15.1.12

Χαμένο ρεσιτάλ...

Πέρσι, τέτοια εποχή, είχα ενθουσιαστεί με μια άλλη ταινία-ρεσιτάλ ηθοποιίας, παρά το γεγονός οτι αγιογραφούσε, κατά κάποιο τρόπο, τον εκπρόσωπο ενός βρετανικού υπερ-συντηρητικού θεσμού, της βασιλείας. Η «Σιδηρά Κυρία» όμως, της Phyllida Lloyd, απέχει μακράν από το να μου δημιουργήσει τέτοια συναισθήματα.


Δεν είναι ότι η ταινία δεν καταγράφει το «αμφιλεγόμενο» (για να το πούμε κομψά - ή το μισητό για πολλούς) της μακρόχρονης θητείας της Margaret Thatcher στην πρωθυπουργία της Βρετανίας. Είναι ότι η σκηνοθέτις του "Mamma Mia" (ποτέ μου δεν κατάφερα να το δω ολόκληρο, παρά το καλό καστ και το ιδιαίτερο «ελληνικό» ενδιαφέρον) ρίχνει μια αφελή ματιά σε ένα βαθύτατα πολιτικό θέμα. Όπως επισημαίνουν σχεδόν οι περισσότερες κριτικές, με την επιλογή των διαρκών φλας-μπακ, επικεντρώνει (και χαλάει πολύτιμο χρόνο) στην ηλικιωμένη Thatcher και τα «φαντάσματα» της σχέσης της με τον άντρα της, Denis, που τη στήριξε, αλλά υπέστη και τις συνέπειες του αυταρχικού χαρακτήρα της και των ισχυρογνωμόνων επιλογών μιας ζωής στο πολιτικό προσκήνιο - πράγματι «τολμηρής» (και από αυτή την πλευρά θαυμαστής) ζωής, δεδομένου ότι η Thatcher αναδείχθηκε πολιτικά και ηγήθηκε ενός απόλυτα ανδροκρατούμενου και φαλλοκρατικού περιβάλλοντος, κάτι που μπορεί να εξηγεί εν μέρει και τη σκληρότητα της, στην προσπάθεια να επιβληθεί.

Η καταγραφή όμως αυτής της ζωής και των επιλογών της είναι ελλιπής. Ακολουθώντας χολιγουντιανά/συντηρητικά κλισέ και υιοθετώντας μια «επιπόλαια» ουδετερότητα, αναδεικνύει το ηγετικό του χαρακτήρα, το εθνικοπατριωτικό των επιλογών και τη σταθερότητα των αποφάσεων, ως αποκλειστικά και μόνο προτερήματα. Φυσικά, για τους θαυμαστές της Thatcher, έτσι είναι. Η ταινία δεν αποκρύπτει το εύρος των κοινωνικών αντιδράσεων στις επιλογές της, αλλά δεν στέκεται κριτικά απέναντι της. Ούτε προσπαθεί να απαλείψει τα χαρακτηριστικά που θα οδηγούσαν κάποιον να τη χαρακτηρίσει ως μια εμμονική, κατίνα, άκαμπτη και υπερσυντηρητική νοικοκυρά, που επιχείρησε (άτσαλα και «ταλιμπανικά») να βάλει «σε τάξη τα του οίκου», αλλά στην ουσία ακύρωσε και εγκατέστησε δομές, που για τους υποστηρικτές «έσωσαν τη Βρετανία από την κατηφόρα», πλην όμως, για σχεδόν όλο τον υπόλοιπο κόσμο, εγκαθίδρυσαν την έναρξη μιας εποχής, που χαρακτηρίστηκε «νεοφιλελεύθερη» και αποτελεί την αιτία για την κρίση που ζούμε παγκοσμίως σήμερα (το timing του έργου το καθιστά ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό).

