Πήρε το ρόλο, λένε, αφήνοντας πίσω μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ. Και το κοριτσάκι “καλής οικογενείας”, που ελάχιστοι είχαν προσέξει στο Social Network, μας χάρισε τη μεταμόρφωση της χρονιάς, στη mainstream κινηματογραφική παραγωγή, τουλάχιστον. Και τηρουμένων των αναλογιών, και την ερμηνεία της χρονιάς, δίπλα (και λίγο πιο κάτω) από την πολύπειρη Meryl Streep.
Ίσως είναι ο χαρακτήρας και η αισθητική της ηρωίδας, για χάρη της οποίας αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Σουηδία, να μάθει να καβαλάει μοτοσυκλέτα και skateboard, να τρυπηθεί και να κακοποιήσει το δέρμα της, να καπνίσει και να ζήσει σε αυτό το σύμπαν της καταπιεσμένης τρυφερότητας και της απίστευτης ανασφάλειας, μεταξύ punk και goth.
Η άχαρη και ασεξουαλική “μονομπλόκ” κίνηση σαν το ρομπότ, το ψυχωτικό και φοβισμένο βλέμμα που σχεδόν πάντοτε κοιτάει πλάγια, η αδικία που σε πνίγει και είναι χαραγμένη στο δέρμα σαν το τατουάζ, το piercing και η λαγνεία του πόνου, η αυτοκαταστροφή και η εσωστρέφεια από τη βία που έχεις υποστεί - όλα αυτά συνθέτουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο-αποκάλυψη (εμπνευσμένο από την εμπειρία μιας πραγματικής Lisbeth Salander), που κλέβει την παράσταση, μέχρις υποψηφιότητας για όσκαρ.
Όλα αυτά δίπλα σε έναν πολύ καλό Daniel Craig, μεταμορφωμένο στον κουλτουριάρη αλλά ασυμβίβαστο δημοσιογράφο, που ασκεί πραγματικά ερευνητική δημοσιογραφία, σε μια χώρα που αυτή προστατεύεται (όπως και η υπόληψη των θιγομένων, όταν οι καταγγελίες είναι αστήρικτες) - και που μετά από ένα σοβαρό στραβοπάτημα, αναλαμβάνει μια περίεργη έρευνα και καταλήγει να συνεργάζεται, αλλά και να κοιμάται μαζί με την (κατά πολύ νεώτερη του) απείθαρχη ερευνήτρια-τσακάλι.
Δεν θα είχαν όλα αυτά τόσο σημασία, εάν δεν επρόκειτο για μια καλοδεμένη ταινία. Ο David Fincher του αριστουργηματικού, όσο και ανατριχιαστικού “Seven” (αλλά και του πρωτότυπου “Benjamin Button”) φτιάχνει πάλι τη νοσηρή ατμόσφαιρα, που τόσο του αρέσει, με βάση το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας, που έγινε best seller στον σκανδιναβικό αρχικά - και μετά στον υπόλοιπο κόσμο.
Η φρίκη και η διαστροφή μιας ναζιστικής οικογένειας μεγαλοβιομηχάνων, οι φόνοι και τα βασανιστήρια κάτω από το πέπλο της σιωπής, ο (εκ)βιασμός από τον σαδιστή της κοινωνικής πρόνοιας που έχει εξουσία πάνω στην “ψυχοπαθή” - όλα είναι πλευρές της ίδιας νοσηρής, υφέρπουσας, καλά κρυμμένης βίας, που συχνά-πυκνά ξεπετάγεται στη σκανδιναβική λογοτεχνία και κινηματογραφία, όπως και στο βραβευμένο με όσκαρ ξένης ταινίας περσινό “In A Better World” (μας τη θύμισε άλλωστε, με τον πιο ακραίο τρόπο, το καλοκαιρινό μακελειό από το Νορβηγό ναζί).
