ΕΡΤ και τις κραυγές για το κλείσιμο της. Η ρητορική συνήθως βασίζεται στα όσα μικρά ή μεγάλα “εγκλήματα” έχουν κατά καιρούς γίνει - και είναι κατά τη γνώμη μου άδικη. Άδικη, γιατί ξεχνάει το πόσο εξαιρετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, όταν το πλαίσιο λειτουργεί σωστά. Άδικη, γιατί βασίζεται στην ιδέα οτι οι ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες δεν πρέπει να παρέχονται από δημόσιο φορέα - κι οτι “το κράτος δεν βελτιώνεται”. Λάθος, κατά τη γνώμη μου, καθώς το ευρωπαϊκό μοντέλο με τις αρκετές εξαιρετικές δημόσιες τηλεοράσεις, που καθορίζουν την αγορά και “σέρνουν” τον ανταγωνισμό στην ποιότητα, είναι το επιθυμητό (δεν είναι “κουτόφραγκοι” οι Ευρωπαίοι) - και πολύ καλύτερο από το αμερικανικό, όπου υπάρχει μόνο η προαιρετική ενίσχυση της public tv.

Κυρίαρχο σημείο κριτικής είναι βεβαίως το υποχρεωτικό ανταποδοτικό τέλος των 50 ευρώ το χρόνο, κάτι που θεωρείται “αφαίμαξη” της αγοράς, ειδικά σε περίοδο κρίσης, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη. Πράγματι, θα ήταν ευχής έργο να επιβάλεται το τέλος, μόνο σε όσους έχουν τηλεόραση ή ραδιόφωνο, αντιστοίχως με ότι γίνεται στη Βρετανία - οι μηχανισμοί όμως απουσιάζουν στην Ελλάδα και τα φοροκλεπτικά ήθη δεν θα το επέτρεπαν ποτέ. Αυτό που δεν ξερουν όσοι κατηγορούν οτι “η ΕΡΤ σπαταλάει κάθε χρόνο 300 εκατομύρια” είναι οτι το ανταποδοτικό τέλος πολύ συχνά δεν πηγαίνει ολόκληρο στην ΕΡΤ (ώστε να μπορούσε να μειωθεί με χρηστή διοίκηση και περιορισμό δραστηριοτήτων), αλλά το πλεόνασμα επιχειρείται συχνά να εξυπηρετήσει τις τρύπες του κρατικού προϋπολογισμού, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης.

Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων, ξεχνούν επίσης να βάλουν στη ζυγαριά το πόσο εξισορροπούν τον (τόσο υποβαθμισμένο) δημόσιο διάλογο και την ενημέρωση σε αυτή τη χώρα, τα δελτία ειδήσεων που είναι πραγματικά πολυσυλλεκτικά δελτία - και όχι “τηλεκαφενεία” που επιδιώκουν τις κοκορομαχίες, με απαράδεκτα σπικάζ και μουσικές επενδύσεις στα ρεπορτάζ, διεθνείς ειδήσεις περιορισμένες στο τέλος του δελτίου και φουλ κιτρινισμό. Επίσης, ξεχνούν την πλειάδα αξιόλογων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών πάσης φύσεως (με έμφαση στην ενημέρωση) που προσφέρει η ΕΡΤ, ακόμα κι αν δεν χαίρουν πολλές φορές υψηλής θεαματικότητας και ακροαματικότητας - που δεν είναι όμως το μόνο κριτήριο για την κοινωνική χρησιμότητα τους και την προσφορά τους στον πολιτισμό. Ξεχνούν οτι ευρωπαϊκή χώρα χωρίς σταθμό κλασσικής μουσικής (και χωρίς τζαζ σταθμό θα προσέθετα), δε νοείται. Οτι ο (μοναδικός στη world μουσική) πολυπολιτισμικός και αντιρατσιστικός Kosmos 93,6, μέχρι την απόσυρση της ΕΡΤ από τις μετρήσεις, κατείχε δεσπόζουσα θέση στον χώρο των μουσικών ραδιοφώνων, με περίπου 7%. Οτι η ΕΡΤ παρέχει στήριξη και υπηρεσίες προς μετανάστες και απόδημους, προάγει τη σοβαρή μουσική με ορχήστρες και χορωδία, υποστηρίζει την κινηματογραφική παραγωγή και εμπλουτίζει συνεχώς το ραδιοτηλεοπτικό αρχείο της χώρας, πολύτιμο για την ιστορία της. Κι όλα αυτά με τα 50 ευρώ ετησίως, ανά λογαριασμό, που ακόμα σε συνθήκες κρίσης, δεν είναι πολλά.