Όμως, δεν αναδεικνύει επαρκώς άλλα χαρακτηριστικά, σύμφυτα με τέτοιες ακραίες επιλογές, όπως για παράδειγμα η σκληρότητα της με τις απώλειες ζωών, η αδυναμία της να εκτονώσει τις συγκρούσεις με την τρομοκρατία ή η δημαγωγία και ο πολιτικός υπολογισμός ενός πολέμου, όπως αυτός των Falklands, που εκτόξευσε τη δημοτικότητα της και της εξασφάλισε τη δεύτερη από τις τρεις εκλογικές της νίκες - αλλιώς θα είχε μείνει πιθανότατα στην πρώτη και μοναδική. (Η μόνη πτυχή αυτού του πολέμου που θα μπορούσε να τη δικαιολογήσει στην ιστορία, είναι οτι, παρά το αποικιοκρατικό παρελθόν της υπόθεσης, η κατάληψη των νησιών ήταν μια απρόκλητη επιθετική πράξη της στρατιωτικής χούντας της Αργεντινής, που όπως κάθε επιθετικός εθνικισμός - ειδικά από ολοκληρωτικό καθεστώς - δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός).

Η Thatcher παρέλαβε μια Βρετανία απισχνασμένη, με τη βαριά βιομηχανία να καταρρέει, αλλά τον εργατικό συνδικαλισμό ακμαίο (θυμηθείτε την αποδυνάμωση της άλλοτε κραταιάς βιομηχανίας των βρετανικών αυτοκινήτων, στη δεκαετία του '70) - και τσάκισε τον δεύτερο, χωρίς να υπολογίσει το κοινωνικό κόστος. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι προσέφερε σε αντάλλαγμα καλές υπηρεσίες για την ανόρθωση της πρώτης, που μάλλον έχασε οριστικά το παιχνίδι, από τον γερμανικό (και άλλον) ανταγωνισμό. Βέβαια, ακόμα και σύγχρονοι αντίπαλοι της, από το Εργατικό κόμμα, παραδέχονται ότι κάποιες από τις τομές της ήταν σωτήριες, για μια χώρα που υπέφερε από την «κατάχρηση» του κοινωνικού κράτους, χωρίς να αιμοδοτείται επαρκώς από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το (αναπόφευκτα) περίπλοκο όμως της πολιτικής ιδιαιτερότητας της Thatcher δεν αποτυπώνεται στην ταινία. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της απορρύθμισης των χρηματαγορών, οι σκληροπυρηνικές αντιλήψεις της για τον ψυχρό πόλεμο, ο αντιευρωπαϊσμός της και η πολιτεία της ως αυταρχικής ηγέτιδος περιγράφονται μόνο επιφανειακά, με όχημα την καρικατούρα της προσβλητικής και της (ωσάν να ήταν «απολιτίκ») επίμονης νοικοκυράς.

Το επιδερμικό του σεναρίου έρχεται βεβαίως να αντισταθμίσει η εξαιρετική (καλλι)τεχνική επάρκεια. Όχι η σκηνοθετική, αλλά αυτή του μακιγιάζ (είναι εντυπωσιακή η μεταμόρφωση της Meryl Streep, στις δύο ηλικίες που ενσαρκώνει, ιδιαίτερα στη μεγαλύτερη), αλλά κυρίως της ίδιας της Αμερικανίδας ηθοποιού, που πείθει απόλυτα, θυμίζει τον εαυτό της μόνο από αναπόφευκτα χαρακτηριστικά και καθιστά "συμπαθή" την ηρωίδα της - είναι θαυμαστό πως μεταμορφώνει το βλέμμα της, για να αποδώσει τον χαρακτήρα που υποδύεται. Η στάση και οι κινήσεις του σώματος, το βάδισμα, η ομιλία, οι μορφασμοί είναι υπεράνω πάσης κριτικής - και η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου θα πρέπει (χωρίς να ξέρω τον ανταγωνισμό), να απονείμει σίγουρα ένα τρίτο όσκαρ (και δεύτερο πρώτου ρόλου) στην κορυφαία, εδώ και χρόνια, εκπρόσωπο της παγκόσμιας βιομηχανίας της 7ης τέχνης. Το δροσερό κορίτσι που γνωρίσαμε, πριν από 33 χρόνια, στον "Ελαφοκυνηγό" φτάνει εδώ στον κολοφώνα της δόξας της και δίνει ρεσιτάλ - δυστυχώς - σε λάθος ταινία, με την έννοια ότι πάει χαμένο σε μια μέτρια προσπάθεια, που δεν άρεσε ούτε στους Συντηρητικούς, ίσως γιατί δεν "θριαμβολογεί" επαρκώς για την προσωπικότητα της γυναίκας-συμβόλου γι αυτούς.

