Χρόνια τώρα, κάποιοι φίλοι προσπαθούν να με πείσουν οτι η μόνη λύση διαμαρτυρίας προς την έκπτωση της πολιτικής είναι να μην ψηφίζουμε.
Τους εξηγώ οτι ο εκλογικός νόμος λειτουργεί όπως οι τηλεθεάσεις (γι αυτό άλλωστε ούτε η τηλεοπτική αποχή θα βελτιώσει ποτέ την τηλεόραση). Για παράδειγμα, ας πάρουμε τα δελτία των 8 (ή οποιαδήποτε άλλη ζώνη, με ομοειδείς εκπομπές): Ας υποθέσουμε οτι σιγά-σιγά το κοινό φυλορροεί, δεν παρακολουθεί. Από 4,5 εκατομμύρια που είναι, κατά προσέγγιση, εκείνη την ώρα, συρρικνώνεται π.χ. στα 3 εκατομμύρια. Δυστυχώς, ουδείς επικεφαλής αυτών των δελτίων θα ενδιαφερθεί αν μειώνεται ο απόλυτος αριθμός τηλεθεατών (το λεγόμενο “μικρό” νούμερο του δελτίου του). Αυτό που τον καθιστά “νικητή” ή “ηττημένο” της αναμέτρησης, είναι το ποσοστό τηλεθέασης (επί των ανοικτών τηλεοράσεων, το λεγόμενο “μεγάλο” νούμερο), δηλαδή το αν θα κάνει 30% και ο αντίπαλος του, δεύτερος στη σειρά, π.χ. 23%.
Όσο κι αν μειώνεται ο απόλυτος αριθμός των τηλεθεατών, το ποσοστό τηλεθέασης δεν αλλάζει, γιατί είναι “μερίδιο” επί τοις εκατό (το ίδιο ακριβώς ισχύει και στα εκλογικά). Βεβαίως, αν τελικά η αποχώρηση είναι μαζική, το τηλεοπτικό σύστημα θα κλονιστεί: Ενδεχομένως ο ιδιοκτήτης του καναλιού που το διατηρεί, όχι για επιχειρηματικούς λόγους, αλλά για την πολιτική επιρροή, να ανακαλύψει οτι δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς του. Επίσης, οι διαφημιστές πιθανόν να τοποθετούν πολύ λιγότερα χρήματα στο μέσον, βλέποντας οτι απευθύνεται σε πολύ μικρότερο κοινό. Κάποια κανάλια μπορεί να οδηγηθούν στο κλείσιμο – και εν τω μεταξύ όλα μαζί θα καταφεύγουν όλο και πιο πολύ στο “φτηνό”, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η τηλεόραση (βασικός “δίαυλος” δημοσίου διαλόγου) απευθύνεται πια στους αδύναμους, νοητικά και οικονομικά...
Αυτό όμως, είναι κάτι που θα πρέπει να απευχόμαστε. Όχι γιατί θα “λυπηθούμε” αυτόν που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, αλλά γιατί η διαδρομή θα είναι μια πολύχρονη και βασανιστική πορεία ευτελισμού – στην ουσία μια διαρκής πτώση του επιπέδου, που επηρεάζει βαθύτατα την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου σε μια χώρα, εν τέλει το συλλογικό IQ και ΕQ . Τρανό παράδειγμα η (μπερλουσκονική) γειτονική μας Ιταλία – μια χώρα που από τη φινέτσα και την οξύτατη πολιτική συνείδηση κατέληξε να είναι μια χώρα “μπούτι και στήθος”, με την απίστευτη κατάργηση των ασυμβιβάστων της δημοκρατίας – κι έναν καραγκιόζη να έχει υπό τον έλεγχο του τη Βουλή, δημόσια και ιδιωτικά κανάλια και μια ποδοσφαιρική ομάδα (το φαινόμενο βέβαια έχει πολύπλοκες ρίζες - μερικές από αυτές, όπως η διαφθορά, μοιάζουν με τις δικές μας, αλλά δεν είναι του παρόντος). Αντίθετα, σε χώρες όπως η Γαλλία, ο εκσυγχρονισμός και η διατήρηση της δημόσιας τηλεόρασης σε υψηλά επίπεδα τηλεθέασης (αν και από την εκλογή του και πέρα έχει αρχίσει να “βάζει χέρι” ο Σαρκοζί) έχει “σύρει” τα ιδιωτικά κανάλια προς τη σωστή κατεύθυνση – και ο ανταγωνισμός έχει συνολικά υψηλό επίπεδο και οφέλη για τη γαλλική κοινωνία.