Ξεχνούν επίσης οτι ο πολίτης-καταναλωτής πληρώνει και τα ιδιωτικά κανάλια, μέσω του διαφημιστικού προϋπολογισμού των προϊόντων - στον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί και η ΕΡΤ (που εξασφαλίζει μόνο το 10% των εσόδων της από τη διαφήμιση), αν προχωρούσε η εξυγίανση της στρεβλής διαφημιστικής και ραδιοτηλεοπτικής αγοράς, που πολύ συχνά παίζει “κάτω από το τραπέζι”, όταν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα δεν πιέζουν για το ολοκληρωτικό κλείσιμο της ΕΡΤ, το οποίο βεβαίως θα ευνοούσε τα συμφέροντα τους και θα τους άφηνε ελεύθερο το πεδίο, σε μια ολοένα και συρρικνούμενη αγορά. Γι αυτό και θεωρώ οτι ήταν λάθος η σκέψη της κυβέρνησης Παπανδρέου να αποσυρθεί η ΕΡΤ από τη διαφήμιση - αντιθέτως, οι προσπάθειες πρέπει να κινηθούν προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την κατεύθυνση της μείωσης του τέλους και της ελάφρυνσης της κοινωνικής επιβάρυνσης.

Κάποιες φωνές, όπως αυτή του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη, αμφισβήτησαν ακόμα και τη χρησιμότητα της ύπαρξης της ΕΡΤ, κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας του περασμένου χειμώνα, δείχνοντας πόσο αγνοούν τη ραδιοτηλεοπτική πραγματικότητα (κάκιστα βεβαίως ο Μανδραβέλης παραπέμφθηκε από συνδικαλιστικούς εκπροσώπους της ΕΡΤ για τα άρθρα του και κακώς καταδικάστηκε από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, για την έστω λανθασμένη κριτική του). Μάλιστα, σε μια συζήτηση που είχαμε στο twitter, o ίδιος μου προέβαλε το πιο αταίριαστο για τις ιδέες του, παλαιοκομματικό επιχείρημα: “Μα διαμαρτυρήθηκε κανείς, μαζεύτηκαν υπογραφές, που δε λειτουργεί η ΕΡΤ;” Μόνο που το ραδιοτηλεοπτικό κοινό στη σύγχρονη εποχή δεν λειτουργεί ως “συνδικαλιστικός φορέας”, για να διαμαρτυρηθεί με αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, το μέτρο είναι η απήχηση των ραδιοτηλεοπτικών προϊόντων, όταν αυτά εκπέμπονται.

Το κοινό βέβαια έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για υπηρεσίες που δεν λαμβάνει, αν κρίνει οτι αυτό που του “επιστρέφεται” δεν είναι επαρκώς καλό ή οτι οι απεργιακές κινητοποιήσεις ξεφεύγουν από το μέτρο - όπως και πολλοί δημοσιογράφοι της ΕΡΤ διαμαρτυρηθήκαμε για τον ίδιο λόγο. Οι πολίτες όμως σε αυτή τη χώρα είναι πολύ πιο έξαλλοι για το απίστευτο φαγοπότι των αμοιβών των 25 και 30 χιλιάδων ευρώ το μήνα, που μοίρασαν και έλαβαν μέχρι το 2009 (άκρως υπερτιμημένα) στελέχη, τα οποία σήμερα έχουν βρει φιλόξενο καταφύγιο στο σταθμό του Φαλήρου, πρωταγωνιστώντας στις επικρίσεις κατά της ΕΡΤ - και τους οποίους ο Πάσχος Μανδραβέλης, ως ομόσταυλος, φυσικά δεν μπορεί να επικρίνει.

