Πέμπτη βράδυ, περιμένοντας για να πάμε ξημερώματα στο αεροδρόμιο. Ο κόσμος της νύχτας είναι πάντα διαφορετικός, όταν μεγαλώνεις όμως και απομακρύνεσαι ολοκληρωτικά από το αλκοόλ, σου μοιάζει ακόμα πιο φτηνός. Ή έγινε πιο πολύ στο ενδιάμεσο;
Η κρίση είναι εμφανής ακόμα και στην οδό Σκουφά. Βέβαια, είναι ακόμα “διακοπές του Πάσχα”, δεκαπενθήμερες για πολλούς. Φέτος έφυγαν περισσότερα αυτοκίνητα από πέρσυ, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και τα δίωρα “ελεύθερης διέλευσης” από τα διόδια, που δεν μετρήθηκαν. Θα μου πεις, “πού πήγαν - στο εξοχικό τους πήγαν ή στο χωριό”. Λογικό. Μια ανάσα από αυτή την ασφυκτική πόλη είναι, παρά την κρίση, επιβεβλημένη. Αφού φτιάξαμε μια ανυπόφορη πόλη, φεύγουμε σε πρώτη ευκαιρία - την άνοιξη δεν θα το κάναμε; Είναι σαν τη σπατάλη ενέργειας που έχουμε στα κτήρια μας - αντί να τα φτιάξουμε εξ αρχής, ξοδεύουμε εκ των υστέρων για να τα ζεστάνουμε, πιο πολλά από τους Σκανδιναβούς. Άσε για να τα ψύξουμε...
Και τα ταξίδια στο εξωτερικό; Γεμάτα ήταν. Λογικό. Είναι πιο φτηνό να πας στη Βαρκελώνη, στο Μαρόκο ή στο Βερολίνο, αντί σε ένα ελληνικό νησί. Είναι τα μόνα που έμειναν “λίγο πιο άδεια” από συνήθως. Μήπως γιατί οι τιμές τους είναι μια απίστευτη φούσκα; Ο γιαλός δεν είναι στραβός, εμείς στραβά αρμενίζουμε - και αρνούμαστε να το δούμε.
Στην “κρεπερί” που μένει ανοιχτή 24 ώρες το 24ωρο, μια παρέα πολύ νέων παιδιών έρχεται μετά από έξοδο, προφανώς σε μαγαζί της περιοχής. Τα ξέρω αυτά τα παιδιά, έχω μεγαλώσει ανάμεσα τους. Καλά σχολεία, γονείς με παιδεία, ανεπιτήδευτα ακριβό ντύσιμο. Η μια είναι κουκλίτσα, δεν ξέρω αν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τη δύναμη της, γιατί η ανασφάλεια είναι εμφανής. Ο άλλος θα μπορούσε να είναι ο φίλος του Αλέξη, που αρνείται να πάει στο δικαστήριο, “γιατί δεν τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα”. Η Ελλάδα κινείται ανάμεσα στη διελκυστίνδα του ξεπουλημένου μεγαλο-σούργελου και του απόλυτου κυνισμού - με μια δόση από ξεπερασμένη μεσογειακή μπαρουφολογία...
Η κοπέλα που φτιάχνει τις κρέπες, όρθια και νευρική, μασάει τσίχλα. Είναι μετανάστρια, νομίζω, αλλά δεν καταλαβαίνω από πού. “Πώς είναι η βάρδια;” ρωτάω, “μέχρι τις 7 το πρωί”, μου λέει. “Δεν πιστεύω, κάθε μέρα;” ξαναρωτάω αφελώς. “Δεν έχω πάρει ούτε ένα ρεπό από τον Ιούνιο”, μου απαντά - και δεν τολμάω να ρωτήσω αν είναι ευχαριστημένη από τα λεφτά. Χιλιάδες άνθρωποι θυμίζουν καθημερινά πώς δούλευαν και οι Έλληνες πριν από 60 χρόνια, όταν ήταν ευγνώμονες “για ένα κομμάτι ψωμί” - μόνο που τώρα όλα είναι προσαρμοσμένα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο franchise της ζωής...