Το πολιτικό πλαίσιο είναι άκρως ενδιαφέρον, η ταινία πραγματεύεται τη δημοσιογραφία απόλυτα (όπως θα την ήθελε και ο δημοσιογράφος-συγγραφέας του βιβλίου, που πέθανε πριν δει την απίστευτη επιτυχία της τριλογίας του), το σχόλιο στο τέλος για τις ανθρώπινες σχέσεις είναι πικρό. Οι τίτλοι της αρχής είναι ξανά μια γροθιά στο στομάχι, με υπόκρουση τη διασκευή του “Immigrant Song” των Led Zeppelin (αν και όχι στο αισθητικό ύψος του “Seven”). Η μόνη (πιθανή;) αντίρρηση είναι οτι όταν παίζεις με την αισθητική, που πλησιάζει τα γούστα κάποιων διεστραμμένων, ενδεχομένως “ρίχνεις και λίγο νερό στο μύλο” του ανείπωτου σκοτεινού δρόμου, που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη ψυχή.
Δεν έχω δει τη σουηδική, τριπλή μεταφορά της τριλογίας στον κινηματογράφο. Μπορεί να είναι καλύτερη, όπως συνέβη και με το remake της γαλλικής ταινίας “Pour Elle”, το “The Next Three Days”, με τον Russel Crowe, που δεν πρόσφερε κάτι παραπάνω. Εδώ όμως, η λάμψη σκηνοθέτη και πρωταγωνιστών δεν είναι αμελητέα. Σπάνια μια ταινία μένει διαρκώς στο μυαλό, 48 ώρες μετά. Άκρως χορταστική - και όχι μόνο λόγο της διάρκειας των δυόμιση ωρών. Χαίρομαι που το βιβλίο περιμένει στο ράφι να διαβαστεί μετά, για να μη μειώσει την ευχαρίστηση της ταινίας, από μια πιθανή κακή μεταφορά.
Και χαίρομαι που “γνώρισα” έτσι τη Rooney Mara - κι ας την προτιμώ στη φυσική της σεξουαλικότητα. Μια υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, μετά από σχετικά λίγες (και μάλλον όχι σπουδαίες) εμφανίσεις, δεν είναι και λίγο...
Υ.Γ. 1: Στη σκανδιναβική εκδοχή της τριλογίας, πρωταγωνιστεί μια Σουηδή ηθοποιός, που προσωπικά πρωτοείδα στο sequel του Sherlock Holmes. Παρεπιμπτόντως, εντυπωσιακά καλή ταινία δράσης, με την ευφυή σύλληψη μιας ταινίας “James Bond” να εκτυλίσσεται στο τέλος του 19ου αιώνα...
Υ.Γ. 2: Το post αυτό έρχεται μια μέρα μετά ένα τραγικό γεγονός για την 7η τέχνη. Δεν θέλω να προσθέσω πάρα μόνο οτι ένας μοναδικός άνθρωπος έφυγε από το παιχνίδι της μοίρας (φαίνεται οτι δεν υπήρχε σωτηρία, ακόμα και αν το ασθενοφόρο ήταν δίπλα ακριβώς) και το υψηλό, απερίσκεπτο ρίσκο του πάθους για τη δουλειά του, με πολύ πόνο - όρθιος όμως και μάχιμος, κάνοντας αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει στον κόσμο όλο. Rest In Peace.
Οι φωτό είναι από τα www.uk.movies.yahoo.com, www.onlinemovieshut.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post συνοδεύεται από το τραγούδι των τίλων, "The Immigrant Song" των Led Zeppelin, όπως το διασκεύασαν οι Karen O with Trent Reznor & Atticus Ross.
Δοτικότητα
-
* «Να παίρνεις χωρίς έπαρση, να δίνεις χωρίς δισταγμό»*
*ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ *
«Η ανιδιοτελής, άδολη αγάπη δεν είναι μια συνθήκη που αφήνει περιθώρια
δεύτε...