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα, όταν μιλάμε συνολικά για τη δημοκρατία (όποιος δεν την επιθυμεί, είναι ελεύθερος να “κατέβει από το τρένο” παρακαλώ και να “ιδιωτεύσει”, αλλά χωρίς να την απειλεί, γιατί είναι ύβρις – και κυρίως χωρίς να έχει καμία απαίτηση από την οργανωμένη κοινωνία). Η βελτίωση της δεν θα έρθει ποτέ με την απουσία – ακόμα κι αν αυτή γίνει μαζική. Τα κόμματα για αρκετό καιρό θα παριστάνουν οτι δε τρέχει τίποτα, μελετώντας τα ποσοστά τους, που δεν θα αλλάζουν, γιατί είναι μερίδια. Αν βεβαίως ένας λαός αποφασίσει να απέχει στην συντριπτική του πλειοψηφία, τότε τίθεται θέμα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αλλά μια χώρα μπαίνει έτσι σε περιπέτειες, αποδομώντας όλες τις προσπάθειες που έκανε μέχρι τώρα στην ιστορία της, για ελευθερία, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα.
Παρακολουθώ εδώ και μέρες μια προσπάθεια (παθιασμένη ενδόμυχη ελπίδα θα το έλεγα) από πολλούς να “βαφτιστεί” η αποχή των ευρωεκλογών, μια συνολική “πολιτική κίνηση διαμαρτυρίας”. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω – και κανείς νομίζω δεν είναι – τι ποσοστό αυτής της αποχής πραγματικά ήταν συνειδητή και τι ήταν απλώς μια “αφασία”, συνδυασμένη με την προφανή έλξη που ασκεί η θάλασσα και η εκδρομή, το πρώτο τριήμερο του καλοκαιριού, με 37 βαθμούς. Θέλω να ελπίζω οτι το φαινόμενο (σε αυτές του τις διαστάσεις) είναι
προσωρινό, με την έννοια οτι πολύ λιγότεροι δεν θα πάνε στις κάλπες των εθνικών εκλογών το χειμώνα. Φοβάμαι (και καταγράφηκαν πολλές μαρτυρίες) οτι πολλοί απλώς “βαρέθηκαν” να πάνε και δυο τετράγωνα πιο κάτω...
Βεβαίως και η άπωση αυτή λέει πολλά για την προβληματική απήχηση του πολιτικού συστήματος, ειδικά στους νέους. Λέει πολλά επίσης όμως και για τη συνολική πορεία της κοινωνίας μας (βλέπε και “σκυλοπόπ” τηλεόραση των τελευταίων 20 ετών και τι αισθητική και σκέψη διαμορφώνει), την παιδεία μας αλλά και για την προσωπική ευθύνη του καθενός. Διότι το παλικαράκι (νεότερο ή και μεγαλύτερο) που παρακολουθεί τις “μη ειδήσεις” για τη φούστα της τάδε α(η)δού ή το κοριτσάκι που αγοράζει σωρηδόν από το περίπτερο τα κουτσομπολο-περιοδικά, για να εμβαθύνει στο περιεχόμενο των “κίτρινων” εκπομπών, είναι ενήλικο. Κι όπως (πολύ σωστά) η κοινωνία το εμπιστεύεται για να αποφασίσει με την ψήφο του, έτσι έχει και την ευθύνη του γι αυτό που κάνει – και να μην το ακούσω να ζητάει τα ρέστα αργότερα για π.χ. το σύστημα υγείας. Γιατί θα θυμηθώ κάτι νεόπλουτους βιοτέχνες στη δεκαετία του '70, που διαμαρτύρονταν οτι η Ελλάδα δεν είχε καλούς δρόμους για τις “μερσεντέ” τους, αλλά εν τω μεταξύ αυτή την πολιτεία, από την οποία ζητούσαν τα ρέστα, την είχαν ταράξει στη φοροδιαφυγή...