Η Thatcher (που ζει ακόμα, αλλά μάλλον δεν θα απολαύσει την αγιογραφία της, καθώς πάσχει από άνοια), ενσαρκώνεται πολύ πετυχημένα και σε νεαρή ηλικία, από άλλη ηθοποιό, ενώ τα γεγονότα της εποχής καταγράφονται μέσα από πλάνα αρχείου, σημαντικά από μόνα τους για την ιστορική μνήμη. Όποιος έχει ζήσει τη δεκαετία του '80 πάντως, έχει - έστω και από απόσταση - άλλη αφήγηση από αυτή της ταινίας. Όταν η ιστορία ασχοληθεί, μετά από δεκαετίες, θα καταδείξει ποια είναι η πιο πιστή.


Η σύγκριση με την πραγματική...









Η φωτό είναι από το www.anglotopia.net και το εξώφυλλο από το www.lyricsdog.eu

Το post συνοδεύεται από ένα εμβληματικό "αντιθατσερικό" τραγούδι, το "Shout to the Top", από τους Βρετανούς Style Council, του Paul Weller, που ηγήθηκε της καμπάνιας καλλιτεχνών κατά του "θατσερισμού".

buzz it!

2 σχόλια:

"ΣΑΛΩΝΙΤΗΣ" είπε...

Μπερδεύτηκες και μας μπέρδεψες!
Κριτική της ταινίας, της, πρωταγωνίστριας, της Θάτσερ ή της πολιτικής της;
Το έκανες δύσκολο, ενώ ήταν, νομίζω περισσότερο απλό!
Αν η Θάτσερ και η πολιτική της δεν άξιζαν τον κόπο να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους, τότε δε θα διεννοείτο κάποιος να τα κάνει ταινία (είναι η δεύτερη, νομίζω)!
Για να ασχολούνται με την Κυρία, μάλλον είδαν κάτι το ξεχωριστό!
Αλλά, αν κρίνω από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεσαι στη πολύ ωραία ταινία τη σχετική με τη Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι της Βσιλείας,ως θεσμού, όπως εσφαλμένα γράφεις, αλλά και τις καταπληκτκές ερμηνείες όλων των συντελεστών της, τότε μάλλον η κριτική σου είναι απηρεασμένη από πολιτικές και κοινωνικές αγκυλώσεις η οποίες δε βοηθάνε την κρίση!
Στην ταινία της Μάργκαρετ, δεν αναφέρομαι, γιατί δεν την έχω δει ακόμα, τη διαφημίζει η τοπική Κινηματογραφική λέσχη και μπορώ να ελπίζω ότι θα τη δω σύντομα!
Συμφωνώ, πάντως και υπερθεματίζω με ό,τι γράφεις για τη Στριπ! Η γυναίκα δεν παίζεται!Γενικώς!!!

Prokopis Doukas είπε...

@"ΣΑΛΩΝΙΤΗΣ": Ναι, το καταλαβαίνω οτι μπορεί να σας μπέρδεψα.

Αυτό που θέλω να πω όμως, είναι ακριβώς αυτό. Η πολιτική θητεία της Θάτσερ δεν είναι ένα απλοϊκό πράγμα που παρουσιάζει η ταινία. Είναι κάτι πολύ πολυπλοκότερο, το οποίο ούτε μπορείς να αφορίζεις, πόσο μάλλον να ηρωωποιείς απλοϊκά. Η ταινία δεν προσεγγίζει τους λόγους για τους οποίους η Θάτσερ έγινε μισητή - απλώς παρουσιάζει την πολιτική ως πείσμα...

Το αν πρέπει να ασχοληθείς με αρνητικούς πρωταγωνιστές, είναι άλλο θέμα. Δεν λέει κανείς, όχι, αλλά η παγίδα της κινηματογραφικής μυθοπλασίας είναι ακριβώς αυτή: Να ωραιοποιεί καταστάσεις - και θέλει μεγάλη προσοχή, ειδικά όταν είσαι επιφανειακός.

Υ.Γ. Αναφέρομαι στην πρώτη γραμμή του κειμένου, στην ταινία "Ο Λόγος του Βασιλιά". Δεν αναφερόταν στην Ελισαβετ εκείνη η ταινία, όσο στον πατέρα της. Βεβαίως και ήταν "εκπρόσωπος ενός θεσμού". Ποιά είναι η παρανόηση;

ShareThis