Ας αρχίσουμε με τα αυτονόητα. Άλλο τι είναι ο καθένας κι άλλο η δολοφονία του. Κανένα συμφέρον και κανένας φανατικός δεν έχει το δικαίωμα της αφαίρεσης της ζωής στη δημοκρατία εν καιρώ ειρήνης - στις (προοδευτικές) ευνομούμενες πολιτείες, ούτε καν τα δικαστήρια δεν έχουν αυτό το δικαίωμα.
Πολλοί ενδεχομένως να είπαν “όποιος μπλέκεται με τα πίτουρα, τον τρώνε κι οι κότες”. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η δολοφονία Γκιόλια οφείλεται σε “επαπειλούμενες αποκαλύψεις σκανδάλων”, σε “μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα εκβιασμών” ή σε “βεντέτα με τον χώρο της τρομοκρατίας”. Δεν είμαι επίσης σε θέση να ξέρω περισσότερα πράγματα για την πραγματική υφή της “Σέχτας” ή αν το χτύπημα αυτό ήταν προειδοποίηση προς κάποιους τρίτους - αν και συνήθως η πιο προφανής και απλή εξήγηση είναι και η αληθινή. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται περί μίσους είτε περί υποκόσμου, η άσκηση βίας (πόσο μάλλον η δολοφονία) είναι επαίσχυντη και δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή σε μια χώρα, που δεν θέλει να συγκαταλέγεται στον τρίτο κόσμο.
Ο Σωκράτης Γκιόλιας, εξ όσων διαβάζω, ανδρώθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον που ειδικεύεται στη “δημοσιογραφία των αποκαλύψεων”. Όπως πολύ πικρά γνωρίζουμε, στο χώρο αυτό (μαζί με αρκετούς μικρο-εκδότες λαϊκίστικων φυλλάδων πάσης απόχρωσης, εκ των οποίων πολύ λίγοι έχουν μπει στη φυλακή) εμφιλοχώρησαν (εκτός από αρκετά "ψώνια") και πολλά φαινόμενα “δημοσιογραφίας των εκβιασμών”. Αυτή η λαϊκίστικη προσέγγιση έχει κατά βάση ως μεθόδευση να προσεταιρίζεται τον “απλό, ανυπεράσπιστο πολίτη”, του οποίου υποτίθεται τα συμφέροντα υπερασπίζεται, αλλά στην ουσία εξυπηρετεί τις απόλυτα ωφελιμιστικές επιδιώξεις της προσωπικής εξουσίας ή ακόμα και του προσωπικού πλουτισμού. Στην τελευταία περίπτωση, η μέθοδος είναι απλή: Είτε ο θιγόμενος ειδοποιείται για τα κατασκευασμένα “ρεπορτάζ” και καλείται να πληρώσει για να μην δημοσιευτούν είτε αυτός που θέλει να βλάψει κάποιον, πληρώνει για επαναληπτικά (και ανεξήγητα) δημοσιεύματα. Στις υπόλοιπες, αρκεί η κατατρομοκράτηση από την εξουσία του “καταγγέλλοντος”.
Δυστυχώς, αυτή η λαϊκίστικη, νέου τύπου “δημοσιογραφία” επιβραβεύθηκε πλήρως από το κοινό, που την εκτόξευσε στην κορυφή της κυκλοφορίας. Και ούτε βεβαίως η έκπτωση της “παραδοσιακής” δημοσιογραφίας μπορεί να δικαιολογήσει τη στροφή, σε μια χειρότερη και μεταλλαγμένη εκδοχή της. Ομολογώ οτι εξακολουθώ να απορώ για το πόσο διχάζει την κοινωνία η ανάγκη καταδίκης της τελευταίας...