Ο τρόπος να βελτιώσεις το “σύστημα” δεν είναι αυτός – είναι ο αντίθετος. Αλλά θέλει
κόπο και προσωπική συμβολή - αυτό δηλαδή που αρνείται να κάνει ο “εύκολος” και “χορτασμένος” εαυτός μας. Αν μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων παρακολουθούσε φανατικά τις ποιοτικές (λίγες, αλλά υπάρχουν) εκπομπές της τηλεόρασης, οι ιδιοκτήτες θα έψαχναν αύριο για Τσίμες, Αυγερόπουλους και Θεοδωράκηδες. Αν η κατακραυγή προς αυτό τον
εσμό που κατακλύζει τον δημόσιο (τηλεοπτικό) διάλογο ήταν διαρκής και συνεπής – αν κανείς δεν έβλεπε π.χ. τον Τραμπουκόπουλο που καλεί στην εκπομπή του τον κάθε λογής γελοίο “μεγαλοδικηγόρο” και τον νομιμοποιεί (και γυρνούσε στο άλλο κανάλι να δει π.χ. Μάγια Τσόκλη), τότε το “σύστημα” θα υφίστατο ένα σοκ. Αλλά θέλει και λίγο “πλύση εγκεφάλου” από όλους προς τους συγγενείς και φίλους...
Οι πολίτες δηλώνουν (δικαιολογώντας ίσως και τους εαυτούς τους που απείχαν;) οτι ο βασικός λόγος που δεν πήγαν να ψηφίσουν είναι η
“ποιότητα του πολιτικού προσωπικού”. Αν μαζικά λοιπόν ψηφιζόταν η νέα αξιόλογη παρουσία στο κάθε κόμμα (λίγες, αλλά υπάρχουν), τότε οι αρχηγοί θα έψαχναν για τέτοιους (αυτό συμβαίνει ούτως ή άλλως σε κάποιες περιπτώσεις) – και κυρίως θα εκτοπίζονταν άλλοι. Πολιτικοί όπως ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος παλαιότερα ή ο Τσοχατζόπουλος κι ο Πρωτόπαπας πιο πρόσφατα (βεβαίως και η Γιαννάκου από την ανάποδη) καταψηφίστηκαν από το εκλογικό σώμα, για να αντικατασταθούν από άλλους. Αν θέλουμε να απαλλαγούμε από τον Λαϊκάτο ή τον Δημαγωγόπουλο, πρέπει κάποιοι άλλοι – με θετική ψήφο - να πάρουν τη θέση τους. Μόνο που ψηφίζουμε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του εαυτού μας...
Το δύσκολο πρόβλημα εδώ είναι να πειστούν αρκετοί αξιόλογοι άνθρωποι να εισέλθουν στην πολιτική – γιατί οι περισσότεροι αρνούνται να “μπουν στα σκ..” Πολλοί υποστηρίζουν οτι “ποτέ τα κόμματα δεν θα τους αφήσουν”. Οι μηχανισμοί και τα λαμόγια φυσικά δεν θέλουν ποτέ να “εκχωρήσουν” τα προνόμια τους. Εδώ λοιπόν είναι η ευθύνη της κοινωνίας και του ενεργού πολίτη. Άλλωστε, συμμετοχή στα κοινά δεν είναι μόνο η κεντρική πολιτική σκηνή – είναι η κάθε πρωτοβουλία, σύλλογος, κίνηση, δήμος κλπ.
Και αν κανένα κόμμα (απολύτως θεμιτά) δεν καλύπτει κάποιους, στη δημοκρατία ο δρόμος είναι ανοιχτός: Οι Οικολόγοι Πράσινοι, με ελάχιστη χρηματοδότηση και στοιχειώδη στελέχωση και οργάνωση, κατάφεραν να μπουν στην Ευρωβουλή – μεθαύριο πιθανώς και στην εθνική Βουλή – και από εδώ και πέρα θα έχουν καθεστώς (και όλη την οικονομική στήριξη) ενός κοινοβουλευτικού κόμματος. Δεν είναι λοιπόν αδύνατο να υπάρξει μια νέα κομματική πρωτοβουλία...