Ωσάν η ζωή να έφερε μόνη της την απάντηση στη σωστή στιγμή, η απήχηση της (τηλεοπτικής τουλάχιστον) ΕΡΤ πολλαπλασιάστηκε θεαματικά το τελευταίο τρίμηνο πριν την καλοκαιρινή ανάπαυλα, στη διάρκεια των προεκλογικών αναμετρήσεων και ως το τέλος Ιουνίου - ακριβώς δηλαδή την κρίσιμη στιγμή, που ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός αργανισμός καλείται να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο και το αγαθό της ενημέρωσης. Οι λόγοι πολλοί και ουσιαστικοί: Κρατώντας αποστάσεις από όλους και παρά τις (αέναες) παρεμβάσεις, οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ συνέθεσαν ένα πολυσυλλεκτικό τοπίο προσέγγισης της πολιτικής αντιπαράθεσης, χωρίς να υποστηρίζουν ή να αδικούν κανένα, στον τελικό απολογισμό. Με αλλεπάλληλες εκπομπές, κουραστικά ωράρια και υπερπροσπάθεια του μηχανισμού, έδωσαν βήμα (εξαντλητικά) σε όλους. Με την κινητοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναμικού (που έτσι απέδειξε την αξία των πολλών κόντρα στην ανεπάρκεια των λίγων), τα πρόσωπα της ΝΕΤ που έχαιραν της εκτίμησης του κοινού (όλως τυχαίως αυτά που πολέμησε κι όχι αυτά που προσπάθησε να επιβάλει η κομματική μετριοκρατία, όσο κι αν προσπαθεί να επωφεληθεί εκ των υστέρων από την επιτυχία) έκαναν αλλεπάλληλες εκπομπές και δελτία με ζηλευτά σκορ, που έφταναν και τους 700 χιλιάδες τηλεθεατές (7% μικρό νούμερο, για όσους ξέρουν να διαβάζουν τηλε-μετρήσεις), φτάνοντας και πάλι τα επίπεδα της επιτυχίας της “χρυσής εποχής” του 2003, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Και πάνω από όλα, εκμεταλλευόμενη και την απέχθεια του τηλεοπτικού κοινού για τη χειραγώγηση και το στυλ ιδιωτικών καναλιών, η ΕΡΤ (αυτή η “κρατική τηλεόραση”, στην οποία αναφέρονται με τόση περιφρόνηση) πέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρώτη σε θεαματικότητα, στη διάρκεια της εκλογικής βραδιάς, σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο τεστ για την εμπιστοσύνη του τηλεοπτικού κοινού. Το κοινό απάντησε με σαφήνεια οτι επιθυμεί όχι μόνο την ύπαρξη, αλλά και την πρωτιά της ΕΡΤ.

Μπροστά στο ζοφερό τοπίο της περαιτέρω συρρίκνωσης της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς
(που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε συγχωνεύσεις ή και κλείσιμο άλλοτε κραταιών καναλιών και ραδιοφώνων), αλλά και στις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις (που δεν θα εγκαταλείψουν τη χώρα μας πιθανώς για πολλά χρόνια), ο ρόλος της ΕΡΤ ξεπροβάλλει, ακόμα μια φορά, ιδιαίτερα σημαντικός και πρωταγωνιστικός. Αν δεν γίνουν κεφαλαιώδη λάθη από τη νέα διοίκηση (και δυστυχώς από την πολιτική ηγεσία που καθορίζει τα πράγματα), είναι και πάλι η ώρα της ΕΡΤ να αναταποκριθεί έμπρακτα στην πρόκληση και να φανεί αντάξια των προσδοκιών του κοινού, που την χρηματοδοτεί (και στο οποίο ανήκει).

Ευρισκόμενος κι εγώ, όπως όλοι στην ΕΡΤ, για μια ακόμη φορά μπροστά στη διαδικασία αλλαγής διοίκησης και διευθυντών, ομολογώ οτι εχω κουραστεί να είμαι στο ίδιο έργο θεατής. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσουν δια παντός οι προσπάθειες πολιτικών παραγόντων (και πρώην συναδέλφων “της σφαλιάρας”) να επιβάλουν προσωρινά (γιατί μόνιμα δεν μπορούν) τους εντελώς αταίριαστους ανθρώπους τους ή και τους ίδιους τους εαυτούς τους, στο πρόγραμμα της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει η άνευ καμίας αξιολόγησης τοποθέτηση (ή διατήρηση) ανθρώπων σε κάποιες θέσεις - και σε αυτό πρέπει επιτέλους να συναινέσουν εργαζόμενοι και συνδικαλιστές, μόνο και μόνο για το συμφέρον των άξιων και των εργατικών, που προσβάλλονται βαθύτατα από την αναξιοκρατία (δίνοντας έτσι και απάντηση σε όσους επικρίνουν όλους τους εργαζόμενους ως αποτέλεσμα ρουσφετιού - που δεν είναι). Και κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει η τοποθέτηση “κολλητών” και “κηφήνων”, που συνωθούνται στα κομματικά γραφεία, για μια αρπαχτή, χωρίς αξία ή γνώση της δημοσιογραφικής και ραδιοτηλεοπτικής δουλειάς, σε κρίσιμες θέσεις. Όλα αυτά δεν είναι "προνόμιο" της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, συμβαίνουν κατά κόρον και στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά η ΕΡΤ δεν είναι ούτε των κυβερνητικών διοικήσεων (που έρχονται και παρέρχονται, αφήνοντας πίσω τους συντρίμια), ούτε των συνδικαλιστικών ηγεσιών (που παγίως θέλουν να συνδιοικούν), είναι για να δίνεται η δυνατότητα οι πιο άξιοι να αποδίδουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το κοινωνικό σύνολο.