Κατά την άποψη μου, δημοσιογραφία είναι η ικανότητα παρουσίασης (και κυρίως αξιολόγησης), με συγκεκριμένα δεοντολογικά εργαλεία, της πληθώρας των πληροφοριών που συνθέτουν την πραγματικότητα γύρω μας. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αφίσταται της προσωπικής οπτικής και του συστήματος αξιών του καθενός. Ακριβώς όμως αυτές οι αξίες καθορίζουν και την ανάγκη ύπαρξης (αλλά και την αξιοπιστία) της δημοσιογραφίας. Η λεγόμενη “ερευνητική δημοσιογραφία”, απαραίτητη για την αποκάλυψη των κακώς κειμένων, οφείλει σε κάθε περίπτωση να ακολουθεί πλήρως τους κανόνες δεοντολογίας, έτσι όπως ορίζονται σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή - και μόνο σε εξαιρετικά σοβαρές αποκαλύψεις κρίσιμου μεγέθους μπορεί ο νομικός μας πολιτισμός να δεχθεί παραβίαση κάποιων κανόνων, αν το αγαθό της αποκάλυψης υπερβαίνει κατά πολύ σε σημασία την όποια παραβίαση. Για όσους αμφιβάλλουν οτι οι αποκαλύψεις μπορούν να είναι αποτελεσματικές “με το σταυρό στο χέρι”, να θυμίσω οτι το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, το Watergate, αποκαλύφθηκε με πλήρη σεβασμό των κανόνων δεοντολογίας.
Φυσικά, αυτά είναι “ψιλά γράμματα” στο ανήθικο και αρύθμιστο πολιτικό-μιντιακό μας τοπίο. Και σα να μην έφταναν τα δεκάδες δημοσιεύματα με ψευδώνυμα ανύπαρκτων δημοσιογράφων (και η αντίστοιχη “βιομηχανία αγωγών”, την οποία συνήθως χρησιμοποιούν φαιδροί “επαγγελματίες θιγόμενοι”, αντί για τους πραγματικούς θιγόμενους, που σπάνια αντιδρούν στο διασυρμό τους), ήρθε στο τοπίο να προστεθεί και η δυνατότητα της συκοφαντίας, μέσω των ανώνυμων “δήθεν μπλογκ”. Τα “παραδημοσιογραφικά” ανώνυμα site, επιχειρώντας να επωφεληθούν από το θετικό πρόσημο που συνοδεύει τους πραγματικούς μπλόγκερ, επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου εμπαθή και ύποπτων κινήτρων μπουρδολογία, ανάμικτη με θεωρίες συνωμοσίας, αντιφατικές και αστήρικτες κατηγορίες - και αισθητική της χειρότερης υποστάθμης. Στελεχωμένα συνήθως από δημοσιογράφους τρίτης κατηγορίας, αποτυχημένους ή εξοστρακισμένους από την αγορά, εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα κάποιων (παρα)εκδοτών ή άλλων, αποτελώντας τον δούρειο ίππο για την άλωση και τον έλεγχο του διαδικτύου. Ακόμα και μέλη ενός (παρα)κομματικού υποκόσμου, που εκδιώχθηκαν κακήν-κακώς από παρασιτικές θέσεις που είχαν καταλάβει στο δημόσιο, έφτιαξαν “μπλογκ” και χύνουν τη χολή τους, κατά όσων αντιστάθηκαν στην προκλητική και γλοιώδη παρουσία τους σε θέσεις ευθύνης.
Κάθε “κλικ” ισχυροποιούσε και ισχυροποιεί την παρουσία τους. Και εδώ ακριβώς έγκειται ο εκβιασμός: Πράγματι, το μεγαλύτερο κομμάτι της δημοσιογραφικής πιάτσας τσεκάρει συνεχώς τα site αυτά. Όχι μόνο από κουτσομπολίστικη διάθεση, αλλά για να μάθει (κάποιες φορές) πραγματικές ειδήσεις, φήμες και (κυρίως) να ελέγξει αν διασύρεται με κάποιο αστήρικτο “δημοσίευμα”. Αποτέλεσμα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, να μπλέκεται διαρκώς το πραγματικό με το φανταστικό, το αξιόπιστο με το κακόβουλο και χαλκευμένο. Στη χειρότερη, να διαπομπεύονται άνθρωποι, που δεν έχουν καμία άμυνα - καθώς το “να μπλέξεις” απαντώντας σε τέτοιους τύπους, θα επιφέρει χειρότερο διασυρμό.