Στην εθνική, αριστερή λωρίδα, μια μηχανή έρχεται με φόρα πίσω μου. Υποθέτω οτι θα με προσπεράσει από δεξιά, όπως συνηθίζουν όλοι. Κι όμως, αυτός περιμένει υπομονετικά, έχοντας βγάλει φλας. Κάνω αμέσως στο πλάι, κοιτάω τις πινακίδες, είναι βρετανικές. Έχουμε μάθει να θεωρούμε το φυσιολογικό, ως σπάνιο. Τον παρακολουθώ, που συνεχίζει, περιμένοντας από όλους να κάνουν δεξιά, για να περάσει.
Στο αεροδρόμιο, όλοι διπλοπαρκάρουν για να αποβιβάσουν, το βανάκι τους καλεί με το μεγάφωνο να μετακινηθούν. Το σύστημα δεν έχει φτιαχτεί έξυπνα χωροταξικά και το σύστημα “20΄ δωρεάν στο πάρκινγκ” δεν επαρκεί, είναι μακριά και λίγος χρόνος. Ένα άκομψο αεροδρόμιο, στο τέλος ενός εξαιρετικού δρόμου. Η Ελλάδα του Ωνάση και της δεκαετίας του ’70 όμως, δεν υπάρχει πια - κι ας νοσταλγούμε λίγο τον χαοτικό ρομαντισμό του αποικιοκρατικού Ελληνικού. Ή μήπως υπάρχει;
Την άλλη μέρα, πηγαίνοντας προς την Αθηνάς, συναντάω σκόμα έναν απίστευτο διαπληκτισμό μαγαζάτορα με δημοτικό αστυνομικό: “Μα δεν έχει δικαίωμα να παρκάρει το αυτοκίνητο έξω από το κατάστημα του;” Κρυφτούλι κουτοπονηριάς, με αστεία αντίδραση στα αυτονόητα (του εξηγεί με υπομονή οτι το μεν κατάστημα του ανήκει, αλλά όχι ο δρόμος και το πεζοδρόμιο απ’ έξω - λες και δεν το ήξερε).
Στον ΟΤΕ, μου ζητάνε ένα σωρό χαρτιά για μεταβίβαση τηλεφώνου, ενώ με είχαν αφήσει με την εντύπωση οτι αρκούν δύο ταυτότητες. Η μόνιμη επωδός της μεσόκοπης υπαλλήλου “Ναι, αλλά αν κάποιος θέλει να εξαπατήσει, εμένα θα κυνηγάνε”. Η ευθυνοφοβία ενός ολόκληρου (ιδιωτικού πια, αλλά αδιόρθωτου) συστήματος - και παράλληλα η απίστευτη απατεωνία και στα πιο μικρά πράγματα. Χιλιάδες ιστορίες για εκδικητικά επεισόδια με συντάξεις που κόπηκαν ή εισπράχθηκαν από άλλους, καψώνια με τηλέφωνα και ταυτότητες, “κόλπα” με περιουσιακά στοιχεία και συμβολαιογραφικές πράξεις. Η Σκύλλα της γραφειοκρατίας και η Χάρυβδη της μικρο-λαμογιάς.
Ο Έλληνας εξανίσταται, γιατί θεωρεί οτι αυτός που τον κρατάει πίσω είναι στην “απέναντι όχθη”. Μόνο που πολλές φορές δεν είναι. Και ακόμα κι όταν είναι, η ολιγωρία όλων μας, η έλλειψη κατακραυγής και η μη ανάληψη δράσης - εν τέλει η “ιδιωτεία” μας, μας κοστίζει ακριβά...
*Για όσους δεν γνωρίζουν το ιδίωμα...
H φωτό είναι από το http://farm2.static.flickr.com και το εξώφυλλο από το www.amazon.com
To post διαβάζεται απαραίτητα με τη συνοδεία του "Yekermo Sew" του Αιθίοπα Mulatu Astatke, που εμφανίζεται το Σάββατο στην Αθήνα, από την ταινία του Jim Jarmusch "Broken Flowers".
14.4.10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
11 σχόλια:
Αποκαρδιωτικό noir...