Κάποια στιγμή, η ΕΡΤ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί και να επενδύσει στο σταθερό της δυναμικό - το επιβάλλουν μόνο και μόνο οι κρίσιμες πολιτικές διαμάχες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει ήδη έτοιμο ένα εργαλείο, η μελέτη της επιτροπής Αλιβιζάτου, για το πώς η Ελλάδα θα αποκτήσει έναν ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, με ανεξάρτητη τοποθέτηση του Δοιηκητικού Συμβουλίου και χωρίς ομφάλιους λώρους με κόμματα και συμφέροντα, που θα προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό, συμμάζεμα και χρηστή διαχείριση, εξάλειψη της σπατάλης και κυρίως αξιολόγηση και αξιοκρατία. Η κρίση και η συγκυβέρνηση είναι ευκαιρία, που δεν πρέπει να χαθεί.

Στο βιβλίο του, “Το ημερολόγιο της κρίσης”, ο Παύλος Τσίμας περιγράφει πώς η ελληνική κοινωνία, (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έπρεπε να ξέρουν, των δημοσιογράφων), αγνοούσε τους κινδύνους για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers και την χρεοκοπία της Ουγγαρίας. Το επιβεβαιώνουν η επικρατούσα ειδησεογραφία της εποχής, αλλά και οι πολιτικοί συντάκτες, που δεν καταλάβαιναν γιατί το πρώτο ταξίδι του τότε νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού, το 2009, προγραμματίστηκε για τη Βουδαπέστη. Η αμεριμνησία μιας ολόκληρης κοινωνίας έχει σχέση και με την πληροφόρηση που (επιθυμεί να) δέχεται. Και η ενημέρωση στην Ελλάδα, που ακόμα κατά κύριο λόγο περνάει από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, πρέπει να αποκτήσει τη διεθνή ματιά που είχε πάντοτε η ΝΕΤ - και όχι την εσωστρεφή που προήγαγαν πάντοτε τα ιδιωτικά μέσα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, να βγούμε από την κρίση - και να μην ξαναβρεθούμε μπροστά σε μια επόμενη...



Update: Με αφορμή μια εξόφθαλμη περίπτωση πολιτικού/οικογενειακού ρουσφετιού (χωρίς καμία εμπειρία άμεση πρόσληψη στην ΕΡΤ με τη διαδικασία των συμβάσεων Προσωπικού Ειδικών Θέσεων), δέχτηκα και μια συνήθη επίθεση: "Και σεις όλοι οι υπόλοιποι, με ΑΣΕΠ μπήκατε στην ΕΡΤ; Όλοι με βύσμα είστε"... (Πρώτα απ' όλα, συγκρίνεται ή συμψηφίζεται η περίπτωση της οικογενειοκρατίας/δηλωμένης πολιτικής στράτευσης, μετά από εκλογή με ψηφοδέλτιο κόμματος, με τον οποιονδήποτε εργαζόμενο, που έστω "έχει βύσμα";)

Όχι, αρχικά δεν ήρθαμε με ΑΣΕΠ, γιατί δεν προβλεπόταν τέτοια διαδικασία. Και βεβαίως υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις, πιθανότατα η πλειονότητα, που ήρθε στην ΕΡΤ με κάποιο βύσμα. Αυτό δεν σημαίνει όμως οτι ΟΛΟΙ ήρθαμε έτσι. Πολλοί (και συνήθως οι πιο άξιοι) ήρθαν μέσα από την αγορά, χωρίς κανένα "μπάρμπα στην Κορώνη". Η αρχισυντάκτρια μου ήταν ρεπόρτερ και εξελίχθηκε σe επικεφαλής, χωρίς καμία στήριξη. Η άλλη αρχισυντάκτρια μου ήταν επίσης ρεπόρτερ σε επαρχιακή πόλη - και την επέλεξε ο διευθυντής της να της δώσει προαγωγή. Το ίδιοι και άλλοι δύο αρχισυντάκτες μου. Πολλούς ρεπόρτερ τους επέλεξαν τότε διευθυντικά στελέχη, γιατί υπήρχαν ανάγκες. Κι όταν βεβαίως αργότερα γίναμε αορίστου χρόνου, με το διάταγμα Παυλόπουλου, όλοι περάσαμε από τις τυπικές διαδικασίες του ΑΣΕΠ (εξετάσεις για δημοσιογράφους δεν υπήρξαν ποτέ).