Η συστηματική αποχή, κατά την άποψη μου, είναι ελαφρότητα, αρνητική σκέψη, έλλειψη ευαισθησίας και τελικά “ιδιωτεία” (ψάξτε τη ρίζα της λέξης idiot στην έννοια που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες). Όχι μόνο αφήνει τις τύχες του καθενός στους υπολοίπους, αλλά δημιουργεί και συνοδεύει μια αντίληψη “κοινωνίας-πολτού”, που άγεται και φέρεται - “σύρεται” ουσιαστικά, άβουλη, στη “μη σκέψη”. Και ξεχνάει ένα βασικό ζητούμενο: Κάθε χώρα πρέπει να κυβερνηθεί με τον καλύτερο (δυνατό) τρόπο – και αυτό συμβαίνει μόνο δημοκρατικά.
Η ευθύνη βεβαίως των κομμάτων ως οργανισμών (αν όμως τα αφήνουμε να μαζεύουν τους “χειρότερους”, ψηφίζοντας τους ή μη ψηφίζοντας, τότε γιατί τους ζητάμε τα ρέστα;) είναι τεράστια. Και του ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησε επί σειρά ετών τη χώρα και επέτρεψε και εμβάθυνε τη διαφθορά. Και των αριστερών κομμάτων που ή δεν έχουν ουσιαστικές προοδευτικές προτάσεις (για το ΣΥΝ τα είπαμε στο προηγούμενο post) ή έχουν προτάσεις και ρητορεία που οδηγεί τη χώρα στην καθυστέρηση.
Πιο πολύ απ' όλα όμως, κρίσιμος παράγοντας στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα είναι ο τρόπος με τον οποίο κυβερνάται τα τελευταία χρόνια. Η αίσθηση οτι “δεν γίνεται τίποτε”, η διάχυτη κουτοπονηριά της “ζαρντινιέρας” και η ανικανότητα, η αίσθηση της ατιμωρησίας και της υποκρισίας που διαχέεται παντού κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά και εμπεδώνει τον κυνισμό και την αδιαφορία στον πολίτη. Ο Δεκέμβρης οφείλεται εν πολλοίς σε αυτά (και στα παραπάνω περί τηλεοπτικού εσμού και δημοσίου διαλόγου) – και δεν θα περάσουν πολλοί μήνες πριν μιας μορφής σύγκρουση επανεμφανιστεί, πιθανολογώ κατά το Σεπτέμβρη.
Θα αναγνωρίσω στον Καραμανλή οτι πάντοτε προσπάθησε να “εκτοπίσει” ή να περιορίσει/φιμώσει την ακροδεξιά που φωλιάζει μέσα στο κόμμα του (θυμίζω την παλαιότερη κορώνα Ανδρεουλάκου “να στοιβάξουμε τους Αλβανούς στη Μακρόνησο”). Το εφεύρημα του “μεσαίου χώρου” μπορεί να ήταν υποκριτικό, αλλά λειτούργησε ως ένα βαθμό. Έως ότου η ίδια η πράξη, των σκανδάλων και της ανικανότητας, το ξεπέρασε. Διότι και πριν τις εκλογές, ήξερε από τις δημοσκοπήσεις, οτι έχει διαρροές προς το ΛΑΟΣ - εξ ου και οι προεκλογικές αναφορές για κουκούλες, κάμερες και “νόμο και τάξη”. Τώρα η προεκλογική ρητορεία κινδυνεύει να γίνει
πράξη – λόγω της προηγούμενης ολιγωρίας.
