Πριν έρθω σε αυτή τη
συνάντηση, διάβασα μια
ανακοίνωση της Συσπείρωσης Δημοσιογράφων, της συνδικαλιστικής κίνησης που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ και σε άλλα αριστερά σχήματα. Λέει λοιπόν:
“Τα δελτία ειδήσεων μετατρέπονται σε δελτία απόψεων, όπου ακριβοπληρωμένοι δημοσιογράφοι σε απευθείας σύνδεση με τον Υπουργό (κυριολεκτικά, εσχάτως) κουνούν με αυστηρότητα το δάχτυλο απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους των 1.000 ευρώ. Ενώ οι κινητοποιήσεις των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων βρίσκουν μια θέση στον τηλεοπτικό ήλιο μόνο στο βαθμό που εμπεριέχουν εκείνα τα θεαματικά στοιχεία της έντασης – απαραίτητα για την πλαισίωση μιας διατεταγμένης υπηρεσίας που δεν έγκειται σε τίποτα παραπάνω από την άνευ όρων και ορίων συκοφάντηση.”
Πράγματι. Υπάρχει αυτό το κομμάτι της δημοσιογραφίας - και μπορεί κανείς να θεωρήσει κυρίαρχη αυτή την παθογένεια (όπως και πολλές άλλες) στα ελληνικά ΜΜΕ. Και πράγματι, η κρίση θέτει εξαιρετικά έντονα ηθικά διλήμματα στον δημοσιογράφο. Γιατί ο δημοσιογράφος - σχεδόν εξ ορισμού - οφείλει να είναι απέναντι στην εξουσία, να την ελέγχει και να την επικρίνει, με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από το να συμφωνεί μαζί της.
Τι γίνεται όμως όταν ο δημοσιογράφος, που θέλει να λέγεται ουσιαστικά προοδευτικός, κινδυνεύει να γίνει μέρος ενός μετώπου της εύκολης καταγγελίας, της άκριτης αντίδρασης, της μεσογειακής προχειρότητας και μεμψιμοιρίας; Τι γίνεται, όταν σε κάθε βήμα καραδοκεί ο κίνδυνος να γίνεις μέρος ενός ετερόκλητου “μετώπου κατά του μνημονίου” - λες και το μνημόνιο δεν είναι σύμπτωμα, αλλά γενεσιουργός αιτία;
Η παγκόσμια κρίση, πέρα από τα ειδικά οικονομικά της χαρακτηριστικά (που καθιστούν είναι η αλήθεια πολύ δύσκολη την αποτύπωση της πραγματικότητας από έναν μη ειδικευμένο δημοσιογράφο), έφερε στην επιφάνεια ένα σύμπλεγμα μύθων και νεοπλασιών που ταλαιπωρούν το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα. Μια ολόκληρη κοινωνία, που ενώ ήξερε πολύ καλά κατά βάθος τι συνέβαινε και το πόσο ευθύνη είχε γι αυτό, επέτρεπε - ιδιωτεύοντας - να καταδυναστεύει τη δημόσια ζωή ένας εσμός απαράδεκτα ανεπαρκών, γραφικών ή και διεφθαρμένων πολλές φορές δημοσίων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και πολλών, ιδίως προβεβλημένων, δημοσιογράφων. Και μάλιστα, με τρόπο τέτοιο, που καθίστατο παράτολμο εγχείρημα το να επιχειρήσει να μπει ο άξιος στην πολιτική ή τη δημοσιογραφία. Και ταυτόχρονα, μια μεγάλη πλειοψηφία βολευόταν με τις πελατειακές σχέσεις, την παραοικονομία (που εκτιμάται υπενθυμίζω στο 40% του ΑΕΠ, δέκα φορές επάνω από τις “επάρατες” πολεμικές δαπάνες) και την πλαστή ευμάρεια του προσωπικού δανεισμού, που επέτρεπε τη νεοπλουτική επιδίωξη, ανεξαρτήτως πραγματικών δυνατοτήτων. Κανείς όμως δεν ήθελε να σηκώσει τα μανίκια, για να διορθωθούν τα πράγματα - “α, αυτό ήταν δουλειά των ελεγκτικών μηχανισμών, έξω από εμάς”. Κι όλα αυτά σε μια χώρα, που έχανε ολοένα και περισσότερο τον παραγωγικό της δυναμισμό και βολευόταν με την κρατικοδίαιτη μισθοδοσία και ανάπτυξη.