Η διαφορά ήταν οτι τότε, στη δεκατία του '90, η ΕΡΤ ήταν απαξιωμένη. Και στην εποχή των "παχειών αγελάδων" και της άνθισης των ιδιωτικών καναλιών, δεν υπάρχαν πολλοί που δεν "σνόμπαραν" τη δημόσια τηλεόραση, προς χαριν της καριέρας στα ιδιωτικά. Όταν πήγα εγώ στην ΕΡΤ, το 1997, αναζητούσαν άντρες παρουσιαστές - και δεν έβρισκαν. Με επέλεξαν οι τότε προϊστάμενοι μου, που ούτε τους ήξερα - και μου έδωσαν την ευκαιρία. Δεν χρειαζόταν μέσο. Μετά, που τα πράγματα "έσφιξαν", άρχισε να υπάρχει υπερ-προσφορά - και οι θέσεις στην ΕΡΤ έγιναν περιζήτητες.

Ακριβώς λοιπόν γιατί οι πολλοί έχουν μπει αναξιοκρατικά, πρέπει να υπάρξει αξιολόγηση. Την επιζητώ όσο τίποτα. Αλλά η ισοπέδωση οτι "όλοι είμαστε αποτέλεσμα ρουσφετιού", πολύ απλά δεν ισχύει - και είναι και προσβλητική, για όποιον έχει αποδείξει την αξία του, με το πέρασμα του χρόνου, στη δουλειά του.













H φωτό είναι από το www.anderstomren.biz και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Kashmir", των βρετανών Robert Plant και Jimmy Page, που το έγραψαν, ως μέλη των Led Zeppelin, αλλά αργότερα το διασκεύασαν και το ηχογράφησαν με τη συμμετοχή της London Metropolitan Orchestra και Αιγύπτιων μουσικών. Αντικατοπτρίζει νομίζω, τέλεια, το γολγοθά της ΕΡΤ, ανάμεσα στην πρόοδο και την καθυστέρηση, τη δύση και την ανατολή. Και ίσως συνοδεύει ωραία και το δικό σας γολγοθά, να διαβάσετε το μεγάλο αυτό κείμενο...

buzz it!

20.8.12

Το μέλλον του ραδιοφώνου

Εξακολουθώ και θεωρώ οτι το ραδιόφωνο διατηρεί ακέραια τη μαγεία του. Και αυτή έχει να κάνει με την ιδιομορφία του μέσου: Μπόλικη δόση μιας από τις ωραιότερες τέχνες, τη μουσική (εννοείται οτι το ενημερωτικό ραδιόφωνο, όπως γίνεται στην Ελλάδα, δεν έχει καμμία “μαγεία”, γιατί δεν έχει καν τη στοιχειώδη παραγωγή, όταν ακολουθεί τη συνταγή τηλεφώνημα - μισό κομμάτι - ξανά τηλεφώνημα) και ταυτοχρόνως φωνή και λόγος, δηλαδή επαφή, παρέα και σκέψη.

Αυτά βέβαια, στην καλή εκδοχή του, που είναι σπάνια. Στην εκδοχή του “χύμα”, με τα ντουετάκια της σαχλαμαρίτσας, που σχολιάζουν επί παντός επιστητού και καταπατούν κάθε αισθητική (μαζί με τους στίχους των τραγουδιών), επίσης δεν υπάρχει μαγεία.

Το ραδιόφωνο δεν κινδυνεύει ούτε από τα social media, ούτε από το internet γενικότερα. Ίσα-ίσα, τροφοδοτείται από αυτά και ενισχύεται από την παράλληλη δυνατότητα επικοινωνίας και τη διαδικασία άμεσης ανεύρεσης ενός κομματιού, που προσφέρει η νέα τεχνολογία. Άλλωστε, το internet φιλοξενεί με άνεση το ραδιόφωνο, στην ίδια ακριβώς φόρμα - ενώ αντιθέτως, ανταγωνίζεται συντριπτικά την ραδιοτηλεοπτική δημοσιογραφία, με τα δικά του μέσα. Το ραδιόφωνο θα κινδύνευε αν ήταν ένα απρόσωπο “κανάλι μουσικής”, αλλά αυτό ακριβώς (και ευτυχώς) δεν είναι.

Το ραδιόφωνο κινδυνεύει (και το φωνάζω από τότε που έκανα τα πρώτα μου βήματα στον Σκάι και στον Αντένα) από το χαμηλό επίπεδο δημοσιογραφίας και την έλλειψη διάθεσης για γνώση, μεράκι και σεβασμό στην έννοια της παραγωγής. Κάθε μέσο έχει τους κανόνες του - και στην Ελλάδα μάθαμε να απαντούμε σε αυτό, με όλο και περισσότερο τεμπέλικο, χύμα και αντιαισθητικό ραδιόφωνο: Ακατάσχετη πολυλογία (και μπουρδολογία), ρηχές δισκοθήκες και μουσικές επιλογές, παντελής έλλειψη μέτρου και τρόπου. Και φυσικά κινδυνεύει από το φτηνό (σε μουσικό περιεχόμενο και ανθρώπινο δυναμικό) playlist.