Ας πάρουμε το γνωστό θέμα της γκετοποίησης των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, για το οποίο οι κάτοικοι φωνάζουν εδώ και χρόνια. Δεν υπήρξε (ούτε ακόμα υπάρχει) κανενός είδους πραγματικό και οργανωμένο σχέδιο. Το Υπουργείο Υγείας, εδώ και τρία χρόνια αναγγέλλει τη μεταφορά των μονάδων του ΟΚΑΝΑ στα νοσοκομεία - και δεν έχει τίποτε απολύτως για τις υποδομές αυτές (το μόνο που έχει κάνει τα τελευταία 5 χρόνια είναι να αφήσει να ξεχαρβαλωθεί το ΕΣΥ - κι ένας νόμος για το κάπνισμα, που αναγγέλεται 2 χρόνια πριν εφαρμοστεί)... Αντί να καθαρίσουν κυριολεκτικά το παλιό Εφετείο (και να το προστατεύσουν από τις συμμορίες), το “καθάρισαν” από τους εποίκους του, που τώρα είναι σε χειρότερη (και πιο επικίνδυνη κατάσταση για όλους) στο δρόμο. Η πλατεία Θεάτρου είναι σχετικά “καθαρή” (τρόπος του λέγειν βρωμάει αφόρητα ακόμα), γιατί έκαναν “σκούπα” - με αποτέλεσμα όλη η δραστηριότητα να έχει μεταφερθεί στην Πειραιώς. Είναι αστείο, γιατί υπολογίζεται πρόχειρα, οτι μόνο στο κέντρο της Αθήνας κυκλοφορούν 90 χιλιάδες μετανάστες...
Δέσμιοι του ηλιθίου διλήμματος “ή τους κοιτάμε ή τους δέρνουμε”, δεν σκέφτηκαν ποτέ οτι χρειάζεται ολοκληρωμένο σχέδιο από υπηρεσίες πρόνοιας, με συνεργασία υπουργείων, νομαρχίας και δήμου. Οτι τα
αστυνομικά μέτρα είναι πάντοτε “συνοδευτικά” και έχουν νόημα αν υλοποιούν ένα πρόγραμμα. Οτι δεν αρκεί η
σπασμωδική εκκαθάριση, αλλά πρέπει κάτι να τους κάνεις αυτούς τους ανθρώπους – βασικά να τους φροντίσεις. Και φυσικά όχι να επιτρέπεις στην κοινοβουλευτική ακροδεξιά να επωφεληθεί και στην εξωκοινοβουλευτική να κινείται με άνεση ανάμεσα στα ΜΑΤ, σαν “συνοδευτικός” παρακρατικός μηχανισμός...
Μια παγίδα, στην οποία βλέπω να πέφτουν πολλοί τον τελευταίο καιρό, είναι οτι ο Καρατζαφέρης έχει το πλεονέκτημα της “ξεκάθαρης ατζέντας” και των “ξεκάθαρων θέσεων”. Κατά την άποψη μου, ισχύει το αντίθετο. “Ξεκάθαρες θέσεις” δεν σημαίνει τίποτε πρώτα από όλα, διότι τέτοιες μπορεί να έχει και ο χειρότερος ναζιστής – το θέμα είναι τι πρεσβεύει. Θεωρώ οτι αντιθέτως έχει μια πολύ “κρυφή” ατζέντα και εντελώς θολές και παραπλανητικές θέσεις. Εξαπολύει τις πιο δημαγωγικές και λαϊκίστικες κορόνες (“ν' ανοίξει τζαμί αν λειτουργήσει η Αγιά Σοφιά”) για πράγματα που δε γίνονται, που δεν έχουν λογικό ειρμό και που “χαϊδεύουν τ' αυτιά” των ανθρώπων που αγνοούν το ζήτημα – παριστάνοντας ταυτόχρονα και κουτοπόνηρα τον “καλό και μετριοπαθή”. Οι συνθήκες που έχει υπογράψει η Ελλάδα (Δουβλίνο ΙΙ), οι πραγματικές δυσκολίες (αδυναμία ανακοπής κύματος μετανάστευσης, δυσκολία φύλαξης συνόρων, δυσκολία επαναπροώθησης) κάνουν το πρόβλημα τέτοιο – που μόνο από ένα σοβαρό, μελετημένο και δημοκρατικό κράτος μπορεί να αντιμετωπιστεί. Πάντως όχι με φληναφήματα...