Το διαδίκτυο προσφέρει (τζάμπα) τη δυνατότητα των αλλεπάλληλων δημοσιευμάτων (δήθεν “κριτικής”), που από μόνο του αποτελεί ένα στοιχείο εκβιασμού. Άλλο να γράψεις επικρίνοντας ένα δημόσιο πρόσωπο μια φορά στους δυό μήνες - κι άλλο να τον “περιλούσεις” με καταιγισμό δημοσιευμάτων, μέσα σε μια μέρα ή μια βδομάδα. Από μόνο του προκαλεί τις υποψίες οτι κάπου “αλλού” στοχεύεις - ώστε να σταματήσεις.
Έτσι, μια κοινωνία βουτηγμένη στο κουτσομπολιό και στη μεσημεριανή “κιτρινίλα”, βρέθηκε να βρωμίζει ακόμα περισσότερο, από το καινούργιο και πιο υγιές κομμάτι της επικοινωνίας, το διαδίκτυο - καθρέφτη φυσικά όλων των δυνάμεων που ενεργοποιούνται μέσα σε αυτήν.
Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις στο πρόβλημα: Ή να αποδεχτούμε οτι αυτό είναι το επίπεδο της κοινωνίας και του δημόσιου λόγου και να ελπίσουμε οτι οι επερχόμενες γενιές, με την (όποια) βελτίωση της παιδείας, θα διαμορφώσουν ένα υψηλότερο επίπεδο πολιτισμού. Ή να αποφασίσουμε οτι κάτι πρέπει να κάνουμε τώρα, για να πάρουμε μια άλλη πορεία.
Ένα πρώτο και (απαραίτητο κατά την άποψη μου) βήμα είναι η σοβαρή αυτοκριτική και αλλαγή πλεύσης, του (υπάρχοντος) δημοσιογραφικού κόσμου, ώστε να τεθούν οι βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Δημοσιολογών μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, δημοσιογράφος όχι (άκρως απογοητευτική είναι και η εμφάνιση, τις τελευταίες ημέρες, κάποιων από τους δημοσιογράφους που έγιναν πολιτικοί). Διαφορετικής ποιότητας ηγεσίες, ισχυρές επαγγελματικές ενώσεις που θα επιβάλουν κριτήρια και κανόνες, θεσμική αναβάθμιση αυτού του “μπάτε σκύλοι αλέστε” είναι προτάσεις που έχω ξαναδιατυπώσει.
Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει με το διαδίκτυο. Ίσως άλλοι πιο έμπειροι από μένα στο μέσο να έχουν να προτείνουν λύσεις, χωρίς να υπάρξει περιορισμός της ελευθερίας του λόγου και του πλούτου που αυτό προσφέρει. Μήπως όσα “μπλογκ” έχουν πάνω από μερικές αναρτήσεις την ημέρα (γιατί η ποσότητα είναι μεταξύ άλλων αυτό που διαφοροποιεί τον πραγματικό μπλόγκερ από το “παραδημοσιογραφικό” site), να πρέπει να έχουν δηλωμένο επώνυμα έναν διαχειριστή; Μήπως πρέπει να υπάρξει κάποιος άλλος έξυπνος τρόπος περιορισμού της αλητείας;
Πάντως, κάτι πρέπει να γίνει. Και κυρίως με αυτούς που βαυκαλίζονται οτι προσφέρουν υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο, ενώ στην ουσία απαρτίζουν τον εσμό που καταβαραθρώνει το επίπεδο του δημόσιου λόγου και οδηγεί την χώρα ολοταχώς προς τα πίσω. Εντός και εκτός ίντερνετ...
Δύο κείμενα για το ίδιο θέμα, από μια δημοσιογράφο και έναν μπλόγκερ που εκτιμώ: Πόπη Διαμαντάκου και old boy.
H φωτό είναι δανεική από το blog της Ξένης και το εξώφυλλο από το www.amazon.com.
To post συνοδεύεται από το "Teardrop" των Βρετανών Massive Attack, που εμφανίστηκαν και αυτοί το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στη Μαλακάσα.
You would have loved to see this, Ali.
-
This is photo that Ali Mustafa posted shortly after he arrived in Aleppo to
cover the revolution in 2013. He was killed by Assadist goons a few months
later.
Πριν από 1 εβδομάδα