Δεν ξέρω πώς θα είναι η νέα σεζόν, αν θα είναι καλύτερη ή η χειρότερη όλων των εποχών. Η αλήθεια είναι οτι σε αυτά τα 24 χρόνια έχω περάσει μεγάλα διαστήματα εκτός - και δεν έχω παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη της αγοράς. Ακούω πια πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Η αίσθηση μου είναι οτι η έννοια της ραδιοφωνικής προσωπικότητας φθίνει, όλο και περισσότερο. Μια άλλη διαφορά, με τα χρόνια, ίσως είναι οτι κάποτε έστεκαν οι αυτόνομες εκπομπές, μέσα σε ένα πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα. Εδώ και αρκετά χρόνια, θεωρώ οτι πρέπει να είναι όλο το πλαίσιο ενός σταθμού ομοιογενές και ελκυστικό, για να αναδειχθεί μια εκπομπή.

Στην εκπομπή που κάνω, κάθε πρωί 8-10 στον Kosmos 93,6, πολλοί ακροατές μου λένε οτι ούτε η μουσική μόνη της θα τους έφτανε, ούτε τα κείμενα που διαβάζω και τα σχόλια που κάνω ή αναπαράγω (τα περισσότερα προέρχονται από τα social media και τη μπλογκόσφαιρα). Την ανέλαβα σε μια περίοδο παρατεταμένης προεκλογικής πόλωσης και θέλω να ελπίζω οτι κατάφερα να φέρω εις πέρας μια ισορροπημένη εκπομπή “διττής προσωπικότητας”. Άλλωστε εδώ και χρόνια, δεν μπορώ και δεν θέλω να κάνω μόνο το ένα ή μόνο το άλλο - δεν θα ήταν ο εαυτός μου. Κάποιοι γκρίνιαξαν, γιατί αυτά που άκουγαν δεν έγιναν ανεκτά από τον φανατισμό τους και επικαλέστηκαν προσχηματικά οτι μια τέτοια εκπομπή “δεν ταιριάζει” σε μουσικό σταθμό ή σε δημόσιο ραδιόφωνο. Ήταν πολύ λίγοι, αλλά πάντα με εκπλήσσει, παρ’ όλα αυτά, η αδυναμία ακροατών (ή τηλεθεατών), να ακούσουν μια διαφορετική άποψη από τη δική τους. Να την ακούσουν, βρε αδερφέ - κι ας μη συμφωνούν. Ή αν επαναληπτικά δεν τους αρέσει το προϊόν, να αλλάξουν ραδιοφωνική συχνότητα, χωρίς να πουν τίποτα.

Ωστόσο, όπως και το προηγούμενο δίωρο που έκανα, 6-8μμ, νομίζω οτι έχει μεγάλη ανταπόκριση, μέσα σε ένα πρωινό ραδιοφωνικό τοπίο, που συγκεντρώνει πάρα πολλές από τις παθογένειες, για τις οποίες λέγαμε παραπάνω. Οι τελικοί κριτές πάντως είναι οι ακροατές κι όχι εγώ - και οι έρευνες αγοράς είναι ο μόνος αξιόπιστος τρόπος για να τεκμηριωθεί αυτό που λέω. Ίσως το πρωινό ταιριάζει περισσότερο στη δημοσιογραφική μου ιδιότητα και σίγουρα απευθύνεται σε ένα ακόμα ευρύτερο κοινό. Αν εξακολουθώ να αντέχω να ξυπνάω κάθε πρωί στις 6, παραλλήλως με τις τηλεοπτικές μου υποχρεώσεις, θα το συνεχίσω, όσο και ο σταθμός το επιθυμεί.

Το ραδιόφωνο δεν θα σταματήσει πιστεύω ποτέ να είναι αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητας μας, είτε θέλουμε να ενημερωθούμε, είτε να ακούσουμε μουσική και σχόλια. Θα μας κάνει πάντα παρέα στο αυτοκίνητο - και για μένα, θα είναι πάντα ο αδιαμφισβήτητος νικητής στον ανταγωνισμό με την πρωινή τηλεόραση, όσο κι αν η τελευταία είναι (αφύσικα κατα την ταπεινή μου άποψη) δημοφιλής. Είναι μεστό, ουσιαστικό και το πιο γρήγορο από όλα (ακόμα και από το internet). Αν το προσέξουμε, θα είναι πάντα το πιο αξιοπρεπές Μέσο Μαζικής Ενημέρωσης, μακριά από τις υπερβολές και τους κιτρινισμούς.