Το αστείο (και τραγικό μαζί) είναι οτι η δεξιά σε όλες της τις εκφάνσεις είναι η πλέον
ακατάλληλη να χειριστεί ακόμα και τα θέματα, στα οποία υποτίθεται “έχει την υπεροχή” - όπως τα ζητήματα ασφάλειας και νομιμότητας. Όπως οι “υπερπατριώτες” και επαγγελματίες εθνικιστές είναι αυτοί που προκαλούν τις μεγαλύτερες “εθνικές καταστροφές” (φυσικό, αφού o πιο γελοίος θα ακολουθήσει την πιο φανατική και στενόμυαλη λύση), έτσι και ο οπαδός του “πατρίς-θρησκεία-οικογένεια” κινείται μεταξύ ανικανότητας (πώς να εμπιστευθείς ακόμα και τον τουρισμό σ' έναν υπουργό που αναφώνησε οτι “η Ελλάδα έχει υπεροχή ως τουριστικός προορισμός απέναντι στην Τουρκία γιατί είναι ορθόδοξη χώρα”;) και σπασμωδικών αυταρχικών λύσεων, που μονίμως δεν προλαμβάνουν αλλά επιδεινώνουν.
Έτσι φτάσαμε η Ελλάδα να αντιμετωπίσει σοκαρισμένη το πρόβλημα του
ρατσισμού και σε εκλογικό επίπεδο. Ο κάτοικος της υποβαθμισμένης περιοχής, σπάνια ικανός να καταλάβει οτι το πρόβλημα του θα λυθεί μόνο με μια προοδευτική και αποτελεσματική πολιτική, καταφεύγει στην εύκολη “διάκριση”: Καταπιεσμένος κι εγώ, καταπιεσμένος κι ο μαύρος – “αλλά αυτός είναι κατώτερος και ήρθε ακάλεστος”. Το ίδιο δεν κάνει και ο (π.χ.) Αλβανός που έχει υποστεί τον ρατσισμό στο πετσί του; Κάποιους πρέπει να βρει για να ενοχοποιήσει/περιφρονήσει κι αυτός...
Μόνο που αυτό συνέβη
σε όλη την Ευρώπη – κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Διότι στην Ελλάδα, το άθροισμα ΝΔ και ΛΑΟΣ πιθανότατα δεν θα μπορεί να ξαναφέρει μια δεξιά κυβέρνηση (αν όμως μπορεί, αυτό θέτει περισσότερο από ποτέ τους ψηφοφόρους προ των ευθυνών τους για το ποια πλευρά θα τους κυβερνήσει). Ο εκλογικός νόμος δίνει την ενίσχυση των 40 (ο παλιός) ή των 50 (ο νέος) βουλευτών στο πρώτο κόμμα, που δύσκολα θα είναι η ΝΔ – και αμφιβάλλω αν θα συνασπιστεί ποτέ (αυτοκτονικά) η ΝΔ με τον Καρατζαφέρη.
Η Ευρώπη όμως,
ελέω και της τεράστιας αποχής, κινήθηκε επιβραβεύοντας τις δεξιές κυβερνήσεις (που με την εξαίρεση ίσως του συνασπισμού της Μέρκελ κινούνται με απίστευτα μέτριες επιδόσεις) και αναδεικνύοντας παντού λιγότερο ή περισσότερο
φαρμακερές ακροδεξιές παραφυάδες. Ο πιο μέτριος πρόεδρος της Κομισιόν, από την ύπαρξη της, ο Μπαρόζο, παίζει
χωρίς αντίπαλο - με την ένοχη στάση των λίγων σοσιαλιστικών κυβερνήσεων - και οι όποιες αντιρρήσεις στην υποψηφιότητα έχουν να κάνουν με τις επιδιώξεις του Σαρκοζί και της Μέρκελ.
Η συντήρηση, η ξενοφοβία και η γενικότερη ανασφάλεια – αντί να τιμωρήσει τις (ως επί το πλείστον) νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις για την κρίση – τις άφησε να παίζουν μόνες στο γήπεδο. Ίσως οι λαοί της (παλιάς) Ευρώπης έχουν τη δικαιολογία οτι έχουν μάθει να ζουν σ' ένα ευνομούμενο κράτος, που λειτουργεί “σωστά” από μόνο του – και απέχουν ασυνείδητα από τα κοινά. Ίσως οι κάτοικοι της (νέας) Ευρώπης έχουν ακόμα τις μνήμες του υπαρκτού σοσιαλισμού και ψηφίζουν θρησκόληπτα, αντιδραστικά και αντιευρωπαϊκά (ενώ παρακαλούσαν να μπουν στην Ένωση).