Αν λοιπόν η κρίση (όπως κάθε κρίση) είναι πάνω από όλα μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση και διόρθωση πορείας, θα πρέπει να δούμε πώς αυτή η πολύτιμη (και για πρώτη φορά στην ιστορία της, τόσο “καθαρή” για 36 συνεχόμενα χρόνια) δημοκρατία, κλώτσησε την ευκαιρία να ενδυναμώσει τα χαρακτηριστικά της και να κάνει τους θεσμούς της “μπετόν αρμέ”. Πώς επέτρεψε - αντιθέτως - στα πάντα να αποχαλινωθούν, να χαλαρώσουν, να ευτελιστούν. Και πώς φτάσαμε (στο απαράδεκτο, κατά την ταπεινή μου άποψη) σημείο να αμφισβητείται το ίδιο το πολίτευμα, ως αδιέξοδο - ύβρις γι αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους ή την αρτιμέλεια τους, για να εγκατασταθεί η δημοκρατία. Αντί να σκύψουμε πάνω σε αυτή την “κουτσή” ή “ανάπηρη” δημοκρατία μας και να δούμε πώς θα τη θεραπεύσουμε, ώστε να περπατήσει ξανά - και γρήγορα μάλιστα - “πετάμε το μπαλάκι στην εξέδρα”. Κι όμως, οι πολίτες κάθε χώρας είναι οι αρχικοί και οι τελικοί υπεύθυνοι για την πορεία της - κι αν δεν πάρουν αυτοί οι ίδιοι την ευθύνη στα χέρια τους, κανένα “συμφέρον”, εσωτερικό ή εξωτερικό, δεν θα έρθει να τους τη δώσει.
Ο ρόλος του δημοσιογράφου, κατά την άποψη μου, δεν είναι μόνον αυτός της καταγραφής της πραγματικότητας (μέσω της πολυφωνίας βέβαια), αλλά είναι και παιδευτικός - όπως άλλωστε και του πολιτικού, του “ταγού”. Οφείλει να σταθεί ιδιαιτέρως κριτικά απέναντι στις πράξεις και στις παραλείψεις της εξουσίας, απαιτώντας πάνω απ' όλα διαφάνεια. Και από την άλλη, σε μια στιγμή κρίσης, οφείλει να σταθεί με ψυχραιμία πάνω από τις φωνές της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, από τις οποίες βρίθουν τηλεοπτικά πάνελ, “δήθεν σατιρικές” εκπομπές και σοβαροφανή (και μη) δελτία ειδήσεων. Περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της ιστορίας, να αρνηθεί να χαϊδέψει αυτιά, “να πάρει το μέρος του κοσμάκη”, να καταδικάσει αβασάνιστα. Ο δημοσιογράφος οφείλει να αρνηθεί τις κομματικές ακρότητες, την ένταξη στα παραταξιακά στρατόπεδα και τις κραυγές ενός χρεωκοπημένου συνδικαλισμού.
Και να αναζητήσει, μέσα σε όλα τα παραπάνω, τις αιτίες για τις οποίες φτάσαμε στην κρίση και στο μνημόνιο. Να τις αναδείξει, είτε προέρχονται από τα δεξιά, τα αριστερά ή το κέντρο - γιατί σχεδόν παντού είναι οι ρίζες τους. Να ενισχύσει τη διαδικασία της αυτοκριτικής, που θα οδηγήσει στην αποκόλληση από τριτοκοσμικές νοοτροπίες και συνθηκολογήσεις. Να ξαναφέρει τη συζήτηση για τη σημασία των αξιών, έναντι του μεσογειακού κυνισμού και της παραίτησης. Να καταδικάσει την πολιτική της απουσίας και της απόρριψης, την ιδιωτεία, την αποχή που οδηγεί στην ενίσχυση των άκρων και προλειαίνει το έδαφος για διάφορους σωτήρες και οπαδούς του μπερλουσκονισμού - ή τον πραγματικό φασισμό (κι όχι αυτόν που με μεγάλη ευκολία καταγγέλεται, με κάθε αφορμή). Και τέλος, με τη βοήθεια των νέων μέσων και των social media, να συνδράμει στην ανάδειξη των υγιών δυνάμεων, των ανεξάρτητων φωνών της κοινωνίας και των κινήσεων πολιτών, που μπορούν (όπως απέδειξε και η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) να καταρρίψουν
εμπεδωμένες αντιλήψεις περί της λειτουργίας της πολιτικής - και να ξαναφέρουν το χαμόγελο της ελπίδας, για μια πιο ουσιαστική και ακηδεμόνευτη, μη χρωκοπημένη τελικά, δημοκρατική λειτουργία.
Η εισήγηση αυτή διαβάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο της συζήτησης για την οικονομική κρίση και τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ
Η φωτό είναι από το www.earlytelevision.org και το εξώφυλλο από το http://img.maniadb.com
Το post συνοδεύεται από το "Fly To The Moon" (για την πανσέληνο), από τη μεγάλη Sarah Vaughan, την οποία τίμησε εξαιρετικά η Dianne Reeves, στη συναυλία της στο Gazarte.