Τα ερτζιανά, ως τεχνολογία, μπορεί να σταματήσουν να χρησιμοποιούνται σε μερικά χρόνια. Το FM έχει μεγάλους περιορισμούς ως προς την εμβέλεια, το ΑΜ είναι πια τεχνολογία μουσείου ή ενημέρωσης εκτάκτου ανάγκης (αν και στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται ακόμα από τα ενημερωτικά δίκτυα, που δεν εχουν καθόλου μουσική) και το ψηφιακό ραδιόφωνο δεν το βλέπω να προχωράει, έχει κολλήσει εδώ και χρόνια. Θα ήταν ενδιαφέρον πάντως να ακούγαμε τον ίδιο σταθμό, οδηγώντας από την Αθήνα στο Λονδίνο. Επειδή όμως δεν βλέπω να εφοδιάζονται τα ΙΧ με δορυφορικά πιατάκια, νομίζω οτι όλα θα αντικατασταθούν σε λίγο με το (mobile ή μη) internet. Κι έτσι θα ακούμε όλοι μέσω web, ελπίζω και με καλύτερη ηχητική ποιότητα. Άλλωστε, είναι (ακόμα πιο) μαγικό να κάνεις εκπομπή και να σε ακούν ακροατές που βρίσκονται στη Νότια Κορέα ή στην Αργεντινή...


Update: Διαβάζω τις δύο παραγράφους κάτω από τη φωτό, το πρωί, στην εκπομπή. Μετά από μισή ώρα - και αφού έχω ενδιαμέσως διαβάσει, μεταξύ άλλων, κανα-δυό tweets (για την Ύδρα) και δύο αποσπάσματα από άρθρα της Καθημερινής, το ένα με αφορμή την Ύδρα και το άλλο για τη μετανάστευση (τυχαία το ένα μετά το άλλο, χωρίς να το προσέξω μάλιστα, γιατί το ένα το διαβάζω από την έντυπη έκδοση και το άλλο μετά από παραπομπή από το twitter), χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούω μια γυναικεία φωνή, με φρασεολογία-κασέτα που την έχω ξανακούσει ΑΚΡΙΒΩΣ ίδια, τουλάχιστον 4-5 φορές: "Ωραία τα λέτε στο κείμενο σας, αλλά επειδή όλα συνδέονται, να είστε πιο σφαιρικοί, γιατί πρέπει να δίνουμε το καλό παράδειγμα εμείς οι ίδιοι - κι εγώ ως δάσκαλος αυτό πρέπει να κάνω στα παιδιά" (τι στο καλό, από σεμινάριο τους έχουν περάσει - κι όλες εκπαιδευτικοί δηλώνουν)...

"Δεν σας καταλαβαίνω, πώς συνδέεται το κείμενο μου με αυτά που μου λέτε;" "Θέλετε να παρουσιάσετε οτι όλοι είμαστε τεμπέληδες" "Μα ποιός μίλησε για τεμπέληδες;" "Γιατί δεν διαβάζετε κι άλλες εφημερίδες;" "Μα διάβασα από όλες, σήμερα, εκτός από τον Ριζοσπάστη, αυτές είναι η καθημερινές εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας - και επιπλέον διαβάζω δεκάδες πράγματα από το ίντερνετ. Και τι σχέση έχει αυτό με αυτά που γράφω;" "Μα γιατί, υπάρχουν κι άλλες, γιατί δεν διαβάζετε το Ποντίκι ή το Χωνί του Καζάκη - όχι οτι συμφωνώ μαζί του"(αυτό το τελευταίο, σε άλλα τηλεφωνήματα, ακούγεται σε παραλλαγή του τύπου "μη νομίζετε οτι ψηφίζω το κόμμα που φαντάζεστε")...

"Με συγχωρείτε, πόσον καιρό ακούτε την εκπομπή;" "Εεεε, από χθες, να αυτές τις δυό ημέρες"...

Για να καταλάβετε τι τραβάω. Με τους ακροατές που επιμένουν να σταματήσει να ακούγεται αυτο που δεν τους αρέσει ή τους πάσης φύσεως όψιμους αρχισυντάκτες, που μετρούν με τη ζυγαριά του φαρμακοποιού τις "ισορροπίες", λες και δεν κάνω εκπομπή με άποψη, αλλά δελτίο σε προεκλογική περίοδο...















To κείμενο αυτό γράφτηκε ως απάντηση σε ερωτήσεις του Σπυρου Σεραφείμ για το e-tetradio

H φωτό είναι από το designllama.blogspot.com και το εξώφυλλο από το www.wikipedia.org

To post συνοδεύεται από το "Price Tag" της Βρετανίδας Jessie J.

buzz it!