Πριν από 17 ώρες
5 σχόλια:
Πήγα λίγο επιφυλακτικά να τη δω μόλις χθες (έχοντας διαβάσει τα βιβλία και έχοντας δει τις σουηδικές ταινίες) φοβούμενη ότι θα ήταν πολύ «αμερικάνικη» και δεν θα έπιανε καν τον ρυθμό, χαμηλότονο, κάπως επίπεδο και χωρίς εξάρσεις των σκανδιναβών. Κι όμως…μ’άρεσε! Το σενάριο είχε ασφαλώς ευκολίες και συντμήσεις, αλλά διαφορετικές από εκείνες του σουηδικού κι αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, επίσης κράτησε κάποιες λεπτομέρειες του βιβλίου που είχαν απαλειφθεί στο σουηδικό. Σαν προτέρημά της έναντι των σουηδικών βρίσκω μάλλον το μοντάζ, το δέσιμο της ταινίας. Επίσης μυστηριωδώς (;) ο Craig ήταν καλός και η Rooney Mara έπαιζε μεν καλά τον ρόλο που της δόθηκε, όμως της δόθηκε ένας ρόλος κατά τη γνώμη μου στρογγυλεμένος, μαλακωμένος και εύγλωττος σε σχέση με τον χαρακτήρα του βιβλίου. Τείνω να πιστεύω ότι Noomi Rapace ήταν ίσως πιο καλή. Αυτός όμως που πιστεύω ότι ήταν ανυπερθέτως καλύτερος στο σουηδικό ήταν ο σιχαμένος guardian: rapist and sadist pig...
Μια παρότρυνση αν μου επιτρέπεις: διάβασε τα βιβλία, και τα τρία, και μετά , αν θες, σου δίνω τις σουηδικές να τις δεις σε DVD :-)
@yb: Χαχα... Ευχαριστώ! Η πρώτη κίνηση θα είναι να διαβάσω το βιβλίο. Περιμένει...
Διάβασα την τριλογία το περασμένο καλοκαίρι και είδα και τη μεταφορά της αλά σουηδικά. Δεν μένω καθόλου στο θέμα σύγκρισης βιβλίου - ταινίας γιατί το θεωρώ εκ των προτέρων άδικο. Ο Λάρσον έχει τόσο πυκνή και σύνθετη γραφή που είναι αδύνατον να μεταφερθεί έτσι ακριβώς στην οθόνη. Την αμερικανική εκδοχή την είδα πριν δυο εβδομάδες. Πιο υψηλό μπάτζετ, πιο "πλούσια" ταινία συγκριτικά με την σουηδική. Η πρωταγωνίστρια μου άρεσε πολύ περισσότερο απ' την Σουηδή συνάδελφο της γιατί την βρήκα πιο κοντά σ' αυτό που περιγράφει ο Λάρσον. Όσο για τον Κραίγκ, κι αυτός μου άρεσε περισσότερο απ'τον Σουηδό. Ταίριαζε πιο πολύ σ' αυτό που φαντάστηκα διαβάζοντας το βιβλίο. Συμπερασματικά, δεν ξετρελλάθηκα με την ταινία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν αδιάφορη...
@Αλεπού: Όχι (χωρίς να έχω μέτρο σύγκρισης) - κι εγώ λέω οτι ήταν μια χορταστική, δυνατή ταινία...
Εγώ πάλι δεν τρελάθηκα. Ίσως μου είχε ανεβάσει τον πήχη ψηλά το όλο trend με την τριλογία και τους φανατικούς φανς της. Το βρήκα φλύαρο και υπερβολικό (ειδικά τις τελευταίες σκηνές που η νεαρά "αποκατέστησε" οικονομικώς τον πρωταγωνιστή ταξιδεύοντας στην Ελβετία και με χαρακτηριστική ευκολία διέπραξε ένα τεράστιο οικονομικό έγκλημα φορώντας κραγιόν και ξανθιά περούκα, τις αντιμετώπισα με ένα μουχφ στο βλέμμα). Είδα και τη σουηδική βερσιόν, μου φάνηκε εξαιρετικά ίδια (μεγαλύτερο μπάτζετ οι αμερικανοί προφανώς, καλύτερη και πιο δωρική η αμερικάνα νεαρά, αλλά ως εκεί).
Δημοσίευση σχολίου