Περιμένουμε και δυσανασχετούμε -λέει- γιατί δεν απογειωνόμαστε, αν και στην πραγματικότητα βρισκόμαστε ακόμα εν πτήσει (τσάρτερ μάλιστα!)... (Ποιος θυμάται άραγε τους αιθεροβάμωνες;)
@scalidi: A, κι όμως, το film noir, ενώ είναι "αυτοκαταστροφικό" έχει κι έναν γλυκό ενθουσιασμό.. Κι εμείς μπορούμε...
@Ευάγγελος: Μα για μια κανονική πτήση παλεύουμε... :-)
Αααααχ Προκόπη, αυτή η μουσική, αυτό το cd... τι μου θύμισες τώρα!!!
@Vicky: Ωραίος Jarmusch και εξαιρετικό soundtrack! :-)
Οι μηχανές με ελληνικές πινακίδες προσπερνούν από δεξιά, από αριστερά και ενίοτε από πάνω(!).
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο οδηγός της μηχανής με βρετανικές πινακίδες δεν έχει ζήσει την αναμονή πίσω από φορτηγό με 80χλμ/ώρα στην αριστερή λωρίδα της εθνικής. Ούτε τις χειρονομίες από το παράθυρο του στυλ "Τι θες ρε;".
Δυστυχώς ή ευτυχώς οι άνθρωποι οδηγούμε με αυτοματισμούς. Ο αυτοματισμός του Έλληνα οδηγού είναι "να ξεμπερδεύει" με οτιδήποτε στραβό του τύχει στον δρόμο γιατί αυτό είναι ο κανόνας (το στραβό). Ο αυτοματισμός του δυτικοευρωπαίου οδηγού είναι "να περιμένει" με οτιδήποτε στραβό του τύχει στον δρόμο γιατί το στραβό είναι η εξαίρεση. Απλά θα θεωρήσει τον εαυτό του άτυχο που "έπεσε" πάνω στον περίεργο φορτηγατζή ή στον γιωταχή που επιμένει να καταλαμβάνει την αριστερή λωρίδα χωρίς να προσπερνά κανέναν.
Ένας φίλος Γερμανός όποτε έρχεται στην Αθήνα απολαμβάνει την οδήγηση (με μηχανή) στο κέντρο. Γιατί, όπως λέει, μπορεί να αλλάζει λωρίδα όποτε θέλει και να περνάει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Κάτι σαν λούνα-παρκ! Βέβαια δεν νομίζω ότι γνωρίζει ακριβώς τις συνέπειες αυτού, ούτε τις τοπικές χειρονομίες!
Άνθρωποι...
Πέρα από την πλάκα, έχετε δίκιο. :-)
Με τον Jim Jarmusch μου συμβαίνει το εξής σουρεαλλιστικό: αν και ξέρω ότι είναι Αμερικανός, επιμένω να πιστεύω ότι είναι Άγγλος!
Πολύ καλή η ταινία και εξίσου καλός ο Murrey.
Τα Noir, απλώς υπέροχα!
Μου έκανες την καρδιά περιβόλι με το post σου αλλά δυστυχώς η αλήθεια είναι αυτή που εναργώς περιγράφεις.
Το soundtrack παρεμπιπτόντως το έχω και μου αρέσει αρκετά.
Λέω να παίξω κάνα joker. Αν κερδίσω θα σε καλέσω για New York, όπου θα καθόμαστε σε κάποια ταράτσα ενός ουρανοξύστη και θα θάβουμε κακούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς!
@fanfarone: Να πείτε του φίλου Γερμανού όμως, οτι το "παιχνιδάκι" μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο, όταν του ανοίξει καμιά πόρτα ή τον κλείσει κανένας ταξιτζής...
@Sue: Να θυμίσω τις δύο εξαιρετικές ταινίες του Down By Law και Stranger Than Paradise, με τη μουσική των Lounge Lizards. Στη μία (ή και στις δύο;) επαιζε και ο Tom Waits.. :-)
@ the elf at bay: Ναι, το τζόκερ είναι μια κάποια λύσις. Λέω να ενδώσω κι εγώ - απόψε είναι; :-)
Στο Stranger Than Paradise έπαιζε ο John Lurie. O Tom Waits έπαιξε μόνο στο Down by Law - στο Mystery Train, επίσης του Jarmusch, ήταν η φωνή ενός ραδ/κού dj! :-)
@Sue: Ουάου, I'm impressed! :-)
Δημοσίευση σχολίου