9.8.12

To MegaJet της ταλαιπωρίας...

Η γραμμή Σαντορίνη-Ηράκλειο δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί, σε καθημερινή βάση, λόγω μειωμένης ζήτησης, αν τουριστικοί πράκτορες δεν είχαν συλλάβει την ιδέα να προτείνουν στα πολυάριθμα γκρουπ των τουριστών της Κρήτης, να “μη χάσουν την ευκαιρία” για μια μονοήμερη εκδρομή στο μοναδικό ηφαιστειογενές νησί, αφού έφτασαν μέχρι αυτή τη γωνιά του πλανήτη.

Έτσι, εδώ και μερικά χρόνια, την “εκδρομή” αυτή εξυπηρετούν δύο ταχύπλοα της ίδιας εταιρείας (το ένα με δυνατότητα μεταφοράς ΙΧ και το άλλο όχι), που μπορούν να κάνουν τη διαδρομή σε λιγότερο από δύο ώρες, επιτρέποντας έτσι στους τουρίστες να περάσουν μερικές ώρες στα Φηρά και να ξαναμπούν στο πλοίο στις 6 το απόγευμα. Και μαζί με αυτούς, όλους τους υπόλοιπους εμάς, που για διάφορους λόγους θέλουμε να φτάσουμε στην Κρήτη, μέσω Σαντορίνης ή το αντίστροφο. Μέχρις εδώ καλά.

Την Πέμπτη 26 Ιουλίου όμως, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τη νέα πραγματικότητα στη γραμμή αυτή, μετά την κρίση - σ’ ένα από τα χειρότερα ταξίδια που έχω κάνει ποτέ. Το MegaJet που έφευγε από τη Σαντορίνη στις 18.10, μεταφέροντας επιβάτες και αυτοκίνητα, αδυνατούσε να αντιμετωπίσει το ισχυρό “βουβό” κύμα, που είχε προκαλέσει ο νοτιάς, με αποτέλεσμα ένα βασανιστικό ταξίδι 3 ωρών, σε συνθήκες διαρκούς τραμπάλας. Σα να μην έφτανε η ταλαιπωρία από τη θάλασσα, διαρκώς ακούγονταν από τα μεγάφωνα σκυλοπόπ ελληνικά τραγούδια της χειρότερης φτήνιας, που όσο κι αν ζητήσαμε να χαμηλώσουν, μέσα στη ζαλάδα μας, πέσαμε σε “τοίχο”.

Η καθυστέρηση όμως, όπως υποπτεύθηκα, δεν οφειλόταν στον καιρό, αλλά είναι καθημερινή πρακτική, για λόγους εξοικονόμησης καυσίμων, παρά το γεγονός οτι το πλοίο ήταν γεμάτο. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι οτι αυτό το ταξίδι τιμάται πανάκριβα, σε μια επίδειξη των χειρότερων τουριστικών υπηρεσιών, που αν δεν αναθεωρηθούν, θα διατηρήσουν την Ελλάδα στον βυθό της κρίσης.

Το εισιτήριο για τον επιβάτη έκανε 50 ευρώ και για το αυτοκίνητο 75, δηλαδή σχεδόν όσα χρεώνει το κατά πολύ ανώτερο σε υπηρεσίες, ταχύτητα και αξιοπιστία Highspeed, για τη διπλάσια διαδρομή, από τον Πειραιά στην Σαντορίνη.

Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι απλό: Μονοπώλιο. Τα συμβατικά κρουαζιερόπλοια που έκαναν την ίδια γραμμή έχουν αποσυρθεί. Ελλείψει ανταγωνισμού, η εταιρεία που εκμεταλλεύεται το Mega Jet τιμολογεί, όπως της κατέβει. Η έλλειψη όμως ανταγωνιστή δεν μπορεί να δικαιολογεί την απόλυτη αυθαιρεσία, στον τόσο ευαίσθητο τομέα των εξαγωγών μας, που λέγεται τουρισμός. Θα ήταν λογικό, αν ήθελε να χαμηλώσει την ταχύτητα για λόγους οικονομίας, να το δηλώσει και να χαμηλώσει και την τιμή του εισιτηρίου, ανάλογα και με ότι συμβαίνει σε άλλες γραμμές. Αν όχι, τουλάχιστον θα έπρεπε να μπορεί να ανταποκριθεί στην υπόσχεση της για “γρήγορο και άνετο ταξίδι”. Και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, δεν γίνεται...












Η φωτό είναι από το wwww.dailypress24. blogspot.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com

To post συνοδεύεται από το "Μy Heart Is Jumping" των Γάλλων Bibi Tanga & The Selenites.



buzz it!

ShareThis