Και επιστρέφουμε στην αρχή: Αν οι λαοί πήγαιναν να ψηφίσουν προοδευτικά, για να δώσουν τέτοιες λύσεις στα προβλήματα τους – και δεν άφηναν να επιβληθεί η δεξιά ψήφος, "ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι". Αν δεν ψήφιζαν αντιευρωπαϊκά τόσα χρόνια, θυμωμένοι με τις κυβερνήσεις τους και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών - και επέβαλαν την πορεία προς μια άλλη, προοδευτική και πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Αν αναδείκνυαν ενεργά άλλα σχήματα (εφόσον δηλώνουν απογοητευμένοι από την εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας) που θα μπορούσαν να εκφράσουν την αγωνία τους. Αν δεν έπεφταν με ευκολία στη “λούμπα” της άρνησης, του αντιευρωπαϊσμού, της μη ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού. Αν
ενεργούσαν σοβαρά, όπως έκανε επιτέλους η Αμερική (μετά από μια οκταετία Μπους βεβαίως), που πήγε να ψηφίσει – και να ψηφίσει θετικά - τότε ίσως υπήρχε μια ελπίδα για τη στροφή της Ευρώπης.
Αλλά ξέχασα: Η “υπακοή στο σύστημα”, ο Ομπάμα, η κοινωνική ευμάρεια, η πρόοδος και η ευελιξία των σκανδιναβικών χωρών – η ελπίδα τέλος πάντων για μια καλύτερη εκδοχή των πραγμάτων – όλα αυτά είναι “μία από τα ίδια”. Μια υποταγή, μια φενάκη στην επιστημονική φαντασία ενός “Matrix”, που δεν θα μας αφήσει ποτέ να χαρούμε τίποτα – εκτός από την εθνική και ρατσιστική μας περιχαράκωση, το δογματικό μας μαξιμαλισμό και το σύνθημα “ή με τις γραβάτες ή με τις κουκούλες”. Ακριβώς όπως το είπε και ο Μπους: Ή είσαι μαζί μας ή είσαι εχθρός μας...
"Επί του πιεστηρίου" 1: Φεύγει (;) από την πολιτική ο Θεόδωρος Ρουσόπουλος...
"Επί του πιεστηρίου" 2: Στο θεοκρατικό Ιράν, με μεγάλη συμμετοχή στις εκλογές, μπορεί και να απαλλαγούν από τον Αχμαντινετζάντ...
"Επί του πιεστηρίου" 3: Και για όποιον έχει ακόμα αμφιβολίες για το πόσο ο ΛΑΟΣ είναι στην πραγματικότητα ένα χουντοφασιστικό κόμμα (όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει ο Καρατζαφέρης), ας ρίξει μια ματιά στο εξαιρετικό ρεπορτάζ της Αριστοτελίας Πελώνη στα "Νέα".
Οι φωτό από τη Σίφνο είναι δική μου - οι άλλες από το www.google.com και από www.ugo.com
To post συνοδεύεται από τις δύο από τις τρεις ντίβες (η Liz Wright συνόδευσε προηγούμενο post για τον Ομπάμα) που θα εμφανιστούν στο Λυκαβηττό, στις 6 Ιουλίου, σε συναυλία στη μνήμη (και με τα τραγούδια) της μεγάλης Nina Simone. Συμμετέχουν η Αμερικάνα Dianne Reeves, γνωστή και από τη συμμετοχή της στην ταινία "Goodnight And Good Luck" και η Αφρικάνα (γεννημένη στο Μπενίν) Angelique Kidjo. Ο μεγάλος Μεξικανός κιθαρίστας Carlos Santana έρχεται για μια συναυλία στην Αθήνα, στις 8 Ιουλίου.